ΕΠΙΣΗΜΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ: wwwinsense.blogspot.com

ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ: wwwinsense.blogspot.com ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΕΞΥΠΝΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ: wwwpropagenda.blogspot.gr
ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΑΡΧ.ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ: wwwmetafrasths.blogspot.com ΣΕΛΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ TYΠΟ:www.prothexousia.blogspot.com ΜΥ-INSENSE: wwwmiss-insense.blogspot.com
ΕΔΩ ΚΑΤΕΒΑΖΩ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ: www.scribd.com/user/22895639/ChrysJazz

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ - όλα τα κείμενα ανοίγουν αμέσως εδώ κάτω:

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

40 ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ: μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου



«ΟΑΣΕΙΣ ΑΝΑΨΥΧΗΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Tribune, 11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1946
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Πριν μερικούς μήνες έκοψα από ένα γυαλιστερό, ιλλουστρασιόν περιοδικό κάποιες παραγράφους
που είχε γράψει μια δημοσιογράφος για να περιγράψει το θέρετρο ψυχαγωγίας του μέλλοντος.
Είχε πρόσφάτως περάσει κάποιο χρονικό διάστημα στην Χονολουλού, εκεί όπου οι οξύτητες του πολέμου
φαίνονται πως υπήρξαν ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες.
Ωστόσο, «ένας πιλότος μεταγωγικού …μου είπε πως με όλην την εφευρετικότητα που συγκεντρώθηκε σε αυτόν
τον πόλεμο, ήταν κρίμα που κάποιος δεν ανακάλυψε πώς, άραγε, θα μπορούσε ένας καταπονημένος και
διψασμένος για ζωή άνθρωπος να ρηλαξάρει, να ξεκουραστεί, να παίξει πόκερ, να πιεί και να κάνει έρωτα –όλα
αυτά ταυτόχρονα και νυχθημερόν– και να βγει από αυτό νοιώθοντας όμορφα και φρέσκος και πανέτοιμος
να κάνει πάλι την δουλειά».
Αυτό της υπενθύμισε έναν επιχειρηματία που είχε γνωρίσει προσφάτως και ο οποίος σχεδίαζε να δημιουργήσει
έναν «τόπο ευδαιμονίας που νομίζει ότι θα πιάσει αύριο, όπως χθες πέτυχαν οι κυνοδρομίες και οι αίθουσες
χορού». Το όνειρο του καινοτόμου επιχειρηματία περιγράφεται με ορισμένες λεπτομέρειες:
«Τα αντίγραφα των σχεδιαγραμμάτων του αναπαριστούσαν μιαν έκταση που κάλυπτε αρκετές εκατοντάδες
χιλιόμετρα, σκεπασμένη από μια σειρά κυλιομένων υπόστεγων –διότι ο καιρός στην Αγγλία είναι άστατος και
δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς– και η οποία διέθετε έναν κεντρικό χώρο που απλωνόταν παντού και είχε
μιαν αχανή πίστα χορού, φτιαγμένη από διάφανο πλαστικό που μπορεί να φωταγωγηθεί από κάτω.
Γύρω του μαζεύονται κατά ομάδες άλλοι λειτουργικοί χώροι, σε διαφορετικά επίπεδα.
Μπαρ με εξώστες, εστιατόρια που έχουν πρόσβαση στην θέα από ψηλά των κατοικιών της πόλης και ρέπλικες
που βρίσκονταν στο επίπεδο του εδάφους.
Ένα σετ αλσυλλίων με σχήμα κορίνων.
Δύο γαλάζιες λιμνοθάλασσες: η μία, περιοδικά αναταρασσόμενη από κύματα, για τους δεινούς κολυμβητές και η άλλη, μια καλοκαιρινή πισίνα με νερά «λάδι», για τους αργόσχολους κολυμβητές.
Από πάνω τους, λάμπες ηλιακού φωτός για να δημιουργούν την προσομοίωση ότι βρίσκεσαι στην καρδιά του κατακαλόκαιρου τις ημέρες εκείνες που τα στέγαστρα δεν κατεβαίνουν ώστε να αποκαλύψουν έναν καυτόν ήλιο στον ανέφελον ουρανό.
Αράδες σαιζ-λονγκ στις οποίες μπορούν να ξαπλώνουν άνθρωποι που φορούν γυαλιά ηλίου και μαγιώ και να ξεκινήσουν μαύρισμα ή να μαυρίσουν ακόμη περισσότερο κάτω από μια λάμπα ηλιακής ακτινοβολίας».
Η μουσική κυλά ρέοντας μέσα από εκατοντάδες γρίλιες που συνδέονται με ένα κεντρικό παλκοσένικο, όπου
εμφανίζονται συμφωνικές ή χορευτικές ορχήστρες ή όπου μπορεί να πιαστεί, να ενισχυθεί και να αναμεταδοθεί
ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα.
Στο εξωτερικό 2 γκαράζ παρκαρίσματος αυτοκινήτων 1000 θέσεων. Το ένα, δωρεάν. Το άλλο, ένας ευάερος,
ανοιχτός κινηματογράφος «ντράϊβ-ιν» όπου τα αυτοκίνητα περνούν σε ουρές από διόδια και το φιλμ που
παίζεται σε μια γιγαντιαία οθόνη αντίκρυ σε μια σειρά συγκεντρωμένων αυτοκινήτων. Φύλακες με ενιαία,
ομοιόμορφη στολή ελέγχουν τα αυτοκίνητα, παρέχουν νερό και βοήθεια δωρεάν, πωλούν πετρέλαιο και λάδι.
Κοπέλες με σπορ παντελόνια από λευκό σατέν παίρνουν παραγγελίες για να φέρουν φαγητά και ποτά από
τον μπουφέ και τα σερβίρουν σε δίσκους.
Τώρα, όταν κανείς ακούει φράσεις όπως «μέρος διασκέδασης», «καταφύγιο απόλαυσης», «χώρα της
ευδαιμονίας» είναι δύσκολο να μην θυμηθεί την συχνά αναφερόμενη αρχή του ποιήματος «Κουμπλά Χαν»
του Κώλριτς.
In Xanadu did Kubla Khan Εξέδωσε στην Ξαναντού ο Χαν Κουμπλά
A stately pleasure-dome decree: ένα άκρως ηδονικό επίσημο διατάγμα: να κτιστεί ένα παλάτι
Where Alph, the sacred river, ran απολαύσεων εκεί όπου ο ιερός ποταμός Άλφα
Through caverns measureless to man μέσα από σπήλαια απροσμέτρητα στον άνθρωπο
Down to a sunless sea. εξέβαλε τα νερά του σε μιαν ανήλιαγη θάλασσα.
So twice five miles of fertile ground Περιφράχτηκαν, λοιπόν, δεκάξη χιλιόμετρα γόνιμης γης
With walls and towers were girldled round: με τείχη και πύργους:
And there were gardens bright with sinuous rills υπήρχαν εκεί κήποι λαμπεροί με στρογγυλά, περιστρεφόμενα
Where blossomed many an incense-bearing tree; κρεμαστά μπαλκόνια όπου φύτρωναν πολλά αρωματικά δένδρα
And here were forests ancients as the hills, και υπήρχαν δω δάση τόσο αρχέγονα όσο και οι λόφοι, όπου
Enfolding sunny spots of greenery. ξεδιπλώνονταν ηλιόλουστα μέρη με πρασινάδα
Διαπιστώνεται, όμως, ότι ο Coleridge τα είχε προβλέψει όλα λάθος.
Αμέσως-αμέσως δίνει μιαν νότα λάθος, μιλώντας για «ιερούς» ποταμούς και «σπήλαια απροσμέτρητα».
Στα χέρια του προαναφερομένου επιχειρηματία, το πρότζεκτ του Κουμπλάϊ Χαν θα είχε εξελιχθεί σε κάτι αρκετά
διαφορετικό. Τα σπήλαια θα διέθεταν αιρ-κοντίσιον και διακριτικόν φωτισμό ενώ θα μετατρέπονταν σε φυτείες
καλλιέργειας τσαγιού κατά το Μαυριτανικό, Καυκασιανό ή Χαβανέζικο στυλ καθώς το αρχικό βραχώδες
εσωτερικό τους θα ήταν κρυμμένο κάτω από σοφάδες πλαστικού, διακοσμημένου με γούστο.
Ο Άλφα, ο ιερός ποταμός, θα καταδικαζόταν ώστε να μετατραπεί σε μιαν τεχνητώς θερμαινόμενη πισίνα μπάνιου
ενώ η ανήλιαγη θάλασσα θα είχε φωταγωγηθεί από κάτω της με ροζ ηλεκτρικά φώτα και θα έκανε κρουαζιέρα
κανείς κατά μήκος της, διασχίζοντάς την με πραγματικές γόνδολες Βενετίας που η καθεμιά θα ήταν εξοπλισμένη
με ιδιαίτερο ραδιοφωνικό συγκρότημα.
Τα δάση και τα «μέρη με πρασινάδα» που αναφέρονται από τον Κώλριτς θα εκκαθαρίζονταν ώστε να κάνουν χώρο
για γήπεδα του τέννις καλυμμένα από γυάλινες οροφές, για μια σκηνή ορχήστρας, για μια πίστα του
ρόλλερ-σκαίητινγκ και ίσως για ένα γήπεδο γκολφ με 9 τρύπες.
Με μια λέξη, θα υπήρχαν όλα όσα θα επιθυμούσε ένας άνθρωπος «διψασμένος για ζωή».
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι σε όλον τον κόσμο εκατοντάδες θέρετρα ψυχαγωγίας, παρόμοια με αυτό που μόλις
περιγράφτηκε, σχεδιάζονται ήδη αυτήν την ώρα και ίσως ήδη να κατασκευάζονται.
Είναι απίθανο να ολοκληρωθούν έως το τέλος –τα παγκόσμια γεγονότα θα το δείξουν αυτό– αλλά
αντιπροσωπεύουν αρκετά πιστά την αντίληψη που έχει για την ψυχαγωγία ο σύγχρονος, πολιτισμένος άνθρωπος.
Κάτι παρόμοιο έχει επιτευχθεί ήδη εν μέρει στα περισσότερα υπέροχα παλάτια του κινηματογράφου,
ξενοδοχεία, εστιατόρια, μέγαρα χορού και στα πολυτελή υπερωκεάνια.
Με μια κρουαζιέρα αναψυχής ή στον Οίκο της Λυόν αντιλαμβάνεται κανείς περισσότερα απ’ ότι με μια ματιά
για αυτόν τον μελλοντικό παράδεισο.
Εάν αναλυθεί, τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι τα εξής:
1. Κανείς ποτέ δεν μένει μόνος του.
2. Κανείς ποτέ δεν κάνει τίποτα για τον εαυτό του.
3. Κανείς ποτέ δεν βλέπει, εντός του πεδίου όρασής του, άγρια βλάστηση ή φυσικά αντικείμενα κανενός είδους.
4. Το φως και η θερμοκρασία ρυθμίζονται πάντοτε με τεχνητά μέσα.
5. Κανείς ποτέ δεν βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του ήχου της μουσικής.
Η μουσική –και, αν είναι δυνατόν, θα έπρεπε αν είναι η ίδια μουσική για όλους– είναι το πιο σημαντικό συστατικό.
Η λειτουργία της είναι να εμποδίζει την σκέψη και την συζήτηση καθώς και να αποκλείει κάθε φυσικόν ήχο,
όπως το τιτίβισμα στο τραγούδι των πουλιών ή το θρόϊσμα του ανέμου που θα μπορούσε, ειδάλλως, να εισβάλει.
Το ραδιόφωνο χρησιμοποιείται ήδη συνειδητά για αυτόν τον σκοπό από αμέτρητους ανθρώπους.
Σε πάρα πολλά σπίτια της Αγγλίας το ραδιόφωνο δεν κλείνει κυριολεκτικά ποτέ, αν και μανιπουλάρεται από καιρού
εις καιρόν ώστε να εξασφαλίσει ότι μόνο λάϊτ μουσική θα βγαίνει από αυτό.
Γνωρίζω ανθρώπους που θα αφήσουν το ράδιο να παίζει καθ’ όλη την διάρκεια ενός γεύματος ενώ συγχρόνως
θα συνεχίζουν να μιλάνε τόσο δυνατά όσο χρειάζεται για να ισοσταθμιστούν τόσον οι φωνές όσο και η μουσική.
Αυτό γίνεται με συγκεκριμένον σκοπό.
Η μουσική παρεμποδίζει από το να γίνει η συζήτηση σοβαρή ή έστω συγκροτημένη γιατί οι ήχοι των φωνών
αποσοβούν τον οποιονδήποτεν από το να ακούσει προσεκτικά την μουσική και, άρα, παρακωλύουν την έναρξη
αυτού του τρομερού πράγματος: της σκέψεως. Διότι
The lights must never go out, Τα φώτα δεν πρέπει ποτέ να σβήνουν,
The music must always play, Η μουσική πρέπει πάντα να παίζει,
Lest we should see where we are; Για μήπως και δούμε που είμαστε
Lost in a haunted wood, Χαμένοι σ’ ένα στοιχειωμένο δάσος,
Children afraid of the dark Παιδιά που φοβούνται το σκοτάδι
Who have never been Που ποτέ δεν υπήρξαμε
Happy or good. καλά ή ευτυχισμένα.
Είναι δύσκολο να μην αισθανθεί κανείς ότι ο υποσυνείδητος σκοπός των περισσοτέρων τυπικών
σύγχρονων «ασύλων διασκέδασης» είναι η επιστροφή στην μήτρα.
Διότι και εκεί, επίσης, κανείς δεν ήταν ποτέ μόνος του, ποτέ δεν έβλεπε το φως της ημέρας, η θερμοκρασία
πάντοτε ρυθμιζόταν, κανείς δεν έπρεπε να ανησυχεί για την εργασία ή την τροφή του και οι σκέψεις του
πνίγονταν από έναν διαρκή ρυθμικόν χτύπο –αν υπήρχαν σκέψεις.
Όταν κανείς ρίξει μια ματιά στην πολύ διαφορετική σύλληψη της ιδέας του Κώλριτς για ένα «παλάτι απολαύσεων»
διαπιστώνει ότι περιλαμβάνει, εν μέρει, κήπους με περιστρεφόμενα μπαλκόνια και, εν μέρει, σπήλαια και ποτάμια
και δάση και βουνά με «αβυσσαλέα, ρομαντικά χάσματα» –με μια λέξη, περιλαμβάνει ό,τι ονομάζεται «Φύση».
Όμως, η συνολική αντίληψη για τον θαυμασμό της Φύσης
και για το συναίσθημα να νοιώθει κανείς ένα είδος θρησκευτικού δέους
στην παρουσία ερήμων, καταρρακτών ή κρουσταλλένιων νερών σε μιαν κοιλάδα,
είναι δεμένο σε άμεση σχέση με την αίσθηση της ασημαντότητας και αδυναμίας του ανθρώπου
απέναντι στην ισχύ του σύμπαντος.
Το φεγγάρι είναι όμορφο εν μέρει επειδή δεν μπορούμε να το αγγίξουμε,
η επιφάνεια της θαλάσσης είναι εντυπωσιακή
επειδή ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα την διασχίσει με ασφάλεια.
Ακόμα και η απόλαυση που δοκιμάζει κανείς μυρίζοντας ένα άνθος
εξαρτάται εν μέρει από την αίσθηση ενός μυστηρίου –και αυτό ισχύει ακόμα και για έναν βοτανολόγο που ξέρει
όλα όσα μπορούν να γίνουν γνωστά για τα λουλούδια.
Στο ενδιάμεσο, όμως, η εξουσία του ανθρώπου στην Φύση αυξάνεται σταθερά.
Με την συνδρομή της ατομικής βόμβας, θα μπορούσαμε κυριολεκτικά να μετακινήσουμε όρη και βουνά:
θα μπορούσαμε –όπως λέγεται– ακόμα και να μεταβάλουμε το κλίμα της Γης
λιώνοντας τις πολικές τράπεζες πάγων και υδροδοτώντας την Σαχάρα.
Δεν υπάρχει, επομένως, κάτι το συναισθηματικό κι απόκρυφο
στην προτίμηση του κελαηδίσματος των πουλιών από την μουσική σουϊνγκ
αλλά και στην επιθυμία να αφεθούν δω κι εκεί λίγοι απομονωμένοι θύλακες άγριας φύσης
αντί να καλυφθεί ολόκληρη η επιφάνεια της Γης από ένα δίκτυο αυτοκινητοδρόμων «Autobahnen» λουσμένων
στο τεχνητό φως του ήλιου με προβολείς;
Το όλο ζήτημα δημιουργείται μόνον επειδή ο άνθρωπος, εξερευνώντας το φυσικό σύμπαν,
δεν έχει κάνει καμιά προσπάθεια να εξερευνήσει τον εαυτό του.
Αρκετά απ’ όσα γίνονται εν ονόματι της ευχαρίστησης
αποτελούν απλά μιαν προσπάθεια να καταστραφεί η συνειδητοποίηση.
Αν άρχιζε κανείς ρωτώντας «Τί είναι ο άνθρωπος; Ποιές είναι οι ανάγκες του; Πώς μπορεί να εκφράσει καλύτερα
τον εαυτό του;», θα ανακάλυπτε ότι δεν είναι επαρκείς λόγοι για να καταστρέψει την συνείδησή του απλά
το να έχει την δυνατότητα να αποφύγει την εργασία και να ζει την ζωή του, από την γέννηση ως τον θάνατο
στο ηλεκτρικό φως και στην μελωδία έτοιμης μουσικής.
Ο άνθρωπος χρειάζεται την θαλπωρή, την κοινωνικότητα, τον ελεύθερο χρόνο, τις ανέσεις και την ασφάλεια∙
επίσης, έχει ανάγκη από την μοναξιά, την δημιουργικήν εργασία και την αίσθηση του θαυμασμού.
Αν το αναγνώριζε αυτό, θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα επιτεύγματα της επιστήμης και της βιομηχανίας
εκλεκτικά, εφαρμόζοντας πάντα το ίδιο τεστ: Με κάνει αυτό περισσότερο ή λιγότερο άνθρωπο;
Θα μάθαινε, τότε, ότι η μεγαλύτερη ευτυχία δεν βρίσκεται στο να ρηλαξάρει, στο να αναπαύεται, στο να πίνει
και στο να κάνει έρωτα ταυτόχρονα.
Και ο ενστικτώδης τρόμος που νοιώθουν όλοι οι ευαισθητοποιημένοι άνθρωποι
για την προοδευτική εκμηχάνιση της ζωής
δεν θα αντιμετωπιζόταν σαν να είναι ένας σκέτος συναισθηματικός αρχαϊσμός
αλλά θα θεωρούνταν πλήρως δικαιολογημένος.
Διότι ο άνθρωπος παραμένει ανθρώπινος μόνο διατηρώντας μεγάλες εστίες απλότητας στην ζωή του
όταν η τάση πολλών σύγχρονων εφευρέσεων –ιδιαίτερα στα φιλμ, στο ράδιο και στα αεροπλάνα– είναι
να εξασθενήσουν την συνειδητότητά του, να χαλιναγωγήσουν την περιέργειά του και, γενικά,
να τον παρασύρουν πιο κοντά στα ζώα.



«ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Tribune, 28 ΜΑΡΤΙΟΥ 1947
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το θέμα της επιστημονικής έρευνας των κοινωνιών πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν σε σχέση με το αρμόδιο κυβερνητικό όργανο, το ενημερωτικό δελτίο του Υπουργείου Πληροφόρησης (Ministry of Information-M.O.I.) που είναι κοινό σε Όργουελ («1984) και Καμύ (“COMBAT”), την όλη φιλοσοφία του οργανισμού με τον τίτλο «ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ Ο.Η.Ε.» και την θέση σε ισχύ του όλου Λειτουργικού Συστήματος με βάση το Κ.Π.Σ. της Ευρωπ. Ένωσης. Βλ. τις κοινές αναφορές των συγγραφέων στην Ιερά Εξέταση και, ειδικότερα, σε σύνδεση με την Λειτουργία-Κοινωνία των Χριστιανών της Ισπανίας που αναφέρεται στο θεατρικό έργο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ-Η Ιερά Εξέταση στο Κάδιξ» (μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου) καθώς και το σύνολο κειμένων αφιερωμένων στον Χριστιανισμό των Όργουελ-Καμύ καθώς και στην Κυβέρνηση της Ισπανίας των Όργουελ-Καμύ & Καίσλερ (βλ. «Η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ» κ.ο.κ.). Η αναφορά το 1947 στον «NEW STATESMAN» και η διαφορά των 10 έτών συμπίπτει απόλυτα με το άρθρο περί της φυλακής-μοντέλο της Βαρκελώνης με τίτλο «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» του 1937.
Διαβάζω με ενδιαφέρον το τεύχος Φεβρουαρίου-Μαρτίου της επίσημης έκθεσης της «Μαζικής Παρακολούθησης»
που εμφανίζεται ακριβώς 10 χρόνια μετά την δημιουργία αυτού του οργάνου.
Είναι περίεργο να θυμάται κανείς με πόσην εχθρικότητα χαιρετίστηκε στην αρχή.
Παραδείγματος χάρη, δέχθηκε βίαιη επίθεση από το «NEW STATESMAN»
όπου ο κ. Stonier ανακοίνωσε ότι «ο τυπικός Μαζικός Παρατηρητής θα έχει αυτιά θηλυκού ελέφαντα,
σκυφτό βάδισμα κι ένα μονίμως πληγωμένο μάτι, επειδή κοιτάζει μέσα από κλειδαρότρυπες» και διατύπωσε
και λόγια με ανάλογην επιρροή. Ένας άλλος κατήγορος ήταν ο κ. Stephen Spender.
Συνολικά, όμως, η αντίδραση σ΄αυτήν (ή σε οποιοδήποτε άλλο είδος) την κοινωνική έρευνα
προέρχεται από ανθρώπους με συντηρητικές αντιλήψεις, οι οποίοι συχνά μοιάζουν
να είναι γνήσια οργισμένοι εξαιτίας της ιδέας να διερευνηθεί ποια είναι η σκέψη των μεγάλων μαζών.
Εάν ερωτηθούν γιατί, απαντούν γενικώς ότι αυτό που ανακαλύπτεται
δεν έχει κανένα ενδιαφέρον –και ότι, εμ πάσει περιπτώσει, κάθε ευφυές άτομο
πάντοτε έχει ήδη εκ των προτέρων γνώση των κυρίων
τάσεων της κοινής γνώμης. Ένα άλλο επιχείρημα είναι πως οι έρευνες
των κοινωνιών αποτελούν παρέμβαση κατά της ατομικής ελευθερίας , ένα πρώτο βήμα προς τον ολοκληρωτισμό.
Η “Daily Express” κρατούσε την γραμμή αυτή
για αρκετά χρόνια καθώς επιχειρούσε να θεωρήσει ως εκτός πραγματικότητας και να διακωμωδήσει
την μικρή μονάδα κοινωνικής έρευνας που ίδρυσε το Υπουργείο Πληροφοριών (M.O.I.),
ονομάζοντας την –υποκοριστικά– «Λαγωνικά του Δεσμοφύλακα».
Φυσικά, πίσω από αρκετά επιχειρήματα αυτής της αντίστασης
υποκρύπτεται ένας καλά δικαιολογημένος φόβος πως θα βρεθεί ότι το αίσθημα των μαζών,
σε αρκετά θέματα, δεν είναι συντηρητικό.
Μερικοί άνθρωποι, όμως, πραγματικά φαίνονται
πως αισθάνονται ειλικρινά ότι είναι κακό να γνωρίζει η κυβέρνηση τόσο πολλά για το τι σκέπτονται οι άνθρωποι
–ακριβώς όπως άλλοι νοιώθουν πως όταν η κυβέρνηση προσπαθεί να μορφώσει την κοινή γνώμη,
πρόκειται για ένα είδος αυθαίρετης εικασίας.
Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να έχεις δημοκρατία αν δεν λειτουργούν παράλληλα και οι 2 διαδικασίες.
Η δημοκρατία είναι εφικτή μόνον όταν οι νομοθέτες και οι διοικούντες
γνωρίζουν τις επιθυμίες των μαζών
καθώς και τι μπορεί να προσδοκά κανείς ότι θα καταλάβουν οι μάζες.
Εάν η σημερινή κυβέρνηση έδινε μεγαλύτερη προσοχή σε αυτό το τελευταίο σημείο,
θα εξέφραζαν λεκτικά και με διαφορετικό τρόπο την δημοσιοποίηση της έκθεσης.
Η «Μαζική Παρακολούθηση» εξέδωσε την προηγούμενη εβδομάδα μιαν έκθεση
για την Λευκή Βίβλο της οικονομικής κατάστασης.
Ως συνήθως, βρήκαν ότι οι αφηρημένες λέξεις και φράσεις που πετιούνται στον αέρα ως «έπεα πτερόεντα»
στις επίσημες ανακοινώσεις δεν σημαίνουν τίποτα για αμέτρητους συνηθισμένους πολίτες.
Αρκετός κόσμος μπερδεύεται ακόμα και με τις λέξεις «αποτίμηση-assets-άσετις» που τις εκλαμβάνουν
σαν να έχουν σχέση με την λέξη «αρωγή-assist-ασσίστ»!
Το ενημερωτικό δελτίο της «Μαζικής Παρακολούθησης» παρέχει κάποιον απολογισμό των μεθόδων
που χρησιμοποιούν οι ερευνητές αλλά δεν θίγει ένα πολύ σημαντικό σημείο,
το οποίο είναι ο τρόπος με τον οποίο χρηματοδοτούνται οι κοινωνικές έρευνες.
Η ίδια η «Μαζική Παρακολούθηση» φαίνεται πως συντηρείται μεροδούλι-μεροφάϊ, εκδίδοντας βιβλία
και αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες δουλειές για την κυβέρνηση ή για εμπορικούς οργανισμούς.
Μερικές από τις καλύτερές της έρευνες –όπως εκείνη που αφορούσε το επίπεδο γεννητικότητας–
διεξήχθησαν για την Ένωση Διαφημιστικών Υπηρεσιών.
Το πρόβλημα με την μέθοδο αυτή είναι πως ένα θέμα ερευνάται μόνον εάν κάποιος μεγάλος, πλούσιος
οργανισμός συμβαίνει να δείχνει ενδιαφέρον γι’ αυτό.
Ένα εμφανές παράδειγμα είναι ο αντισημιτισμός, ο οποίος πιστεύω
ποτέ δεν έχει παρατηρηθεί ή έχει εξεταστεί μόνο με έναν πολύ βιαστικό τρόπο.
Ο αντισημιτισμός, όμως, αποτελεί μόνο μιαν μεταβλητή
της μεγάλης σύγχρονης ασθένειας του εθνικισμού.
Γνωρίζουμε πολύ λίγα για τις πραγματικές αιτίες του εθνικισμού –και θα μπορούσαμε, ίσως, να φανταστούμε
πως είμαστε προς την κατεύθυνση της θεραπείας του αν γνωρίζαμε περισσότερα.
Ποιός, όμως, ενδιαφέρεται επαρκώς ώστε να βάλει τις χιλιάδες λίρες
που θα στοίχιζε μια εξαντλητική έρευνα;




«ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 5 ΜΑΪΟΥ 1946
Κριτική στο βιβλίο του Caryl P. Haskins «Άνθρωποι και Μυρμήγκια»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Από την φύση τους τα μυρμήγκια είναι τόσο ανόμοια από τους ανθρώπους όσο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι∙
ωστόσο, με την συμπεριφορά τους , δημιουργούν ένα είδος παρωδίας των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων
και η κοινωνική τους οργάνωση είναι τόσο πολύ πιο επαρκής από την δική μας που μπορεί να αξιοποιηθεί
όχι απλά με την πρόθεση να βρεθούν αναλογίες –αλλά ως ένα αντικειμενικό μάθημα με την χρήση του οποίου
μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στους δικούς μας θεσμούς.
Παρεμπιπτόντως, το βιβλίο του Δρα. Χάσκινς παρέχει αρκετές πληροφορίες για τα ήθη και έθιμα των μυρμηγκιών.
Όμως, ο κύριος στόχος του είναι να κρίνει οριστικά εάν υπάρχει κάποιος πραγματικός παραλληλισμός
μεταξύ μυρμηγκιών και ανθρώπων.
Θα έχουμε κέρδος αν πραγματοποιήσουμε μιαν «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ», όπως συμβούλευσε ο Σολομών;
Ρίχνει, άραγε, η φυσική και η κοινωνική εξέλιξη των μυρμηγκιών καθόλου φως στην πιθανή κατεύθυνση
της δικής μας εξέλιξης;
Το βιβλίο του Δρα. Χάσκινς είναι γεμάτο από περίεργα και –από την άποψη του συνηθισμένου ανθρώπου
που σιχαίνεται τα μυρμήγκια– μάλλον τρομακτικά πράγματα.
Μερικά από τα γεγονότα που αναφέρει εντελώς τυχαία είναι πιο περίεργα από ο,τιδήποτε άλλο
στην ανθρώπινη κοινωνία –πιο περίεργα, με την έννοια ότι οι θεσμοί των μυρμηγκιών είναι
τόσο πιο ποικιλόμορφοι και πολύ πιο ολοκληρωτικά αναπτυγμένοι!
Για παράδειγμα, ενώ ο άνθρωπος συγκατοικεί με περίπου 50 είδη εξημερωμένων πτηνών και ζώων,
τα μυρμήγκια έχουν εκπολιτίσει κάπου 3000 είδη εντόμων.
Κατόπιν, υπάρχει ακόμα στα μυρμήγκια μια εκπληκτική διαφοροποίηση λειτουργιών,
η οποία αποδεικνύεται όχι μόνο στην διαίρεση μεταξύ ειδών με φύλο ή χωρίς φύλο
αλλά –το πιο συναρπαστικό απ’ όλα– στην ποικιλία μεγέθους. Μερικές φορές, στην ίδια μυρμηγκοφωλιά,
η βασίλισσα ή ο στρατιώτης μπορεί να έχουν αρκετές εκατοντάδες φορές την μάζα του συνηθισμένου
κηφήνα-εργάτη.
Αυτά τα πλάσματα, που έχουν την ίδια σχέση μεγέθους μεταξύ τους όπως ένας σκύλος ή ένα ποντίκι,
συνεργάζονται με εμφανή φιλικότητα καθώς το κάθε ένα εξειδικεύεται τέλεια στην προσωπική του εργασία.
Έτσι, τα πασίγνωστα μυρμήγκια-ομπρέλλα παρασόλ ζουν καλλιεργώντας ένα είδος μανιταριού
το οποίο αναπτύσσουν με την βοήθεια ενός μείγματος μασημένων φύλλων. Η κοπή και μεταφορά των φύλλων
γίνεται από σχετικώς μεγάλα μυρμήγκια αλλά οι κήποι φυλάσσονται από μικροσκοπικές «μινιατούρες».
Υπάρχουν τα μυρμήγκια που αποθηκεύουν τους σπόρους (των οποίων τα αποθέματα είναι, κάποιες φορές,
τόσο πολλά που έγιναν αντικείμενο συγκρούσεων των ανθρώπων μεταξύ τους), σαρκοφάγα μυρμήγκια,
μυρμήγκια που συλλαμβάνουν και υποδουλώνουν άλλα μυρμήγκια –αυτά έχουν, ίσως, τις πιο εκθαμβωτικές
συνήθειες απ’ όλα– και υπάρχουν, ακόμα, εξαιρετικά προσαρμόσιμα μυρμήγκια που φαίνεται πως έχουν αλλάξει
τον τρόπο της ζωής τους σε έναν αρκετά μικρό χρόνο: έχουν πάρει την θέση των πιο συντηρητικών ειδών
σε μεγάλες περιοχές της γης.
Υπάρχουν, όμως, περίεργα κενά στην τρομακτική αποδοτικότητα των μυρμηγκιών.
Ένα από αυτά είναι η ανοχή που δείχνουν στα παράσιτα. Εκτός από τα πολλά είδη ημίπτερων αφειδών εντόμων
που τα μυρμήγκια κρατούν για να τα εκφοβίζουν, υπάρχουν άλλα έντομα που καταφέρνουν να υπάρχουν,
κάνοντας μιαν ζωή ως κυνηγοί της λείας τους μέσα στις φωλιές των μυρμηγκιών και άλλα έντομα που –προφανώς–
κρατούνται ως κατοικίδια (πιθανόν επειδή αναδίδουν μιαν ευχάριστην ευωδία). Μερικές φορές είναι αυτά που
γίνονται τόσο πολυάριθμα που ολόκληρη η οικιακή οικονομία της μυρμηγκοφωλιάς αναστατώνεται
και τα μυρμήγκια ψοφούν μαζί με τους προσκεκλημένους τους. Ο Δρ. Χάσκινς δεν καταλήγει σε κανένα
τελικό συμπέρασμα όσον αφορά το εάν μπορούμε ή όχι να προβλέψουμε την δική μας ανάπτυξη
παρατηρώντας την εξέλιξη των μυρμηγκιών αλλά κλίνει να θεωρήσει ότι,
ως εδώ που έχουν φτάσει τα μυρμήγκια,
ο ολοκληρωτισμός αντιπροσωπεύει μια πρόοδο της δημοκρατίας.
Τα πιο πρωτόγονα, λιγότερο επιτυχημένα μυρμήγκια είναι συγκριτικώς δημοκρατικά στην κοινωνική τους δομή
ενώ οι θαυμάσια οργανωμένες κοινότητες των υψηλότατα αναπτυγμένων ειδών έχουν πολλά κοινά
τόσο με τον Φασισμό όσο και με τον Κομμουνισμό.
Παραμένει, όμως, γεγονός –όπως συνεχώς παραδέχεται– ότι τα μυρμήγκια είναι εξατομικευμένως
τόσο πιο διαφορετικά από εμάς που καθιστούν κάθε σύγκριση μόνο με πολλήν αμφισβήτηση αξιόπιστη.
Τα μυρμήγκια ζουν σε έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό μας και είναι αμφίβολο
αν διαθέτουν συνείδηση, με τον τρόπο που εμείς κατανοούμε την συνείδηση.
Κάθε μυρμήγκι βγαίνει από του κουκούλι του γνωρίζοντας ό,τι πρέπει να ξέρει και, έκτοτε,
χωρίς καμία προσπάθεια να αναπτύξει επίδοση σε ανεξάρτητη δραστηριότητα, επαναλαμβάνει ένα μοτίβο
το οποίο, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει ήδη επαναληφθεί για εκατομμύρια χρόνια.
Μερικές φορές, είναι απίστευτη η ηλιθιότητα που αποκαλύπτεται.
Πάρτε για παράδειγμα τις συνήθειες του παρασιτικού μυρμηγκιού με τον τίτλο
«Βοθρομέρμηγκας ο αποκεφαλίζων» - “Bothriomyrmex decapitans”:
«Λίγο μετά αφού έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε πυκνοκατοικημένες πυραμίδες-λόφους της αποικίας του ξενιστή,
οι βασίλισσες αυτού του είδους αναζητούν τις μαίες ή μητέρες των κοινοτήτων που είναι αρκετά μεγαλύτερες.
Αφού ανέβουν στις πλάτες των δικαιούχων ιδιοκτητών, οι θηλυκοί decapitans περνούν τις επόμενες μέρες
πριονίζοντας τις κορυφές των κεφαλιών αυτών των Βασιλομητόρων . Αμέσως μόλις πέφτουν τα κεφάλια,
οι σφετεριστές γίνονται οι εκλεκτοί των ετεροθαλών τους εργατών».
Απόπειρες για παρόμοιους χειρισμούς γίνονται στην πολιτική των ανθρώπων
–αλλά δεν γίνονται ανεκτές τόσο εύκολα.
Και είναι δύσκολο να μην σκεφτούμε ότι έχουμε περισσότερο έλεγχο στην προσωπική μας μοίρα
απ’ ό,τι ακόμα και τα πιο προικισμένα είδη μυρμηγκιών.
Ακόμα κι έτσι, όμως, όταν κανείς αναλογιστεί την τολμηρότητά τους, την υπεργεννητικότητά τους,
την ικανότητά τους να επιβιώνουν σε σχεδόν όλες τις κλιματικές συνθήκες και με σχεδόν κάθε είδος τροφής
και –πάνω απ’ όλα– την αδιαμφισβήτητη αφοσίωσή τους, απομένει να σκέφτεται χάσκωντας
ότι, ευτυχώς! είναι ένα ωραίο έργο που τα μυρμήγκια δεν είναι μεγαλύτερα.


«ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΕΡΗΜΟ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1943
Κριτική στο βιβλίο του Harold J. Laski «Σκέψεις για την Επανάσταση της εποχής μας»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το άρθρο αυτό πρέπει να διαβαστεί παράλληλα με τις 3 ενότητες που έχει αφιερώσει ο συγγραφέας για την μελέτη των κινημάτων του Σοσιαλισμού, του Κομμουνισμού και του Φασισμού αλλά να ληφθούν υπόψιν και οι άλλες 3 ενότητες του έργου του που αναπτύσσονται παράλληλα στα άρθρα και είναι αφιερωμένες στον Ολοκληρωτισμό, στον Χριστιανισμό και στο Επαναστατικό κίνημα. Γενικώς, η δημιουργία του συγγραφέα στρέφεται κατά του καπιταλισμού και υπέρ της ατομικής ελευθερίας.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μιαν εντυπωσιακή και θαρρετή απόπειρα εξόδου και απεμπλοκής
από την διανοητική σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε.
Καθορίζοντας τι σημαίνουν οι όροι «Σοσιαλισμός» και «Φασισμός»
και διακηρύσσοντας τους σκοπούς στους οποίους πρέπει να στοχεύουμε
καθώς και τους κινδύνους που βρίσκονται μπροστά, ο καθηγητής Laski
αποφεύγει την απλή προπαγάνδα τόσο ολοκληρωτικά και εκθέτει αντιδημοφιλείς απόψεις τόσο τολμηρά
όσο και κάθε ένας που είναι προσωπικά αναμεμειγμένος με την πολιτική.
Έχει το πλεονέκτημα οι ρίζες του να βρίσκονται βαθύτερα από εκείνες της πλειοψηφίας των Αριστερών στοχαστών∙
δεν αγνοεί το παρελθόν και δεν μισεί τους συμπατριώτες του.
Ωστόσο, η θέση κάποιου που είναι Σοσιαλιστής στα πιστεύω
και Φιλελεύθερος στο ταμπεραμέντο δεν είναι εύκολη –και αν και ποτέ δεν το δηλώνει με αυτά τα λόγια,
το βιβλίο του Καθηγητή περιστρέφεται πράγματι γύρω από το πρόβλημα αυτό, κάτι που φαίνεται κυρίως
στο κεφάλαιο για την Ρωσσική Επανάσταση και στο εκτενές κεφάλαιο προς το τέλος, με τίτλο:
«Η Απειλή της Αντεπανάστασης».
Ο Καθηγητής Laski ασχολείται ορθώς με τον κίνδυνο της επέκτασης του ολοκληρωτισμού
σε σύντομο χρόνο προς χώρες που τώρα αυτοαποκαλούνται δημοκρατικές.
Βλέπει αρκετά καθαρά ότι ο πόλεμος δεν επέφερε καμία διαρθρωτική αλλαγή στην Αγγλία ή στις Η.Π.Α.,
ότι τα παλαιά οικονομικά προβλήματα θα επανέλθουν με πιο πιεστικές μορφές όταν σταματήσουν οι μάχες
και ότι –όταν ο εχθρός δεν θα βρίσκεται προ των πυλών– θα εκδηλωθεί αντίσταση
στις επιθέσεις κατά των δικαιωμάτων που ίσως έχουν γίνει αποδεκτά την ώρα του εθνικού κινδύνου.
Επομένως, έχει πιθανόν δίκαιο όταν λέει πως, εάν δεν δρομολογήσουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις
κατά την διάρκεια του πολέμου που η γενική συναίνεση μπορεί οπωσδήποτε να συζητηθεί, θα μας τις επιβάλλουν
σύντομα με την βία και, μάλιστα, με το τίμημα μιας μακράς δικτατορίας.
Ο Καθηγητής Laski ξέρει αρκετά καλά ποιες μεταρρυθμίσεις ζητά
–και ελάχιστοι σκεπτόμενοι άνθρωποι θα διαφωνήσουν μαζί του:
ζητά συγκεντρωτική ιδιοκτησία, σχεδιασμένη παραγωγή, κοινωνική ισότητα και το «θετικό κράτος».
Με μεγαλύτερη ακόμα ευκολία –στην πραγματικότητα, με μιαν αισιοδοξία σχεδόν του 19ου αιώνα–
υποθέτει εν τούτοις ότι αυτά τα πράγματα όχι μόνο μπορούν αλλά οπωσδήποτε θα συμβαδίσουν
με την δημοκρατία και την ελευθερία σκέψεως.
Σε όλο το βιβλίο του είναι προφανής μια απροθυμία να παραδεχθεί
ότι ο Σοσιαλισμός εμπεριέχει την δυνατότητα του Ολοκληρωτισμού.
Απορρίπτει τον Φασισμό ως απλά μονοπωλιακό καπιταλισμό στην τελευταία του φάση:
αυτή είναι η συνήθης Αριστερή διάγνωση!
Φαίνεται, όμως, πως έχει υϊοθετηθεί
με βάση το αξίωμα «εκτός της εκκλησίας ουδεμία σωτηρία»-«extra ecclesiam nulla salus»
και από αυτήν την υϊοθεσία εξήχθη ένα λάθος συμπέρασμα:
εφόσον ο Φασισμός δεν ήταν Σοσιαλισμός, έπεται ότι θα έπρεπε να είναι ένα είδος καπιταλισμού.
Ο καπιταλισμός, όμως, εξ ορισμού δεν μπορεί να «λειτουργήσει»,
άρα ο Φασισμός δεν μπορεί να «λειτουργήσει»
(ή, στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να επιλύσει μέσω του πολέμου
το πρόβλημα του πλεονάσματος παραγωγής, όπως κάθε καπιταλιστική κοινωνία).
Υποτίθεται πως τα Φασιστικά κράτη είναι εγγενώς και αναπόφευκτα φιλοπολεμικά.
Ο Καθηγητής Laski το επαναλαμβάνει αυτό ξανά και ξανά: λέει πως
«Προορισμός της αντεπανάστασης είναι να κάνει πόλεμο».
Στην πραγματικότητα, πρέπει κανείς απλά να κοιτάξει στον χάρτη
για να διαπιστώσει ότι οι περισσότερες αντεπαναστάσεις δεν κάνουν πόλεμο
και τον αποφεύγουν σχεδόν με κάθε τίμημα.
Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία επιβεβαιώνουν την θέση του Καθηγητή Laski.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα κράτη, η μια χώρα μετά την άλλη στην Ευρώπη και στην Αμερική
διήλθαν μιαν αντεπαναστατική διαδικασία και υϊοθέτησαν μιαν φασιστική οικονομία
δίχως να εμπλακούν σε πόλεμο προς το εξωτερικό τους.
Ήθελε, για παράδειγμα, πόλεμο ο στρατηγός Φράνκο ή ο στρατάρχης Πεταίν ή ο Δρ. Σαλαζάρ
ή μισή ντουζίνα μικρότεροι δικτάτορες της Νοτίου Αμερικής;
Φαίνεται πως το ουσιαστικό στοιχείο για τον Φασισμό
δεν είναι ότι λύνει τα προβλήματα με πόλεμο
αλλά ότι τα λύνει δίχως δημοκρατικές μεθόδους και δίχως την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Η υπόθεση ότι κάθε ολοκληρωτικό σύστημα
πρέπει τελικά να καταρρεύσει μέσω πολέμων άνευ νοήματος
δεν δικαιολογείται, άρα.
Δεν είναι ανάγκη να ειπωθεί ότι ο Καθηγητής Laski είναι πολύ απρόθυμος να δεχθεί μιαν ομοιότητα
μεταξύ του Γερμανικού και του Ρωσσικού συστήματος.
Υπάρχουν πολλά που δεν του αρέσουν στο Σοβιετικό καθεστώς
και το λέει με μια τόλμη που θα τον εμπλέξει σε σοβαρά προβλήματα με την Αριστερά.
Ίσως να είναι, μάλιστα, αρκετά σκληρός με την «ανατολίτικη» λατρεία
που απονέμεται στον στρατάρχη των Σταλινικών
–διότι ο Στάλιν, εν τέλει, δεν λατρεύεται με περισσότερη δουλικότητα
από έναν βασιλιά ή έναν εκατομμυριούχο.
Υπερασπίζεται, ωστόσο, τις εκκαθαρίσεις και τις διώξεις,
την G.P.U. (πρόδρομο της K.G.B.)
και την συντριβή της διανοητικής ελευθερίας
λέγοντας ότι είναι το απότοκο της καθυστέρησης και της ανασφάλειας της Ε.Σ.Σ.Δ.
«Αφήστε την Ρωσσία να είναι πραγματικά ασφαλής από την ξένη επιθετικότητα
και η δικτατορία θα χαλαρώσει», λέει.
Πρόκειται για μιαν απάντηση φτωχή, διότι η Ρωσσική δικτατορία έγινε αποδεδειγμένα πιο σκληρή
καθώς η Ε.Σ.Σ.Δ. ισχυροποιήθηκε στρατιωτικά και οικονομικά.
Αυτό που απέδειξε το Σοβιετικό καθεστώς είναι ό,τι απέδειξαν με διαφορετικό τρόπο τα Φασιστικά κράτη:
ότι οι «αντιφάσεις» του καπιταλισμού μπορεί να καταλυθούν χωρίς δημοκρατικές μεθόδους
και χωρίς καμία άνοδο στην ατομική ελευθερία.
Η οικονομική αβεβαιότητα μπορεί να εξαφανιστεί με αντίτιμο την παράδοση της κοινωνίας
σε μια νέα φυλή ολιγαρχών.
Αυτό δεν αποτελεί αφ’ εαυτού ένα επιχείρημα κατά του Σοβιετικού συστήματος
διότι θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύει ότι οι Δυτικές αντιλήψεις περί ελευθερίας και δημοκρατίας
δεν έχουν καμίαν αξία.
Εάν έχουν αξία, όμως, τότε ορισμένα χαρακτηριστικά της Ρωσσικής πολιτικής δεν είναι άξια υπεράσπισης.
Δεν μπορεί να ισχύουν και τα δύο!
Κανείς δεν μπορεί να το έχει δίπορτο.
Ο Καθηγητής Laski δείχνει, όντως, σημάδια ότι θέλει να το έχει δίπορτο
–κι εδώ ακριβώς έγκειται η πρωταρχική αδυναμία του βιβλίου του.
Τα προσωπικά του ένστικτα βρίσκονται σαφώς υπέρ της ελευθερίας, ακόμα και υπέρ
μιας παλαιομοδίτικης εκδοχής της ελευθερίας.
Οι παρατηρήσεις του για την μόρφωση κατευθύνονται προς μιαν εξατομικευμένη προοπτική
που δυσκόλως μπορεί να εναρμονιστεί με οποιοδήποτε είδος «θετικού κράτους».
Ακόμα περισσότερο θα όφειλε να συνειδητοποιήσει ότι ο Σοσιαλισμός,
αν σημαίνει μόνο συγκεντρωτική ιδιοκτησία και σχεδιασμένη παραγωγή,
δεν είναι ούτε δημοκρατικός ούτε εξισωτικός εκ της ιδίας του της φύσεως.
Μια ιεραρχική εκδοχή Σοσιαλισμού
(το «Κράτος της Δουλείας» του Hillaire Belloc)
Λειτουργεί ακριβώς όπως και οι υπόλοιπες
–και, την στιγμήν αυτήν, είναι πολύ πιο πιθανό να υλοποηθεί.
Αμέτρητες φορές ο Καθηγητής Laski επαναλαμβάνει ότι η νίκη στον σημερινό πόλεμο
δεν θα επιτύχει τίποτε εάν μας αφήσει με άλυτα τα παλαιά οικονομικά προβλήματα.
Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι έχει δίκιο.
Είναι κρίμα, όμως, που δεν λέει με περισσότερο σθένος ότι
αν λύσουμε τα οικονομικά μας προβλήματα δεν θα τακτοποιηθεί τίποτε άλλο
γιατί αυτό (όπως και η ήττα του Χίτλερ) είναι απλά ένα βήμα
προς την κοινωνία των ελευθέρων και ίσων ανθρώπινων όντων
που ο ίδιος, τόσο φανερά, επιθυμεί.


«ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 1944
Κριτική στο βιβλίο του L.L.Schucking «Η κοινωνιολογία του λογοτεχνικού γούστου»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το άρθρο αυτό αποτελεί απάντηση του συγγραφέα προς τον εκδότη Jonathan Cape για την απόρριψη της έκδοσης του βιβλίου «Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ». Πρέπει να διαβαστεί σε σύνδεση με τα άρθρα: «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» και «ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» καθώς και σε σχέση με την διάλεξη του Αλμπέρ Καμύ στην Στοκχόλμη για την Τέχνη
Αυτή η ενημερωμένη αλλά ασύνδετη μελέτη επιχειρεί να ερμηνεύσει
την διαφοροποίηση του λογοτεχνικού γούστου από την μιαν εποχή στην άλλη καθώς και να δείξει
γιατί συμβαίνει ακόμα και ένας συγγραφέας σαν τον Σεξπηρ –ο οποίος γενικά εκτιμάται– να αποτελεί αντικείμενο
θαυμασμού
για εντελώς διαφορετικές αιτίες, σε διαφορετικές περιόδους.
Οι λογοτεχνικές προτιμήσεις μπορούν να ερμηνευθούν είτε ως μια αντανάκλαση των τρεχουσών συνθηκών
από κοινωνικής πλευράς είτε ως κάτι δημιουργηθέν εκ των άνω,
ούτως ειπείν, από συγγραφείς εξαιρετικού ταλέντου.
Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να θεωρήσει ως κυρίαρχον
παράγοντα είτε τον συγγραφέα είτε το κοινό.
Ο Δρ. Schucking –ενώ συγκατανεύει κατά μεγάλο μέρος στην επιρροή των συγγραφέων ως ατόμων,
των λογοτεχνικών κλικών και των επιχειρηματιών– λαμβάνει την δεύτερη θέση.
Οι καλλιτέχνες, γενικώς, παράγουν αυτό το οποίο τους ζητούν κι έτσι οι αλλαγές στην τεχνική
μπορούν να παράγονται από εντελώς μηχανικές αιτίες.
Χάριν παραδείγματος, φαίνεται πως ο λόγος
–σε κάθε περίπτωση, ο άμεσος λόγος– που τα
αγγλικά μυθιστορήματα λιγόστεψαν στην αρχή του 19ου αιώνα
υπήρξε μια απόφαση των δανειστικών βιβλιοθηκών. Η τρίτομη νουβέλα είχε γίνει οικονομικά ασύμφορη
κι έτσι έπρεπε να φύγει. Ακόμα και τέτοια πράγματα όπως η έλλειψη ή η πληθώρα χάρτου
μπορούν να επηρεάσουν την λογοτεχνική φόρμα ή μορφή.
Τα πιο ενδιαφέροντα συμβάντα στο βιβλίο του Δρα. Schucking είναι πιθανότατα εκείνα όπου
εντοπίζεται η σχέση μεταξύ του κλασσικισμού και της αριστοκρατικής κοινωνίας.
Δεν πρόκειται απλά για το ότι «η ωραία μορφή» εκτιμάται καλύτερα σε μιαν μικρή,
ομογενοποημένην κοινωνία ενώ οι ημιμαθείς σχεδόν πάντοτε βρίσκουν αποκρουστική αυτήν που φαίνεται
ως η παγερότητα και η κενότητα του κλασσικισμού.
Πρόκειται για το ότι, επιπλέον, οι αριστοκράτες αντιδρούν στο συναισθηματικό πάθος και στην βία
αλλά παράλληλα και στον νατουραλισμό –επειδή γνωρίζουν ότι είναι πράγματα επικίνδυνα γι’ αυτούς:
«Η ζωή του αριστοκράτη κυριαρχείται από την παράδοση, η οποία –από την οπτική του άποψη–
πρόκειται να είναι ισχυρή διότι ολόκληρη η ύπαρξίς του εξαρτάται από την κληρονομικότητα.
Η ιδιόκτητη περιουσία, που αποτελεί μια περαιτέρω αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξή του,
εμπεριέχει έναν επιπρόσθετο πειρασμό, μια πρόκληση, μιαν έλξη προς την απόλαυση της ζωής,
μιαν απόλαυση που ραφινάρεται σε βαθμό τελειοποίησης και εξαγνίζεται
με το κληροδοτημένο χαρακτηριστικό της αναζήτησης για την φόρμα∙
η φόρμα αποκτά, επιπλέον, μιαν εκπληκτική σημασία και σπουδαιότητα
από το γεγονός ότι αποτελεί το πιο ακριβό και ακριβές μέσο κοινωνικής διαφοροποίησης…
Το χαρακτηριστικό στυλ, ο τρόπος ζωής και οι εξωτερικές διεκδικήσεις που βασίζονται στην φόρμα
κάνουν επιπροσθέτως τον αριστοκράτη αντίθετο στον ατομικισμό και ευνοούν την δημιουργία τύπων.
Η ολοκληρωτική έκθεση και αποκάλυψη της ζωής των συναισθημάτων –καθώς είναι εντελώς ανελέητη
εκφραστικά– είναι, άρα, αποκρουστική σε αυτόν. Είναι πάντα τα αποκαλυπτικά πράγματα
αυτά που πρέπει να καταπιέζονται με κάθε τίμημα».
Λόγω της οπτικής του συγγραφέα που έχει ο Δρ. Schucking, είναι πιθανόν ότι μάλλον υπερτονίζει το πλεονέκτημα
που έχει η μεσαίας τάξης κοινωνία έναντι μιας αριστοκρατικής κοινωνίας.
Είναι, όμως, αλήθεια ότι στην καπιταλιστική κοινωνία η εξάρτηση του καλλιτέχνη από τους πάτρωνές του
είναι λιγότερο ευθεία και ταπεινωτική σε σύγκριση με προηγούμενες εποχές.
Όπως δείχνει ο κ. Schucking, η εμφάνιση του εκδότη-εμπόρου υπήρξε ένα σημαντικό σημείο καμπής
στην ιστορία της λογοτεχνίας. Αμέσως μόλις τα βιβλία ξεκίνησαν να πωλούνται μέσω συνδρομών,
ο συγγραφέας έγινε ο υπηρέτης μιας κάστας παρά ατομικά ανεξάρτητος και, όταν αυτά εξελίχθηκαν
σε κανονική εμπορική σπέκουλα, ήταν υπόλογος αποκλειστικά στο άμορφο και αμόρφωτο ευρύ κοινό
που δεν γνώριζε πολύ καλά τι ήθελε και που θα άκουγε με σεβασμό –ή θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση,
να ακούσει– τους κριτικούς.
Ένα από τα αποτελέσματα αυτού ήταν μια βελτίωση στο στάτους του καλλιτέχνη.
Σε προηγούμενες εποχές ο καλλιτέχνης ήταν απλά ένα αρκετά ακριβό
και κατώτερο είδος υπηρέτη: ο ποιητής που εμφανίζεται
ως πρωταγωνιστικός χαρακτήρας στον «Τίμωνα τον Αθηναίο»
σκιαγραφείται ως ένα τσιράκι, ως ένα παράσιτο.
Μόνο στον 19ο αιώνα, όταν ο καλλιτέχνης χειραφετήθηκε οικονομικά, έγινε ικανός να ξεκινήσει να αποκτά
μιαν εξυψωτικήν εικόνα για τον εαυτό του και να ενδώσει σε θεωρίες όπως «η τέχνη για την τέχνη».
Όμως, το τι μπορούσε ή δεν μπορούσε να γράψει κρινόταν και αποφασιζόταν ακόμα, εν μέρει,
από μη-λογοτεχνικές εκτιμήσεις μεταξύ των οποίων ο κ. Schucking απαριθμεί την τρέχουσα αντίληψη
περί σεξουαλικής ηθικής, το σύνηθες μέγεθος του οικογενειακού κύκλου, την επικράτηση της συνήθειάς του
να πηγαίνει για καφέ, τις τυραννικές αποφάσεις των εκδοτών και, ακόμη, την προσωπικά αρέσκεια του συγγραφέα
για δημοσιότητα.
Το συμπέρασμα φαίνεται να είναι πως ο καλλιτέχνης –και, οπωσδήποτε, ο συγγραφέας–
περνά καλύτερα κάτω από τον καπιταλισμό παλαιού τύπου
αλλά, στην ουσία, παραμένει επαγγελματίας μεταπράττης που κυριαρχείται, στην τελευταία ανάλυση,
από τους πελάτες του.
Επεξηγώντας την μόδα της λογοτεχνίας, ο Δρ. Schucking δεν δίνει ίσως αρκετήν βαρύτητα στην παράδοση
και λέει ελάχιστα για την επιρροή που έχει η δομή της γλώσσας σε κάθε εθνική λογοτεχνία.
Η έμμετρη ποίηση των αγγλικών, για παράδειγμα, πρέπει να οφείλη
μερικά χαρακτηριστικά της στο γεγονός ότι η αγγλική γλώσσα έχει έλλειψη από ρίμες, από ρυθμικές καταλήξεις.
Είναι, εξάλλου, ατυχές ότι αυτό το βιβλίο θα έπρεπε να είχε προφανώς γραφεί
πριν την άνοδο του Χίτλερ ή, σε κάθε περίπτωση, πριν τα ’33.
Ο ολοκληρωτισμός επιδρά στον καλλιτέχνη –και ειδικά στον συγγραφέα–
πιο ενδόμυχα και πιο στενά από οποιανδήποτε άλλην κατηγορία ανθρώπων. Κατά συνέπειαν,
ο «πατρών» έχει ξαναεπιστρέψει –αλλά είναι ένας «πάτρωνας» υπερβολικά πιο λίγο πολιτισμένος,
ανεκτικός, φιλελεύθερος ως άτομο και περισσότερο πανίσχυρος σε σύγκριση με το παρελθόν.
Δεν είναι πολύ ευχάριστο να διαβάζει κανείς για τους ποιητές με τρύπια ρούχα που έπρεπε να χορεύουν
δουλοπρεπώς και σε στάση προσοχής την στιγμή που ο «Μάη Λορντ» κατανάλωνε την πρωϊνή, ζεστή του σοκολάτα
–αλλά ο «Μάη Λορντ δεν ήταν προφανώς πιο σκληρός εξουσιαστής και μάστερ από τον Δόκτορα Γκαίμπελς
(ή ακόμα κι από το Υπουργείο Πληροφοριών Μ.Ο.Ι.) ενώ και το λογοτεχνικό του γούστο ήταν μάλλον καλύτερο!
Είναι ακόμη αβέβαιο και πολύ αμφιλεγόμενο το ποια θα έπρεπε να είναι η θέση του καλλιτέχνη
σε ένα δημοκρατικό, Σοσιαλιστικό καθεστώς.
Πράγματι, δεν γνωρίζουμε ακόμα σε ποιαν έκταση
η ελευθερία της σκέψεως είναι αδιαχώριστη από την οικονομική ανεξαρτησία.
Ο Δρ. Schucking θα μπορούσε κάλλιστα να αυξήσει την αποτελεσματικότητα του παρόντος
βιβλίου του με έναν συλλογισμό επ’ αυτού του ζητήματος.

«Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1948
Κριτική στο βιβλίο του T.S. Elliot «Σημειώσεις για τον ορισμό της κουλτούρας»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό, το οποίο πραγματοποιεί αναφορές στην λειτουργία ενός Οργανισμού, σε μέλη μιας κοινωνίας κατά το πρότυπο ενός Κοινοτικού Πλαισίου για Στήριξη των σχεδίων επί χάρτου σε έναν καμβά για πίνακες και σε κληρονομικότητα προνομίων πρέπει να αναγνωστεί σε συνάρτηση με το άρθρο «Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΘΕΡΙΑΣ» και με βάση με τις σημειώσεις σε διάφορα κείμενα του συγγραφέα α) για το Αρχιμήδειο ρητό «δος μοι που στω και ταν γαν κινάσω», β) για το εποικοδόμημα του Μαρξ και τα ρητά του Χριστού, γ) για την δημιουργία ενός πολιτισμού και ενός Παγκοσμίου Κράτους από τον Γουέλς με μιαν «επιστημονική μέθοδο» και ένα μυστικό επίπεδο αστρονομικών γνώσεων. Πρέπει, επίσης, να ενταχθεί στα πλαίσια του ευρύτερου έργου του ιδίου του μεταφραστή να συνενώσει τα μέλη της κοινότητας Καμύ-Όργουελ-Καίσλερ-Βέϊλ.
Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ»
ο κ. T.S. Elliot επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι μια πραγματικά πολιτισμένη κοινωνία
χρειάζεται ένα ταξικό σύστημα σαν τμήμα της βάσεώς του.
Φυσικά, μιλάει μόνον από την αρνητική πλευρά.
Δεν ισχυρίζεται πως υπάρχει κάποια μέθοδος
με την οποία μπορεί να δημιουργηθεί ένας υψηλός πολιτισμός.
Υποστηρίζει απλώς ότι ένας τέτοιος πολιτισμός δεν είναι πιθανόν να ανθήσει
όταν απουσιάζουν ορισμένες προϋποθέσεις, μία εκ των οποίων είναι οι ταξικές διακρίσεις.
Αυτό ανοίγει μιαν ζοφερή προοπτική διότι αφενός είναι σχεδόν σίγουρο ότι
οι ταξικές διακρίσεις παλαιότερης μορφής είναι πεθαμένες
και αφετέρου ο κ. Έλλιοτ έχει ισχυρές –τουλάχιστον– αποδείξεις εκ πρώτης όψεως/prima facie
για να στηρίξει τελικώς την υπόθεσή του.
Η ουσία του επιχειρήματός του είναι ότι τα υψηλότερα επίπεδα κουλτούρας έχουν επιτευχθεί αποκλειστικά
χάρη σε μικρές ομάδες ανθρώπων –είτε κοινωνικές ομάδες είτε περιφερειακά γκρουπ–
που ήταν ικανά να τελειοποιήσουν τις παραδόσεις τους για μακρά διαστήματα χρόνου.
Η πιο σημαντική από όλες τις πολιτισμικές επιρροές είναι η οικογένεια και η πίστη στην οικογένεια
είναι πιο ισχυρή όταν η πλειοψηφία των ανθρώπων την εκλαμβάνει ως δεδομένη
για να αντέξουν την ζωή ως το τέλος
στο κοινωνικό επίπεδο στο οποίο γεννήθηκαν.
Άλλωστε, εφόσον δεν έχουμε κανένα προηγηθέν δεδικασμένο για να στηριχθούμε,
δεν ξέρουμε πως θα ήταν μια αταξική κοινωνία.
Γνωρίζουμε μονάχα πως, αφού και πάλι θα πρέπει να υπάρχει διαφοροποίηση των λειτουργιών,
οι τάξεις θα πρέπει να αντικατασταθούν από τις «ελίτ», έναν όρο που ο κ. Έλλιοτ δανείζεται
–με εμφανή δυσαρέσκεια– από τον πάλαι ποτέ αποδημήσαντα Karl Mannheim.
Οι ελίτ θα σχεδιάζουν, θα οργανώνουν και θα διοικούν: ίσως δικαιολογημένα, ο κ. Έλλιοτ αμφιβάλλει
αν θα μπορέσουν να γίνουν οι φύλακες-πυλωροί που θα αναμεταδώσουν την κουλτούρα
και θα την μεταλαμπαδεύσουν, όπως έκαναν στο παρελθόν ορισμένες κοινωνικές τάξεις.
Εκ γενετής και κατ’ επιλογήν
Όπως πάντα, ο κ. Έλλιοτ επιμένει ότι η παράδοση δεν συνεπάγεται και λατρεία του παρελθόντος∙
Αντιθέτως, η παράδοση είναι ζωντανή μόνον όταν αναπτύσσεται.
Μια τάξη μπορεί να διατηρήσει μια κουλτούρα διότι αποτελεί αφ’ εαυτής έναν μεταβαλλόμενον οργανισμό.
Εδώ, όμως, ο κ. Έλλιοτ και με αρκετά περίεργο τρόπο δεν βλέπει και ως εκ τούτου χάνει
αυτό που θα μπορούσε να είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα στην υπόθεσή του: αυτό είναι, δηλαδή,
ότι μια αταξική κοινωνία που διευθύνεται από ελίτ μπορεί ταχύτατα να αποστεωθεί
–απλά διότι οι κυβερνήτες της έχουν την δύναμη να επιλέγουν τους διαδόχους τους
κι έτσι τείνουν πάντοτε να επιλέγουν ανθρώπους που τους μοιάζουν.
Οι κληρονομικοί θεσμοί
–όπως ίσως θα μπορούσε να είχε πει ο κ. Έλλιοτ–
έχουν την αρετή να είναι ασταθείς.
Πρέπει να είναι: διότι η εξουσία ανατίθεται σε ανθρώπους που
είτε είναι ανίκανοι να την κρατήσουν
είτε την χρησιμοποιούν για σκοπούς στους οποίους δεν αποσκοπούσαν οι πρόγονοί τους.
Είναι αδύνατον να φανταστούμε οποιοδήποτε κληρονομικό σώμα
που να διαρκεί τόσο πολύ και με τόσες λίγες αλλαγές
όσο ένας οργανισμός
–όπως η Καθολική Εκκλησία–
που δέχεται μέλη μέσω υϊοθεσίας.
Και μπορούμε να σκεφθούμε, τουλάχιστον, ότι ένας άλλος εξουσιαστικός οργανισμός
που δέχεται μέλη με υϊοθεσία, το Ρωσσικό Κομμουνιστικό Κόμμα, θα έχει κι αυτό μιαν ιστορία όμοια.
Εάν σκληρύνει και σχηματιστεί σε τάξη, όπως ορισμένοι παρατηρητές πιστεύουν πως ήδη κάνει,
τότε θα αλλάξει και θα εξελιχθεί, όπως κάνουν πάντοτε οι τάξεις.
Εάν, όμως, συνεχίσει να επιλέγει τα μέλη του από όλα τα στρώματα της κοινωνίας
και, κατόπιν, να τα εκπαιδεύει στην επιθυμητέα νοητική βούληση,
θα μπορούσε να διατηρήσει την μορφή του σχεδόν αναλλοίωτη από γενιά σε γενιά.
Στις αριστοκρατικές κοινωνίες, ο εκκεντρικός αριστοκράτης είναι μια φιγούρα οικεία
αλλά ο εκκεντρικός κομμισσάριος
σχεδόν αποτελεί αντίφαση των όρων, σχήμα οξύμωρον.
Αν και ο κ. Έλλιοτ δεν κάνει χρήση αυτού του επιχειρήματος, υποστηρίζει πάντως ότι
ακόμα και ο ανταγωνισμός μεταξύ τάξεων μπορεί να αποδώσει καρπούς
για την κοινωνία ως σύνολο.
Και πάλι, αυτό είναι πιθανότατα ορθόν.
Ωστόσο, σε όλο το βιβλίο συνεχίζει να έχει κανείς την αίσθηση
ότι υπάρχει κάτι λάθος
κι ότι και ο ίδιος ακόμα
έχει επίγνωση αυτού.
Το γεγονός είναι ότι τα ταξικά προνόμια, όπως και η δουλεία,
έχουν απωλέσει την βάση στήριξής τους
και δεν είναι υποστηρίξιμα πλέον.
Συγκρούονται με ορισμένα ηθικά αξιώματα που ο κ. Έλλιοτ μοιάζει να ενστερνίζεται
(αν και διανοητικά μπορεί να διαφωνεί μαζί τους). Σε όλο το βιβλίο, η στάση του είναι αμυντική.
Όταν οι ταξικές διακρίσεις γίνονταν ενεργά πιστευτές, δεν θεωρούνταν αναγκαίο να τις συμφιλιώσουν
ούτε με την κοινωνική δικαιοσύνη ούτε με την αποτελεσματικότητα.
Η ανωτερότητα των κυρίαρχων τάξεων αναγνωριζόταν ως αυταπόδεικτη
και, σε κάθε περίπτωση, η υπάρχουσα τάξη
ήταν ό,τι είχε κανονίσει και προστάξει ο Θεός.
Ο άδοξος θάνατος του σιωπηλού Μίλτωνος ήταν μια υπόθεση θλιβερή
αλλά δεν μπορεί να επανέλθει στην από δω πλευρά του τάφου.
Δεν είναι, ωστόσο, αυτό το οποίο λέει ο κ. Έλλιοτ.
Θα ήθελε, λέει, να δει να υπάρχουν συνάμα τάξεις και ελίτ.
Θα έπρεπε να είναι φυσιολογικό για τον μέσο άνθρωπο να υποφέρει την ζωή
στο προκαθορισμένο από την μοίρα κοινωνικό του επίπεδο
αλλά, από την άλλη, ο σωστός άνθρωπος πρέπει να είναι ικανός να βρει τον δρόμο του για μια σωστή δουλειά.
Λέγοντάς το, μοιάζει να παραιτείται από την υπεράσπιση ολόκληρης της υποθέσεώς του.
Διότι εάν οι ταξικές διακρίσεις πρέπει από μόνες τους να είναι επιθυμητέες,
τότε η σπατάλη του ταλέντου του ή η έλλειψη αποτελεσματικότητας σε υψηλές θέσεις
είναι σχετικώς άνευ σημασίας.
Αντί τα αταίριαστα τμήματα της κοινωνίας να κατευθυνθούν προς τα πάνω ή προς τα κάτω,
θα έπρεπε να μάθουν να είναι ευχαριστημένα εκεί που βρίσκονται.
Ο κ. Έλλιοτ δεν το λέει αυτό: πράγματι, πολύ λίγοι άνθρωποι στην εποχή μας θα το έλεγαν.
Επομένως, ο κ. Έλλιοτ πιθανότατα δεν πιστεύει στις ταξικές διακρίσεις
με τον ίδιον τρόπο που πίστευαν σε αυτές οι παππούδες μας.
Η συναίνεσή του σε αυτές είναι μόνο από την αρνητική όψη.
Δηλαδή, δεν μπορεί να δει πώς ο οποιοσδήποτε αξιόλογος πολιτισμός μπορεί να επιβιώσει
σε μιαν κοινωνία όπου οι διαφορές που πηγάζουν από το κοινωνικό περιβάλλον ή την γεωγραφική καταγωγή
έχουν εξαλειφθεί.
Είναι δύσκολο να δοθεί οποιαδήποτε θετική απάντηση σε αυτό.
Κατά τα φαινόμενα, οι παλιές κοινωνικές διακρίσεις εξαφανίζονται παντού
επειδή καταστρέφεται η οικονομική τους βάση.
Πιθανόν, τάξεις νέες κάνουν την εμφάνισή τους ή γίνεται ήδη ορατή μια αυθεντικά αταξική κοινωνία
που ο κ. Έλλιοτ υποθέτει ότι θα είναι μια κοινωνία δίχως κουλτούρα.
Μπορεί να έχει δίκαιο αλλά, σε κάποια σημεία, ο πεσσιμισμός του μοιάζει υπερβολικός.
«Μπορούμε με κάποια αυτοπεποίθηση να βεβαιώσουμε» λέει «ότι η ίδια η εποχή μας
είναι μια περίοδος παρακμής, ότι τα επίπεδα της κουλτούρας είναι χαμηλότερα απ’ ό,τι πριν 50 χρόνια και ότι
η απόδειξη αυτής της παρακμής είναι ορατή σε κάθε τμήμα της ανθρώπινης δραστηριότητας».
Αυτό φαίνεται αληθινό όταν σκέφτεται κανείς τα φιλμ του Χόλλυγουντ ή την ατομική βόμβα
αλλά λιγότερο αληθινό όταν σκέφτεται τα ρούχα και την αρχιτεκτονική του 1898
ή πώς ήταν η ζωή εκείνην την εποχή για έναν μη-απασχολούμενο εργάτη στο Ανατολικό Λονδίνο.
Σε κάθε περίπτωση, όπως ο ίδιος ο κ. Έλλιοτ παραδέχεται στην αρχή,
δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε την τρέχουσα τάση με συνειδητή δράση.
Οι κουλτούρες δεν κατασκευάζονται,
αναπτύσσονται οικεία βουλήσει.
Είναι αυτό αρκετό για να ελπίζουμε ότι η αταξική κοινωνία θα αποθησαυρίσει με μυστικότητα
μιαν ξεχωριστή, προσωπική της κουλτούρα;
Και πριν ξεγράψουμε την δική μας εποχή ως αμετακλήτως καταραμένη,
δεν αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Matthew Arnold και ο Σουϊφτ και ο Σεξπηρ
–για να γυρίσουμε την Ιστορία μόνο 3 αιώνες πίσω–
δεν ήταν όλοι εξίσου βέβαιοι ότι ζούσαν σε μιαν περίοδο παρακμής;



«ΓΟΥΕΛΣ: ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 21 MAΪOY 1944
Κριτική στο βιβλίο του Herbert George Wells:
«1942-44, Σύγχρονες Αναμνήσεις της Ανθρώπινης Συμπεριφοράς κατά την διάρκεια της Κρίσης της Παγκόσμιας Επανάστασης»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου - Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το άρθρο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε σχέση με το σύνολο των άρθρων του Όργουελ περί Επιστήμης, Αστρονομίας, Κόσμου, Ισπανίας και περί Χριστιανισμού αλλά, ειδικότερα, σε σύνδεση με τις αναφορές στο χρονοδιάγραμμα και την κοσμοθεωρία του Χίτλερ, όπως αναφέρεται στο άρθρο με τίτλο «ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ MEIN KAMPF».
Η πρωταρχική δυσκολία που αντιμετωπίζει κανείς σήμερα για να γράψει ένα βιβλίο είναι
πως τα κουτάκια με τις οδοντόκρεμες συνήθως πωλούνται χωρίς τις οδοντόβουρτσες.
Αν, όμως, μπορέσει να γίνει κανείς κάτοχος μιας οδοντόβουρτσας (μερικές φορές διατίθενται στα σούπερ μάρκετ)
και αποκτήσει κι ένα ζευγάρι ξυραφάκια καθώς κι ένα ικανοποιητικού μεγέθους βιβλίο με λευκές σελίδες, ε
–τότε έχει ό,τι χρειάζεται.
Δεν είναι ολωσδιόλου ανάγκη να γράψει κάτι πραγματικά.
Οποιαδήποτε συλλογή από άχρηστο υλικό (ανατυπωμένα άρθρα εφημερίδων, ιδιωτική αλληλογραφία,
αποσπάσματα ημερολογίων, ακόμα και «ραδιοφωνικές συζητήσεις» μεταξύ διασημοτήτων
που μεταδίδονται στον αέρα και στηρίζονται σε όσα έχουν γράψει άθλια τσιράκια) μπορεί να πωληθεί
στο κοινό που διψά για διασκέδαση.
Ακόμα και η έλλειψη χάρτου μπορεί να εξουδετερωθεί αν εκδώσει κανείς το βιβλίο του σε περιορισμένη έκδοση
και το πουλήσει σε μια τιμή εξαπάτησης, όπως στην περίπτωση αυτή.
Αυτός φαίνεται πως ήταν ο κανόνας που ακολούθησε ο κ. Wells.
Το βιβλίο έχει επιχρυσωμένες άκρες, κάτι το οποίο κοστίζει επιπλέον 30 σελήνια στον αναγνώστη,
όμως στα περιεχόμενά του απλά πλατειάζει. Ασχολείται επί μακρόν με μια σειρά επιθέσεων σε ανθρώπους
που δεν επέδειξαν επαρκή ενθουσιασμό για το ντοκουμέντο που ο κ. Γουελς ονομάζει
«ΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ».
Κι άλλες επιθέσεις (π.χ. στην Καθολική Εκκλησία, στην Πολεμική Διοίκηση, στο Ναυτικό
και στο Κομμουνιστικό Κόμμα) κάνει που δεν φαίνεται να έχουν προκληθεί από τίποτε άλλο
–πλην της άσχημης διάθεσης.
Στην έκταση, όμως, που το βιβλίο έχει μιαν ενοποιητική αρχή,
αυτή είναι η οικεία ιδέα
ως σήμερα: ότι το ανθρώπινο είδος πρέπει είτε να δημιουργήσει ένα Παγκόσμιο Κράτος
είτε να εκμηδενιστεί.
Αυτό που είναι πολύ εντυπωσιακό είναι ότι, εκτός μερικών βιβλίων όπου έκανε έκκληση για ένα θαύμα,
ο κ. Γουελς ποτέ δεν πρότεινε ούτε μια φορά πώς πρόκειται να δει το φως και να έλθει στην ύπαρξη
το Παγκόσμιο Κράτος.
Το λέω αυτό για να υποστηρίξω πως ποτέ δεν ασχολήθηκε με το ερώτημα ποιοί είναι οι πραγματικοί κυρίαρχοι
του κόσμου, πώς και γιατί μπορούν να διατηρούνται στην εξουσία και με ποια μέσα θα ανατραπούν.
Σχηματίζοντας τα «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», δεν αφήνει να πέσει κάτω ούτε ένας υπαινιγμός
για το πώς θα μπορούσε να διαδοθεί ένα τέτοιο ντοκουμέντο π.χ. στην Ρωσσία ή στην Κίνα.
Τον Χίτλερ τον απορρίπτει απλά ως έναν παράφρονα: αυτό βάζει τον Χίτλερ στην θέση του
–και κλείνει την συζήτηση.
Δεν ερευνά σοβαρά γιατί εκατομμύρια άνθρωποι είναι έτοιμοι να θυσιάσουν την ζωή τους για χάρη ενός τρελλού
και τι αυτό πιθανόν να προοιωνίζεται για την ανθρώπινη κοινωνία.
Στο ενδιάμεσο, όμως, των απειλών του ότι ο homo sapiens πρέπει να αλλάξει πορεία ή να καταστραφεί,
συνεχίζει να επαναλαμβάνει τα σλόγκανς του 1900, λες κι αυτά ήταν αυταπόδεικτες αλήθειες.
Για παράδειγμα, εκπλήσσει να μας λένε εν έτει 1944 ότι «ο κόσμος είναι τώρα ένας».
Θα μπορούσε κανείς παρομοίως να πει ότι ο κόσμος είναι τώρα επίπεδος.
Το πιο φανερό γεγονός για τον σύγχρονο κόσμο είναι ότι δεν είναι ένας
και ότι εξελίσσεται ολοένα και λιγότερο κάθε χρόνο σε μιαν ενιαία ενότητα ή οντότητα,
από την φυσική όσο επίσης και από την ψυχολογική πλευρά.
Παρά τους κάποιους δισταγμούς, ο κ. Γουελς δεν είναι έτοιμος να παραδεχθεί ότι η Διακήρυξη
των «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ» είναι ένα ντοκουμέντο καθαρά Δυτικό.
Κάθε Ινδός σχεδόν, για παράδειγμα, θα το απέρριπτε με μια ματιά (συμπεραίνει κανείς,
από κάποια παράπλευρα λόγια και «υπονοούμενα», ότι ένας αριθμός Ινδών το έχουν ήδη απορρίψει)!
Αυτό που είναι πιο σοβαρό είναι πως δεν είναι έτοιμος να παραδεχθεί πως ούτε καν
μεταξύ των επιστημόνων και των στοχαστών εν γένει δεν υπάρχει η διανοητική βάση για την παγκόσμια ενότητα.
Δεν έχει δει το κόκκινο σήμα κινδύνου σε φράσεις όπως «Άρειο σκάκι» και «καπιταλιστική αστρονομία».
Μιλά ακόμη για την ανάγκη μιας παγκόσμιας Εγκυκλοπαιδικής γνώσεως, αγνοώντας το γεγονός ότι υπάρχουν
ολόκληροι κλάδοι της γνώσεως για τους οποίους καμία συμφωνία δεν υπάρχει ή δεν είναι, προς το παρόν, εφικτή.
Κι όσον αφορά αυτό που ο κ. Γουελς θεωρεί επίσης ως αναγκαίο από κυριαρχικής πλευράς
–την άνοδο της ανθρώπινης ισότητας–
δεν υπάρχει κανένα σημείο που να μαρτυρά ότι συμβαίνει, ούτε κι αυτό.
Κατά διαστήματα, φυσικά, ο κ. Γουελς τα καταλαβαίνει αυτά όλα, μόνον όμως σαν μια δασκάλα
που προσέχει την ανεξήγητη σκανδαλιά ενός παιδιού. Και η απόκρισή του είναι η ίδια όπως της δασκάλας:
«Τώρα, θα πάρεις το ωραίο σου φάρμακο αλλιώς θα έρθει ο μπαμπούλας και θα σε φάει»
Ο homo sapiens πρέπει να κάνει ό,τι του λένε ειδάλλως θα εξαλειφθεί.
«Γνώση ή ανυπαρξία: δεν υπάρχει καμία άλλη ευκαιρία για τον άνθρωπο» λέει ο κ. Wells.
Είναι, ωστόσο, πολύ απίθανο ότι ο άνθρωπος θα αφανιστεί –παρά μόνο με κάποια κοσμική καταστροφή
που δεν μπορεί να προβλεφθεί. Μέσα στον τελευταίον αιώνα περίπου διπλασίασε τον πληθυσμό του
και, μάλλον, αυξάνεται ακόμα ενώ κανένα ανταγωνιστικό είδος δεν είναι ορατό.
Τα μυρμήγκια, τα αγαπημένα του κ. Γουέλς, δύσκολα μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν.
Ούτε υπάρχει ουδείς λόγος να σκεφθούμε πως ο άνθρωπος ή–ακόμα και με την τεχνολογικήν έννοια–
πως ο πολιτισμός με τον πόλεμο θα καταστραφεί. Οι πόλεμοι πραγματοποιούν μια πολύ μεγάλη τοπική
καταστροφή αλλά μάλλον επιφέρουν μια καθαρή αύξηση της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής.
Η εικόνα που σκιαγράφησε πολύ καιρό πριν ο κ. Γουελς στον «ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΚΟΣΜΩΝ»,
ενός κόσμου που επιστρέφει πίσω στον σκοταδισμό του Μεσαίωνα κατακλυζόμενος από λίγους τόνους βομβων,
αποδείχθηκε εντελώς λάθος.
Η κουλτούρα των μηχανών ευημερεί με τις βόμβες.
Ο κίνδυνος που, κατά τα φαινόμενα, βρίσκεται μπροστά μας δεν είναι η εξάλειψη∙
είναι ο υπόδουλος πολιτισμός των σκλάβων,
ο οποίος –πολύ πιο πέρα από το να είναι χαοτικός– θα μπορούσε να είναι τρομακτικά ακλόνητος.
Είναι περιττό, ίσως, να προσθέσω (όσο παράταιρο και, ορισμένες φορές, ενοχλητικό κι αν είναι) ότι
αυτό το βιβλίο περιέχει λαμπρά κείμενα γεμάτα φαντασία. Το περιμένει κανείς αυτό από τον κ. Γουελς.
Περισσότερο από κάθε άλλον συγγραφέα, ίσως, αυτός μετέβαλε το τοπίο της σύγχρονης σκέψεως.
Χάρη σ’ αυτόν, η Σελήνη μοιάζει πιο κοντινή
και η Λίθινη Εποχή πιο προσιτή στην φαντασία
και να γιατί του είμαστε απροσμέτρητα υπόχρεοι.
Έτσι ίσως μπορέσουμε να συγχωρέσουμε λίγα άχρηστα βιβλία, ακόμα και στην τιμή των 42 σεληνίων το ένα,
από τον συγγραφέα της «ΜΗΧΑΝΗΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ», του «ΝΗΣΙΟΥ ΤΟΥ ΔΟΚΤΟΡΟΣ ΜΩΡΟ», της «ΑΓΑΠΗΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΛΙΖΑΣ» και περίπου μισής ντουζίνας άλλων.



«ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Tribune, 12 ΙΟΥΛΙΟΥ 1940
Κριτική στα βιβλία:
α) «Η Σιδερένια Πτέρνα» του Jack London
β) «Όταν ο Υπνοβάτης Ξυπνά: Μια Ιστορία των Χρόνων που Έρχονται» του H.G. Wells
γ) «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» του Aldous Huxley
δ) «Το Μυστικό του Συνασπισμού» του Ernest Bramah
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου - Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό ανήκει ευρύτερα στην ενότητα που έχει αφιερώσει ο συγγραφέας για την μελέτη του Φασισμού («Τι είναι ο Φασισμός», «Η άνοδος και οι εχθροί του Χιτλερικού Φασισμού», «Κριτική στο Mein Kampf»). Πρέπει να διαβαστεί, πρωτίστως, σε σχέση με το βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ «Οι Υπνοβάτες» και, γενικά, με βάση το σύνολο άρθρων του Όργουελ περί Επιστήμης, Σοσιαλισμού και Μαρξ και, ειδικότερα, με τα άρθρα «ΟΑΣΕΙΣ ΑΝΑΨΥΧΗΣ» και «ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ 1984-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ», «ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ» και το δοκίμιο «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» όπου γίνεται αναφορά στην ένωση του Μαρξιστικού Κόμματος Εργασίας. Αξίζει να προσεχθούν ερμηνευτικά οι υποκρυπτόμενες σημασίες Λόντον=Λονδίνο και Γουελς=Ουαλλία.
Η επανέκδοση του βιβλίου του Τζακ Λόντον «Η Σιδερένια Πτέρνα» καθιστά προσιτό στο ευρύ κοινό ένα βιβλίο
που ήταν περιζήτητο κατά τα χρόνια της φασιστικής επιθετικότητας.
Όπως και άλλα βιβλία του Τζακ Λόντον, το διάβασαν στην Γερμανία σε μεγάλην έκταση
και είχε αποκτήσει την φήμη πως είναι μια σωστή πρόβλεψη για την έλευση
του Χίτλερ.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι.
Πρόκειται απλώς για έναν μύθο καπιταλιστικής καταπίεσης
που γράφτηκε σε μιαν εποχή στην οποία διάφορα πράγματα που έχουν καταστήσει αναγκαίο τον Φασισμό
–για παράδειγμα, η εκτεταμένη αναβίωση
του εθνικισμού– δεν ήταν εύκολο να προβλεφθούν. Εκεί όπου ο Λόντον επέδειξε, πράγματι, εξαιρετική διαίσθηση
ήταν στην συνειδητοποίηση ότι η μετάβαση στον Σοσιαλισμό δεν επρόκειτο να γίνει αυτόματα ή ακόμα
και εύκολα. Η τάξη των καπιταλιστών δεν επρόκειτο να «παρακμάσει κάτω από τις ίδιες τις αντιφάσεις της»
όπως μαραίνεται ένα λουλούδι στο τέλος της εποχής του.
Η τάξη των καπιταλιστών υπήρξε αρκετά έξυπνη για να δει τι συνέβαινε, να αποκρύψει τις προσωπικές της
αντιθέσεις και να αντεπιτεθεί κατά των εργατών∙ και η έκβαση της σύγκρουσης που θα επακολουθούσε
θα ήταν η πιο αιμοσταγής και ανέντιμη που θα γνώριζε ποτέ ο κόσμος.
Αξίζει να συγκριθεί «Η Σιδερένια Πτέρνα» με μιαν άλλη νουβέλλα φαντασίας για το μέλλον
(προς την οποία κάτι οφείλει και η πρώτη) που είχε γραφτεί κάπως νωρίτερα, το 1899.
Πρόκειται για την νουβέλλα «Όταν ο Υπνοβάτης Ξυπνά: Μια Ιστορία των Χρόνων που Έρχονται» του Γουελς.
Μπορεί κανείς, με τον τρόπον αυτό, να διαπιστώσει τόσο τους περιορισμούς του Λόντον όσο, επίσης,
και το πλεονέκτημα που απολαμβάνει κανείς να μην είναι ένας εντελώς πολιτισμένος άνθρωπος σαν τον Γουελς.
Ως βιβλίο, «Η Σιδερένια Πτέρνα» είναι σε τεράστιο βαθμό κατώτερο.
Είναι αδέξια γραμμένο, δεν δείχνει να έχει καμία αντίληψη των επιστημονικών δυνατοτήτων
και ο ήρωας αποτελεί ένα είδος ανθρώπινου γραμμοφώνου,
που τώρα εξαφανίζεται ακόμα και από τα σοσιαλιστικά οικοσυστήματα.
Εξαιτίας, όμως, του προσωπικού του και βάρβαρου χαρακτήρα, ο Λόντον μπόρεσε να αντιληφθεί
κάτι που –όπως φαίνεται– δεν μπορούσε να κατανοήσει ο Γουελς: ότι οι ηδονιστικές κοινωνίες δεν διαρκούν.
Όποιος έχει αναγνώσει το βιβλίο «Όταν ο Υπνοβάτης Ξυπνά: Μια Ιστορία των Χρόνων που Έρχονται», το θυμάται.
Αποτελεί ένα όραμα ενός λαμπρού, αλλόκοτου κόσμου
στον οποίο η κοινωνία έχει σκληρύνει κοινωνικά μέσω ενός συστήματος καστών
ενώ οι εργάτες είναι μονίμως υποδουλωμένοι. Είναι, επίσης, ένας κόσμος δίχως σκοπό,
στον οποίο οι ανώτατες κάστες, για τις οποίες κοπιάζουν οι εργάτες, είναι εντελώς μαλθακές, κυνικές, δίχως πίστη.
Δεν υπάρχει καμία συνειδητοποίηση κανενός αντικειμενικού σκοπού στην ζωή,
τίποτε που να ανταποκρίνεται στον ζήλο του επαναστατημένου ή του μάρτυρα υπέρ της θρησκείας.
Αυτές οι τάσεις είναι πολύ περισσότερο υπερβολικές στον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» του Άλδους Χάξλεϋ,
ένα είδος μεταπολεμικής παρωδίας της Ουτοπίας του Γουελς.
Εδώ η ηδονιστική αρχή ωθείται στο έπακρο όριο,
ολόκληρος ο κόσμος έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο της Γαλλικής Ριβιέρας.
Ωστόσο, «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» μάλλον δεν ρίχνει καθόλου φως στο μέλλον,
αν και ήταν μια θαυμάσια καρικατούρα του παρόντος (του παρόντος εν έτει 1930).
Καμία κοινωνία τέτοιου είδους δεν θα διαρκούσε περισσότερο από δύο γενιές, διότι
μια κυρίαρχη τάξη που θα σκεφτόταν πρωταρχικά με όρους του στυλ «να περνάμε καλά την ώρα μας»
σύντομα θα έχανε την ζωτικότητά της.
Μια κυρίαρχη τάξη είναι υποχρεωμένη να έχει μιαν αυστηρήν ηθικότητα, μιαν οιονεί θρησκευτική πίστη
στον εαυτό της, μια μέθοδο μυστικιστική.
Ο Λόντον το γνώριζε αυτό και, αν και περιγράφει την κάστα των πλουτοκρατών
που επί 7 αιώνες εξουσιάζουν τον κόσμο ως απάνθρωπα τέρατα, δεν τους περιγράφει ως νωθρούς ή φιλήδονους.
Είναι απλά ικανοί να διατηρούν την θέση τους
ενώ πιστεύουν, με κάθε τιμιότητα, ότι ο πολιτισμός εξαρτάται από τους ίδιους και μόνο.
Και, επομένως, είναι εξίσου γενναίοι, άξιοι και αφοσιωμένοι όσο και οι επαναστατημένοι που τους επιτίθενται.
Κατά έναν εγκεφαλικό τρόπο, ο Λόντον αποδέχθηκε τα συμπεράσματα του Μαρξισμού
και φαντάστηκε πως οι «αντιφάσεις» του καπιταλισμού, η υπεραξία και ούτω καθ’ εξής
θα επέμεναν να υπάρχουν ακόμα και αφού η καπιταλιστική τάξη θα αυτό-οργανωνόταν
σε ένα συλλογικό, ενιαίο σώμα.
Η ιδιοσυγκρασία του, όμως, υπήρξε πολύ διαφορετική σε σύγκριση με την πλειοψηφία των Μαρξιστών.
Με την αγάπη του προς την βία και την φυσική δύναμη, με την πίστη του στην «φυσική αριστοκρατία»,
την λατρεία του για την αποκτήνωση και την εξύμνηση του πρωτογονισμού,
διέθετε μέσα του αυτό που μερικοί δίκαια θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν ως «φασιστικό ορμέμφυτο».
Αυτό τον βοήθησε, μάλλον, να καταλάβει πώς ακριβώς οι κατέχουσες τάξεις
θα συμπεριφέρονταν από την στιγμή που θα αντιμετώπιζαν σοβαρή απειλή.
Εδώ ακριβώς είναι που συνήθως οι Σοσιαλιστές εμετρήθησαν και ευρέθησαν λειψοί.
Η ερμηνεία τους για την ιστορία υπήρξε τόσο μηχανιστική
που απέτυχαν να προβλέψουν κινδύνους που ήταν ολοφάνεροι σε ανθρώπους
που ποτέ δεν είχαν ακούσει το όνομα του Μαρξ.
Καταλογίζεται μερικές φορές στον Μαρξ ότι απέτυχε να προγνώσει την άνοδο του Φασισμού.
Δεν γνωρίζω αν την προέβλεψε ή όχι
–άλλωστε, κείνον τον καιρό θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι τέτοιο μόνο σε πολύ γενικές γραμμές–
αλλά είναι, οπωσδήποτε, σίγουρο ότι αυτοί που τον ακολούθησαν
απέτυχαν να διαβλέψουν οποιονδήποτε κίνδυνο στον Φασισμό
ως την στιγμή εκείνη που βρέθηκαν οι ίδιοι μπροστά στην πύλη του στρατοπέδου συγκεντρώσεως.
Ο επίσημος Μαρξισμός,
1 έτος ή και περισσότερο αφού ο Χίτλερ είχε ανέλθει στην εξουσία,
εξακολουθούσε ακόμα να διατείνεται δημόσια ότι ο Χίτλερ ήταν άνευ σημασίας
και ότι ο πραγματικός εχθρός ήταν ο «Σοσιαλφασισμός» (δηλαδή, η δημοκρατία).
Ο Λόντον μάλλον δεν θα είχε κάνει αυτό το λάθος.
Τα ένστικτά του θα τον είχαν προειδοποιήσει ότι ο Χίτλερ ήταν επικίνδυνος.
Ήξερε ότι οι νόμοι της οικονομίας
δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο όπως ο νόμος της βαρύτητας
και ότι οι κανόνες τους μπορούν να τηρούνται με ευλάβεια από ανθρώπους που, σαν τον Χίτλερ,
πιστεύουν στο ατομικό τους πεπρωμένο.
«Η Σιδερένια Πτέρνα» και το βιβλίο «Όταν ο Υπνοβάτης Ξυπνά: Μια Ιστορία των Χρόνων που Έρχονται»
είναι γραμμένα αμφότερα από την οπτική πλευρά του λαού.
«Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος», αν και πρωταρχικά αποτελεί μιαν επίθεση κατά του ηδονισμού,
υπαινικτικά αποτελεί επίσης μιαν επίθεση κατά του ολοκληρωτισμού
και κατά της εξουσίας και κυριαρχίας των καστών.
Έχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε αυτά τα βιβλία με μια λιγότερο γνωστήν μας Ουτοπία,
η οποία αντιμετωπίζει την πάλη των τάξεων από την πλευρά της ανώτερης –ή, μάλλον, της μεσαίας– τάξης:
«Το Μυστικό του Συνασπισμού» του Ernest Bramah.
«Το Μυστικό του Συνασπισμού» γράφτηκε το 1907, όταν η ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος
είχε αρχίσει να τρομάζει την μεσαία τάξη, η οποία λανθασμένα φαντάστηκε ότι απειλούνταν από κάτω της
και όχι από πάνω της.
Το βιβλίο, ως πολιτική πρόβλεψη, είναι τετριμμένο και άνευ σημασίας αλλά έχει μεγάλο ενδιαφέρον
επειδή ρίχνει φως στην σκέψη της αγωνιζόμενης μεσαίας τάξης.
Ο συγγραφέας φαντάζεται
μιαν εργατική κυβέρνηση που αναλαμβάνει την εξουσία με μια τόσο μεγάλη πλειοψηφία
ώστε είναι αδύνατο να τους ανατρέψεις. Δεν εισάγουν, όμως, μια πλήρως Σοσιαλιστική Οικονομία.
Απλώς, συνεχίζουν να μεταχειρίζονται τις λειτουργίες του καπιταλισμού
για προσωπικό τους όφελος
αυξάνοντας διαρκώς τους μισθούς,
δημιουργώντας έναν τεράστιο στρατό γραφειοκρατών
και εξαντλώντας κάθε περιθώριο ύπαρξης των ανωτέρων τάξεων!
Άρα, η χώρα ρίχνεται «τοις κυσί» κατά τον γνωστό τρόπο.
Επιπλέον, στην εξωτερική πολιτική η Εργατική Κυβέρνηση
συμπεριφέρεται μάλλον σαν την Εθνική μεταξύ 1931 και 1939.
Εναντίον της, δημιουργείται μια μυστική συνωμοσία των μεσαίων και ανώτερων τάξεων.
Η μέθοδος εξέγερσής τους είναι πολύ ευρηματική,
υπό την προϋπόθεση ότι εξετάζει κανείς τον καπιταλισμό ως κάτι το εσωτερικό:
είναι η μέθοδος της απεργίας των καταναλωτών.
Για μια περίοδο άνω των 2 ετών, οι συνωμότες της ανωτέρας τάξεως
αποθηκεύουν πετρέλαιο και μετατρέπουν τα υλικά του άνθρακα και του πετροκάρβουνου σε υγρά καύσιμα∙
μετά, μποϋκοτάρουν ξαφνικά την κύρια Αγγλική βιομηχανία, την βιομηχανία άνθρακα.
Οι ανθρακωρύχοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια κατάσταση στην οποία δεν θα μπορούν να πωλούν
καθόλου άνθρακα για 2 έτη. Υπάρχει τεράστια ανεργία και οδύνη που καταλήγει σε Εμφύλιο,
πόλεμο στον οποίο (30 χρόνια πριν τον στρατηγό Φράνκο!)
οι ανώτερες τάξεις δέχονται βοήθεια από το εξωτερικό.
Μετά την νίκη τους, καταργούν τις συνδικαλιστικές ενώσεις
και εγκαθιδρύουν ένα «ισχυρό» μη-κοινοβουλευτικό καθεστώς
που θα έπρεπε, τώρα, να χαρακτηρίσουμε «φασιστικό».
Ο τόνος με τον οποίον είναι γραμμένο το βιβλίο είναι τόσο ευπρεπής και κόσμιος
όσο θα μπορούσε να το διακινδυνεύσει κανείς εκείνην την περίοδο
–αλλά η κατεύθυνση της σκέψεώς του είναι αλάνθαστη.
Γιατί, άραγε, θα έπρεπε ένας αξιοπρεπής και ευγενής συγγραφέας σαν τον Ernest Bramah
να κρίνει την συντριβή του προλεταριάτου
ως ένα ευχάριστο όραμα;
Πρόκειται απλά για την αντίδραση μιας αγωνιζόμενης τάξης, η οποία ένοιωσε να απειλείται
όχι τόσο ως προς την οικονομική της θέση όσο ως προς τον κώδικα συμπεριφοράς και τον τρόπο ζωής της.
Μπορεί κανείς να δει τον ίδιο, καθαρά κοινωνικό, ανταγωνισμό απέναντι στην εργατική τάξη
σε έναν προγενέστερον συγγραφέα πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς, τον George Kissing.
Ο χρόνος και ο Χίτλερ
έχουν διδάξει αρκετά τις μεσαίες τάξεις
και, ίσως, να μην ταχθούν ξανά στο πλευρό των δυναστών τους
εναντίον των φυσικών συμμάχων τους.
Το αν θα το κάνουν ή όχι εξαρτάται, όμως, από το πώς χειραγωγούνται
–και η ηλιθιότητα της Σοσιαλιστικής προπαγάνδας,
με τις διαρκείς δολοπλοκίες που εξυφαίνει
και που προκαλούν την οργή του «μικροαστού»,
οφείλει να απολογηθεί και να πληρώσει για πολλές από τις ευθύνες που έχει.









«ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Tribune, 24 ΜΑΡΤΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το άρθρο αυτό πρέπει να αναγνωστεί ως κεντρικό σε σχέση με τα υπόλοιπα άρθρα της ενότητας του συγγραφέα (βλ. μεταφράσεις «Προφητείες για τον Φασισμό», «Η άνοδος και οι εχθροί του Χιτλερικού Φασισμού», «Κριτική στο MEIN KAMPF») και να συνδεθεί με τις μεταφράσεις των κειμένων με τίτλο «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» και «ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ» ως προς την φράση «ενθάδε κείται ένα μυστήριο».
Το πιο σημαντικό, ίσως, από όλα τα αναπάντητα ερωτήματα της εποχής μας είναι: «Τί είναι ο Φασισμός;».
Ένας από τους οργανισμούς κοινωνικών ερευνών υπέβαλε προσφάτως αυτήν την ερώτηση
σε 100 διαφορετικούς ανθρώπους και έλαβε απαντήσεις που κυμαίνονταν μεταξύ
«καθαρής δημοκρατίας» και «καθαρού σατανισμού».
Σε αυτήν την χώρα, αν ζητήσεις από τον μέσο σκεπτόμενο άνθρωπο να ορίσει τι είναι Φασισμός,
συνήθως απαντά υποδεικνύοντας τα καθεστώτα σε Γερμανία και Ιταλία.
Αυτό, όμως, είναι πολύ δυσάρεστο –διότι ακόμα και τα μείζονα Φασιστικά κράτη
διαφοροποιούνται μεταξύ τους αρκετά στην διάρθρωση και στην ιδεολογία.
Λόγου χάριν, δεν είναι εύκολο να ενταχθούν η Γερμανία και η Ιαπωνία στο ίδιο πλαίσιο
ενώ είναι ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αυτό με ορισμένα από τα μικρότερα κράτη που περιγράφονται Φασιστικά.
Συνήθως υποτίθεται, χάριν παραδείγματος, πως ο Φασισμός είναι πολεμοχαρής εκ φύσεως,
πως βλασταίνει σε μιαν ατμόσφαιρα πολεμικής υστερίας
και πως μπορεί μονάχα να λύνει τα οικονομικά του προβλήματα μέσω των πολεμικών προπαρασκευών
και των κατακτήσεων στο εξωτερικό.
Αυτό, όμως, σαφώς δεν είναι αλήθεια για την Πορτογαλία λόγου χάρη
ή τις διάφορες δικτατορίες της Νοτίου Αμερικής.
Ή, πάλι, υποτίθεται ότι ο αντισημιτισμός είναι ένα από τα διακριτικά χαρακτηριστικά του Φασισμού∙
μερικά φασιστικά κινήματα, όμως, δεν είναι αντισημιτικά.
Οι περισπούδαστες έριδες που επαναλαμβάνονται συνεχώς στα περιοδικά της Αμερικής κατά κύματα
δεν έχουν καταφέρει να αποφασίσουν εάν είναι ή όχι ο Φασισμός μια μορφή καπιταλισμού.
Και πάλι, όμως, όταν εφαρμόζουμε τον όρο «Φασισμός»
στην Γερμανία ή στην Ιαπωνία ή στην Ιταλία του Μουσολίνι,
ξέρουμε τι εννοούμε –σε γενικές γραμμές.
Είναι στην εσωτερική πολιτική που η λέξη αυτή έχει χάσει και το τελευταίο ίχνος της σημασίας της.
Διότι, εάν εξετάσεις τον Τύπο, θα ανακαλύψεις
ότι δεν υπάρχει καμία ομάδα ανθρώπων
–και, οπωσδήποτε, κανένα πολιτικό κόμμα ή οργανωμένο σύνολο οποιουδήποτε είδους
το οποίο δεν έχει καταγγελθεί τα τελευταία 10 χρόνια ως Φασιστικό.
Δεν μιλώ εδώ για την προφορική χρήση του όρου «Φασιστικός».
Μιλώ για ό,τι έχω δει δημοσιευμένο.
Έχω δει τις λέξεις «συμπαθών τον Φασισμό» ή «φασιστικών τάσεων» ή, απλά και μόνο, «Φασίστας»
να απευθύνεται με κάθε σοβαρότητα στις εξής ομάδες ανθρώπων:
· Συντηρητικούς: Όλοι οι Συντηρητικοί είτε είναι υπέρ είτε είναι κατά του κατευνασμού,
θεωρείται πως έχουν ταχθεί , κατά την υποκειμενική τους κρίση, υπέρ του Φασισμού.
Η κυριαρχία των Αγγλικών στην Ινδία και στις αποικίες της θεωρείται πως είναι αδιάσπαστη
από τον Ναζισμό. Οργανισμοί που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «πατριωτικού
και παραδοσιακού τύπου» παίρνουν την ετικέτα «κρυπτοφασιστικοί» ή «φασιστικής εμπνεύσεως».
Παραδείγματα είναι οι Πρόσκοποι, η Μητροπολιτική Αστυνομία, η Στρατιωτική Κατασκοπεία MI5,
η Βρεττανική Λεγεώνα της Τιμής. Φράση-Κλειδί: «Τα δημόσια σχολεία εκτρέφουν τον Φασισμό».
· Σοσιαλιστές: Οι αμύντορες του καπιταλισμού παλαιού τύπου (παράδειγμα ο Σερ Έρνεστ Μπεν)
διατείνονται ότι ο Σοσιαλισμός και ο Φασισμός είναι το ίδιο πράγμα. Μερικοί Καθολικοί δημοσιογράφοι ισχυρίζονται ότι οι Σοσιαλιστές ήταν οι βασικοί συνεργάτες των Ναζί στις κατεχόμενες χώρες.
Η ίδια κατηγορία εκτοξεύεται, από μια διαφορετική γωνία, από το Κομμουνιστικό Κόμμα
κατά την διάρκεια των ακραίων Αριστερών του φάσεων. Την περίοδο 1930-35 η «Daily Worker»
συνήθως αναφερόταν στο Εργατικό Κόμμα ως «οι Εργατοφασίστες». Αυτό βρίσκει απήχηση
και επαναλαμβάνεται από άλλους εξτρεμιστές Αριστερούς, όπως οι Αναρχικοί. Μερικοί Ινδοί Εθνικιστές, πάλι, θεωρούν ότι οι αγγλικές εργατικές ενώσεις είναι φασιστικοί οργανισμοί.
· Κομμουνιστές: Μια αξιόλογη σχολή σκέψεως (παραδείγματα ο Hermann Rauschning, ο Peter Drucker,
o James Burnham, o F.A. Voigt) αρνείται να αναγνωρίσει διαφορές ανάμεσα στο Ναζιστικό και στο Σοβιετικό καθεστώς και ισχυρίζεται πως όλοι οι Φασίστες και οι Κομμουνιστές σκοπεύουν
περίπου στο ίδιο πράγμα και πως –μέχρι κάποιαν έκταση– είναι ακόμα και οι ίδιοι άνθρωποι.
Οι εκδότες της εφημερίδας «THE TIMES» (προπολεμικά) αναφέρονταν στην Ε.Σ.Σ.Δ. ως «φασιστική χώρα».
Από μια διαφορετική γωνία, πάλι, αυτό βρίσκει απήχηση και επαναλαμβάνεται από τους Αναρχικούς
και από τους Τροτσκιστές.
· Τροτσκιστές: Οι Κομμουνιστές χρεώνουν τους Ορθοδόξους Τροτσκιστές, δηλαδή τον προσωπικό οργανισμό του Τρότσκι, ότι είναι μια κρυπτοφασιστική οργάνωση που χρηματοδοτείται από τους Ναζί. Αυτό αποτελούσε διαδεδομένη πεποίθηση της Αριστεράς κατά την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου.
Στις ακραίες Δεξιές τους φάσεις , οι Κομμουνιστές τείνουν να εκτοξεύουν την ίδια κατηγορία σε όλες
τις πτέρυγες που βρίσκονται εξ αριστερών τους (π.χ. την Κοινοπολιτεία ή το Διεθνές Λενινιστικό Κόμμα).
· Καθολικοί: Εκτός των ορίων της, η Καθολική Εκκλησία θεωρείται σχεδόν διεθνώς ως υπέρ του Φασισμού,
τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά.
· Φιλειρηνιστές: Οι Πασιφιστές και άλλοι, που είναι πολέμιοι του πολέμου, κατηγορούνται συνήθως
όχι μόνο πως διευκολύνουν τα πράγματα για τον Άξονα αλλά και πως αποκτούν αποχρώσεις
φιλοφασιστικών αισθημάτων.
· Φιλοπόλεμοι: Οι θιασώτες του πολέμου κατηγορούνται κι αυτοί από τους αντιπάλους τους, οι οποίοι
βασίζουν την επιχειρηματολογία τους συνήθως στον ισχυρισμό ότι ο Αγγλικός ιμπεριαλισμός είναι χειρότερος από τον Ναζισμό και τείνουν να απευθύνουν τον χαρακτηρισμό «Φασίστας» σε οποιονδήποτε επιθυμεί την νίκη στον στρατιωτικό τομέα. Οι υποστηρικτές των Δικαιωμάτων των Λαών έφθασαν πολύ κοντά στο να πουν πως η προθυμία αντίστασης σε μιαν εισβολή των Ναζί ήταν σημάδι φασιστικών συμπαθειών. Η Πολιτική Προστασία των Σπιτιών καταγγέλθηκε, αμέσως μόλις εμφανίστηκε, ως φασιστική οργάνωση. Επιπρόσθετα, το σύνολο της Αριστεράς τείνει να εξισώσει τον μιλιταρισμό με τον φασισμό. Πολιτικά συνειδητοποιημένοι ιδιώτες στρατιώτες χαρακτηρίζουν σχεδόν πάντοτε τους αξιωματικούς τους ως «φασιστικά σκεπτόμενους» ή ως «εκ φύσεως φασίστες». Οι Σχολές Πολέμου, η ευπρέπεια
και η καθαριότητα, οι στρατιωτικοί χαιρετισμοί θεωρούνται όλα ως επιρρεπή στον Φασισμό.
Πριν τον Πόλεμο, η ένταξη στην Χωροφυλακή εθεωρείτο ως σημάδι φασιστικών τάσεων. Η κατάταξη
και η ύπαρξη επαγγελματικού στρατού αμφότερες καταγγέλλονται ως φασιστικά φαινόμενα.
· Εθνικιστές: Ο εθνικισμός θεωρείται διεθνώς ως εκ φύσεως φασιστικός αλλά αυτό υποστηρίζεται μόνο και μόνο για να εφαρμοστεί σε αυτά τα εθνικά κινήματα που τυχαίνει να μην εγκρίνει ο ομιλητής.
Ο Αραβικός εθνικισμός, ο Πολωνέζικος και ο Φινλανδικός, το Ινδικό Κόμμα του Κογκρέσσου, η Ισλαμική Διάσκεψη, ο Σιωνισμός και ο ΙΡΑ όλοι περιγράφονται ως «φασιστικοί» αλλά όχι από τους ίδιους ανθρώπους.
Θα διαπιστωθεί, επομένως, ότι –όπως χρησιμοποιείται– η λέξη «Φασισμός»
είναι, σχεδόν ολοκληρωτικά, άνευ νοήματος.
Στις συζητήσεις, φυσικά, χρησιμοποιείται ακόμη πιο απερίσκεπτα απ’ ό,τι στον Τύπο.
Την έχω ακούσει να απευθύνεται σε αγρότες, καταστηματάρχες, στο Σύστημα Κοινωνικών Πιστώσεων,
στα σωματικά βασανιστήρια, στο κυνήγι της αλεπούς, στις ταυρομαχίες, στην επιτροπή του 1922,
στην επιτροπή του 1941, στον Κήπλινκ, στον Γκάντι, στον Σανγκ-Γκάη-Τσεκ, στην ομοφυλοφιλία,
στις ραδιοφωνικές εκπομπές του Priestley, στις Εστίες της Νεολαίας, στην αστρολογία, στις γυναίκες,
στα σκυλιά και σε …δεν ξέρω και γω τι άλλο!
Ωστόσο, κάτω από όλο αυτό το κομφούζιο, υποκρύπτεται όντως θαμμένο
ένα είδος υπολανθάνουσας σημασίας.
Για να ξεκινήσω, είναι σαφές ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές,
(σε μερικές από τις οποίες είναι εύκολο να στραφεί η προσοχή
αλλά όχι εύκολο να δικαιολογηθούν) μεταξύ των καθεστώτων που καλούνται
φασιστικά και των καθεστώτων που καλούνται δημοκρατικά.
Κατά δεύτερον, εάν «φασίστας» σημαίνει «συμπαθών τον Χίτλερ», μερικές από αυτές
τις κατηγορίες που κατέγραψα στην προηγηθείσα λίστα
είναι προφανώς πολύ περισσότερο δικαιολογημένες σε σύγκριση με τις άλλες.
Το τρίτον, ακόμα και οι άνθρωποι που πετούν την λέξη «φασίστας» προς κάθε κατεύθυνση
της προσδίδουν οπωσδήποτε μια σημασία συναισθηματική.
Με τον «φασισμό» –μιλώντας χονδρικά– εννοούν κάτι βάναυσο, άτιμο, αλαζονικό, ζοφερό,
αντιφιλελεύθερο και αντεργατικό.
Εκτός από τον σχετικά μικρό αριθμό των συμπαθούντων τον Φασισμό, σαν συνώνυμο της λέξης «φασίστας»
σχεδόν κανείς Άγγλος δεν θα δεχόταν τον χαρακτηρισμό «τραμπούκος» ή «μπούλης» (αυτός είναι ο πλησιέστερος
χαρακτηρισμός για να οριστεί ατό το οποίο έχει φθάσει να σημαίνει αυτή η πολύ κακομεταχειρισμένη λέξη).
Ο Φασισμός, όμως, είναι επιπλέον και ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
Γιατί, τότε, να μην μπορούμε να έχουμε έναν ξεκάθαρο και γενικώς αποδεκτόν ορισμό του;
Αλοίμονο!
Δεν θα τον έχουμε –όχι ακόμα, τέλος πάντων.
Να εξηγηθεί γιατί, θα έπαιρνε πάρα πολύν χρόνο.
Αυτό, βασικά, συμβαίνει επειδή είναι αδύνατο να οριστεί ο Φασισμός ικανοποιητικά
δίχως να γίνουν ομολογίες, τις οποίες ούτε οι ίδιοι οι Φασίστες ούτε οι Συντηρητικοί ούτε οι Σοσιαλιστές
οποιασδήποτε αποχρώσεως, δεν είναι διατεθειμένοι να παραδεχθούν.
Το μόνο που μπορεί να κάνει προς το παρόν κάποιος είναι να χρησιμοποιεί την λέξη με περισυλλογή
και όχι, όπως συνηθίζεται, να την ευτελίζει και να την υποβαθμίζει στο επίπεδο μιας ύβρεως και μιας προσβολής.




«Η ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡΙΚΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
MANCHESTER EVENING NEWS, 4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1945
Κριτική στο βιβλίο του Conrad Heiden «Ο Φύρερ»-“Der Fuhrer
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό διασυνδέει για πρώτη φορά την πορεία των Γερμανών Μαρξ και Χίτλερ. Βασίζεται στα λεξιπαίγνια Xίντεν=κρυμμένος και Hanisch=Χάνεις. Για να κατανοηθεί, πρέπει να αναγνωστεί σε πρώτο πλάνο με το άρθρο «ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ MEIN KAMPF». Σε δεύτερο πλάνο, με τα υπόλοιπα άρθρα της ενότητας («Προφητείες για τον Φασισμό», «Τι είναι ο Φασισμός») και σε τρίτο πλάνο, με τα άρθρα περί Ρωσσίας, τις εξηγήσεις του «1984» και της «Φάρμας των Ζώων». Προέχουν τα κείμενα «ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ», «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ», «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ-ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ BIG BROTHER» και, εκ παραλλήλου, οι μεταφράσεις του Καμύ με τίτλο «ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ» και «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ».
Πριν από μια 8ετία, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο που εξέδωσε μόλις το βιβλίο «Ο ΦΥΡΕΡ»,
είχε εμφανιστεί ένα άλλο ογκώδες και επιβλητικό βιβλίο για τον Χίτλερ που έφερε τον βαρύγδουπο τίτλο
«ΧΙΤΛΕΡ, Η ΔΙΑΘΗΚΗ».
Η θέση του, η οποία ήταν τότε ευρύτατα αποδεκτή, ήταν πως ο Χίτλερ αποτελούσε μιαν σκέτη μαριονέττα,
μιαν ασημαντότητα, των μεγάλων επιχειρήσεων της Γερμανίας.
Τα κατοπινά γεγονότα το έχουν καταστήσει αυτό απίστευτο
και το λεπτομερέστατο βιβλίο του κ. Χίντεν –που, ωστόσο, διαβάζεται πολύ εύκολα–
αποτελεί μια προσπάθεια να διαλύσει την σύγχυση γύρω από τις εξαιρετικά περίπλοκες αιτίες
(αιτίες που είναι τόσο πνευματικές και θρησκευτικές
όσο και οικονομικές και πολιτικές) που έχουν επιτρέψει σε έναν ημιπαράφρονα
να κερδίσει την εξουσία ενός μεγάλου έθνους
και να χαρίσει τον θάνατο σε κάποια δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων.
Η ιστορία του κ. Χίντεν τελειώνει με την εκκαθάριση του Ιουνίου του 1934, η οποία –όπως καταδεικνύει–
δεν αποτελεί καθόλου ένα τυχαίο σημείο κατάληξης διότι με αυτήν την φριχτή πράξη
ξεκίνησε μια νέα ιστορική φάση που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί.
Η ιστορία ξεκινά λίγο καιρό πριν την γέννηση του Χίτλερ. Για την ακρίβεια, ξεκινά το 1864
με μια παράνομη και τώρα λησμονημένη επιφυλλίδα που έκανε επίθεση στον Ναπολέοντα Γ’.
Λίγο αργότερα, η μυστική αστυνομία του Τσάρου επρόκειτο να πάρει στην κατοχή της αυτό το φυλλάδιο
και να το χαλκεύσει,
κατασκευάζοντας αυτήν την πασίγνωστη παραχάραξη με θέμα «Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών».
Το αντικείμενό τους ήταν να τρομάξουν τον Τσάρο με παραμύθια
περί μιας Εβραϊκής συνωμοσίας και, με τον τρόπον αυτό, να τον προβοκάρει
ώστε να λάβει βίαια μέτρα κατά των Ρώσσων Επαναστατών.
Ο Ρόζενμπεργκ, ο θεωρητικός των φυλετικών διακρίσεων
(Ρώσσος της Βαλτικής και φοιτητής στην Μόσχα του καιρού της Επανάστασης)
έφερε μαζί του ένα αντίγραφο των Πρωτοκόλλων όταν διέφυγε στην Γερμανία: και ήταν από αυτήν την πηγή
απ’ όπου άντλησε ο Χίτλερ τον Αντισημιτισμό
που επρόκειτο να αποτελέσει τόσο μιαν συντηρημένη πλάνη όσο κι ένα πανούργο πολιτικό τέχνασμα.
Ο κ. Χίντεν παρακολουθεί την πρώϊμη ιστορία του Χίτλερ
με πολλές λεπτομέρειες, καλύπτοντας τα κενά
του «MEIN KAMPF» με την μαρτυρία ενός ζωγράφου που ονομάζεται Hanisch
και ο οποίος μοιράστηκε με τον Χίτλερ την φτώχεια στην Βιέννη.
Από τις έρευνες του κ. Χίντεν διαφαίνεται ότι, με βάση το αυτοβιογραφικό τμήμα του «MEIN KAMPF»,
αυτές οι λεπτομερείς έρευνες είναι πολύ ειλικρινείς.
Ακόμα και σύμφωνα με την ίδια του την παρουσίαση,
ο Χίτλερ υπήρξε μια ολοκληρωτική αποτυχία,
ένας ακαμάτης
μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου του 1914.
Τα βασικά του χαρακτηριστικά ήταν η τεμπελιά,
η ανικανότητα να κάνει φίλους,
το μίσος για την κοινωνία που δεν κατόρθωσε να του δώσει μιαν αξιοπρεπή βιοποριστική απασχόληση
καθώς και η αμυδρή κλίση του προς την ζωγραφική.
(Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι πολλοί δικτάτορες είναι αποτυχημένοι καλλιτέχνες
–ο Ερρίκος ο 8 ος και ο Φρειδερίκος ο Μέγας ήταν και οι δύο κακοί συγγραφείς
ενώ ο Ναπολέων και ο Μουσολίνι έγραψαν θεατρικά έργα
των οποίων κανείς δεν μπορούσε να αναλάβει την παραγωγή μιας παράστασης).
Ο πόλεμος ήταν η μεγάλη ευκαιρία του Χίτλερ.
Λάτρευε κάθε στιγμή του και φαίνεται πως είναι αλήθεια, αν και συχνά το αρνούνται,
ότι υπηρέτησε διακρινόμενος και παρασημοφορήθηκε για την γενναιότητά του.
Ο ίδιος λέει πως έκλαψε όταν τελείωσε ο πόλεμος
και ότι ο κύριος στόχος του –από τότε και μετά– ήταν να επαναφέρει την ατμόσφαιρα του πολέμου.
Στην χαοτική Γερμανία του 1918 ήταν φυσικό, για έναν άνθρωπο με το ταμπεραμέντο του Χίτλερ,
να εμπλακεί σε συνωμοτικές πολιτικές. Εντάχθηκε στο Εργατικό Κόμμα Γερμανίας που, κατόπιν,
έγινε το ΕθνικοΣοσιαλιστικό Κόμμα
αλλά την εποχή εκείνη αποτελείτο από 6 μέλη και είχε ως συνολικόν εξοπλισμό
έναν διπλωματικό φάκελο και μια ταμπακιέρα που εχρησιμοποιείτο ως κουμπαράς.
Οι αξιωματικοί του διαλυμένου Γερμανικού στρατού (Reichswehr)
σχεδίαζαν ήδη να τον επανασυστήσουν
παραβαίνοντας την Συνθήκη των Βερσαλλιών
και αναζητούσαν ένα πολιτικό κόμμα το οποίο να μπορούσε να δράσει ως κάλυψη για τους σκοπούς τους:
το Εργατικό Κόμμα Γερμανίας τους φαινόταν,
με το προσποιητά Σοσιαλιστικό του Πρόγραμμα,
πως είχε δυνατότητες. Ο Χίτλερ, επομένως, είχε από την αρχή σχεδόν μιαν λελογισμένην στήριξη
αλλά δεν ήταν παρά μέχρι κάποιαν στιγμή αργότερα
(όταν είχε ήδη εξελιχθεί σε μια πολιτική δύναμη που έπρεπε να προσμετράται)
που οι βιομήχανοι ξεκίνησαν σε σημαντικό βαθμό να τον χρηματοδοτούν.
Ως πολιτικός είχε 3 μεγάλα προσόντα: το ένα ήταν η παντελής έλλειψη λύπης, στοργής η ανθρωπίνων δεσμών
οποιασδήποτε μορφής, ένα άλλο ήταν η απύθμενη πίστη στον εαυτό του και η περιφρόνηση για κάθε τι άλλο
και το τρίτο ήταν η πανίσχυρη και εντυπωσιακή φωνή του,
η οποία μπορούσε μέσα σε λίγα λεπτά να κάνει οποιοδήποτε κοινό και ακροατήριο
να ξεχάσει την α λαΤσάρλι Τσάπλιν εμφάνισή του.
Μέσα σε λίγα χρόνια τους είχε πείσει ώστε να φέρουν στην ζωή και να κάνουν πραγματικότητα
ένα εντυπωσιακό κίνημα
που εκμυστηρευόταν
από εξέδρα σε εξέδρα ένα μήνυμα
(αντιεβραϊκό, αντικαπιταλιστικό, αντιμπολσεβικικό και αντιγαλλικό),
το οποίο έθελγε εξίσου και τους ανέργους και την εργατική τάξη και την κατεστραμμένη μεσαία τάξη
και τους αξιωματικούς που ποθούσαν έναν ακόμη πόλεμο.
Όμως, ήταν άλλο ζήτημα το να κερδηθεί η ανώτατη εξουσία∙ και, επί χρόνια, η ιστορία
του ΕθνικοΣοσιαλιστικού Κόμματος ήταν μια ιστορία μπρος-πίσω.
Μιλώντας γενικά, όταν τα πράγματα πήγαιναν άσχημα, το άστρο του Χίτλερ ανέτειλε!
Όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, έδυε!
Στην ευημερούσα περίοδο των μέσων της δεκαετίας των ΄20,
στην περίοδο του Σχεδίου Dawes, της οικονομικής ανάκαμψης στην Αγγλία και στις Η.Π.Α.
και της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (Ν.Ε.Ρ.) στην Ρωσσία,
το ΕθνικοΣοσιαλιστικό Κόμμα έμοιαζε –το πιθανότερο– πως θα εξαφανιζόταν.
Ήλθε, τότε, η Μεγάλη Ύφεση
και ο Χίτλερ εκτοξεύθηκε σαν ρουκέττα.
Ποτέ δεν θα μάθουμε αν μπορούσε να είχε ηττηθεί με καθυστέρηση,
ακόμα και σε εκείνην την χρονική στιγμή, αλλά είναι γεγονός πάντως ότι οι μόνοι πραγματικοί αντίπαλοί του
στο εσωτερικό της Γερμανίας –οι Κομμουνιστές και οι Σοσιαλδημοκράτες–
επέμεναν να αγωνίζονται μεταξύ τους αντί να συνενωθούν κατά του κοινού εχθρού.
Έχοντας αξιοποιήσει τις διαφωνίες τους, ο Χίτλερ τους κατέστρεψε αμφοτέρους
και τελικά εξασφάλισε απόλυτα την θέση του, σφαγιάζοντας την Αριστερή πτέρυγα του κόμματός του.
Η υπόλοιπη ιστορία είναι πολύ καλά γνωστή.
Το βιβλίο παρέχει χρήσιμες παρασκηνιακές πληροφορίες για άλλους ,πλην του Χίτλερ:
ειδικότερα, για τον Ες, τον Γκαίρινγκ, τον Ρεμ
καθώς και για τον περίεργο αυτόν Άγγλον αποστάτη, τον Χιούστον Τσάμπερλαιν,
ο οποίος ήταν εκ των ιδρυτών του Παγγερμανικού Κινήματος.
Πρόκειται για ένα βιβλίο πολύτιμο διότι ούτε υποτιμά ούτε υπερεκτιμά τον Χίτλερ.
Δεν τον ερμηνεύει, δηλαδή, με στενούς οικονομικούς όρους
ούτε υποκρίνεται ότι με την εξαφάνισή του θα επιλυθούν τα μείζονα προβλήματα του κόσμου.
Για να παραθέσω τα ίδια τα λόγια του κ. Χίντεν:
«Ο Χίτλερ μπόρεσε να σκλαβώσει τον λαό του επειδή μπόρεσε να τους δώσει κάτι που δεν μπορούσαν
ούτε και οι παραδοσιακές θρησκείες να τους παράσχουν πλέον –την πίστη σε ένα νόημα ύπαρξης
πέραν του πιο στενού προσωπικού τους συμφέροντος.
Η πραγματική ντροπή ξεκίνησε όταν οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι είχαν συμμαχήσει με τον διάβολο
αλλά ένοιωσαν πως ακόμα και ο διάβολος ήταν προτιμότερος σε σχέση με την κενότητα μιας υπάρξεως
από την οποία εξέλιπε μια ευρύτερη σημασία.
Το πρόβλημα είναι σήμερα να προσδώσουμε αυτήν την ευρύτερη σημασία και ακεραιότητα σε μιαν ζωή
που έχει περιοριστεί από τον υλικό κόσμο.
Ώσπου να λυθεί αυτό το πρόβλημα, ο εκμηδενισμός του Ναζισμού δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά η απαλλαγή από ένα εκ των συμπτωμάτων της ψυχικής διαταραχής του κόσμου».


«ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ MEIN KAMPF»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
NEW ENGLISH WEEKLY, 21 MARTIOY 1940
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό ανήκει στην ενότητα που έχει αφιερωθεί από τον συγγραφέα για την μελέτη του Φασισμού («Προφητείες για τον Φασισμό», «Τι είναι ο Φασισμός», «Η άνοδος και οι εχθροί του Χιτλερικού Φασισμού»). Πρέπει να διαβαστεί σε σχέση α) με το δοκίμιο του Άρθουρ Καίσλερ με τίτλο «Ο Μανιακός», β) τα άρθρα του Όργουελ περί της «Φάρμας των Ζώων», γ) τα κείμενα «ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» και «Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», «ΓΟΥΕΛΣ:ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ», δ) κυρίως σε συνδυασμό με το άρθρο του Αλμπέρ Καμύ στην εφημερίδα “COMBAT” το 1945: «ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΙΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, Μνήμες για εικονογράφηση για τον Μποτιτσέλλι».
Σε συμβολική εξελίχθηκε σήμερα, λόγω της ραγδαίας εξέλιξης των γεγονότων, η δημοσίευση
πριν από 1 έτος –σε εμφανώς αντιχιτλερικό πνεύμα– του πλήρους κειμένου του βιβλίου «Ο ΑΓΩΝ ΜΟΥ»
από τον εκδοτικό οίκο «Hirsch and Plunkett».
Ο πρόλογος του μεταφραστή και οι σημειώσεις του εκδοτικού οίκου είχαν γραφτεί με τον προφανή σκοπό
να ρίξουν τους οργισμένους τόνους του βιβλίου και να φέρουν τον Χίτλερ στο φως
υπό τις βέλτιστες συνθήκες.
Διότι, εκείνο το χρονικό διάστημα, ο Χίτλερ εθεωρείτο ακόμα σαν αξιοπρεπές άτομο.
Είχε συντρίψει το κίνημα της Γερμανικής εργατικής τάξης
και, γι’ αυτό, ήταν έτοιμοι να του συγχωρήσουν τα πάντα σχεδόν όσοι ανήκαν στην τάξη των κατεχόντων.
Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά συνέπιπταν
στο ότι είχαν μια μάλλον επιφανειακή και περιορισμένην ιδέα γι’ αυτόν
και τον αντιμετώπιζαν λες και ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελούσε μίαν εκδοχή μόνο του συντηρητισμού.
Τότε ανακαλύφθηκε ξαφνικά ότι ο Χίτλερ δεν ήταν, τελικά, άτομο ολωσδιόλου αξιόλογο.
Ως αποτέλεσμα της ανακάλυψης αυτού,
ο εκδοτικός οίκος επανεξέδωσε το βιβλίο με νέο εξώφυλλο,
εξηγώντας ότι όλα τα έσοδα θα πήγαιναν προς όφελος του Ερυθρού Σταυρού.
Είναι, ωστόσο, δύσκολο –γνωρίζοντας το περιεχόμενο του βιβλίου «Ο ΑΓΩΝ ΜΟΥ» – να πιστέψουμε
ότι τα οράματα και οι σκοποί του Χίτλερ έχουν μεταβληθεί σοβαρά.
Όταν συγκρίνεις τις δηλώσεις που έκανε, αντιστοίχως, πέρυσι και πριν 15 χρόνια
μένεις κατάπληκτος από την αποτελμάτωση της νοημοσύνης του και την στασιμότητα της κοσμοθεωρίας του.
Πρόκειται για την αδιάλλακτη ιδέα του μανιακού
που σχεδόν δεν αντιδρά σε όποιες αλλαγές επιφέρουν οι δυνάμεις της πολιτικής.
Στην συνείδηση του Χίτλερ, το Σοβιετο-Γερμανικό Σύμφωνο δεν υπήρξε
τίποτε άλλο παρά μια καθυστέρηση στο χρονοδιάγραμμά του.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό που εκτέθηκε στο «MEIN KAMPF»,
η Ρωσσία και –αμέσως μετά– η Αγγλία θα έπρεπε και πάλι να συντριβούν.
Όπως ανακαλύπτεται και αποδεικνύεται τώρα, όμως,
η Αγγλία είναι εκείνη εκ των 2 κρατών που πρέπει να αντιμετωπιστεί πρώτη
διότι η Ρωσσία ήταν εκείνη εκ των 2 που αγοράστηκε πιο εύκολα.
Άρα, σύμφωνα με τον Χίτλερ, όταν κατακτηθεί η Αγγλία, τότε αναμφίβολα θα έρθει και η σειρά της Ρωσσίας.
Είναι, ασφαλώς, άλλο ζήτημα εάν αυτό θα γίνει στην πραγματικότητα.
Ας υποθέσουμε, όμως, ότι το πρόγραμμα του Χίτλερ θα εκτελεστεί.
Σχεδιάζει, ύστερα από 100 χρόνια, την δημιουργία ενός άτρωτου κράτους
όπου 250 εκατομμύρια Γερμανοί θα έχουν «ζωτικό χώρο»
(κάτι που σημαίνει ότι θα εκτείνεται ως το Αφγανιστάν ή στα γειτονικά εδάφη).
Θα είναι μια τερατώδης αυτοκρατορία ανεγκέφαλη,
στην οποία ουσιαστικά τίποτε δεν θα συμβαίνει
και της οποίας ο ρόλος θα είναι, κατά συνέπεια, περιορισμένος μόνο στην προετοιμασία των νέων για τον πόλεμο
και στην αδιάκοπη παράδοση φρέσκου κρέατος για τα πυροβόλα.
Πώς, άραγε, συνέβη και κατόρθωσε ο Χίτλερ να καταστήσει το τρομερό του σχέδιο κτήμα όλων;
Είναι το πιο εύκολο να εξηγηθεί αυτό, διότι
σε κάθε στάδιο της καριέρας του είχε την οικονομική υποστήριξη των μεγαλοβιομηχάνων
που τον έβλεπαν σαν μια μορφή ικανή να συντρίψει τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές.
Δεν θα τον είχαν στηρίξει, όμως, αν ως εκείνην την στιγμή δεν είχε μολύνει αρκετούς με τις ιδέες του
και δεν είχε δώσει ζωή στην δημιουργία
ενός ολόκληρου κινήματος.
Για να πούμε την αλήθεια, η κατάσταση για τις Γερμανικές οικογένειες με τα εκατομμύρια ανέργων
ήταν προφανώς ευνοϊκή για τους δημαγωγούς.
Ο Χίτλερ, πάντως, δεν θα μπορούσε να επικρατήσει των πολυάριθμων ανταγωνιστών του
εάν δεν κατείχε τον μαγνητισμό της προσωπικότητάς του που γίνεται αισθητός
ακόμα και σε μιαν ατελή συλλαβή του «MEIN KAMPF»
και που, προφανώς, εκπλήσσει όταν κανείς ακούει τις ομιλίες του.
Θα ήθελα να πω ότι είναι έτοιμος να ανακοινώσω δημοσίως
ότι ποτέ δεν υπήρξα ικανός να επιδείξω εχθρικότητα προς τον Χίτλερ.
Πριν ανέβει στην εξουσία και εγώ –όπως όλοι σχεδόν– έκανα λάθος να μην τον παίρνω στα σοβαρά.
Από τότε που ανέβηκε στην εξουσία, κατάλαβα ότι οπωσδήποτε θα τον σκότωνα
εάν μου δινόταν τέτοια ευκαιρία
αλλά, προσωπικά, δεν τον αντιμετωπίζω με μίσος.
Υπάρχει, προφανώς, κάτι βαθύτατα ελκυστικό σ’ αυτόν.
Είναι αξιοπρόσεκτο αυτό: και μπορεί κανείς να το δει στις φωτογραφίες του –και συστήνω ειδικά
μια φωτογραφία της έκδοσης του βιβλίου
με την φυσική έκφραση του Χίτλερ σε προηγούμενα χρόνια.
Έχει ένα τραγικό, κακότυχο βλέμμα σαν ένα σκυλί
και το πρόσωπο ενός ατόμου που υποφέρει από αβάσταχτη δυστυχία.
Αν μόνο διέθετε λίγο κουράγιο παραπάνω, το βλέμμα του θα έμοιαζε με το βλέμμα του Χριστού
που τόσο συχνά βλέπουμε
–και είναι σχεδόν σίγουρο ότι και ο Χίτλερ έτσι βλέπει τον εαυτό του–
σε πίνακες ζωγραφικής.
Για κάποιον προαιώνιο, εξαιρετικά προσωπικό λόγο αισθάνεται
ότι υπέστη μια προσβολή από τον κόσμο
(την οποία μόνο να μαντέψει κανείς είναι δυνατόν αλλά, σε κάθε περίπτωση, η προσβολή υπάρχει).
Είναι ο μάρτυς, ένα θύμα, ο Προμηθεύς,
αλυσοδεμένος σε έναν βράχο, ο ήρωας που βαδίζει ηττημένος με κατεβασμένα τα χέρια
στην τελευταία άνιση μάχη για να αυτοθυσιαστεί. Αν κατάφερνε να σκοτώσει ένα ποντίκι, θα είχε καταφέρει
να δημιουργήσει την εντύπωση πως είναι δράκος.
Αισθάνεται κανείς ότι, όπως και ο Ναπολέων, ο Χίτλερ προκαλεί την μοίρα, ότι το πεπρωμένο του είναι η ήττα
–κι όμως, για κάποιον λόγο, κερδίζει νίκες.
Η έλξη που ασκεί ένα τέτοιο ίματζ είναι βέβαια μεγάλη,
ένα είδωλο του είδους που μαρτυρούν και τα περισσότερα φιλμ παρομοίου θέματος.
Εξάλλου, ο Χίτλερ είχε κατανοήσει το λάθος της ηδονιστικής στάσης απέναντι στην ζωή.
Καιρό πριν τον τελευταίο πόλεμο, σχεδόν όλοι οι διανοούμενοι της Δύσεως
–και, οπωσδήποτε, όλοι οι «προοδευτικοί» – είχαν στηριχθεί σε μιαν αφανή παραδοχή της αντίληψης
ότι οι άνθρωποι το μόνο που πρέπει να ονειρεύονται αποκλειστικά
είναι να ζουν ήσυχα, με ασφάλεια, και να μην γνωρίζουν τον πόνο.
Σε μιαν τέτοια κοσμοθεωρία για την ζωή,
δεν υπάρχει χώρος για τον πατριωτισμό και για τις στρατιωτικές αξίες, λόγου χάρη.
Οι σοσιαλιστές ενοχλούνται, σαν παιδιά που έχουν βρεθεί πίσω στο παιχνίδι αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ
να σκαρφιστούν κάτι άλλο παρά να αλλάξουν αρχηγό∙
τους πασιφιστές προφανώς δεν τους πειράζει και, έτσι, δεν αγγίζουν το ζήτημα.
Ο Χίτλερ κατάλαβε καλύτερα από τους άλλους, στο πνευματικό σκοτάδι του μυαλού του,
ότι για τους ανθρώπους δεν είναι αναγκαίες μόνο η άνεση, η ασφάλεια, το περιορισμένο εργατικό ωράριο,
η υγιεινή, ο έλεγχος του επιπέδου των γεννήσεων και, γενικώς, η κοινή λογική∙
επιθυμούν επιπλέον –μερικές φορές, τουλάχιστον– πάλη και αυτοθυσία, τηρουμένων πάντοτε σταθερών
των τυμπάνων, των σημαιών, των παρελάσεων και των έξυπνων διακηρύξεων πίστης.
Ο φασισμός και ο ναζισμός
–ό,τι κι αν είναι από την πλευρά του οικονομικού σχεδιασμού–
είναι ψυχολογικά πολύ πιο αποτελεσματικοί από οποιαδήποτε ηδονιστική αντίληψη για την ζωή.
Το ίδιο, πιθανότατα, αφορά και την εναλλακτική, στρατιωτική εκδοχή του σοσιαλισμού
στους στρατώνες του Στάλιν.
Και οι 3 μεγάλοι δικτάτορες ισχυροποίησαν την εξουσία τους
επιβάλοντας και εναποθέτοντας στους λαούς αδικαιολόγητα βάρη.
Ενώ ο σοσιαλισμός και ακόμα και ο καπιταλισμός (αν και αυτός δεν είναι τόσο γενναιόδωρος)
υποσχέθηκαν στον κόσμο «θα έχετε μια καλή ζωή»,
ο Χίτλερ είπε στον κόσμο: «Σας προσφέρω τον αγώνα, τον κίνδυνο και τον θάνατο».
Και το αποτέλεσμα αυτού ήταν όλο το έθνος να προσπέσει βιαστικά στα πόδια του.
Πιθανότατα θα μετανιώσουν για όλα αυτά αργότερα και η διάθεσή τους θα αλλάξει,
όπως έγινε και στο τέλος του προηγούμενου πολέμου.
Ύστερα από αρκετά χρόνια μαζικών δολοφονιών και λιμών, το σλόγκαν
«Η μέγιστη ευτυχία για τον μέγιστον αριθμό ανθρώπων»
ήταν το κατάλληλο
αλλά τώρα υπάρχει ένα σύνθημα ακόμα πιο δημοφιλές:
«Προτιμότερο το απαίσιο τέλος από τον αέναον τρόμο».
Αν και σύντομα θα μπούμε στην μάχη κατά του ανθρώπου που δημοσίως είχαμε ανακηρύξει όμοιόν μας,
είναι αδύνατον για μας να μην εκτιμήσουμε την συναισθηματική επιρροή μιας τέτοιας έλξης και γοητείας.


«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Tribune, 26 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1945
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Στην εφημερίδα «TRIBUNE» την προηγούμενη εβδομάδα υπήρχε μια ενδιαφέρουσα επιστολή
από τον κ. J. Stewart Cook, στην οποία συνιστούσε πως ο καλύτερος τρόπος για να διαφύγουμε του κινδύνου
μιας «επιστημονικής ιεραρχίας»
θα ήταν να προσέξουμε ώστε κάθε μέλος του γενικοτέρου κοινού/general public που ανήκει σε αυτήν
να είναι, όσο το δυνατότερον, επιστημονικά μορφωμένο με επιστημονική παιδεία.
Την ίδια στιγμή, οι επιστήμονες θα πρέπει να βγουν από την απομόνωσή τους
και να ενθαρρυνθούν ώστε να συμμετάσχουν περισσότερο στην πολιτική και στην διοίκηση.
Ως μια γενική διατύπωση, νομίζω ότι οι περισσότεροι από εμάς θα συμφωνούσαν με αυτό
–αλλά, σημειώνω, ως συνήθως ο κ. Cook δεν ορίζει την επιστήμη.
Απλά, υπονοεί, προσπερνώντας το θέμα εν τάχει/en passant, ότι επιστήμη σημαίνει
ορισμένες θετικές επιστήμες των οποίων τα πειράματα μπορούν να διεξάγονται κάτω από συνθήκες εργαστηρίου.
Με τον τρόπον αυτόν, επομένως, η εκπαίδευση των ενηλίκων τείνει «να αγνοεί τις επιστημονικές σπουδές
για χάρη της προτίμησης των λογοτεχνικών, οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων»
–των οικονομικών και της κοινωνιολογίας μη θεωρουμένων ως κλάδων της επιστήμης. Προφανώς!
Αυτό το σημείο έχει μεγάλη σπουδαιότητα.
Διότι, προς το παρόν, η λέξη «επιστήμη» χρησιμοποιείται τουλάχιστον με δύο σημασίες
–και το όλο ζήτημα της επιστημονικής μορφώσεως συσκοτίζεται από την τρέχουσα τάση
να πηδά κανείς μετακινούμενος από την μιαν έννοια στην άλλην.
Γενικά, η επιστήμη εκλαμβάνεται πως σημαίνει είτε
α) τις θετικές επιστήμες όπως η χημεία, η φυσική κ.τ.λ. ή
β) μια μέθοδο σκέψεως η οποία προμηθεύει εξακριβωμένα αποτελέσματα
μέσω της λογικής αιτιολόγησης παρατηρουμένων γεγονότων.
Αν ρωτήσετε οποιονδήποτε επιστήμονα ή σχεδόν οποιονδήποτε μορφωμένον άνθρωπο για την ακρίβεια
«τί είναι επιστήμη;», το πιθανότερον είναι πως θα λάβετε μιαν απάντηση που θα προσεγγίζει το β).
Στην καθημερινή ζωή, ωστόσο, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο,
όταν οι άνθρωποι λένε «επιστήμη» εννοούν το α).
Για αυτούς, επιστήμη σημαίνει κάτι που λαμβάνει χώρα σε ένα εργαστήριο:
ο ίδιος πολύς κόσμος, μάλιστα, ανακαλεί μιαν εικόνα
γραφημάτων, δοκιμαστικών σωλήνων, ζυγαριών, φλογοβόλων συσκευών ή καυστήρων Bunsen και μικροσκοπίων.
Ένας βιολόγος και ένας αστρονόμος, ίσως ένας ψυχολόγος ή ένας μαθηματικός,
περιγράφονται ως «άνθρωποι της επιστήμης»:
κανείς δεν θα διανοείτο να εφαρμόσει αυτόν τον όρο
σε έναν πολιτικό ηγέτη, σε έναν ποιητή, σε έναν δημοσιογράφο ή ακόμα και σε έναν φιλόσοφο.
Κι όσοι μας λεν ότι οι νέοι πρέπει να εκπαιδευθούν επιστημονικώς,
εννοούν σχεδόν πάντοτε ότι θα πρέπει να διδαχθούν περισσότερα
για την ραδιενέργεια ή τα άστρα ή την φυσιολογία των σωμάτων τους
παρά ότι θα πρέπει να διδαχθούν πώς να σκέφτονται πιο θετικά.
Αυτή η σύγχυση εννοιών, η οποία εν μέρει είναι σκόπιμη, εμπεριέχει έναν μεγάλον κίνδυνο.
Στην απαίτηση για πιο επιστημονική εκπαίδευση υποκρύπτεται ο ισχυρισμός πως,
εάν κανείς έχει εκπαιδευθεί επιστημονικώς, τότε η προσέγγισή του σε όλα τα ζητήματα θα είναι πιο έξυπνη
απ’ ό,τι αν δεν είχε ποτέ τέτοιαν εκπαίδευση.
Γίνεται η εικασία πως οι πολιτικές απόψεις ενός επιστήμονα, οι απόψεις του σε κοινωνιολογικά ερωτήματα,
για την ηθική, την φιλοσοφία, ακόμα και για την τέχνη ίσως,
θα είναι περισσότερο αξιόλογες από αυτές ενός ανειδίκευτου.
Ο κόσμος –με άλλα λόγια– θα γινόταν καλύτερος τόπος εάν τον ήλεγχαν οι επιστήμονες.
Όπως μόλις είδαμε, όμως, «επιστήμονας» στην πράξη σημαίνει έναν ειδικό σε μια θετικήν επιστήμη.
Έπεται ότι ένας χημικός ή ένας φυσικός είναι, ως τέτοιοι, πιο έξυπνοι πολιτικά
από έναν ποιητή ή έναν δικηγόρο ως τέτοιους.
Και, πραγματικά, υπάρχουν ήδη εκατομμύρια ανθρώπων που το πιστεύουν αυτό όντως.
Είναι, ωστόσο, αλήθεια ότι ο «επιστήμων» –με αυτήν την πιο στενήν έννοια–
έχει περισσότερες πιθανότητες από άλλους ανθρώπους ώστε να προσεγγίσει τα μη-επιστημονικά προβλήματα
με αντικειμενικό τρόπο;
Δεν υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να το σκεφτείτε αυτό.
Κάνετε ένα από τεστ που λέγεται «Ικανότητα Αποφυγής του Εθνικισμού».
Λέγεται συχνά με χαλαρή διάθεση ότι «η Επιστήμη είναι διεθνής»
αλλά στην πράξη οι επιστήμονες, εργαζόμενοι όλων των κρατών, ευθυγραμμίζονται πίσω από τις κυβερνήσεις τους
με λιγότερη ευσυνειδησία απ’ ό,τι έχουν οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες.
Η Γερμανική επιστημονική κοινότητα ως σύνολο, π.χ., δεν αντιστάθηκε καθόλου στον Χίτλερ.
Μπορεί ο Χίτλερ να είχε καταστρέψει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Γερμανικής επιστήμης
αλλά υπήρχαν ακόμα πολλοί χαρισματικοί άνθρωποι να κάνουν την αναγκαία έρευνα
για πράγματα όπως τα συνθετικά καύσιμα, τα αεριωθούμενα τζετ, οι πυραυλικές ρουκέττες και η ατομική βόμβα.
Δίχως αυτούς, ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει συγκροτηθεί η Γερμανική πολεμική μηχανή.
Από την άλλη, τί συνέβη στην Γερμανική λογοτεχνία όταν ανήλθαν στην εξουσία οι Ναζί;
Πιστεύω πως δεν έχει δημοσιοποιηθεί κάποια εξαντλητική λίστα αλλά φαντάζομαι ότι
ο αριθμός των Γερμανών επιστημόνων –πέραν των Εβραίων– που εθελοντικά αυτοεξορίστηκαν ή διώχθηκαν
από το καθεστώς ήταν πολύ μικρότερος από τον αντίστοιχο αριθμό των συγγραφέων και δημοσιογράφων.
Πιο φοβερό είναι ότι ένας αριθμός Γερμανών επιστημόνων κατάπιαν τις τερατωδίες
περί «φυλετικής επιστήμης».
Μπορείτε να βρείτε κάποιες από τις δηλώσεις εκείνες κάτω από τις οποίες και τις υπογραφές τους ακόμα
Έβαλαν –και, μάλιστα, με τα ονόματά τους– στο βιβλίο του καθηγητή Brady με τίτλο
«ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ».
Ωστόσο, η ίδια εικόνα υπάρχει παντού, με ελαφρά διαφορετικές μορφές.
Στην Αγγλία, ένα μεγάλο ποσοστό των πρωτοπόρων επιστημόνων
αποδέχονται την δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας,
όπως μπορεί να διαπιστωθεί από την σχετική άνεση με την οποία τους παραχωρούνται
τίτλοι ιπποσύνης, βαρωνίας ή και λόρδωσης ακόμα!
Από την εποχή του Tennyson, σε κανέναν Άγγλον συγγραφέα άξιον ανάγνωσης
(θα μπορούσε, ίσως, κανείς να κάνει μιαν εξαίρεση για τον Σερ Max Beerbohm)
δεν δόθηκε τίτλος ευγενείας.
Κι όσοι Άγγλοι επιστήμονες απλά δεν το δέχονται το στάτους-κβο είναι συχνότατα Κομμουνιστές,
κάτι το οποίο σημαίνει πως, οσοδήποτε ευσυνείδητοι διανοητικά κι αν είναι ίσως
στην προσωπική τους επαγγελματική πορεία, είναι έτοιμοι να αυτολογοκριθούν
και να μην ασκήσουν κριτική ή ακόμα και να γίνουν άτιμοι σε ορισμένα θέματα.
Το γεγονός είναι ότι μια απλή εκπαίδευση σε μία ή περισσότερες εκ των θετικών επιστημών
–ακόμα κι αν συνδυαστεί με πολύ υψηλό ταλέντο– δεν αποτελεί καμία εγγύηση
για μιαν εξανθρωπισμένη ή σκεπτικιστική θεώρηση του μέλλοντος.
Απόδειξη αυτού αποτελούν οι φυσικοί μισής ντουζίνας μεγάλων εθνών
που δουλεύουν όλοι με μυστικότητα πυρετωδώς πάνω στην ατομική βόμβα.
Σημαίνουν, άραγε, όλα αυτά ότι το ευρύ κοινό δεν θα έπρεπε να έχει περισσότερη επιστημονική παιδεία;
Αντιθέτως!
Το μόνο που σημαίνει είναι ότι η επιστημονική εκπαίδευση των μαζών
θα κάνει ελάχιστο καλό και, πιθανότατα, θα επιφέρει αρκετή ζημία
αν απλώς και μόνο συνοψιστεί σε περισσότερη φυσική, περισσότερη χημεία, βιολογία κ.τ.λ.
και καταλήξει αρνητική για την λογοτεχνία και για την ιστορία.
Το πιο πιθανό αποτέλεσμα στον μέσο άνθρωπο θα είναι τότε να περιορίσει το εύρος της σκέψης του
και να τον κάνει να απεχθάνεται περισσότερο από ποτέ αυτό το είδος γνώσης που δεν κατέχει:
και η πολιτική του αντίδραση θα είναι, πιθανότατα, κάπως λιγότερο έξυπνη
από εκείνην ενός αγράμματου χωριάτη που διατηρεί λίγες ιστορικές αναμνήσεις
–και μιαν αρκετά σωστή αισθητική αντίληψη.
Είναι ξεκάθαρο ότι η επιστημονική μόρφωση θα όφειλε να σημαίνει
την εμφύτευση ενός λογικού, σκεπτικιστικού, εμπειραματικού τρόπου σκέψεως.
Θα όφειλε να σημαίνει την απόκτηση μιας «μεθόδου» –μιας μεθόδου
που να μπορεί να αξιοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετωπίζει κανείς–
και όχι απλά στην συγχώνευση πολλών γεγονότων, οπότε, αν το θέσετε με αυτές τις λέξεις
στον απολογητή της επιστημονικής εκπαίδευσης, λέξεις και γεγονότα συνήθως θα καταλήξουν σε συμφωνία.
Πιέστε τον περαιτέρω, ζητήστε του να εξειδικεύσει και –με κάποιον τρόπο– πάντα αποδεικνύεται στο τέλος
ότι επιστημονική εκπαίδευση σημαίνει περισσότερη προσοχή στις επιστήμες,
με άλλα λόγια: περισσότερα γεγονότα.
Στην πράξη υπάρχει ισχυρή αντίσταση στην ιδέα ότι
επιστήμη σημαίνει έναν τρόπο να βλέπει κανείς τον κόσμο
κι όχι απλά έναν όγκο γνώσης.
Νομίζω ότι εν μέρει για αυτό η αιτία είναι η καθαρή επαγγελματική ζήλεια.
Διότι, εάν η επιστήμη είναι απλά μια μέθοδος ή μια κλίση ή μια στάση
έτσι ώστε να μπορεί, κατά μίαν έννοιαν, να περιγραφεί ως επιστήμων
οποιοσδήποτε του οποίου η διαδικασία σκέψεως είναι επαρκώς λογική
–τότε τί γίνεται όλο αυτό το τεράστιο πρεστίζ που απολαμβάνει τώρα ο χημικός, ο φυσικός κ.τ.λ.
καθώς και η αξίωσή του να είναι κάπως σοφότερος από εμάς τους υπολοίπους;
Πριν από 1 αιώνα, ο Charles Kingsley περιέγραψε την επιστήμη σαν
«δημιουργία δυσάρεστης οσμής σε ένα εργαστήριο».
Πριν 1-2 χρόνια, ένας νέος χημικός βιομηχανίας με ενημέρωσε κρυφά ότι
«δεν μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν η αξία και η χρησιμότητα της ποίησης».
Έτσι, το εκκρεμές ταλαντεύεται μπρος-πίσω
αλλά δεν μου φαίνεται ότι η μια στάση είναι καθόλου καλύτερη από την άλλη.
Προς το παρόν, η επιστήμη είναι αναβαθμισμένη
–κι έτσι ακούμε, αρκετά σωστά, τον ισχυρισμό ότι οι μάζες πρέπει να εκπαιδευθούν επιστημονικώς.
Δεν ακούμε, όμως (όπως θα οφείλαμε) το αντεπιχείρημα ότι οι ίδιοι οι επιστήμονες θα έπρεπε να επωφεληθούν
για να αποκτήσουν λίγη παιδεία.
Λίγο πριν γράψω αυτό το κείμενο, είδα σε ένα Αμερικανικό περιοδικό την ανακοίνωση
ότι ένας αριθμός Άγγλων και Αμερικανών φυσικών
αρνήθηκαν εξ αρχής να πραγματοποιήσουν έρευνες για την ατομική βόμβα
μιας και γνώριζαν καλά πώς θα την χρησιμοποιούσαμε.
Ορίστε, έχετε δω μιαν ομάδα πανομοιότυπων ανθρώπων εν μέσω ενός κόσμου παρανοϊκών.
Αν και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί τα ονόματα,
νομίζω πως θα μάντευα σωστά
ότι όλοι τους είναι άνθρωποι που διαθέτουν κάποιο είδος γενικού πολιτισμικού μπαγκράουντ,
κάποιαν εμπειρική γνώση ιστορίας ή λογοτεχνίας ή των τεχνών –εν κατακλείδι,
άνθρωποι των οποίων τα ενδιαφέροντα δεν είναι, με την τρέχουσα σημασία της λέξεως, καθαρά επιστημονικά.



«ΓΝΩΣΗ, ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Tribune, 27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1946
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Γράφει κάπου ο Bernard Shaw ότι στην σημερινή εποχή
είμαστε πιο αφελείς και προληπτικοί απ’ ό,τι ήμασταν τον Μεσαίωνα
–και, ως ένα παράδειγμα της σύγχρονης ευπιστίας, αναφέρει την ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση
ότι η Γη είναι στρογγυλή.
Ο μέσος άνθρωπος, λέει ο Σώου, δεν μπορεί να δώσει ούτε καν μία λογική αιτία
ώστε να εξηγήσει γιατί νομίζει πως η Γη είναι στρογγυλή.
Απλά, καταπίνει αυτήν την θεωρία διότι υπάρχει κάτι σ’ αυτήν που ασκεί γοητεία
στην σκέψη του 20ου αιώνα.
Τώρα, ο Σώου υπερβάλλει –αλλά, σε όσα λέει, κάτι βγάζει νόημα.
Αξίζει, άρα, να παρακολουθήσουμε τον συλλογισμό χάριν του φωτός που ρίχνει στην σύγχρονη γνώση.
Γιατί ακριβώς πιστεύουμε πράγματι όλοι μας ότι η Γη είναι στρογγυλή;
Δεν μιλώ για τους λίγους χιλιάδες αστρονόμους, γεωγράφους και ούτω κάθ’ εξής
(οι οποίοι θα μπορούσαν να παράσχουν αποδείξεις ως αυτόπτες μάρτυρες
ή κατέχουν μια θεωρητική γνώση των τεκμηρίων)
αλλά για τον απλό, συνηθισμένο πολίτη –όπως εσείς κι εγώ– που διαβάζει εφημερίδα.
Όσον αφορά την θεωρία ότι η Γη είναι επίπεδη,
πιστεύω ότι θα μπορούσα να την καταρρίψω.
Αν στέκεσαι στην ακτή της θάλασσας μιαν ωραία, με καθαρή ατμόσφαιρα ημέρα
μπορείς να δεις τα κατάρτια και τα φουγάρα αόρατων πλοίων που διασχίζουν τους ορίζοντες.
Αυτό το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί μόνον αν υποθέσουμε
ότι η επιφάνεια της Γης είναι καμπυλοειδής.
Αυτό, όμως, δεν συνεπάγεται και ότι η Γη είναι σφαιρική!
Φανταστείτε μιαν άλλη θεωρία, γνωστή ως «θεωρία της Οβάλ Γης» και σύμφωνα με την οποία
το σχήμα της Γης είναι ελλειψοειδές, σαν ένα αυγό.
Τί μπορώ να πω, άραγε, για να την αντικρούσω;
Ενάντια στον άνθρωπο της Γης Οβάλ, το πρώτο χαρτί που μπορώ να τραβήξω
είναι οι αναλογίες μεταξύ Ηλίου και Σελήνης.
Πολύ πρόθυμα ο άνθρωπος της Γης Οβάλ θα μου απαντήσει πως δεν ξέρω –μέσω της προσωπικής μου
παρατήρησης– ότι αυτά τα δύο σώματα είναι σφαιρικά.
Γνωρίζω μονάχα ότι φαίνονται στρογγυλά.
Θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι επίπεδοι δίσκοι.
Δεν έχω ουδεμία απάντηση σε αυτό.
Επιπλέον, θα συνέχιζε, τί λόγους έχω για να σκέφτομαι
ότι η Γη πρέπει να έχει εξ ανάγκης το ίδιο σχήμα με τον Ήλιο και την Σελήνη;
Ούτε σε αυτό μπορώ να απαντήσω.
Το δεύτερο χαρτί που παίζω είναι η σκια της Γης: όταν πέφτει στο φεγγάρι κατά την διάρκεια των εκλείψεων,
μοιάζει σαν να είναι η σκια ενός στρογγυλού αντικειμένου.
Πώς γνωρίζω όμως, απαιτεί να μάθει ο άνθρωπος της Γης Οβάλ, ότι οι εκλείψεις στην επιφάνεια της Σελήνης
προκαλούνται από την σκια της Γης;
Η απάντηση είναι πως δεν ξέρω –αλλά πήρα στα τυφλά αυτές τις πληροφορίες
από άρθρα εφημερίδων και επιστημονικά βιβλία.
Ηττημένος στις μικρές παρτίδες, ποντάρω τώρα στην Βασίλισσα και Μητέρα όλων των Μπλοφών:
στην γνώμη των εξπέρ.
Ο αστρονόμος του Βασιλικού Αστεροσκοπείου, που θα έπρεπε να ξέρει, μου λέει ότι η Γη είναι στρογγυλή.
Ο άνθρωπος της Γης Οβάλ καλύπτει την Ντάμα του με τον Ρήγα.
Ήλεγξα την μαρτυρία του Αστρονόμου
–και πώς, άραγε, θα μπορούσα καν να ξέρω κάποιον τρόπο για να την τεστάρω;
Εδώ βγάζω από το μανίκι μου τον Άσσο.
Ναι, γνωρίζω πράγματι έναν τρόπο.
Οι αστρονόμοι μπορούν να προβλέπουν τις εκλείψεις
–και αυτό αποδεικνύει πως οι αντιλήψεις τους αναφορικά με το ηλιακό σύστημα είναι αρκετά σωστές.
Επομένως, δικαιολογούμαι να κάνω αποδεκτά τα αξιώματα των ειδικών για το σχήμα της Γης
«επειδή το λένε αυτοί».
Αν ο άνθρωπος της Γης Οβάλ απαντήσει, πράγμα το οποίο πιστεύω πως θα γίνει, ότι και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι
(που θεωρούσαν ότι ο Ήλιος γυρίζει γύρω από την Γη) κι αυτοί μπορούσαν να κάνουν πρόγνωση για τις εκλείψεις,
τότε μπαμ! πάει ο Άσσος μου.
Μου έχει μείνει μόνον ένα τελευταίο χαρτί: η ναυσιπλοήγηση.
Τα πλοία μπορούν να σαλπάρουν με ανοιχτά πανιά, γυρίζοντας τον κόσμο,
και να φθάνουν στα μέρη που είχαν σκοπό να φθάσουν μέσω υπολογισμών που γίνονται
βάσει εικασιών ότι η Γη είναι σφαιρική.
Πιστεύω ότι αυτό αποτελείωσε τον άνθρωπο της Γης Οβάλ,
αν και μπορεί –ακόμα και τότε– να έχει, πιθανόν, κάτι σαν κρυφό χαρτί για να ανταπαντήσει.
Όπως θα γίνει αντιληπτό, οι λόγοι που έχω για να σκέπτομαι
ότι η Γη είναι σφαίρα είναι μάλλον ευπρόσβλητοι.
Αυτή, ωστόσο, παραμένει μια εξαιρετικά στοιχειώδης πληροφορία.
Στην πλειοψηφία των υπολοίπων ζητημάτων, θα έπρεπε πολύ νωρίτερα να έχω καταφύγει στον ειδικό
και θα ήταν λιγότερο εφικτό να υποβάλω τις βαρυσήμαντες διακηρύξεις του σε τεστ κρίσεως.
Και, ως επί το πλείστον, το μεγαλύτερο τμήμα των γνώσεών μας βρίσκεται σε αυτό το επίπεδο:
δεν εδράζονται στην λογική αιτιολόγηση ή στο πείραμα αλλά στην αυθεντία.
Και πώς θα μπορούσε, άραγε, να συμβαίνει διαφορετικά όταν το εύρος των γνώσεων είναι τόσο αχανές
που και οι ίδιοι οι ειδήμονες γίνονται αδαείς μόλις απομακρυνθούν από το προσωπικό τους πεδίο εξειδίκευσης;
Οι περισσότεροι άνθρωποι, εάν τους είχε ζητηθεί να αποδείξουν ότι η Γη είναι στρογγυλή,
δεν θα έμπαιναν καν στον κόπο να χρησιμοποιήσουν τα αρκετά αδύναμα επιχειρήματα που περιέγραψα.
Θα τελείωναν εξ αρχής, λέγοντας ότι «όλοι ξέρουν» ότι η Γη είναι στρογγυλή
ενώ, αν πιέζονταν περαιτέρω, θα θύμωναν.
Ο Σώου έχει δίκιο, κατά μίαν έννοια: πρόκειται, πράγματι, για μιαν εποχή ευπιστίας
–και, εν μέρει, γι’ αυτό ευθύνεται το βάρος της γνώσης που πρέπει σήμερα να μεταφέρουμε.



«Ο κ. ΜΑΓΟΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 1948
Κριτική στο βιβλίο Jean Burton «Η αποθέωση ενός Μάγου»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Το πρωτότυπο για τον «κ. Μάγο» αποτέλεσε ο Daniel Douglas Home, διακεκριμένος επειδή του είχε αναγνωριστεί
ο σπάνιος τίτλος να είναι το μόνο μέντιουμ –σε κάθε περίπτωση, το μόνο «φυσικό» μέντιουμ– που δεν συνελήφθη
ποτέ επ’ αυτοφώρω.
Έζησε την ζωή του εν μέσω μιας λάμψης δημοσιότητος και γύρω της αναπτύχθηκε μια υπολογίσιμη φιλολογία.
Ο Τσάρος Αλέξανδρος Β΄, η Αυτοκράτειρα Ευγενία, ο Βασιλεύς της Πρωσίας και ένα αξιοσέβαστο τμήμα
της Αγγλικής Αριστοκρατίας πίστευαν με αφοσίωση σ’ αυτόν∙ το ίδιο και συγγραφείς και επιστήμονες
όπως ο Ράσκιν, ο Bulwer Lytton, ο Thackeray, ο Σερ William Crookes, η Elizabeth Browning
και η Harriet Beecher Stowe.
Σε αμέτρητες περιστάσεις ο Home αιωρείτο στον αέρα συνήθως σε οριζόντια θέση,
υλοποιούσε αντικείμενα εκ του μηδενός,
έβγαζε ήχους από μουσικά όργανα χωρίς να τα αγγίζει
και έκανε βαρειά έπιπλα με τα οποία δεν είχε επαφή να γυρίζουν στο δωμάτιο σαν χορεύτριες μπαλλέτου.
Μόνο σε 1 αμφισβητήσιμη περίπτωση, κατασκευάστηκε απόδειξη κάποιου στοιχείου εναντίον του ότι έκανε τρυκ.
Επιπλέον, τίποτε γνωστό από την ιδιωτική ζωή του κ. Home δεν δείχνει ότι ήταν ένας συνειδητός υποκριτής.
Ήταν κάτι σαν κοινωνικός αρριβίστας και έκανε 2 πλούσιους γάμους (εν μέρει ως αποτέλεσμα των πνευματιστικών
του δραστηριοτήτων) αλλά δεν ήταν εξωνημένος ούτε πουλιόταν.
Θα δεχόταν πανάκριβα δώρα –όπως κοσμήματα– αλλά απέρριπτε τις χρηματικές αμοιβές
και δεν θα έδινε «παράσταση» κατά παραγγελίαν.
Απογοήτευε τους συναδέλφους του μέντιουμ καγχάζοντας με τις νυχτερινές συγκεντρώσεις-σεάνς
και αποκαλύπτοντας μερικά από τα κόλπα με τα οποία κανονικά γίνονταν τα σώου.
Και, αν και είχε κάποιους πικρόχολους εχθρούς όπως τον Robert Browning, οι σχέσεις του με άλλους ανθρώπους
και, γενικότερα, ο τρόπος ζωής του κάνουν πολύ δύσκολο να πιστέψουμε ότι ήταν ένας κοινός απατεώνας.
Κι όμως, πρέπει να υπήρχε κάποιου είδους απάτη, σημείο στο οποίο η Jean Burton αποτυγχάνει να δώσει έμφαση.
Πολλές από τις ιστορίες που λέγονται για τον Home είναι ειλικρινά απίστευτες, περισσότερο απ’ όλα
επειδή όλα εμφανίζονταν να είναι σε δημόσια θέα.
Σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα «φυσικά» μέντιουμ,
ο Home κατάφερνε να κάνει ορισμένες από τις πιο εκπληκτικές του επιδείξεις στο φως της ημέρας
ή ισχυρό τεχνητό φως ή, πολύ συχνά, ήταν τρυκς ενός είδους που δεν θα μπορούσαν να αναπαραχθούν
από έναν ταχυδακτυλουργό, εκτός εάν είχε προετοιμάσει το έδαφος και την σκηνή.
Παραδείγματος χάρη, ο συγγραφέας της «Ιστορίας του Υπερφυσικού» William Howitt ορκίζεται
πως έχει δει ένα τραπέζι να σηκώνεται από το έδαφος και να περιστρέφεται ωσότου η κορυφή του έγινε κάθετη
ενώ μια γλάστρα με λουλούδια που βρισκόταν πάνω της παρέμεινε στην θέση της «σαν να ήταν βιδωμένη
στην επιφάνεια». Το τραπέζι, τότε, εκτοξεύθηκε στο διπλανό δωμάτιο και έλαβε θέση πάνω από ένα άλλο τραπέζι,
όπου παρέμεινε να αιωρείται στον αέρα.
Είναι σαφές ότι τέτοιου είδους πράγματα δεν μπορεί πράγματι να έχουν συμβεί.
Θα μπορούσε να αρχίσει κανείς να τα πιστεύει μόνο εάν υπήρχαν άλλες καταγεγραμμένες περιπτώσεις
ενώ, μετά τον Home, δεν έχουν γίνει παρόμοιοι ισχυρισμοί με επιτυχία από κανένα μέντιουμ.
Δεν λύνει κανείς το πρόβλημα, όμως, διαγράφοντας τις αναφορές για τις σεανς του Home ως «εντελώς ψέματα»,
«είναι όλα ψέματα» ή «ολωσδιόλου φανταστικές».
Διότι, εν τέλει, γιατί θα έπρεπε αξιοσέβαστοι και ευφυείς άνθρωποι μα συνωμοτήσουν για να πουν ιστορίες
που επρόκειτο να τους καταστήσουν καταγέλαστους;
Πρέπει κανείς να συμπεράνει ότι ο Home, είτε το ήξερε είτε όχι, είχε κάποιο είδος υπνωτικής δύναμης
που του επέτρεπε να προκαλεί ψευδαισθήσεις σε ολόκληρες ομάδες κόσμου.
Η κ. Burton το ζήτημα αυτό με δυσκολία το συζητά.
Το βιβλίο της είναι ουσιαστικά μια βιογραφία ενώ αυτή απλά συνδέει τα γεγονότα της ζωής του Home
με πολύ λίγα σχόλια, δίχως καν να απορρίπτει οριστικά την υπόθεση ότι ήταν ένας συνήθης απατεώνας.
Η εισαγωγή του κ. Harry Price δεν προχωρά παραπέρα το ζήτημα αν και πετάει
κάτι που είναι πιθανόν ένα χρήσιμο υπονοούμενο, όταν κατατάσσει τον Home στα «πόλτεργκάϊστ μέντιουμ».
Ο Home, το αποκορύφωμα και ο κολοφών της δόξας του οποίου ήταν στα 1860-70, δεν εργαζόταν
κάτω από αυτές που σήμερα θα θεωρούνταν «δοκιμαστικές συνθήκες»
ενώ οι άνθρωποι που ακολουθούσαν τις σεάνς του είναι από μακρού πεθαμένοι
–αλλά θα ήταν πιθανόν δυνατό να μάθουμε περισσότερα για την φύση των δυνάμεών του
εξετάζοντας από κοντά τα στοιχεία που υπάρχουν.
Το πιο διάσημο επίτευγμά του –που πολύ σωστά επευφημήθηκε, αν πραγματικά συνέβη–
ήταν να πετάξει έξω από ένα παράθυρο και να μπει σε ένα άλλο, 3 διαμερίσματα πάνω από το επίπεδο της οδού.
Αυτό το περιέγραφαν κάθε στιγμή δύο μάρτυρες αλλά οι αναφορές τους έγιναν αντικείμενο ανάλυσης στο βιβλίο
του κ. Bechhofer Robert για τον πνευματισμό –και αλλού– και αποδείχθηκε πως βρίθουν ασυνεπειών.
Το βιβλίο της κ. Burton είναι διασκεδαστικό να το διαβάζεις και είναι χρήσιμο ως προς το ότι συγκεντρώνει
πολλές πληροφορίες και υποδεικνύει άλλες πηγές, αυτό που χρειάζεται περισσότερο όμως είναι μια κριτική
εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων όπου στηρίζεται η φήμη του Home.
Διότι τα φαινόμενα του πνευματισμού (όπως και οι εμφανίσεις των πόλτεργκάϊστ) δεν είναι ενδιαφέροντα
αφ’ εαυτών.
Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι το ζήτημα πώς οι άνθρωποι μπορούν να πείθονται ώστε να τα πιστεύουν
κι εκεί, ίσως, αυτό το πρωτότυπο δείγμα των μέντιουμ θα μπορούσε να μας παράσχη λίγη παραπάνω
πληροφόρηση.



«ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 29 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1948
Κριτική στο βιβλίο του Kenneth Williamson «Τα νησιά του Ατλαντικού»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Τα νησιά Φερόες –για να κρίνω από τις φωτογραφίες του κ. Kenneth Williamson– είναι σχεδόν εντελώς άδενδρα.
Είναι ηφαιστειακά νησιά που υψώνονται απόκρημνα, κατακόρυφα βράχια μέσα από την συννεφιασμένην,
ανεμοδαρμένη θάλασσα με την καλλιεργήσιμη γη τους να μοιράζεται σε τόσο στενές σπηλιές μέσα στα φαράγγια
που ο αγρότης δεν μπορεί καν να σκάψει αλλά είναι αναγκασμένος να τα κάνει όλα με μια δύσχρηστη, χειροκίνητη
σπάτουλα, ένα μυστρί χωρίς χερούλι.
Δεν έχουν άλλον φυσικό πλούτο εκτός από τα λαβράκια –στο ψάρεμα.
Ωστόσο, ενώ τα περισσότερα από τα συμπλέγματα των νήσων που συνορεύουν με την Αγγλία αποδεκατίζονται
πληθυσμιακά με γοργούς ρυθμούς, αυτά τα άλλα –ακόμη πιο γυμνά και φτωχικά – έχουν τετραπλασιάσει
τον πληθυσμό τους στα τελευταία 100 χρόνια.
Ίσως αυτό να συμβαίνει εν μέρει επειδή οι Φεροείς έχουν καταφέρει να παραμείνουν γεωργοί
με δική τους ιδιοκτησία, με δίχως τάξη γαιοκτημόνων και χωρίς πολύ μεγάλες διαφορές πλούτου.
Η περισσότερη γη καλλιεργείται με το πρωτόγονο σύστημα της εναλλαγής δένδρων με ισχυρές και αδύναμες ρίζες
ενώ τα οργανωμένα χωράφια είναι κοινή ιδιοκτησία όλων.
Ο κ. Williamson, ο οποίος βρέθηκε στις Φερόες για αρκετά χρόνια κατά την διάρκεια του πολέμου, ανακάλυψε
στους Φεροείς έναν λαό αλύγιστον, απλόν, ακατέργαστον αλλά με κανέναν τρόπον ακαλλιέργητο
διότι τα τοπικά σχολεία είναι σε αρκετά καλή κατάσταση και ένα τμήμα των παιδιών στέλνεται στην Δανία
για να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους.
Είναι φτιαγμένοι από το καθαρό ορυκτό υλικό των Βίκινγκς
και μιλούν ακόμα την αρχαία τους Νορβηγική διάλεκτο
ενώ χρησιμοποιούν τα Δανικά μάλλον απρόθυμα
και αποκλειστικά για τις επίσημες περιστάσεις.
Εκτός ίσως από τα φολκλόρ ήθη (υπάρχει μια ιστορία για μια γυναίκα-φώκια που φαίνεται
ότι διέθετε Ιρλανδέζικη προφορά) οι πρώτοι γηγενείς Κέλτες κάτοικοι δεν έχουν αφήσει διόλου ίχνη.
Από την δίαιτα που κάνουν οι ντόπιοι –αποτελείται, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, από κρέας φάλαινας
και θαλασσοπούλια– μπορεί να διαπιστωθεί πόσο φτωχά στην ουσία είναι τα νησιά.
Με ανεπαρκή γη και σχετικώς ψυχρά καλοκαίρια δεν αξίζει να καλλιεργούνται όσπρια
και η κυρίως σοδειά δημητριακών είναι τα χορτάρια κι οι πατάτες, γεγονός που σημαίνει
πως δεν μπορούν να βγάλουν τον χειμώνα πάρα πολλά πρόβατα ή κοπάδια ζώων.
Εκτός από την γούνα των αρνιών που στεγνώνει στον άνεμο σε λωρίδες,
η τροφή των ανθρώπων πρέπει να βγει από τα ζώα της θάλασσας.
Ένα σημαντικό γεγονός είναι η ετήσια σφαγή των φαλαινών –ολόκληρες αγέλες καταδιώκονται
ως το λιμάνι της πρωτεύουσας Thorshaven κι εκεί, ύστερ’ από μάχες θανάσιμες, οι χασάπηδες
τις καμακώνουν, βάφοντας τα νερά πορφυρά.
Το κυνήγι των θαλασσίων πτηνών είναι ένα ακόμα πιο σπουδαίο γεγονός.
Οι Φεροείς δεν τρώνε μόνο πελεκανόχηνες (που τις καταβροχθίζουν, όμως, σε κάποια μέρη άλλα) αλλά
περιστεροπιγκουΐνους, γλάρους, κορμοράνους και –πρωτ’ απ’ όλα– φουσκωμένους διάνους.
Ο κ. Williamson είναι ενθουσιασμένος με την Φεροεισνησιακή μαγειρική αλλά τα περισσότερα πιάτα
που περιγράφει είναι ολίγον τρομακτικά για να τα διαβάσετε.
Το βασικό τους μοτίβο, η κλείδα της μουσικής στις νότες που βγάζουν, είναι ένας συνδυασμός
μουρούνας και ψαρικών με γευστικές σάλσες.
Οι Φεροείς είναι καθ’ υπερβολήν φιλόξενοι.
Κάθε ξένος που φθάνει σε μια φάρμα –λέει ο κ. Williamson– υποτίθεται ότι πεθαίνει της πείνας
και άρα πρέπει να δρα αναλόγως. Πρέπει να είναι λίγο δύσκολο να ανταποκριθεί κανείς
όταν του προσφέρονται βραστοί διάνοι με μαρμελάδα φράουλας.
Ο εθνικισμός δεν έχει ακόμα ισχυρές βάσεις στις Φερόες και μόνο πολύ λίγοι κάτοικοι αντέδρασαν
στην κατοχή των νήσων από την Αγγλία κατά την διάρκεια του πολέμου.
Άλλωστε, οι Φερόες υπήρξε η πιο αξιόπιστη πηγή εισαγωγής αλιείας για μας σε όλον το πόλεμο και,
την ίδια στιγμή, ευθύνονται για τα 3/4 των εξαγωγών της Αγγλίας.
Για όλο το διάστημα των μαύρων ημερών του 1940-41,
όταν τα Ισλανδικά πλοία δεν μπορούσαν να σαλπάρουν δίχως την συνοδεία του ανέμου
(που δεν μπορούσε, βέβαια, η Αγγλία να τους τον παράσχη),
τα μικροσκοπικά πλοιάρια των Φεροεισνησίων πήγαιναν κι έρχονταν
με μοναδικό εξοπλισμό ένα Τσεχοσλοβάκικο πυροβόλο γκαζιού το καθένα.
Οι Φεροείς βομβαρδίζονταν, πυροβολούνταν, ανατινάσσονταν από θαλάσσιες νάρκες και τορπιλίζονταν ακόμα.
Έβγαλαν, όμως, πολλά λεφτά τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να μεταφέρουν ως και σήμερα την ψαριά τους
έχοντας λάβει ως δεδομένο ότι θα συνεχίζονταν οι εμπορικές τους σχέσεις με την Αγγλία.
Καλό θα ήταν να μάθαινε κανείς στα σίγουρα –από κάποιαν εξουσιοδοτημένην πηγή–
ότι αυτή η ελπίδα δεν θα διαψευστεί.


«ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΥΠΟ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 1948
Κριτική στο βιβλίο του Norbert Casteret «Τα σπήλαιά μου»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό είναι αλληγορικό, αναφέρεται σε «έρευνα», σε «πηγές», σε «ρεύματα υπογείου/underground», σε «συσκευές φωτισμού» και εξερεύνηση ενώ κάνει αναφορά στην Ρωμαϊκή Καθεδρική Εκκλησία του Αγίου Πέτρου αλλά και σε «βράχους», «νυχτερίδες» και βρυ(ο)κόλακες. Πρέπει να αναγνωστεί μαζί με τις μεταφράσεις του Όργουελ με τίτλο: «ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ», «ΟΑΣΕΙΣ ΑΝΑΨΥΧΗΣ», «ΤΑ ΑΚΡΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ» και «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» και τις μεταφράσεις Καμύ: «ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΙΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, Μνήμες για εικονογράφηση για τον Μποτιτσέλλι», «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» με θέμα τις τοιχογραφίες από τις Χριστιανικές Κατακόμβες με επιγραφή “NEMO HABET DE SUO NISI” (Βλ. και την περιγραφή της Γοτθικής Εκκλησίας των Σπηλαίων Μαμούθ του Κεντάκυ στο βιβλίο «Η Παράξενη Διαθήκη» του Ιουλίου Βερν).
Πόσος κόσμος, άραγε, στην Μεγάλη Βρεττανία θα ήξεραν –δίχως να συμβουλευθούν λεξικό– ότι η λέξη
spelaeology” έχει κάτι να κάνει με τα σπήλαια;
Πιθανότατα όχι πολλοί, διότι η εξερεύνηση των σπηλαίων ποτέ δεν αξιολογήθηκε ως μια ευρέως δημοφιλής
διασκέδαση για να περνά κανείς την ώρα του (αν και το άνοιγμα τρυπών κι αυτό τους ενθουσιώδεις
Αλπινιστές ορειβάτες του).
Το λεξικό της ολοκληρωμένης σπηλαιολογίας βρίθει λέξεων –όπως «σιφώνι» και «πυργίσκος» – που δεν έχουν
κανένα ισοδύναμο στα Αγγλικά.
Πάντως, είναι η Γαλλία αυτή που είναι εξαιρετικά πλούσια σε σπήλαια, ειδικά στα Πυρηναία και στην περιοχή
της Dordogne. Ορισμένα εξ αυτών εκτείνονται σε ασύλληπτες αποστάσεις υπό το έδαφος αλλά η Γαλλία
δεν διαθέτει κανέναν ολόκληρο έρεβος τόσο αβυσσαλέο όσο εκείνο κοντά στην Τεργέστη, μέσα στο οποίο
θα μπορούσε κανείς να βάλει ολόκληρη και ακέραια την Ρωμαϊκή Καθεδρική Εκκλησία του Αγίου Πέτρου.
Πριν κανείς ξεκινήσει να ερευνά μερικά από τα μεγαλύτερα σπήλαια,
είναι συχνά αναγκαίο να σκαρφαλώσει ή να κατέβει μιαν κατακόρυφη τρύπα που μπορεί να πέφτει
έως και 1000 ή 2000 πόδια. Μιας και βρέθηκε στον πάτο, μπορεί κανείς να συναντήσει ένα υπόγειο
ρεύμα (το οποίο είναι εφικτό να το διασχίσει μια κι έξω για μίλια μέσω μιας βάρκας λαστιχένιας) αλλά
συχνά πρέπει να κολυμπήσει «κρωλ» –γίνεται χρήση του τεχνικού όρου «ελικοειδής» που σημαίνει σκωληκοειδής,
έρπουσα κίνηση– κάτω από υπόγεια περάσματα που με δυσκολία είναι μεγαλύτερα από ένα ανθρώπινο σώμα
και, μάλιστα, με γλιτσερή λάσπη ή κοφτερούς σταλαγμίτες από κάτω του.
Μεγάλο μέρος του ταξιδιού πρέπει να γίνει σε απόλυτη συσκότιση διότι όλα τα είδη συσκευών φωτισμού
είναι δύσκολο να μεταφερθούν και είναι εκτεθειμένα σε ζημιές από το νερό.
Συχνά, μια πολλά υποσχόμενη εξερεύνηση διακόπτεται από ένα «σιφώνι», δηλαδή ένα σημείο στο οποίο η κορυφή
του σπηλαίου κατεβαίνει κάτω από την επιφάνεια του ρεύματος που διασχίζει.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να περάσεις ένα «σιφώνι» εκτός από το να καταδυθείς από κάτω του, δίχως
εκ των προτέρων να γνωρίζεις εάν η άκρη του βράχου εκτείνεται σε λίγα πόδια ή προεκτείνεται για 50 γιάρδες.
Ο κ. Casteret, σπηλαιολόγος μιαν ζωή, επιμένει φυσικά στην επιστημονική και πρακτικήν αξία του χόμπυ
που έχει επιλέξει. Έχει οδηγήσει στην ανακάλυψη νέων σημαντικών υδάτινων αποθεμάτων, μας έχει διδάξει
αρκετά απ’ όσα ξέρουμε για τον παλαιολιθικόν άνθρωπο και έχει, εξάλλου, επαυξήσει την γνώση μας για τα ήθη
και τις συνήθειες των νυχτερίδων. Όμως, είναι αρκετά ξεκάθαρο από τις περιγραφές των περιπετειών του
ότι ο πραγματικός σπηλαιολόγος
δεν συγκινείται από κανέναν ωφελιμιστικόν υπολογισμό
αλλά από μιαν μυστηριώδη ώθησε να φτάσει όσο το δυνατό βαθύτερα και να διεισδύσει σε μέρη που ποτέ πριν
κανένας άνθρωπος δεν έχει βρεθεί.
Μερικά από τα μέρη αυτά είναι εκπληκτικά όμορφα
με τους τερατώδεις σταλακτίτες που μοιάζουν με καθεδρικούς κίονες,
όπως δείχνουν οι φωτογραφίες του κ. Casteret.
Σε μερικά από τα περισσότερο προσβάσιμα σπήλαια, πάλι, η ζωή γίνεται τρομακτική
από νέφη νυχτερίδων με διαολεμένη μυρωδιά, πλάσματα που είναι δύσκολο να αγαπήσεις
(αν και ο κ. Casteret τα υπερασπίζεται με θέρμη).
Ο εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για την έρευνα των σπηλαίων είναι εξαιρετικά τελειοποιημένος και ιδιοφυής.
Οι σκάλες κατασκευάζονται από ατσαλένιο σύρμα τόσο λεπτό που 1 γιάρδα σκάλας ζυγίζει σχεδόν 3 ουγγιές μόνο.
Οι λαστιχένιες βάρκες που θα υποστηρίξουν το βάρος ενός ανθρώπου μπορεί να μεταφερθούν
σε ένα σακκίδιο, ξεφούσκωτες.
Για πτώσεις σε μεγάλο βάθος, ο σπηλαιολόγος φορά για την κάθοδο εξάρτηση αλεξιπτωτιστή στους ώμους
και χαμηλώνει με ένα σύρμα στο οποίο είναι δεμένο ένα τηλέφωνο.
Τα ρούχα που φορά είναι επίσης σημαντικά, όχι μόνον επειδή είναι επιθυμητό να κρατηθούν στεγνά
αλλά ακόμη περισσότερο επειδή είναι σημαντικό να μην κολλάν.
Παραπάνω από ένας σπηλαιολόγοι έχουν πεθάνει από πείνα επειδή τα ρούχα τους σχίστηκαν
την στιγμή που προσπαθούσαν να διανοίξουν δρόμο δια μέσω ενός στενού λαγουμιού.
Περιττό να πω ότι υπάρχουν φυσικά και άλλοι κίνδυνοι, για να μην αναφέρω –βέβαια – δυσχέρειες
όπως ότι πρέπει να κολυμπάς μέσα σε υπόγεια ποτάμια με θερμοκρασία μόνο 1-2 βαθμους άνω του μηδενός.
Ωστόσο, οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς τις αντιλήψεις τους για το τι αποτελεί διασκέδαση
–και η σπηλαιολογία δεν είναι πιο επικίνδυνη και δύσκολη από την αναρρίχηση επί ορέων
(και ίσως είναι και πιο χρήσιμη και πιο επωφελής).
Οι φωτογραφίες στο βιβλίο αυτό
ληφθείσες όλες με φλας μαγνησίου σε συνθήκες υψίστης δυσκολίας, είναι εξαίσιες.


«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

“TRIBUNE” 3 Μαρτίου 1944

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos P. Papachristopoulos


Πριν από μερικές εβδομάδες, μια Καθολική –αναγνώστρια της “Tribune”– έστειλε μιαν επιστολή διαμαρτυρίας εναντίον μιας κριτικής που δημοσιεύθηκε από τον κ. Charles Hamblett. Είχε αντιρρήσεις ως προς τις παρατηρήσεις του για την Αγία Τερέζα και για τον Άγιο Ιωσήφ του Κοπερτίνο της Ιταλίας, τον άγιο που κάποτε πέταξε γύρω από έναν καθεδρικό ναό, μεταφέροντας στην πλάτη του έναν επίσκοπο.
Εγώ απάντησα για να υπεραμυνθώ του κ. Χάμπλετ και έλαβα, σε ανταπόδοση, μιαν ακόμη πιο οργισμένη επιστολή.
Το γράμμα αυτό εγείρει ευάριθμα σημεία πολύ μεγάλης σημασίας και τουλάχιστον ένα εξ αυτών μου φαίνεται πως χρήζει συζητήσεως.
Ο συσχετισμός των ιπτάμενων αγίων με το Σοσιαλιστικό κίνημα μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να μην είναι πολύ ευδιάκριτος αλλά νομίζω ότι μπορώ να αποδείξω ότι η σημερινή νεφελώδης κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Χριστιανική φόρμουλα διδασκαλίας έχει σοβαρές επιπτώσεις, τις οποίες δεν έχουν αντιμετωπίσει ούτε οι Χριστιανοί ούτε οι Σοσιαλιστές.
Η ουσία της επιστολής της αναγνώστριάς μας είναι ότι δεν έχει καμία σημασία εάν η Αγία Τερέζα και οι υπόλοιποι ιπτάμενοι άγιοι πέταξαν στον αέρα ή όχι: αυτό που έχει σημασία είναι ότι «η θεώρηση της Αγίας Θηρεσίας για τον κόσμο άλλαξε την πορεία της ιστορίας». Θα μπορούσα αυτό να το αποδεχθώ.
Έχοντας ζήσει σε μια χώρα της Ανατολής, ανέπτυξα μιαν ορισμένη αδιαφορία ως προς τα θαύματα –και γνωρίζω καλά ότι το να πιστεύει κανείς σε πλάνες ή ακόμα και το να είναι κανείς εντελώς παρανοϊκός συμβιβάζεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό με αυτό που αποκαλείται (με μεγάλο βαθμό ελευθερίας) μεγαλοφυΐα.
Για παράδειγμα, ο William Blake ήταν, κατά την γνώμη μου, παράφρων.
Η Ζαν ντ’ Αρκ ήταν μάλλον τρελλή.
Ο Νεύτων πίστευε στην αστρολογία, ο Στρίντμπεργκ πίστευε στην μαγεία.
Τα θαύματα των αγίων είναι, ωστόσο, ένα ζήτημα δευτερεύον.
Εξάλλου, από την επιστολή της αναγνώστριάς μας διαφαίνεται πως ακόμη και τα πιο κεντρικά δόγματα της Χριστιανικής θρησκείας δεν θα πρέπει να γίνονται αποδεκτά κατά κυριολεξίαν.
Δεν έχει, για παράδειγμα, σημασία εάν υπήρξε ποτέ ο Ιησούς Χριστός.
Η μορφή του Χριστού (μύθου ή ανθρώπου ή Θεού, καμιά σημασία δεν έχει) υπερβαίνει τόσο πολύ όλες τις υπόλοιπες που απλά εύχομαι να μπορούσαν όλοι να την γνωρίσουν αυτή την εκδοχή της ζωής πριν την απορρίψουν».
Επομένως, ο Χριστός μπορεί να είναι ένας μύθος ή μπορεί να ήταν απλά ένα ανθρώπινο ον ή μπορεί η περιγραφή που του αποδίδεται στο Πιστεύω να είναι αληθής.
Καταλήγουμε, έτσι, σε αυτήν την θέση: η “Tribune” δεν θα πρέπει να γελοιοποιεί την Χριστιανική θρησκεία αλλά η ύπαρξη του Χριστού, την οποία εκατομμύρια άνθρωποι αρνούνται διακαώς, είναι ένα ζήτημα αδιάφορο.
Τώρα, είναι αυτή μια ορθόδοξη Καθολική δοξασία;
Η εντύπωσή μου είναι πως όχι.
Μπορώ να σκεφτώ γραπτά κείμενα δημοφιλών Καθολικών απολογητών όπως ο πατήρ Woodlock και ο πατήρ Ronald Knox, στα οποία διακηρύσσεται με τους ευκρινέστερους όρους ότι το Χριστιανικό δόγμα σημαίνει αυτό που φαίνεται να σημαίνει καθώς και ότι δεν θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό εύπιστα ή ευκολόπιστα, με κάποιαν μεταφορική έννοια.
Ο πατήρ Knox αναφέρεται συγκεκριμένα στην ιδέα πως δεν έχει σημασία εάν πράγματι υπήρξε ο Χριστός, χαρακτηρίζοντάς την ως μια «τρομακτική» αντίληψη.
Αυτό, όμως, που λέει η αναγνώστριά μας θα μπορούσε να βρει απήχηση σε πολλούς Καθολικούς διανοούμενους.
Αν μιλήσεις σε έναν σκεπτόμενο Χριστιανό, Καθολικό ή Αγγλικανό, βρίσκεσαι συχνά να γίνεσαι περίγελως διότι ήσουν τόσο αδαής ώστε να υποθέτεις πως πήρε ποτέ κάποιος τα δόγματα της Εκκλησίας κατά γράμμα, κυριολεκτικά.
Σου λένε πως αυτά τα δόγματα έχουν ένα εντελώς διαφορετικό νόημα που εσύ είσαι πολύ ακαλλιέργητος για να τα καταλάβεις.
Η αθανασία της ψυχής δεν «σημαίνει» πως εσύ, ο Τζων Σμιθ, θα εξακολουθήσεις, ακόμα και όταν πεθάνεις, να έχεις συνείδηση.
Η ανάσταση των σωμάτων δεν σημαίνει ότι το σώμα του Τζων Σμιθ θα αναστηθεί στην πραγματικότητα –και ούτω καθεξής.
Είναι, επομένως, ικανός ο Καθολικός στοχαστής, για αμφιλεγόμενους σκοπούς και επιδιώξεις, να παίξει ένα παιχνίδι ανάξιας κολακείας επαναλαμβάνοντας τα άρθρα της Πίστεως με τους ίδιους ακριβώς όρους (ορολογία) όπως οι προπάτορές του ενώ, την ίδια στιγμή, υπερασπίζεται τον εαυτό του από την κατηγορία ότι είναι προληπτικός και δεισιδαίμων εξηγώντας ότι μιλά με παραβολές.
Ουσιαστικά, ο ισχυρισμός του, από κάθε άποψη, είναι πως, αν και ο ίδιος δεν πιστεύει κατά κανέναν πολύ αποσαφηνισμένο τρόπο εν τέλει στην ζωή μετά θάνατον, δεν έχει υπάρξει καμία αλλαγή στην Χριστιανική πίστη αφού ούτε και οι προγονοί μας δεν πίστευαν πραγματικά σε αυτήν.
Στο ενδιάμεσο, συσκοτίζεται και αποκρύπτεται ένα ζωτικώς σπουδαίο γεγονός –ότι έχει εξοβελιστεί ένα από τα ερείσματα του δυτικού πολιτισμού.
Δεν γνωρίζω εάν επισήμως έχει σημειωθεί οποιαδήποτε μεταβολή στο Χριστιανικό δόγμα.
Φαίνεται πως ο πατήρ Knox και η αναγνώστριά μας θα διαφωνούσαν επ’ αυτού.
Αυτό που γνωρίζω, όμως, είναι ότι η πίστη στην ζωή μετά θάνατον –η ατομική επιβίωση του Τζων Σμιθ που εξακολουθεί ακόμα να έχει συνείδηση του εαυτού του ως Τζων Σμιθ– είναι σε τεράστιο βαθμό πολύ λιγότερο διαδεδομένη απ’ ό,τι ήταν. Πιθανότατα, παρακμάζει ακόμα και ανάμεσα σε διακηρυγμένους Χριστιανούς: οι υπόλοιποι άνθρωποι, κατά κανόνα, δεν είναι καν πρόθυμοι να εξετάσουν την πιθανότητα πως θα μπορούσε να είναι η αλήθεια αυτή.
Οι πρόγονοί μας, ωστόσο, εξ όσων γνωρίζουμε, πίστευαν όντως σ’ αυτήν.
Εκτός από την περίπτωση που όλα όσα έγραψαν γι’ αυτήν αποσκοπούσαν στο να μας παραπλανήσουν, πίστευαν σ’ αυτήν με έναν υπερβολικά ακλόνητο, κατά κυριολεξίαν, τρόπο.
Η ζωή στην γη, όπως αυτοί την θεωρούσαν, ήταν απλά μια μικρή περίοδος προετοιμασίας για μια απεριορίστως πιο σημαντική ζωή πέραν του τάφου. Αυτή, όμως, η αντίληψη έχει εξαφανιστεί (ή εξαφανίζεται) και δεν έχουν πραγματικά αντιμετωπιστεί οι επιπτώσεις.
Σε αντίθεση με κάποιους πολιτισμούς της Ανατολής, ο Δυτικός πολιτισμός δημιουργήθηκε εν μέρει στηριγμένος στην πίστη στην ατομική αθανασία.
Αν κοιτάξει κανείς απ’ έξω την Χριστιανική θρησκεία, αυτή η πίστη φαίνεται πως είναι μακράν πιο σημαντική από την πίστη στον Θεό.
Είναι πολύ δύσκολο να διαχωριστεί από αυτήν η δυτική σύλληψη της έννοιας του Καλού και του Κακού.
Ελάχιστη αμφιβολία υπάρχει ότι τα σύγχρονα ήθη της λατρείας της ισχύος είναι αλληλένδετα δεμένα με την αίσθηση
του σύγχρονου ανθρώπου ότι η ζωή εδώ και τώρα
είναι η μοναδική ζωή που υπάρχει.
Αν με τον θάνατο τελειώνουν όλα, γίνεται πολύ πιο δύσκολο να πιστέψεις πως είναι δυνατόν να βρίσκεσαι στην πλευρά του δίκιου, ακόμα κι αν έχεις ηττηθεί.
Ηγέτες, έθνη, θεωρίες, επιδιωκόμενοι σκοποί κρίνονται, σχεδόν αναπόφευκτα, με το κριτήριο της υλικής επιτυχίας.
Υποθέτοντας ότι μπορεί κανείς να διαχωρίσει τα δύο φαινόμενα,
Θα έλεγα ότι η παρακμή της πίστης στην προσωπική αθανασία υπήρξε τόσο σημαντική όσο η άνοδος του μηχανικού πολιτισμού.
Ο μηχανικός πολιτισμός έχει τρομακτικές δυνατότητες, όπως θα σκέφθηκες πιθανόν τις προάλλες, όταν εκπυρσοκροτούσαν τα επαναληπτικά πολυβόλα: αλλά και το άλλο πράγμα έχει επίσης τρομακτικές δυνατότητες –και δεν μπορεί να λεχθεί ότι το Σοσιαλιστικό κίνημα τα έχει σκεφθεί πολύ.
Δεν θέλω να επιστρέψει η ζωή μετά θάνατον και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι πιθανόν πως θα επιστρέψει.
Αυτό στο οποίο προσελκύω την προσοχή είναι ότι η εξαφάνισή της έχει αφήσει ένα μεγάλο κενό και ότι θα οφείλαμε να αντιληφθούμε το γεγονός αυτό. Μεγαλωμένος επί χιλιάδες χρόνια με την αντίληψη ότι το άτομο επιβιώνει μετά θάνατον,
ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει μιαν αξιόλογη ψυχολογική προσπάθεια για να συνηθίσει στην αντίληψη ότι το άτομον αποσυντίθεται μετά θάνατον.
Δεν είναι πιθανόν ότι θα διασώσει τον πολιτισμό –εκτός εάν μπορέσει να εξελίξει ένα σύστημα περί Καλού και Κακού το οποίο να είναι ανεξάρτητο από τον παράδεισο και την κόλαση.
Ο Μαρξισμός, πράγματι, το καλύπτει αυτό αλλά ποτέ πραγματικά το ζήτημα αυτό δεν το έχει εκλαϊκεύσει.
Οι περισσότεροι Σοσιαλιστές ικανοποιούνται με το να καταδεικνύουν ότι από την στιγμή που θα εγκαθιδρυθεί ο Σοσιαλισμός θα είμαστε περισσότερο ευτυχισμένοι με μιαν έννοια υλική και με το να εικάζουν πως όλα τα προβλήματα καταλύονται όταν γεμίζει το στομάχι.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι το αντίθετο: όταν το στομάχι είναι άδειο, το μοναδικό μας πρόβλημα είναι το άδειο στομάχι.
Είναι όταν θα έχουμε ξεφύγει από την καταναγκαστική εργασία και την εκμετάλλευση που θα ξεκινήσουμε πράγματι να διερωτούμαστε με απορία για το ανθρώπινο πεπρωμένο και τον λόγο της ύπαρξης του ανθρώπου.
Δεν μπορεί κανείς να έχει για το μέλλον μιαν εικόνα
που να αξίζει τον κόπο, εκτός κι αν συνειδητοποιήσει πόσο πολλά έχουμε χάσει από της παρακμή του πνεύματος του Χριστιανισμού.
Ελάχιστοι Σοσιαλιστές φαίνεται να έχουν επίγνωση αυτού.
Και οι Καθολικοί στοχαστές –οι οποίοι εξαρτώνται με εμμονή από το γράμμα του «Συμβόλου της Πίστεως» ενώ διαβάζουν τα σύμβολα κάτω από τις γραμμές, δίνοντάς τους ερμηνείες που ποτέ δεν είχαν σκοπό να έχουν και υπομειδιούν σε οποιονδήποτε είναι αρκετά άδολος ώστε να υποθέσει ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας εννούσαν ό,τι έλεγαν– απλώς υψώνουν σύννεφα καπνού για να αποκρύψουν από τον εαυτό τους την προσωπική τους απιστία.



«ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Κριτική στο βιβλίο του F.J. Sheed «Κομμουνσιμός και Άνθρωπος»

“PEACE NEWS” 27 Ιανουαρίου 1939

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos P. Papachristopoulos


Το βιβλίο αυτό –μια απόρριψη του Μαρξιστικού Σοσιαλισμού από την οπτική άποψη του Καθολικισμού– είναι αξιόλογο διότι έχει γραφεί με καλή διάθεση.
Αντί να μετέρχεται της καταχρηστικής δυσφήμισης που είναι σήμερα συνηθισμένη σε όλα τα αμφιλεγόμενα θέματα που έχουν σημασία, παρέχει μια περισσότερο αμερόληπτη έκθεση του Μαρξισμού και του Κομμουνισμού απ’ ό,τι θα εμπιστευόταν κανείς τους περισσότερους Μαρξιστές για να εξέθεταν τον καθολικισμό.
Αν χωλαίνει κάπου ή αν, σε κάθε περίπτωση, τελειώνει με λιγότερο ενδιαφέρον σε σχέση με τον τρόπο που ξεκινά, αυτό συμβαίνει μάλλον διότι ο συγγραφέας είναι λιγότερο έτοιμος να παρακολουθήσει τις υποδείξεις της δικής του σκέψης απ’ ό,τι αυτές των αντιπάλων του.
Όπως διαπιστώνει με αρκετή ενάργεια, η ριζική διαφοροποίηση ανάμεσα στον Χριστιανό και στον Κομμουνιστή έγκειται στο ζητούμενο της προσωπικής αθανασίας,
Είτε αυτή η ζωή αποτελεί μια προετοιμασία για μιαν άλλη ζωή οπότε η ψυχή του ατόμου είναι υψίστης σπουδαιότητας είτε δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον οπότε το άτομο αποτελεί απλά ένα κύτταρο του γενικότερου οργανισμού, το οποίο μπορεί να αντικατασταθεί .
Αυτές οι δύο θεωρίες είναι μάλλον ασυμβίβαστες –και τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα που έχουν θεμελιωθεί πάνω τους αναπόφευκτα είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους.
Αυτό, όμως, το οποίο ο κ. Sheed δεν είναι έτοιμος να ομολογήσει είναι ότι η παραδοχή της Καθολικής τοποθέτησης υποννοεί μιαν ορισμένη προθυμία να δει κανείς να διαιωνίζονται οι τωρινές αδικίες της κοινωνίας. Φαίνεται να ισχυρίζεται ότι μια πραγματικά Καθολική κοινωνία θα συμπεριλάμβανε όλα (ή τα περισσότερα) από εκείνα στα οποία στοχεύει η Σοσιαλιστική κοινωνία –πράγμα το οποίο λιγάκι μοιάζει σαν να είναι «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος».
Η σωτηρία της ψυχής του ατόμου συνεπάγεται εξ ανάγκης την ύπαρξη της ελευθερίας, ο ορισμός της οποίας πάντοτε διευρύνεται από τους Καθολικούς συγγραφείς ώστε να συμπεριλάβει το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία.
Ωστόσο, στο στάδιο της βιομηχανικής ανάπτυξης όπου έχουμε τώρα φθάσει, το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία σημαίνει δικαίωμα στην εκμετάλλευση και στον βασανισμό εκατομμυρίων αδελφικών πλασμάτων.
Ο Σοσιαλιστής θα υποστήριζε, επομένως, το επιχείρημα ότι η ατομική ιδιοκτησία μπορεί να προασπιστεί μόνον αν κανείς είναι, λιγότερο ή περισσότερο, αδιάφορος προς την οικονομική δικαιοσύνη.
Η απάντηση του Καθολικισμού σε αυτό δεν είναι πολύ ικανοποιητική.
Δεν πρόκειται για το ότι η Εκκλησία συγχωρεί τις αδικίες του Καπιταλισμού –μάλλον το αντίθετο.
Ο κ. Sheed μάλλον έχει δίκιο όταν καταδεικνύει ότι αρκετοί Πάπες αποκήρυξαν με πολύ πικρία το Καπιταλιστικό σύστημα (και οι Σοσιαλιστές αυτό συνήθως το αγνοούν).
Την ίδια στιγμή, όμως, η Εκκλησία απορρίπτει την μόνη λύση που μπορεί, πιθανόν, να κάνει κάποιαν πραγματική διαφορά.
Η ατομική ιδιοκτησία πρόκειται να παραμείνει, η σχέση εργοδότη-εργαζομένου προορίζεται να συνεχιστεί, ακόμη και οι κατηγοριοποιήσεις «πλούσιος» και «φτωχός» θα συνεχιστούν∙ αλλά θα υπάρχει δικαιοσύνη και θα γίνει δίκαιη διανομή!
Με άλλα λόγια, ο πλούσιος δεν πρόκειται να απαλλοτριωθεί, απλά θα του πουν να προσέχει την συμπεριφορά του.
«(Η Εκκλησία) δεν βλέπει τους ανθρώπους πρωτίστως ως εκμεταλλευτές και εκμεταλλευομένους, με τους εκμεταλλευτές ως ανθρώπους τους οποίους είναι καθήκον της να αποτινάξει… από την δική της οπτική γωνία, ο πλούσιος ως αμαρτωλός, αποτελεί το αντικείμενο της μεγαλύτερης φροντίδας της αγάπης της. Εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν έναν ισχυρό άνδρα να καυχιέται για την επιτυχία του, η Εκκλησία βλέπει μια ψυχή ταλαίπωρη που κινδυνεύει να βρεθεί στην κόλαση… ο Χριστός είπε ότι οι ψυχές των πλουσίων κινδυνεύουν ιδιαιτέρως∙ και, άρα, πρωταρχική της μέριμνα είναι η πρόνοια για τις ψυχές».
Η αντίρρηση σε αυτό είναι ότι στην πράξη δεν έχει καμία διαφορά. Ο πλούσιος καλείται να μετανοήσει αλλά ποτέ δεν μετανοεί.
Σε αυτό το ζήτημα δεν αντιλαμβάνεται κανείς να διαφέρουν οι Καθολικοί καπιταλιστές από τους άλλους.
Είναι φανερό ότι το οποιοδήποτε οικονομικό σύστημα θα απέδιδε ακριβοδίκαια εάν μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί τους ανθρώπους ότι θα συμπεριφερθούν σωστά∙ μακρά πείρα, ωστόσο, έχει δείξει ότι σε ζητήματα ιδιοκτησίας μόνο μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων θα φερθούν λιγάκι καλύτερα απ’ ό,τι αν υποχρεωθούν με την βία να το κάνουν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Καθολική στάση απέναντι στην ιδιοκτησία είναι αστήρικτη αλλά σημαίνει ότι είναι πολύ δύσκολο να βάλει σε τετραγωνισμένα πλαίσια την οικονομική δικαιοσύνη.
Στην πράξη, η αποδοχή της Καθολικής αντίληψης σημαίνει αποδοχή της εκμετάλλευσης, της ανέχειας, της πείνας, του πολέμου και των ασθενειών ως τμημάτων της φυσιολογικής τάξης των πραγμάτων.
Κατά τα φαινόμενα, όμως, εάν είναι η Καθολική Εκκλησία να ανακτήσει την πνευματική της επιρροή, θα πρέπει να καθορίσει με περισσότερη τόλμη την θέση της.
Είτε θα πρέπει να μεταβάλει την στάση της έναντι της ατομικής ιδιοκτησίας είτε θα πρέπει να πει ξεκάθαρα ότι το Βασίλειό της δεν είναι του κόσμου τούτου και ότι το τάϊσμα των σωμάτων έχει ελάχιστη σημασία συγκριτικά με την σωτηρία των ψυχών.
Πράγματι, λέει όντως κάτι τέτοιο αλλά μάλλον βεβιασμένα διότι δεν είναι αυτό το μήνυμα που θέλει ο σύγχρονος άνθρωπος να ακούει.
Κατά συνέπειαν, εδώ και κάμποσο καιρό στο πρόσφατο παρελθόν, η Εκκλησία έχει βρεθεί σε μια θέση ανώμαλη που συμβολίζεται από το γεγονός ότι ο Πάπας σχεδόν συγχρόνως αποκηρύσσει το Καπιταλιστικό σύστημα και συνδιαλέγεται με τον Στρατηγό Φράνκο, απονέμοντάς του παράσημα.
Κατά τα λοιπά, πρόκειται για ένα βιβλίο ενδιαφέρον, γραμμένο με ένα στυλ απλό και απαλλαγμένο σε αξιοσημείωτο βαθμό από κακοήθειες και φθηνούς εξυπνακισμούς.
Εάν όλοι οι Καθολικοί απολογητές ήταν σαν τον κ. Sheed, η Εκκλησία θα είχε λιγότερους εχθρούς.


«ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ»
ή «Γιατί οι Σοσιαλιστές δεν πιστεύουν στην διασκέδαση»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

“TRIBUNE” 20 Δεκεμβρίου 1943

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos P. Papachristopoulos

Η σκέψη των Χριστουγέννων φέρνει σχεδόν αυτόματα στο μυαλό την σκέψη του Καρόλου Ντίκενς και αυτό για δύο πολύ καλές αιτίες.
Κατ’ αρχάς, ο Ντίκενς είναι ένας από τους ελάχιστους Άγγλους συγγραφείς που έχουν πραγματικά γράψει για τα Χριστούγεννα.
Τα Χριστούγεννα είναι η πιο δημοφιλής από τις γιορτές της Αγγλίας και, παρ’ όλα αυτά, έχουν παράγει εκπληκτικά λίγη λογοτεχνία.
Υπάρχουν οι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι και τα κάλαντα, κυρίως μεσαιωνικής καταγωγής∙ υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός ποιημάτων από τον Robert Bridges, τον T.S. Elliot και κάποιους άλλους∙ και υπάρχει και ο Ντίκενς∙ αλλά υπάρχει πολύ λίγο κάτι άλλο.
Δεύτερον, ο Ντίκενς είναι αξιοπρόσεκτος, σχεδόν μοναδικός στην πραγματικότητα, ως προς την ικανότητά του –μεταξύ των σύγχρονων συγγραφέων– να δίνει μιαν πειστική εικόνα της ευτυχίας.
Ο Ντίκενς ασχολήθηκε επιτυχώς με τα Χριστούγεννα δύο φορές σε ένα κεφάλαιο που λέγεται «The Pickwick Papers» και στο «A Christmas Carol». Η τελευταία αυτή ιστορία ανεγνώσθη στον Λένιν στην επιθανάτια κλίνη του και, σύμφωνα με την γυναίκα του, βρήκε εντελώς ανυπόφορη την «μπουρζουάδικη συναισθηματικότητά της».
Τώρα, ο Λένιν είχε δίκιο κατά μιαν έννοια: εάν, όμως, ήταν σε καλύτερη κατάσταση η υγεία του, θα είχε ίσως προσέξει ότι η ιστορία είχε ενδιαφέρουσες κοινωνιολογικές επιπτώσεις.
Κατ’ αρχάς, όσο κι αν ο Ντίκενς μπορεί να έκανε μιαν περιγραφή σε αδρές γραμμές, όσο απεχθής και αν είναι η «πάθηση» του Μικρού Τιμ, η οικογένεια Cratchit δίνει την εντύπωση ότι διασκεδάζει. Φαίνεται χαρούμενη με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα, που δεν φαίνονται χαρούμενοι οι πολίτες των «Νέων από το Πουθενά» του Ουϊλλιαμ Μόρρις.
Επιπλέον –και η επίγνωση αυτού του γεγονότος από τον Ντίκενς είναι ένα από τα μυστικά της δυνάμεώς του– η ευτυχία της προέρχεται κυρίως εξ αντιθέσεως. Χαίρεται διότι, έστω και μια φορά κατά μιαν έννοια, έχει αρκετό φαγητό.
«Ο λύκος που θα την φάει είναι έξω από την πόρτα αλλά κουνάει την ουρά του-The wolf is at the door but he is wagging his tail». Άρα, προς το παρόν, επιβιώνουν.
Ο ατμός από την πουτίγγα των Χριστουγέννων πλανάται πάνω από ένα φόντο ενεχυροδανειστηρίων και μόχθου που έχει βγει με ιδρώτα ενώ, με μια παρόμοια έννοια, το φάντασμα του Σκρουτζ στέκεται δίπλα στο γιορτινό τραπέζι της συνεστίασης.
Ο Μπομπ Κράτσιτ θέλει μέχρι και να πιει στην υγειά του Σκρουτζ, κάτι που αρνείται δικαιολογημένα η κυρία Κράτσιτ. Οι Κράτσιτς μπορούν να απολαμβάνουν τα Χριστούγεννα ακριβώς διότι έρχονται μόνο μια φορά τον χρόνο.
Η ευτυχία τους πείθει μόνον επειδή τα Χριστούγεννα έρχονται μόνο μια φορά τον χρόνο.
Η ευτυχία τους πείθει μόνον επειδή περιγράφεται ως ανολοκλήρωτη και ατελής.
Από την άλλη πλευρά, όλες οι απόπειρες να περιγραφεί μια μόνιμη και διαρκής ευτυχία έχουν αποτύχει.
Οι Ουτοπίες (παρεμπιπτόντως, η λέξη «Ουτοπία» δεν σημαίνει «ευ-τοπία», δηλαδή ένας καλός τόπος, όπως νομίζουν αλλά σημαίνει πρωτίστως «ου-τοπία», ένας τόπος μη υπαρκτός) ήταν κοινότοπες στην λογοτεχνία των προηγούμενων 300 ή 400 ετών.
Αλλά οι «προτιμώμενες» Ουτοπίες είναι πάντα δυσάρεστες και, άρα, ανεπιθύμητες και συνήθως υπολείπονται και σε ζωτικότητα.
Οι πιο γνωστές σύγχρονες Ουτοπίες είναι, μακράν, εκείνες του H.G. Wells. Το όραμα του Γουελς για το μέλλον εκφράζεται, σχεδόν πλήρως, σε δυο βιβλία που γράφτηκαν στην αρχή της δεκαετίας του 1920:
στο «Όνειρο» και στο επιγραφόμενο «Άνθρωποι σαν Θεοί». Έχετε εδώ μιαν απεικόνιση του κόσμου όπως θα του άρεσε να τον δει ο Γουελς ή νομίζει πως θα του άρεσε να τον δει.
Είναι ένας κόσμος του οποίου το βασικό μοτίβο –όπως οι νότες σε ένα μουσικό κλειδί– είναι ο πεφωτισμένος ηδονισμός και η επιστημονική περιέργεια. Όλα τα κακά και οι δυστυχίες, από τις οποίες τώρα υποφέρουμε, έχουν εξαλειφθεί. Η άγνοια, ο πόλεμος, η φτώχεια, η βρωμιά, οι ασθένειες, η απογοήτευση, η πείνα, ο φόβος, η υπερκόπωση, οι δεισιδαιμονίες –όλα έχουν εξαλειφθεί.
Με τις εκφράσεις αυτές, είναι αδύνατον να αρνηθούμε ότι αυτό είναι το είδος του κόσμου για τον οποίο όλοι ελπίζουμε.
Όλοι θέλουμε να καταργήσουμε τα πράγματα που ο Γουελς θέλει να καταργήσει.
Υπάρχει, όμως, κανείς που να θέλει πραγματικά να ζήσει στην Ουτοπία του Γουελς;
Αντιθέτως, αυτό που έχει όντως εξελιχθεί σε ένα ενσυνείδητο πολιτικό κίνημα είναι το να μην ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο, να μην ξυπνήσουμε σε μιαν ευγονική, ειδυλλιακή παροικία (suburbia) όπου θα συναθροίζονται σε μια κοινότητα όλες οι γυμνές μυξοπαρθένες γεροντοκόρες.
‘Ένα βιβλίο όπως «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» αποτελεί μιαν έκφραση του πραγματικού φόβου που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος για την απόλυτα λογική ηδονιστική κοινωνία που είναι ικανό αυτό να δημιουργήσει.
Ένας Καθολικός συγγραφέας είπε πρόσφατα ότι οι Ουτοπίες είναι τώρα τεχνικώς εφικτές και ότι, κατά συνέπεια, έχει εξελιχθεί σε σοβαρό πρόβλημα το πώς θα ξεφύγουμε από την Ουτοπία.
Δεν μπορούμε αυτό να το ξεγράψουμε ως απλά ένα ανόητο σχόλιο.
Διότι μια από τις πηγές του Φασιστικού κινήματος είναι η επιθυμία να αποδράσουμε από έναν υπερβολικά εκλογικευμένο και βολικό κόσμο.
Όλες οι «προτιμητέες» Ουτοπίες φαίνεται πως είναι παρόμοιες ως προς το ότι εξαγγέλλουν την τελειοποίηση ενώ είναι ανίκανες να φέρουν την ευτυχία.
Τα «Νέα από το Πουθενά» αποτελούν ένα είδος χαζοχαρούμενης εκδοχής της Ουτοπίας του Γουελς: όλα είναι ευγενικοί και λογικοί, όλα όσα γεμίζουν το στομάχι αγοράζονται από το κατάστημα της Ελευθερίας αλλά η εντύπωση που αφήνουν πίσω τους είναι μια μορφή αμυδρής και χλωμής μελαγχολίας.
Είναι, όμως, πολύ πιο εντυπωσιακό ότι ο Τζόναθαν Σουϊφτ, ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς με φαντασία που έζησαν ποτέ, δεν είναι καθόλου πιο επιτυχημένος από τους άλλους ως προς την σύνθεση μιας Ουτοπίας «που να πρέπει να στηριχθεί».
Τα πρώτα κεφάλαια των «Ταξιδιών του Γκιούλιβερ» αποτελούν, πιθανότατα, την πιο ολέθρια επίθεση που γράφτηκε ποτέ κατά της ανθρώπινης κοινωνίας.
Κάθε λέξη από αυτά έχει σχέση με το σήμερα∙ σε κάποια σημεία περιέχουν αρκετά λεπτομερείς προφητείες για την πολιτική φρίκη της εποχής μας.
Εκεί όπου ο Σουϊφτ αποτυγχάνει, όμως, είναι ως προς την προσπάθειά του να περιγράψει μια φυλή όντων τα οποία θαυμάζει.
Στο τελευταίο κομμάτι, σε αντίθεση με τους αηδιαστικούς Yahoos, μας παρουσιάζονται επιδεικτικά οι ευγενείς Houyhnhnms, ευφυή άλογα που είναι απελευθερωμένα από τα ανθρώπινα σφάλματα. Αυτά τα άλογα, τώρα, χάρη στον υψηλό τους χαρακτήρα και τον αλάθητο κοινό νου που διαθέτουν, είναι εξαιρετικά άχαρα πλάσματα.
Όπως και οι κάτοικοι διαφόρων άλλων Ουτοπιών, είναι πρωτίστως απασχολημένα με το να αποφύγουν κάθε έξαρση. Ζουν ζωές δίχως σημαντικά γεγονότα, άτονες και ήσυχες «λογικές» ζωές, ελεύθερες όχι μόνον από λογομαχίες, παρεκτροπές ή ανασφάλειες οποιασδήποτε μορφής αλλά και από «πάθος», συμπεριλαμβανομένης και της αισθησιακής, ερωτικής αγάπης,
Επιλέγουν το ταίρι τους βάσει αρχών ευγονικής, αποφεύγουν τις υπερβολικές στοργικότητες, και εμφανίζονται κάπως ευτυχείς που πεθαίνουν, όταν έρθει η ώρα.
Στα προηγηθέντα κεφάλαια του βιβλίου ο Σουϊφτ έχει δείξει που οδηγούν τον άνθρωπο η ανοησία και η κακία του: αφαιρέστε, όμως, την ανοησία και την κακία και το μόνο που σας μένει, προφανώς, είναι μια χλιαρή μορφή ύπαρξης που με δυσκολία αξίζει να την ακολουθήσει κανείς.
Δεν έχουν περισσότερο ευτυχή έκβαση οι προσπάθειες να περιγραφεί μια ευτυχία οριστικά του άλλου κόσμου.
Ο Παράδεισος αποτελεί μια τόσο μεγάλη αποτυχία όσο και η Ουτοπία, αν και η Κόλαση καταλαμβάνει έναν αξιοσέβαστο χώρο στην λογοτεχνία και έχει συχνά περιγραφεί με την ύψιστη επιμέλεια και πειστικότητα.
Αποτελεί κοινοτοπία ότι ο Χριστιανικός Παράδεισος –όπως συνήθως σκιαγραφείται το πορτραίτο του– δεν θα μπορούσε κανέναν να προσελκύσει.
Σχεδόν όλοι οι Χριστιανοί συγγραφείς που ασχολούνται με τον Παράδεισο είτε λένε ειλικρινά πως είναι αδύνατον να τον περιγράψουν είτε εμφανίζουν ταχυδακτυλουργικά ως εκ δια μαγείας μια δυσνόητη εικόνα χρυσών, πολύτιμων πετρών και ψαλμωδίας ύμνων.
Είναι αλήθεια πως αυτό ενέπνευσε μερικά από τα καλύτερα ποιήματα στον κόσμο:
«Τα τείχη είναι κατεργασμένα από χαλκό - Thy walls are of chalcedony,
Τα οχυρά έχουν λειανθεί με διαμάντια - Thy bulwarks diamonds square,
Οι πύλες από αμιγή μαργαριτάρια της Ανατολής - Thy gates are of right orient pearl
υπερβολικά σπάνια και πολυτελή! - exceeding rich and rare!»
Αυτό, όμως, που δεν μπορούσε να κάνει ήταν να δώσει την περιγραφή μιας κατάστασης στην οποία θα ήθελε εμπράκτως να είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος.
Αμέτρητες φορές τρόμαξαν το ποίμνιό τους μέχρι θανάτου με τις λεκτικές και ρητορικές απεικονίσεις τους της Κόλασης οι προοδευτικοί Προτεστάντες πάστορες και οι Ιησουΐτες ιερείς (δείτε, λόγου χάρη, το τρομακτικό κήρυγμα στο «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη» του Τζαίημς Τζόϋς).
Όταν όμως το ζήτημα φθάνει στο να γίνεται λόγος για τον Παράδεισο, σημειώνεται μια πρόθυμη οπισθοχώρηση σε λέξεις όπως «έκσταση» και «ευδαιμονία», με ελάχιστη προσπάθεια να πουν σε τι συνίσταται.
Ίσως το πιο ζωτικό στοιχείο που έχει γραφεί για το ζητούμενο αυτό να είναι το πασίγνωστο κείμενο στο οποίο ο Τερτυλλιανός εξηγεί ότι μια από τις απολαύσεις που κυριαρχούν στον Παράδεισο είναι να παρακολουθούν τα μαρτύρια των καταραμένων.
Οι παγανιστικές εκδοχές του Παραδείσου, τουλάχιστον, είναι λίγο καλύτερες.
Έχει κανείς την αίσθηση πως επικρατεί πάντοτε λυκόφως στα Ηλύσια Πεδία.
Ο Όλυμπος όπου ζούσαν οι Θεοί με το νέκταρ και την αμβροσία τους και τις νύμφες και την Ήβη τους –τις «αθάνατες ιέρειες της Αφροδίτης» όπως τις καλούσε ο D.H. Lawrence– μπορεί να ήταν λίγο περισσότερο οικείος σε σχέση με τον Χριστιανικό Παράδεισο αλλά δεν θα ‘θελες να περάσεις κιόλας και πολύν καιρό εκεί.
Και όσον αφορά τον Μουσουλμανικό Παράδεισο, με τα 77 του ουρί για κάθε άνδρα (που προφανώς κλαίνε όλα ταυτοχρόνως για να τα προσέξεις), πρόκειται απλά για ένα εφιαλτικό όνειρο.
Ούτε και οι πνευματιστές είναι ικανοί , αν και διαρκώς μας επιβεβαιώνουν πως «όλα είναι καλά κι ωραία», να περιγράψουν οποιαδήποτε δραστηριότητα του άλλου κόσμου, την οποία ένα σκεπτόμενο άτομο να έβρισκε τουλάχιστον ικανή να διαρκέσει στον χρόνο, για να μην πω ελκυστική.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις αποπειραθείσες περιγραφές της τέλειας ευτυχίας που δεν είναι ούτε Ουτοπικές ούτε του άλλου κόσμου αλλά, πρωτίστως, αισθησιακές.
Δίνουν πάντα μιαν εντύπωση κενότητας ή χυδαιότητας ή και τα δύο μαζί.
Στην αρχή της «Παρθένας-“La Pucelle”» του, ο Βολταίρος περιγράφει την ζωή του Καρόλου του 9ου με την μαιτρέσσα του Ανιές Σορέλ. Ήταν «πάντοτε χαρούμενοι», λέει. Και σε τί συνίστατο η ευτυχία τους;
Σε έναν ατέρμονο κύκλο από πανηγύρι, ποτό, κηνύγι και έρωτα.
Και ποιός δεν θα αρρώσταινε από μιαν τέτοια ζωή, ύστερα από λίγες εβδομάδες;
Ο Ραμπελαί περιγράφει τα τυχερά πνεύματα που περνούν καλά στον άλλο κόσμο για να παρηγορηθούν επειδή πέρασαν άσχημα σε αυτόν τον κόσμο. Τραγουδούν ένα άσμα που μπορεί, χονδρικά, να μεταφραστεί ως εξής: «Πηδάμε, χορεύουμε, παίζουμε κόλπα, πίνουμε λευκό και κόκκινο κρασί και τίποτ’ άλλο δεν κάνουμε ολημερίς παρά μετράμε χρυσές κορώνες».
Πόσο βαρετό ακούγεται τελικά!
Η κενότητα ολόκληρης της κοσμοθεωρίας περί του «να περνάμε καλά» αιωνίως αποκαλύπτεται στον πίνακα του Breughel «Η Χώρα του Μεθύστακα», όπου κείτονται κοιμισμένα κεφάλι με κεφάλι τα τρία μεγάλα κομμάτια ξύγγι ενώ επίκειται να φαγωθούν χωρίς να ερωτηθούν και με συνοδεία βραστά αυγά και ψητά ποδαράκια χοιρινού.
Φαίνεται, ίσως, ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι ικανά να περιγράψουν ούτε να φανταστούν την ευτυχία παρεκτός κάτω από όρους αντίθεσης.
Να γιατί η σύλληψη του Παραδείσου ή της Ουτοπίας ποικίλλει από εποχή σε εποχή.
Στην προβιομηχανική κοινωνία ο Παράδεισος περιγραφόταν ως ένας τόπος αέναης ανάπαυσης, στρωμένος με χρυσάφι διότι η εμπειρία του μέσου ανθρώπου ήταν η υπερβολική δουλειά και φτώχεια.
Τα ουρί του Μουσουλμανικού Παραδείσου αντικατόπτριζαν μια κοινωνία πολυγαμική, όπου οι περισσότερες γυναίκες χάνονταν κρυμμένες μεσ’ στα χαρέμια των πλουσίων.
Αυτές οι εικόνες «αιώνιας ευδαιμονίας» αποτύγχαναν πάντα διότι, καθώς η μακαριότητα γινόταν αιώνια (με την αιωνιότητα να γίνεται αντιληπτή υπό την έννοια του ατελείωτου χρόνου), έπαυε να λειτουργεί αυτό το κοντράστ.
Μερικές από τις συμβάσεις που είχαν αποκρυσταλλωθεί στην λογοτεχνία μας πήγασαν αρχικά από υλικές συνθήκες που έχουν πάψει να υπάρχουν τώρα.
Η ηθογραφία της άνοιξης αποτελεί ένα παράδειγμα.
Η άνοιξη στον Μεσαίωνα δεν σήμαινε πρωταρχικά χελιδόνια και αγριολούλουδα. Σήμαινε πράσινα λαχανικά, γάλα και φρέσκο κρέας ύστερα από αρκετούς μήνες ζωής με αλατισμένο χοιρινό σε καπνισμένα χαμόσπιτα δίχως παράθυρα.
Τα τραγούδια της άνοιξης ήταν χαρούμενα:
«Μην κάνετε τίποτα, μόνο όρεξη και κέφι - Do nothing but eat and make good cheer,
Δοξάστε τον Θεό για την ευτυχή χρονιά - And thank Heaven for the merry year,
Όταν είναι φθηνό το ψαχνό, ακριβό το θηλυκό-When flesh is cheap and females dear
Και τα αγέρωχα παλικάρια πλανώνται δω και κει - And lusty lads roam here and there
Με αγαλλίαση που κρατά για πάντα! - So merrily, And ever among so merrily!»
διότι υπήρχε κάτι για να ήταν χαρούμενα.
Ο χειμώνας είχε φύγει, αυτό ήταν το πιο σπουδαίο.
Τα ίδια τα Χριστούγεννα, μια προ-Χριστιανική εποχή, ξεκίνησαν πιθανότατα να εορτάζονται επειδή έπρεπε να υπάρχει ένα περιστασιακό ξέσπασμα υπερκορεσμού στο φαΐ στο ποτό ώστε να υπάρξει ένα διάλειμμα απόδρασης από τον ανυπόφορο χειμώνα του βορρά.
Η ανικανότητα της ανθρωπότητας να φανταστεί την ευτυχία παρεκτός με την μορφή μιας ανακούφισης από την προσπάθεια ή τον πόνο είναι που φέρνει τους Σοσιαλιστές αντιμέτωπους με ένα σοβαρό πρόβλημα.
Ο Ντίκενς μπορεί να περιγράφει μια οικογένεια που έχει πληγεί από την φτώχεια να καταβροχθίζει μια γαλοπούλα ψητή και μπορεί ίσως να την κάνει να φαίνεται χαρούμενη∙
από την άλλη, οι κάτοικοι των τέλειων συμπάντων φαίνεται να μην απολαμβάνουν καμιά αυθόρμητη χαρά και συνήθως, εκτός από ό,τι άλλο, είναι κάπως απωθητικοί.
Σαφώς, όμως, δεν σκοπεύουμε στο είδος του κόσμου που περιέγραψε ο Ντίκενς ούτε, πιθανότατα, σε οποιονδήποτε κόσμο ήταν εφικτό να φανταστεί.
Ο αντικειμενικός στόχος του Σοσιαλισμού δεν είναι μια κοινωνία όπου στο τέλος όλα καταλήγουν σωστά επειδή καλοκάγαθοι γηραιοί τζέντλεμεν χαρίζουν γαλοπούλες.
Σε τί σκοπεύουμε εάν όχι σε μια κοινωνία όπου η «ελεημοσύνη» θα ήταν αχρείαστη;
Θέλουμε έναν κόσμο όπου ο Σκρουτζ με το μέρισμα των κερδών του της υπεραξίας και ο Μικρός Τιμ με την γάγγραινα στο πόδι θα ήταν αδιανόητο να υπάρχουν και οι δύο μαζί.
Σημαίνει, όμως, αυτό ότι στοχεύουμε σε κάποιαν Ουτοπία δίχως πόνο και προσπάθεια;
Με το ρίσκο να πω κάτι που δεν θα ενέκριναν ίσως οι εκδότες της “TRIBUNE”, υπαινίσσομαι ότι η πραγματική επιδίωξη του Σοσιαλισμού δεν είναι η ευτυχία.
Έως τώρα η Ευτυχία υπήρξε ένα δευτερεύον, παράπλευρο και παράγωγο προϊόν και, εξ όσων γνωρίζουμε, μπορεί να παραμένει πάντοτε τέτοιο.
Η πραγματική επιδίωξη του Σοσιαλισμού είναι η ανθρώπινη αδελφοσύνη.
Αυτό αισθάνεται κανείς ευρέως να είναι το ζητούμενο που διακυβεύεται, αν και δεν λέγεται συνήθως ή δεν λέγεται αρκετά έντονα.
Οι άνθρωποι εξαντλούν την ζωή τους σε πολιτικές διαμάχες που ραγίζουν την καρδιά ή σκοτώνονται σε εμφυλίους πολέμους ή βασανίζονται στις μυστικές φυλακές της Γκεστάπο όχι προκειμένου να θεσπίσουν κάποιον φωτισμένον Παράδεισο με κεντρική θέρμανση και αιρ-κοντίσιον αλά επειδή θέλουν έναν κόσμο στον οποίο τα ανθρώπινα όντα αγαπούν αλλήλους αντί να εξαπατούν και να δολοφονούν αλλήλους.
Και αυτόν τον κόσμο τον θέλουν ως ένα πρώτο βήμα.
Δεν είναι και τόσο σίγουρο που πάνε από εκεί και μετά ενώ η προσπάθεια να το προβλέψει κανείς λεπτομερώςαπλά συσκοτίζει το θέμα.
Η Σοσιαλιστική σκέψη πρέπει να ασχοληθεί με την πρόβλεψη αλλά μόνο σε ευρείς όρους.
Συχνά κανείς πρέπει να στοχεύει σε σκοπούς που μόνον πολύ αμυδρά μπορεί να δει.
Για παράδειγμα, ο κόσμος αυτή την στιγμή βρίσκεται σε πόλεμο και επιζητά την ειρήνη. Ωστόσο, ο κόσμος δεν έχει καμιά εμπειρία της ειρήνης (και ούτε ποτέ την είχε –εκτός εάν υπήρξε ποτέ ο εκλεπτυσμένος και εξευγενισμένος Άγριος).
Ο κόσμος ζητά κάτι για το οποίο έχει αμυδρά την επίγνωση ότι θα μπορούσε να υπάρξει αλλά δεν μπορεί επακριβώς να το ορίσει.
Αυτά τα Χριστούγεννα, χιλιάδες άνθρωποι θα αιμορραγήσουν μέχρι θανάτου στα χιόνια της Ρωσσίας ή θα πνιγούν σε παγωμένα νερά ή θα πετσοκοφτούν μεταξύ τους σε βαλτώδη νησιά του Ειρηνικού∙ άστεγα παιδιά θα συγκρουστούν για τροφή εν μέσω των ερειπίων των Γερμανικών πόλεων.
Είναι ένας καλός σκοπός να καταστήσουμε το πράγμα αυτό αδύνατο. Είναι διαφορετικό ζήτημα, όμως, να πούμε λεπτομερώς πώς θα ήταν ένας κόσμος ειρηνικός.
Όλοι σχεδόν οι δημιουργοί της Ουτοπίας έμοιαζαν με τον άνθρωπο που είχε πονόδοντο και, επομένως, νόμιζε ότι η ευτυχία συνίσταται στο να μην έχει πονόδοντο.
Ήθελαν να παράγουν μια τέλεια κοινωνία μέσω μιας ατέρμονης επανάληψης κάποιου πράγματος το οποίο είχε αξία μόνον επειδή ήταν προσωρινό.
Λιγότερο περιορισμένη διαδρομή θα κάναμε αν πούμε ότι υπάρχουν δεδομένες γραμμές εντός των οποίων πρέπει η ανθρωπότητα να κινηθεί∙ Η υψηλή στρατηγική έχει χαρτογραφηθεί αλλά η λεπτομερής προφητεία δεν είναι δική μας δουλειά.
Οποιοσδήποτε επιχειρεί να φανταστεί την τελειότητα απλά αποκαλύπτει την προσωπική του κενότητα.
Αυτό συμβαίνει ακόμα και με έναν συγγραφέα τόσο σπουδαίο όσο ο Σουϊφτ, ο οποίος μπορεί να γδέρνει έναν επίσκοπο ή έναν πολιτικό τόσο στεγνά χειρουργικά και δίχως αναισθητικό αλλά, όταν προσπαθεί να δημιουργήσει έναν υπεράνθρωπο, απλά αφήνει την τελευταία εντύπωση που θα αποσκοπούσε ποτέ να δώσει: ότι οι βρωμεροί Yahoos είχαν εντός τους περισσότερες ανάπτυξης από τους πεφωτισμένους Houyhnhnms.


«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Κριτική στο βιβλίο του Ζακ Μαριταίν «Χριστιανικότητα και Δημοκρατία»

“OBSERVER” 10 Ιουνίου 1945

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos P. Papachristopoulos


Ο κ. Maritain ποτέ δεν είναι ένας συγγραφέας που διαβάζεται με ευκολία και ειδικά το τελευταίο του βιβλίο είναι γεμάτο από αυτά τα νεφελωδώς αφηρημένα κείμενα που φαίνεται πως είναι τόσο κοινότοπα στην σημερινή Γαλλική λογοτεχνία ώστε να μην καλυτερεύουν στην μετάφραση.
Ιδού δύο προτάσεις, επιλεγμένες σχεδόν στην τύχη:

«Η δημοκρατία είναι ένα παράδοξο και μια πρόκληση που απευθύνεται κατά της φύσεως, κατά αυτής της αχάριστης και πληγωμένης ανθρώπινης φύσεως της οποίας ανακαλεί στην μνήμη τους αρχέγονους πόθους και τα αποθέματα μεγαλείου της»

«Για την ανθρώπινη αδυναμία τίποτε πιο εύκολο από την συνένωση της θρησκείας με τις φυλετικές, οικογενειακές ή ταξικές προκαταλήψεις, με τα συλλογικά μίση, με τα πάθη μιας γενιάς και με τα πολτικά φαντάσματα τα οποία αποζημιώνουν μιαν ευλαβική αλλά ανεπαρκώς εξαγνισμένη ψυχή για την αυστηρότητα της ατομικής πειθαρχίας».

Και οι δύο αυτές –και οι εκατοντάδες άλλες σαν αυτές που είναι εξαπλωμένες σε όλο αυτό το βιβλίο– προτάσεις έχουν κάποιαν έννοια αλλά όχι μόνο πρέπει κανείς να ξετρυπώσει το νόημα αφού σκάψει κάτω από μάζες ρητορικών σχημάτων αλλά και να καταφύγει, έως κάποιαν έκταση, σε εικοτολογίες βάσει του γενικότερου τόνου του βιβλίου αλλά και από την γνωστή κατεύθυνση της προσωπικής σκέψεως του κ. Μαριταίν.
Αρκετά κείμενα στο βιβλίο αναγιγνώσκονται όπως οι ομιλίες ενός μη πολεμοχαρούς πολιτικού ηγέτη: γνωρίζουμε εκ των προτέρων με ποιαν πλευρά είναι αλλά θα είχαμε κάποια δυσκολία να το αποδείξουμε.
Ένας αόρατος λογοκριτής αιωρείται υπεράνω των σελίδων και είναι συχνά αναγκαίο, προκειμένου να τον ξεπεράσουμε σε πονηριά, να αποφύγουμε την χρήση των ορθών ονομάτων και να αλλάξουμε τις σαφέστατες έννοιες με αφηρημένες.
Αυτό που λέει ο κ. Μαριταίν είναι ότι η Δημοκρατία και οΧριστιανισμός δεν είναι ασυμβίβαστες –στην πραγματικότητα, είναι απαραίτητες μεταξύ τους εκατέρωθεν.
Μια Χριστιανική ζωή δύσκολα μπορεί να υπάρξει σε μια κοινωνία άδικη ενώ, από την άλλη, μια δημοκρατία η οποία είναι γνησίως εκκοσμικευμένη σε έμπνευση καταλήγει πάντα να μεταστραφεί σε δουλεία.
Επιπλέον, μια κοινωνία Χριστιανική δεν είναι απαραίτητα και χτυπημένη από την φτώχεια.
Η επιδίωξη των εργατικών τάξεων, όχι απλά για πολιτική ισότητα αλλά και για υψηλότερους μισθούς και καλύτερες εργατικές συνθήκες, είναι δικαιολογημένη και είναι η περιττή μη-εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας που κατέστησε εφικτή την άνοδο του αθεϊστικού Κομμουνισμού.
Κοντολογίς, ο Χριστιανισμός μπορεί να συμφιλιωθεί με την υλική πρόοδο.
Στα αυτιά μας αυτό με δυσκολία ακούγεται και ηχεί ως το είδος της τοποθέτησης που απαιτείται να προφερθεί με επιφυλακτικότητα αλλά ο κ. Μαριταίν έχει καλούς λόγους για τον προσεκτικό τρόπο γραφής.
Κατ’ αρχάς, αυτά τα δοκίμια γράφτηκαν στα μέσα του 1942, όταν ο Άξονας φαινόταν ακόμα ικανός να κερδίσει τον πόλεμο και το καθεστώς του Πεταίν δεν εξακολουθούσε μόνο να βρίσκεται στην εξουσία αλλά είχε, σε μια σεβαστή έκταση, την έγκριση των Καθολικών εκτός Γαλλίας.
Δεύτερον, το είδος του Χριστιανικού Σοσιαλισμού το οποίο υποστηρίζει ο κ. Μαριταίν μόνον πολύ προσφάτως ξεκίνησε να κερδίζει έδαφος και, σίγουρα, δεν είναι αντιπροσωπευτικό για το σύνολο της Εκκλησίας.
Πρωταρχικά, ο κ. Μαριταίν γράφει «κατά» των Καθολικών αδελφών του και γνωρίζει καλά για τον δεσμό που υπάρχει μεταξύ Καθολικισμού και αντίδρασης.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, λέει, «οι εργατικές τάξεις αναζήτησαν την σωτηρία τους στην άρνηση του Χριστιανισμού∙ οι Συντηρητικοί Χριστιανικοί κύκλοι αναζήτησαν την δική τους σωτηρία στην άρνηση των πρακτικών, αναγκών της δικαιοσύνης και της αγάπης»
Η κατάσταση σήμερα δεν είναι διόλου καλύτερη, αν και η ήττα των δυνάμεων του Άξονα την έκανε προσωρινά να εμφανίζεται ότι βελτιώθηκε και, όταν κανείς θυμάται τα λυρικά εγκώμια υπέρ του φασισμού που εκστομίζονταν από Καρδιναλίους και Καθολικούς απολογητές μόλις πριν από λίγα χρόνια, δεν εκπλήσσει αν ο κ. Μαριταίν επενδύει την έκκλησή του υπέρ του Χριστιανικού Σοσιαλισμού με απαλή και αρκετά διακριτική γλώσσα.
Το πράγμα εκείνο το οποίο δεν νοιάζεται καν να παραδεχθεί είναι η μοναχικότητα της δικής του θέσης.
Το πόσο μοναχική είναι θα μπορούσε να διαπιστωθεί την εποχή του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, όταν ήταν ένας από την μικρή χούφτα διακεκριμένων Καθολικών που παρέμειναν νηφάλιοι και αρνήθηκαν να κάνουν προπαγάνδα υπέρ του Φασισμού.
Είναι ικανός να επιχειρηματολογήσει με σθένος ότι η Δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη είναι εγγενείς στην Χριστιανική δογματική φόρμουλα εφόσον έχουν στηριχθεί από τους ηγέτες της Εκκλησίας (αλλά είναι δύσκολο να αισθανθούμε ότι οι άνθρωποι για τους οποίους συγκεκριμένα γράφει θα εντυπωσιαστούν και πολύ).
Γεγονός είναι ότι ο Καθολικός Ανθρωπιστής είναι ένα ζώο σπάνιο όπως ο λευκός αλμπίνο ελέφαντας –και, πιθανότατα, πρέπει να παραμείνει τέτοιος.
Ο Ανθρωπισμός προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρον όλων των πραγμάτων.
Το Χριστιανικό δόγμα προϋποθέτει ότι ο κόσμος αυτός έχει νόημα μόνο σε σχέση με τον άλλο κόσμο.
Θεωρητικά είναι εφικτός ένας συμβιβασμός αλλά πάντα αποτυγχάνει όταν εγείρεται οποιοδήποτε συγκεκριμένο πρόβλημα.
Ο κ. Μαριταίν διαπιστώνει ότι είναι αναπόφευκτη η απομάκρυνση των μαζών από μιαν Εκκλησία αντιδραστική και θα ήθελε να επανορθώσει την κατάσταση όχι με την φασιστική πατέντα του να κρατάνε τις μάζες αδαείς αλλά με την έκκληση προς τους πλουσίους να μετανοήσουν.
Είναι απρόθυμος να παραδεχθεί (ή, σε κάθε περίπτωση, δεν το λέει πολύ καθαρά) ότι η θρησκευτική πίστη αποτελεί συχνά ένα ψυχολογικό τέχνασμα για να αποφευχθεί η μετάνοια.
Στο μεταξύ, όμως, το ουσιαστικό ζητούμενο παραμένει.
Η υλική πρόοδος, η οποία είναι απαραίτητα αν ο μέσος άνθρωπος πρόκειται να είναι καθόλου καλύτερος από έναν δούλο, επιτυγχάνεται μόνο με ένα τρομερό τίμημα.
Η θρησκευτική στάση ζωής πρέπει, με κάποιον τρόπο, να αποκατασταθεί –και όμως, ο μόνος δογματικός οργανισμός που είναι διαθέσιμος στον Δυτικό κόσμο είναι αυτός που εμφανώς η μεγάλη μάζα του λαού είναι ολοένα και λιγότερο πρόθυμη να αποδεχθεί.
Ο κ. Μαριταίν προβάλλει τον συνήθη ισχυρισμό ότι μια δίκαιη κοινωνία μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με βάση τις Χριστιανικές Αρχές.
Πριν κάνει δηλώσεις αυτού του είδους, θα όφειλε κανείς να σκεφτεί ότι μόνο το ¼ του παγκόσμιου πληθυσμού είναι κατ’ όνομα Χριστιανοί και ότι η αναλογία διαρκώς ελαττώνεται: επίσης, οι Ινδουϊστές ή οι Κινέζοι δεν είναι ιδιαίτερα χειρότεροι άνθρωποι από εμάς.
Ο κ. Μαριταίν αποτελεί μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω και εκεί είναι, μάλλον, μια φωνή χαμηλόφωνη και αποσιωπημένη.
Εν τούτοις, αν αναλογιστεί κανείς τους ανθρώπους για τους οποίους έγραφε και τις πιέσεις στις οποίες πιθανότατα υπόκειτο, θα πρέπει να είχε χρειαστεί αρκετό κουράγιο για να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο σε μια τέτοια εποχή.


«ΤΑ ΑΚΡΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1944
Κριτική στο βιβλίο του Alfred Noyes «Στα χείλη της Αβύσσου»
Σημείωμα του μεταφραστή: το μικρό αυτό άρθρο αναφέρεται στο ακραίο σύνορο του Ατλαντικού ως σημείο-κλειδί για την χρήση ενός κοινού οργάνου (του Υπουργείου Πληροφοριών Μ.Ο.Ι. ) στο πλαίσιο μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας των μαζών. Πρέπει να αναγνωστεί ως το κεντρικό άρθρο που ερμηνεύει το σύνολο των άρθρων του συγγραφέα περί Ισπανίας και Χριστιανισμού αλλά σε άμεσο συνδυασμό με το κείμενο με τίτλο «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» που έχει αφιερωθεί στην Ισπανία, το έργο «ΠΡΟΟΙΜΙΟ-ΕΞΗΓΗΣΗ & ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» και το δοκίμιο «Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ» (βλ. μεταφράσεις Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου). Είναι σίγουρο ότι πρόκειται για τον ίδιο συγγραφέα.
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Όσο ασυνάρτητο και –σε κάποια σημεία– ανόητο κι αν είναι αυτό το βιβλίο, εγείρει ένα πραγματικό πρόβλημα
και θα βάλει τους αναγνώστες του να σκεφθούν ακόμα κι αν ο στοχασμός τους ξεκινήσει να αποδίδει μόνον
από εκείνο το σημείο-κλειδί στο οποίο ο κ. Noyes σταματά.
Η θέση του είναι ότι ο Δυτικός πολιτισμός βρίσκεται υπό τον κίνδυνο πραγματικής καταστροφής,
σε στενωπό στην οποία έχει έλθει όχι από οικονομικές δυσαρμονίες αλλά εξαιτίας
της παρακμής της πίστης
στο απόλυτο καλό και κακό.
Οι κανόνες της συμπεριφοράς, στους οποίους πρέπει να στηρίζεται κάθε σταθερή κοινωνία, καταλύονται:
«Σε ποιάν υπόσχεση μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη, ποιάν στέρεα συμφωνία
μπορεί άραγε να επιτευχθεί και πάλι σε έναν κόσμο όπου εκατομμύρια και εκατομμύρια άνθρωποι
έχουν διαπαιδαγωγηθεί ώστε να πιστεύουν ότι, αν φαίνεται ότι τους συμφέρει,
μπορούν να παραβιάσουν οποιαδήποτε συμφωνία ή υπόσχεση –οσοδήποτε επίσημα κι αν έχει γίνει–
την οποία δεν απαιτείται οι “ρεαλιστικά” σκεπτόμενοι ή οι “ψύχραιμοι ηγέτες” να την θεωρούν τίποτε παραπάνω
από “παλιόχαρτα”, ακόμα και αν η παραβίασή της συνεπάγεται την δολοφονία εκατομμυρίων αθώων
που κοιμούνται μέσα στην νύχτα;»
Υπάρχει αρκετή ένταση σε αυτό το ερώτημα, το οποίο ο κ. Noyes επαναλαμβάνει πάλι και πάλι διαρκώς
με διάφορες μορφές.
Στο Χάος στο οποίο ζούμε, ακόμα και οι διακριτικές αιτίες της κοινής αξιοπρέπειας λησμονούνται.
Η πολιτική, εσωτερική ή εξωτερική, πιθανότατα δεν είναι περισσότερο ανήθικη απ’ ό,τι ήταν πάντα
αλλά αυτό που είναι καινούργιο είναι η αυξανόμενη συναίνεση των συνηθισμένων ανθρώπων
στα δόγματα της ωφελιμότητας, η απάθεια της κοινής γνώμης ενώπιον των πιο στυγνών εγκλημάτων
και μαρτυρίων καθώς και η κατ’ εντολήν αμνησία τύπου μπλακ-άουτ που επιτρέπει σε αιμοσταγείς
δολοφόνους να μεταστραφούν μέσα σε ένα βράδυ σε δημόσιους ευεργέτες, αν το απαιτεί
η «στρατιωτική αναγκαιότητα».
Εντελώς νέα, εξ άλλου, είναι και η αμφιβολία που ρίχνουν τα διάφορα ολοκληρωτικά συστήματα
στην ίδια την ύπαρξη της αντικειμενικής αλήθειας
και η συνεπακόλουθη χάλκευση της ιστορίας σε εκτεταμένη κλίμακα.
Ο κ. Noyes έχει απόλυτο δίκιο να διαμαρτύρεται κατά όλων αυτών –και, μάλλον, υποτιμά την ζημιά που γίνεται
στον συνήθη κοινό νου από την λατρεία του «ρεαλισμού»
που έχει την εγγενή τάση να νομίζει ότι η άτιμη οδός είναι πάντα η επικερδής.
Πράγματι, η απώλεια των ηθικών κριτηρίων φαίνεται να υποσκάπτει την αίσθηση
της πιθανής έκβασης των πραγμάτων.
Ο κ. Noyes εξακολουθεί να βρίσκεται εντός των ορίων των δίκαιων ισχυρισμών του όταν δικαιολογημένα λέει
ότι η ιντελλιγκέντσια μολύνεται περισσότερο από τις ολοκληρωτικές ιδέες
σε σχέση με τον απλό κόσμο
και πρέπει εν μέρει να ενοχοποιηθούν τα μέλη της ως υπεύθυνα για την σύγχυση στην οποία σήμερα βρισκόμαστε.
Η διάγνωσή του, ωστόσο, για τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι πολύ επιφανειακή
και η θεραπεία που προτείνει είναι αμφισβητήσιμη, ακόμα και από την οπτική γωνία της εφαρμοσιμότητάς της.
Κατ΄αρχάς, δεν θα ήταν σωστό να υποθέτουμε
–όπως κάνει συνεχώς ο κ. Noyes– ότι
μια αξιοπρεπής κοινωνία μπορεί να θεμελιωθεί μόνο με βάση τις Χριστιανικές αρχές.
Ισοδυναμεί με το να πούμε ότι μια καλή ζωή μπορεί να υπάρξει
μόνο στο ακραίο όριο του Ατλαντικού.
Περίπου το 1/4 του παγκόσμιου πληθυσμού είναι κατ’ όνομα Χριστιανοί –και οι αναλογίες διαρκώς ελαττώνονται.
Η αχανής έκταση της Ασίας δεν είναι Χριστιανική –και, δίχως κάποιο απρόβλεπτο θαύμα, ποτέ δεν θα γίνει.
Θα πρέπει, άραγε, να πούμε ότι δεν μπορεί να δημιουργηθεί ποτέ μια αξιοπρεπής κοινωνία στην Ασία;
Εάν ναι, τότε πουθενά δεν μπορεί να υπάρξει.
Και θα μπορούσε, το ίδιο επίσης, να εγκαταλειφθεί εκ των προτέρων
και ολόκληρη η προσπάθεια να αναγεννηθεί η κοινωνία.
Ο κ. Noyes κάνει μάλλον λάθος όταν φαντάζεται ότι η Χριστιανική πίστη μπορεί να αποκατασταθεί
όπως υπήρχε στο παρελθόν, ακόμα και στην ίδια την Ευρώπη.
Το πραγματικό πρόβλημα της εποχής μας είναι να αποκατασταθεί η αντίληψη του απόλυτου καλού και κακού
όταν έχει χαθεί η πίστη όπου αυτή η αντίληψη συνήθως στηριζόταν –δηλαδή, η πίστη στην προσωπική αθανασία.
Αυτό απαιτεί πίστη,
κάτι το οποίο είναι κάτι διαφορετικό από την ευπιστία.
Φαίνεται αμφίβολον εάν ο κ. Noyes έχει αντιληφθεί πλήρως την διάκριση.
Κατόπιν, υπάρχει το ζήτημα της ποσότητας ευθύνης που ανήκει για την εξασθένηση των ηθικών κριτηρίων
στους μπλαζέ κουλτουριάρηδες (οι «ψευτοδιανοούμενοί μας», είναι η αγαπημένη ονομασία
του κ. Noyes γι’ αυτούς). Ο κ. Noyes γράφει για το ζήτημα αυτό με την ίδια μάλλον ένταση
που γράφει τα τελευταία 20 χρόνια η “LONDON MERCURY”.
«Οι ψευτοδιανοούμενοι» είναι καταχθόνιοι, προκλητικοί, επιτίθενται στην θρησκεία, στον πατριωτισμό,
στην οικογένεια, κ.τ.λ., κ.τ.λ.
Είναι, όμως –όπως φαίνεται– υπεύθυνοι και για την άνοδο του Χίτλερ, κατά κάποιον τρόπο.
Τώρα, αυτό αντιφάσκει με τα γεγονότα.
Κατά την διάρκεια των κρισίμων ετών, ήταν ακριβώς αυτοί οι «ψευτοδιανοούμενοι» που βδελύσσεται ο κ. Noyes
αυτοί που διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στην φρίκη του Φασισμού ενώ οι Συντηρητικοί Torys και ο εκκλησιαστικός
Τύπος έκαναν ό,τι το καλύτερο για να τους φιμώσουν.
Ο κ. Noyes καταδικάζει την πολιτική του κατευνασμού –αλλά ποια ήταν η στάση της Εκκλησίας και του Τύπου της
σε αυτό το ζήτημα;
Από την άλλη, οι διανοούμενοι τους οποίους πράγματι επιδοκιμάζει
–και αυτούς τελικά μόνο κάτω από πολύ αμφισβήτηση– βρίσκονται στην πλευρά των αγγέλων.
Ένας εξ αυτών είναι, φυσικά, ο Κάρλαϊλ ο οποίος υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της σύγχρονης λατρείας της ισχύος
και της επιτυχίας, δεδομένου ότι επικρότησε τον Γ’ Γερμανικό Πόλεμο τόσο παταγωδώς όσο και ο Pound τον Ε’.
Ο άλλος είναι ο Κήπλινκ.
Ο Κήπλινκ δεν ήταν ολοκληρωτικός αλλά η ηθική του είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αμφίβολη.
Ο κ. Noyes παρατηρεί, στην αρχή του βιβλίου του, ότι δεν μπορεί κανείς να απαλλαχθή από τους δαίμονες
χωρίς την βοήθεια του Βεελζεβούλ.
Είναι, όμως, και εξαιρετικά οργισμένος επειδή μπορούν ακόμα να δημοσιεύονται αντι-Αγγλικά βιβλία στην Αγγλία
και να εγκωμιάζονται από τις Αγγλικές εφημερίδες.
Δεν έτυχε, άραγε, να αντιληφθεί ότι αν σταματούσαμε να κάνουμε αυτό το πράγμα, τότε θα εξαφανιζόταν
η βασική διαφορά ανάμεσα σε εμάς και στους αντιπάλους μας;


«Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΛΑΟΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 30 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1944
Κριτική στα βιβλία
α) του Joshua Trachtenberg «Ο Διάβολος και οι Εβραίοι»
β) του Edmond Fleg «Γιατί είμαι Εβραίος»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Είναι ώρα να πραγματοποιήσει μιαν πλήρην έρευνα η «Μαζική Παρακολούθηση» ή κάποιο άλλο όργανο
για το ζήτημα της επικράτησης του Αντισημιτισμού, όσο λεπτό κι αν είναι το θέμα αυτό στο πλαίσιο
του διεξαγόμενου πολέμου.
Η λαϊκή προκατάληψη κατά των Εβραίων είναι ασφαλώς ευρύτατα διαδεδομένη και ίσως αυξανόμενη.
Είναι, όμως, πολύ σημαντικό να κρίνουμε κατά πόσο πρόκειται για αληθινό Αντισημιτισμό,
ένα επί της ουσίας μαγικό δόγμα
–και κατά πόσο πρόκειται για καθαρή ξενοφοβία και εκλογίκευση προβλημάτων οικονομικής κρίσης.
Οι ερμηνείες για τον Αντισημιτισμό διακρίνονται γενικώς σε δύο σχολές
που θα μπορούσαν να αποκαλούνται η «παραδοσιακή» και η «οικονομική».
Καμία δεν είναι εντελώς ικανοποιητική.
Οι Αριστεροί στοχαστές σχεδόν πάντα αποδέχονται την δεύτερη ερμηνεία, θεωρώντας τους Εβραίους ως απλά
έναν βολικό αποδιοπομπαίο τράγο τον οποίο οι κυρίαρχοι της κοινωνίας μπορούν να καθιστούν υπεύθυνο
για τα δικά τους κακουργήματα.
Όταν η παραγωγή πέφτει ή η ανεργία αυξάνει, κατηγορήστε τους Εβραίους –χονδρικά, αυτή είναι η φόρμουλα.
Το πρόβλημα δημιουργείται επειδή δεν είναι ευκρινές γιατί θα έπρεπε πάντα να διαλέγονται οι Εβραίοι
και όχι κάποιο άλλο μειοψηφικό γκρουπ,
γιατί ο Αντισημιτισμός ανθεί μεταξύ ανθρώπων που δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο οικονομικό πρόβλημα
ή γιατί, άραγε, θα έπρεπε να αναμειγνύεται με άσχετες μαγικές πεποιθήσεις.
Η άλλη θεωρία, ωστόσο, που υποστηρίζει ότι ο Αντισημιτισμός αποτελεί πρωταρχικά μια κληρονομιά
από τον Μεσαίωνα, επίσης δεν καλύπτει όλα τα γεγονότα –όπως δείχνουν αυτά τα 2 βιβλία.
Ο Edmond Fleg, στο συγκινητικό μικρό βιβλίο του, περιγράφει την επάνοδό του στην πίστη των προγόνων του
ύστερα από πολλά χρόνια σκεπτικισμού και θεωρεί ότι οι Εβραίοι διώκονται απλά «επειδή είναι Εβραίοι», δηλ.
επειδή εντός ενός ξένου περιβάλλοντος, μένουν αφοσιωμένοι στην θρησκευτική και πολιτιστική τους ταυτότητα.
Όμως, το ίδιο συμβαίνει και με πολλά άλλα μικρά γκρουπ σε ολόκληρο τον κόσμο
–και είναι πολύ αμφίβολο εάν η σύγχρονη Ευρώπη νοιάζεται σοβαρά για δογματικές απαντήσεις
ώστε να θέλει να διώκει ανθρώπους, απλά επειδή δεν είναι Χριστιανοί.
Ο κ. Trachtenberg θεωρεί ότι ο Αντισημιτισμός είναι ένα υπόλειμμα από τον Μεσαίωνα, από τον οποίο ξέχασε
ο σύγχρονος κόσμος να απαλλαγή. Με τεράστιον πλούτο περιπτώσεων και ολοκληρωμένες πλήρως περιγραφές,
παρακολουθεί την εξέλιξη των Εβραϊκών διώξεων από την αρχή του Μεσαίωνα και μετά.
Λυντσαρίστηκαν, κάηκαν, ανασκολοπίστηκαν στον τροχό, εξορίστηκαν από την μια χώρα μετά την άλλη.
Κατηγορήθηκαν για δηλητηριάσεις, σοδομισμό, επικοινωνία με τον Διάβολο, για πρακτικές τελετουργικών φόνων,
ότι πίνουν το αίμα βρεφών, ότι διήφθειραν Χριστιανές παρθένους, ότι αναδίνουν μιαν μυρωδιά
χαρακτηριστική και αηδιαστική, ότι βεβήλωσαν την Όστια, ότι πετούν με σκούπες, ότι γεννούν γουρουνόπουλα
–σχεδόν για όλα, δηλαδή.
Αν και «άπιστοι», θεωρούνταν επίσης –κάπως αλόγιστα και ασυλλόγιστα– ως «αιρετικοί»
ενώ η χειρότερη δίωξη κατά των Εβραίων συμπίπτει πάνω-κάτω με την περίοδο των διωγμών κατά των αιρέσεων,
δηλαδή μετά τον 5ο αιώνα και μετά.
Λίγο τους ωφέλησε η Μεταρρύθμιση, διότι ήταν εξίσου αιρετικοί και από την οπτική πλευρά των Προτεσταντών
καθώς ο Μαρτίνος Λούθηρος υπήρξε εξαιρετικά οξύς Αντισημίτης.
Ο κ. Trachtenberg δεν αντιμετωπίζει δυσκολία να δείξει την παράλογη φύση της μεσαιωνικής στάσης
απέναντι στους Εβραίους.
Δεν υπήρξε ουδεμία καθαρή βάση για αυτήν∙ εκτός από την κατηγορία πως οι Εβραίοι ήταν τοκογλύφοι
–και, όπως δείχνει, ο Χριστιανισμός εισέβαλε στο πεδίο αυτό αμέσως μόλις έγινε πραγματικά επικερδής
ο δανεισμός χρημάτων.
Εάν είχε επεκτείνει την έρευνά του στους σύγχρονους καιρούς, θα μπορούσε ίσως να προσθέσει ότι
οι σύγχρονες ιδέες για τους Εβραίους είναι, συχνά, εξίσου παράλογες.
Για παράδειγμα, η χαρακτηριστική πίστη του Φασισμού ότι ο Εβραίος έχει, κατά κάποιον τρόπο, σχέδιο
να γίνει ταυτόχρονα Καπιταλιστής και Κομμουνιστής ή πως όλη η χτυπημένη από την φτώχεια εργατική τάξη
των Εβραίων είναι μυστικά εκατομμυριούχοι.
Ωστόσο, δύο πράγματα παραμένουν ανεξήγητα.
Το ένα είναι γιατί, τέλος πάντων, ξεκίνησε αρχικά η καταδίωξη των Εβραίων η οποία,
στο κάτω-κάτω, είναι κάτι ΠροΧριστιανικό.
Το άλλο είναι γιατί –αν είναι σωστή η θέση του κ. Trachtenberg– αυτή η συγκεκριμένη, μεσαιωνική δεισιδαιμονία
έπρεπε να επιβιώσει όταν τόσες άλλες έχουν σβήσει.
Πού λίγοι άνθρωποι σήμερα πιστεύουν στην μαγεία, πίστη
η οποία –σύμφωνα με τον κ. Trachtenberg– οδήγησε σε εκατοντάδες χιλιάδες δολοφονίες μεταξύ 1450 και 1550
μόνο στην Γερμανία.
Γιατί τόσο πολύς κόσμος είναι έτοιμος ακόμα να πιστέψει
ότι οι Εβραίοι «βρωμάνε» ή ότι αυτοί προκάλεσαν τον πόλεμο ή ότι συνωμοτούν να κατακτήσουν τον κόσμο
ή ότι ευθύνονται για τις οικονομικές υφέσεις, τις επαναστάσεις και τα αφροδισιακά νοσήματα;
Το όλο ζήτημα απαιτεί διερεύνηση με ψυχρό αίμα.
Και το γεγονός ότι θα ανακαλύπταμε πιθανότατα ότι ο Αντισημιτισμός διαφόρων ειδών
είναι επικίνδυνα κοινός και ότι οι μορφωμένοι δεν έχουν ανοσία ούτε κατ’ ελάχιστον σε αυτόν,
δεν θα έπρεπε να μας αποτρέψει.



«ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Tribune, 25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να συγκριθεί ειδικά με την μετάφραση του θεατρικού του Αλμπέρ Καμύ με τίτλο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» και γενικά με τα άρθρα Καμύ και Όργουελ περί Συνταγματικής Δημοκρατίας, περί Επανάστασης και περί Ελευθερίας, που μαρτυρούν ότι πρόκειται για έργο ενός και μόνον, του ιδίου ανθρώπου. Πρέπει, ακόμα, να συνδεθεί με όλες τις ομιλίες και μεταφράσεις Καμύ-Όργουελ περί Γερμανίας.
Εξετάζοντας την εισαγωγή του Chesterton στο βιβλίο «Δύσκολοι Καιροί» – (παρεμπιπτόντως, οι εισαγωγές
του Τσεστερτον στον Ντίκενς είναι σχεδόν ό,τι καλύτερο έγραψε ποτέ) – σημειώνω την τυπικά γενικευτική δήλωση:
«Δεν υπάρχουν νέες ιδέες».
Ο Τσέστερτον ισχυρίζεται εδώ ότι οι ιδέες που ενέπνευσε η Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν νέες
αλλά αποτελούσαν απλά μιαν αναβίωση πεποιθήσεων που είχαν ακμάσει παλιότερα
–και, κατόπιν, εγκαταλείφθηκαν.
Ο ισχυρισμός, όμως, πως «δεν υπάρχει ουδέν καινόν υπό τον ήλιον»
αποτελεί ένα από τα κοινότοπα επιχειρήματα των ευφυών αντιδραστικών.
Οι απολογητές του Καθολικισμού, πιο συγκεκριμένα, τον χρησιμοποιούν σχεδόν αυτόματα.
Ο,τιδήποτε μπορεί να πεις ή να σκεφτείς έχει ειπωθεί ή έχει γίνει αντικείμενο σκέψεως στο παρελθόν.
Κάθε πολιτική θεωρία –από τον Φιλελευθερισμό ως τον Τροτσκισμό– μπορεί πράγματι να αποδειχθεί
ότι είναι εξέλιξη κάποιας αίρεσης των πρώϊμων ετών της Εκκλησίας.
Κάθε φιλοσοφικό σύστημα, σε ύστατη ανάλυση, εκπηγάζει από τους Έλληνες και τα Ελληνικά.
Κάθε επιστημονική θεωρία (αν είναι να πιστέψουμε τον λαϊκό Τύπο των Καθολικών) είχε δρομολογηθεί
στον 13ο αιώνα από τον Ρότζερ Μπαίηκον και άλλους.
Μερικοί Ινδουϊστές στοχαστές προχωρούν έτι περαιτέρω και ισχυρίζονται πως όχι μόνον όλες
οι επιστημονικές θεωρίες αλλά και όλα τα επιτεύγματα της εφηρμοσμένης επιστήμης
καθώς και τα αεροπλάνα, το ραδιόφωνο όπως επίσης και ολόκληρη η βαλίτσα των κόλπων με τα τρυκ
ήταν γνωστά στους αρχαίους Ινδούς, οι οποίοι ύστερα τις άφησαν όλες
επειδή ήταν ανάξιες της προσοχής τους.
Δεν είναι πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί ότι αυτή η ιδέα
έχει τις ρίζες της στον φόβο της προόδου.
Αν τίποτε δεν υπάρχει «καινόν υπό τον ήλιον»,
εάν το παρελθόν πάντοτε επιστρέφει με την μια μορφή ή την άλλη,
τότε το μέλλον –όταν έρθει– θα είναι κάτι το οικείο.
Αυτό που σε καμία περίπτωση δεν θα έρθει –αφού ποτέ πριν δεν έχει έρθει–
είναι εκείνο το θεωρούμενο ως το πλέον πολυμίσητο και τρομερό πράγμα:
ο κόσμος των ελευθέρων και ίσων ανθρωπίνων πλασμάτων.
Ιδιαίτερα συμφέρουσα και βολική στους αντιδραστικούς στοχαστές είναι η ιδέα
ενός κυκλικού σύμπαντος,
στο οποίο συμβαίνει η ίδια αλυσίδα των γεγονότων να εξελίσσεται πάλι και πάλι ξανά από την αρχή.
Σε ένα τέτοιο σύμπαν, κάθε φαινομενική εξέλιξη προς την δημοκρατία
σημαίνει απλά ότι ζυγώνει λίγο πιο κοντά η επερχόμενη εποχή της τυραννίας και των προνομίων.
Αυτή η πεποίθηση, όσο κι αν είναι προφανώς βασισμένη σε προλήψεις,
υποστηρίζεται σήμερα ευρέως και είναι κοινή
ανάμεσα στους Φασίστες συνολικά και στους Φασίστες που η καταγωγή τους είναι η Εγγύς Δύση ή Αριστερά.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν νέες ιδέες.
Παραδείγματος χάριν, η ιδέα ότι ένας εξελιγμένος πολιτισμός
δεν είναι απαραίτητο να στηρίζεται εξ ανάγκης στην δουλεία
είναι μια ιδέα σχετικά νέα∙
είναι κατά πολύ νεώτερη από την Χριστιανική θρησκεία.
Ακόμα, όμως, κι αν το απόφθεγμα του Τσέστερτον ήταν αλήθεια, θα ίσχυε μόνο υπό την έννοια ότι
ένα άγαλμα συμπεριλαμβάνεται σε κάθε κομματάκι πέτρας.
Οι ιδέες μπορεί να μην αλλάζουν –αλλά η έμφαση διαρκώς εναλλάσσεται και κινείται.
Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι
το πιο σπουδαίο τμήμα της θεωρίας του Μαρξ εμπεριέχεται στο ρητό
“Where your treasure is, there will your heart be also” «Όπου γαρ έστιν ο θησαυρός ημών, εκεί έσται και η καρδία ημών»
Πριν, όμως, ο Μαρξ αναπτύξει αυτήν την θεωρία,
τί ισχύ είχε αυτό το απόφθεγμα;
Ποιός το είχε προσέξει;
Ποιός το είχε καταλάβει και είχε συμπεράνει εξ αυτού –πράγμα το οποίο, οπωσδήποτε, υπονοεί–
ότι οι νόμοι, οι θρησκείες και οι ηθικοί κώδικες αποτελούν όλα ένα εποικοδόμημα
χτισμένο πάνω από τις υπάρχουσες σχέσεις ιδιοκτησίας;
Ήταν ο Χριστός, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, αυτός που εκστόμισε τα λόγια του κειμένου
αλλά ήταν ο Μαρξ αυτός που τους έδωσε ζωή.
Κι από την στιγμή που το έκανε –και τα έφερε στην ζωή–
τα κίνητρα των πολιτικών, των ιερέων, των δικαστών, των ηθικολόγων και των εκατομμυριούχων
έχουν τεθεί πλέον κάτω από την βαθύτατη υποψία:
κάτι το οποίο εξηγεί, φυσικά, γιατί τον μισούν τόσο πολύ.





«Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Η ΡΩΣΣΙΑ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 15 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1948
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε συνάρτηση με την σειρά κειμένων της Σιμόν Βέϊλ όπου αναλύεται πλήρως η θεωρία του Μαρξ καθώς και με τα άρθρα του Όργουελ («ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», «Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ», «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ», «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ», «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ», «ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ». Βλ. και την μετάφραση της διπλωματικής εργασίας του Καμύ με τίτλο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» και τα έργα του 1948). Προσοχή, όπως είναι εύλογο, πρέπει να δοθεί στην επιστημονική σύνδεση της θεωρίας περί κεφαλαίων του Μαρξ με το κίνημα των ρητών του Χριστού σε σχέση κυρίως με τα Αγγλικά των βιβλίων και τα Ελληνικά του Ευαγγελίου.
Η λέξη «Κομμουνισμός» –σε αντίθεση με τον «Φασισμό» – ποτέ δεν εξέπεσε σε μιαν έννοια
που να χρησιμοποιείται καταχρηστικά και δίχως νόημα.
Ωστόσο, ενυπάρχει σ’ αυτήν μια ορισμένη ασάφεια, πράγματι,
και σημαίνει τουλάχιστον 2 διαφορετικά πράγματα που μόνο σπάνια συνδέονταν μεταξύ τους:
μια πολιτική θεωρία και ένα πολιτικό κίνημα,
κίνημα ο οποίο κατά κανέναν τρόπο δεν θέτει σε εφαρμογή την θεωρία.
Όπως αποδεικνύεται κατά τα φαινόμενα, τα έργα και οι πράξεις
της Κομινφορμ θα μπορούσαν να ομοιάζουν ως πιο σημαντικές από τις προφητείες του Μαρξ
αλλά –όπως ο κ. John Plamenatz μας υπενθυμίζει
στο προσφάτως δημοσιευθέν του βιβλίο με τίτλο «ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ» το 1947–
το αρχικό όραμα του Κομμουνισμού δεν πρέπει ποτέ να λησμονηθεί,
εφόσον παραμένει η δύναμη που εφοδιάζει εκατομμύρια οπαδούς με πίστη
και, άρα, με την ισχύ να δράσουν.
Οι αρχές
Στις πηγές του ο «Κομμουνσιμός» σήμαινε μιαν ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία
που στηριζόταν στο αξίωμα «Στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Ο Μαρξ κατέστησε εφικτό αυτό το όραμα, κάνοντάς το τμήμα μιας κατά τα φαινόμενα
αναπόφευκτης ιστορικής διαδικασίας/προτσές: η κοινωνία επρόκειτο να ξεπέσει
σε μιαν ελάχιστη τάξη κατεχόντων και σε μια τεράστια τάξη μη-προνομιούχων
και –κάποιαν μέρα, σχεδόν αυτομάτως– οι μη κατέχοντες επρόκειτο να αναλάβουν την εξουσία.
Λίγες μόνο δεκαετίες ύστερα από τον θάνατο του Μαρξ, ξέσπασε η Ρωσσική Επανάσταση
και οι άνθρωποι που τέθηκαν επικεφαλής αυτοανακηρύχθηκαν και πίστεψαν
πως οι ίδιοι ήταν οι πιο πιστοί μαθητές του Μαρξ.
Η επιτυχία τους, όμως, εξαρτήθηκε στην πραγματικότητα από το γεγονός ότι εγκατέλειψαν
ένα μεγάλο τμήμα του κηρύγματος του διδασκάλου τους.
Ο Μαρξ είχε προβλέψει ότι η επανάσταση θα γινόταν πρώτα στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες.
Τώρα είναι σαφές ότι αυτό ήταν λάθος –αλλά ήταν σωστός
υπό την έννοια ότι το είδος της επανάστασης που προέβλεψε
δεν μπορούσε να συμβεί σε μια μη-προοδευμένη χώρα όπως η Ρωσσία
όπου οι βιομηχανικοί εργάτες ήταν μια μειοψηφία.
Ο Μαρξ είχε οραματιστεί ένα συντριπτικά ισχυρό προλεταριάτο
που θα εκκαθάριζε και θα έβαζε στην άκρη ένα μικρό γκρουπ αντιπάλων
και, κατόπιν, θα κυβερνούσε δημοκρατικά μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων.
Αυτό που πραγματικά συνέβη στην Ρωσσία ήταν η αρπαγή της εξουσίας
από ένα μικρό σώμα αταξικών, επαγγελματιών επαναστατών
που ισχυρίστηκαν ότι αντιπροσώπευαν τον απλό κόσμο
αλλά δεν είχαν εκλεγεί από αυτόν ούτε ήταν υπόλογοι σε αυτόν.
Από την οπτική πλευρά του Λένιν, αυτό ήταν αναπόφευκτο:
αυτός και η ομάδα του θα έπρεπε να παραμείνουν στην εξουσία
εφόσον αυτοί αποκλειστικά ήταν οι αληθινοί κληρονόμοι της Μαρξιστικής διδασκαλίας
και ήταν φανερό ότι δεν θα μπορούσαν να μείνουν στην εξουσία με δημοκρατικό τρόπο.
Η δικτατορία του προλεταριάτου
έπρεπε να σημαίνει την δικτατορία μιας χούφτας διανοουμένων
που θα κυβερνούσαν μέσω τρομοκρατίας.
Η Επανάσταση διεσώθη,
έκτοτε όμως το Κ.Κ. Ρωσσίας εξελίχθηκε προς μια κατεύθυνση στην οποία πιθανόν
ο Λένιν δεν θα είχε συγκατατεθεί, εάν είχε ζήσει περισσότερο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Ρώσσοι Κομμουνιστές εξελίχθηκαν αναγκαστικά σε μια μόνιμη άρχουσα κάστα
ή ολιγαρχία, της οποίας τα νεοσύλλεκτα μέλη δεν εγγράφονταν εκ γενετής αλλά μέσω υϊοθεσίας.
Αφού δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν την ανάπτυξη αντιπολίτευσης,
δεν μπορούσαν να επιτρέψουν την αγνή κριτική και, εφόσον φίμωσαν την κριτική,
έκαναν συχνά λάθη που έπρεπε να είχαν αποφευχθεί.
Κατόπιν, επειδή δεν μπορούσαν να παραδεχθούν ότι τα λάθη ήταν δικά τους,
έπρεπε να βρουν αποδιοπομπαίους τράγους (μερικές φορές , το έκαναν σε τεράστια κλίμακα).
Η κατάληξη είναι ότι η δικτατορία έγινε πιο σκληρή καθώς το καθεστώς γινόταν πιο ασφαλές
και ότι η Ρωσσία είναι σήμερα ίσως πιο μακριά από τον Σοσιαλισμό της ισότητας
απ’ ό,τι ήταν πριν 80 χρόνια.
Όμως, όπως μας προειδοποιεί ορθά ο κ. Plamenatz:
ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν θα έπρεπε να φανταστούμε ότι έσβησε η αρχική φλόγα.
Οι Κομμουνιστές μπορεί να παρέκκλιναν από τους σκοπούς τους
αλλά δεν έχουν χάσει την μυστικιστική τους.
Η πίστη ότι αυτοί –και μάλιστα αυτοί κατ’ αποκλειστικότητα–
είναι οι λυτρωτές της ανθρωπότητας
είναι πιο αναμφισβήτητη από ποτέ.
Στα έτη 1935-9 και 1941-4 ήταν εύκολο να πιστεύει κανείς ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. είχε εγκαταλείψει την ιδέα
περί παγκόσμιας επανάστασης
αλλά τώρα είναι σαφές ότι δεν είναι αυτό το θέμα: η ιδέα ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε ούτε λησμονήθηκε:
απλά, τροποποιήθηκε ώστε η «επανάσταση» να τείνει ολοένα και περισσότερο να σημαίνει
«κατάκτηση».
Το μέλλον
Αναπόφευκτα, είναι αναμφίβολο ότι σε ένα τόσο σύντομο βιβλίο
ο κ. Plamenatz περιορίζεται σε μιαν όψη του θέματός του
και αναφέρεται ελάχιστα στον ρόλο και στον χαρακτήρα των Κομμουνιστικών κομμάτων εκτός Ε.Σ.Σ.Δ.
Σπάνια, επίσης, θίγει το ζήτημα εάν το Ρωσσικό καθεστώς θα γίνει –ή εάν πράγματι μπορεί να γίνει–
οικειοθελώς πιο φιλελεύθερο.
Αυτό το έσχατο ζήτημα είναι εξαιρετικής σημασίας αλλά, λόγω έλλειψης δεδικασμένων,
μόνον υποθέσεις μπορεί να κάνει κάποιος για την απάντηση.
Στο ενδιάμεσο, βρισκόμαστε αντιμέτωποι
με ένα παγκόσμιο πολιτικό κίνημα
το οποίο απειλεί την ίδια την ύπαρξη του Δυτικού πολιτισμού
και το οποίο δεν έχει χάσει καθόλου την ζωτικότητά του επειδή, κατά μίαν έννοια, διεφθάρη στην πορεία.
Ο κ. Plamenatz συμπεραίνει με θλίψη ότι, αν και η Ε.Σ.Σ.Δ. δεν θα επισπεύσει έναν επιθετικό πόλεμο
κατά της Δύσης, οι κυβερνήτες της θα θεωρήσουν ως αναπόφευκτη μια μάχη έως τον θάνατο
και δεν θα φτάσουν ποτέ σε μια πραγματική συμφωνία με εκείνους που θεωρούν φυσικούς εχθρούς τους.
Όπως ο Διοικητής Stephen King-Hall λέει στον Πρόλογό του,
είναι σαφές ότι αν θέλουμε να πολεμήσουμε τον Κομμουνισμό, πρέπει να ξεκινήσουμε από την κατανόησή του.
Ωστόσο, πέρα από το να τον καταλάβουμε, εντοπίζεται το ακόμα πιο δύσκολο έργο να μας καταλάβουν
και –ένα πρόβλημα που ελάχιστοι άνθρωποι φαίνεται πως έχουν έως τώρα σκεφθεί σοβαρά– είναι
να βρούμε κάποιον τρόπο ώστε να κάνουμε την δική μας γνώμη και οπτική γνωστή στον Ρωσσικό λαό.



«ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ-NOTES BY THE WAY»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
«TIME AND TIDE» 30 ΜΑΡΤΙΟΥ 1940
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου - Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: ο δημοσιογράφος Malcolm Muggeridge ήταν στενός φίλος του συγγραφέα. Το άρθρο αυτό πρέπει να διαβαστεί σε σχέση με τα άρθρα με τίτλο «Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΟΣΚΑΡ» (βλ. τις αναφορές σε σχέση με την ψυχή του ανθρώπου), «Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Η ΡΩΣΣΙΑ» και «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» (βλ. ένωση του Μαρξιστικού Εργατικού Κόμματος). Επίσης, με την σειρά κειμένων της Σιμόν Βέϊλ όπου αναλύεται πλήρως η θεωρία του Μαρξ. Τέλος, το σημείον περί προμηνύματος του Θεού αναφέρεται σαφώς και στο προοίμιο του θεατρικού έργου του Καμύ με τίτλο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», εξ ου και οι αναφορές στην Ισπανική Ιερά Εξέταση.
Διαβάζοντας το σπινθηροβόλο αλλά καταθλιπτικό βιβλίο του κ. Malcolm Muggeridge «Η δεκαετία του ΄30»,
σκέφθηκα ένα αρκετά βάναυσο τρυκ που έκανα κάποτε παίζοντας, για αστείο, με μια σφήκα.
Ρούφαγε μαρμελάδα από το πιάτο μου κι εγώ την έκοψα στην μέση.
Δεν το πρόσεξε καν –αλλά συνέχισε να τρώει το φαγητό της καθώς ένα μικρούλι ρυάκι μαρμελάδας
κυλούσε έξω από την πληγή του οισοφάγου της. Μόνο όταν η σφήκα προσπάθησε να πετάξει μακριά,
τότε αντιλήφθηκε το τρομερό πράγμα που της είχε συμβεί.
Το ίδιο συμβαίνει με τον σύγχρονον άνθρωπο.
Το πράγμα το οποίο έχει αποκοπεί είναι η ψυχή του
–ενώ υπήρχε μια περίοδος, ίσως 20 ετών, κατά την διάρκεια της οποίας δεν το είχε προσέξει.
Ήταν απολύτως αναγκαίο το ότι θα έπρεπε να αποκοπεί η ψυχή.
Η θρησκευτική πίστη, με την μορφή με την οποία την γνωρίζαμε, έπρεπε να εγκαταλειφθεί.
Επί της ουσίας, ως τον 19ο αιώνα, ήταν ήδη ένα ψέμα, ένας μηχανισμός ασυνείδητος,
ένα τέχνασμα για να κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.
Οι φτωχοί θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι με την ένδειά τους
διότι όλα θα άλλαζαν και θα ανταμείβονταν για όλα
στον κόσμο πέραν του τάφου,
έναν κόσμο που συνήθως περιγράφεται ως κάτι ανάμεσα σε εμπορικό κέντρο ψυχαγωγίας και σε κοσμηματοπωλείο.
10 χιλιάδες λίρες τον χρόνο για μένανε, 2 λίρες την εβδομάδα για σένανε αλλά
–είμαστε όλοι παιδιά του Θεού!...
και ολόκληρο το πλέγμα της καπιταλιστικής κοινωνίας το διέτρεχε ένα παρόμοιο ψέμα
το οποίο ήταν εντελώς απαραίτητο να ξεσκεπαστεί.
Κατά συνέπειαν, υπήρχε μια μακρά περίοδος κατά την διάρκεια της οποίας
σχεδόν κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος ήταν –κατά κάποιον τρόπο– ένας εξεγερμένος
και, το συνηθέστερον, ένας εντελώς ανεύθυνος εξεγερμένος.
Η λογοτεχνία ήταν σε μεγάλο ποσοστό η λογοτεχνία του μηδενισμού ή της εξέγερσης.
Gibbon, Βολτέρως, Ρουσσώ, Σέλλεϊ, Βύρων, Ντίκενς, Σταντάλ, Σάμουελ Μπάτλερ, Ίψεν, Ζολά, Φλώμπερ, Σωου,
Τζόϋς… με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι όλοι τους καταστροφείς, εξολοθρευτές, σαμποτέρ.
Επί 200 χρόνια κόβαμε, πριονίζαμε και σπάζαμε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμασταν.
Και στο τέλος, πολύ πιο ξαφνικά απ’ ό,τι είχαν όλοι προβλέψει, οι προσπάθειές μας ανταμοίφθηκαν
έτσι που πέσαμε κάτω.
Δυστυχώς, όμως, είχε γίνει ένα μικρό λάθος.
Εκείνο το πράγμα στον πάτο δεν ήταν στρωμένο από ροδοπέταλα εν τέλει,
ήταν μια δεξαμενή γεμάτη συρματοπλέγματα.
Είναι σαν να διολισθήσαμε πίσω στην Λίθινην Εποχή
μέσα σε ένα διάστημα 10 ετών.
Χαρακτηριστικά είδη ανθρώπων που υποτίθεται πως είχαν εξαλειφθεί επί αιώνες
–ο δερβίσης που χορεύει, ο συμμορίτης που ληστεύει, ο Μέγας Ιεροεξεταστής–
ξαφνικά επανεμφανίστηκαν, όχι ως τρόφιμοι εσώκλειστοι σε άσυλα παραφρόνων
αλλά ως οι κυρίαρχοι του κόσμου.
Η εκμηχάνιση και η κολλεκτιβιστική κοινωνία φαίνεται πως δεν αρκούν.
Μόνες τους, καταλήγουν απλά στον εφιάλτη που τώρα διαρκώς ζούμε:
πόλεμος εις το διηνεκές και διαρκής υποσιτισμός με σκοπό τον ίδιο τον πόλεμο,
υποδουλωμένοι πληθυσμοί που μοχθούν πίσω από συρματοπλέγματα,
γυναίκες που σύρονται με οιμωγές στα μπλόκα,
υπόγεια κελλάρια όπου οι εκτελεστές τινάζουν τα μυαλά σου στον αέρα πυροβολώντας σε από πίσω.
Έτσι, λοιπόν, φαίνεται πως ο ακρωτηριασμός της ψυχής
δεν είναι απλώς και μόνο μια συνηθισμένη χειρουργική εργασία,
όπως π.χ. να αφαιρέσεις την σκωληκοειδή σου υπόφυση.
Η πληγή έχει την τάση να καταλήγει σε πλήρη σαπίλα.
Το νόημα του βιβλίου του κ. Muggeridge περικλείεται σε 2 κείμενα από τον «Εκκλησιαστή»
“Vanity of vanities, sait «Ματαιότης ματαιοτήτων, είπε
the preacher; all is vanity” ο ιεροκήρυξτα πάντα ματαιότης»
και
Fear God, and keep His commandments: «Φοβείσθε τον Θεόν, και τηρείτε τις εντολές Του:
For this is the whole duty of man Διότι αυτό είναι το μοναδικό καθήκον του ανθρώπου»
Πρόκειται για μία θεώρηση που έχει κερδίσει το τελευταίο διάστημα αρκετό έδαφος
μεταξύ ανθρώπων που μόλις πριν λίγα χρόνια θα την θεωρούσαν αστεία.
Ζούμε έναν εφιάλτη ακριβώς επειδή επιχειρήσαμε να εγκαθιδρύσουμε έναν γήϊνο παράδεισο.
Πιστέψαμε στην «πρόοδο».
Εμπιστευθήκαμε την ανθρώπινην ηγεσία, αποδώσαμε στον Καίσαρα τα του Θεού
–αυτή είναι, κατά προσέγγιση, η γραμμή σκέψεως.
Δυστυχώς, κανένα σημείον δεν δείχνει ούτε ο ίδιος ο κ. Muggeridge πως πιστεύει στον Θεό.
Ή, τουλάχιστον, φαίνεται να εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι
αυτή η πίστη εξαλείφεται από το ανθρώπινο μυαλό.
Δεν υπάρχει αρκετή αμφιβολία ότι έχει δίκιο σε αυτό το σημείον
–και, αν κανείς θεωρήσει εκ προοιμίου ως αληθές ότι κανένα άλλο προμήνυμα τιμωρίας δεν μπορεί ποτέ
να αποκτήσει εγκυρότητα και να είναι αποτελεσματικό εκτός από το υπερφυσικό και το πνευματικό,
τότε είναι σαφές το τι ακολουθεί.
Δεν υπάρχει σοφία παρά μόνο στον φόβο του Θεού∙
αλλά κανείς δεν φοβάται τον Θεό∙
άρα, δεν υπάρχει σοφία.
Η ανθρώπινη ιστορία περιορίζεται στην άνοδο και στην πτώση υλιστικών πολιτισμών,
στους αλλεπάλληλους Πύργους της Βαβέλ.
Στην περίπτωση αυτή, μπορούμε να είμαστε σχεδόν σίγουροι για το τι βρίσκεται μπροστά μας.
Πόλεμοι και ακόμα περισσότεροι πόλεμοι, επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις, Χίτλερ και ΥπερΧίτλερ
–και ούτω καθ’ εξής θα γκρεμιζόμαστε σε αβύσσους που είναι τρομερό να τις συλλογιζόμαστε…
αν και υποψιάζομαι σε κάποιον βαθμό ότι στον κ. Muggeridge αρέσει να απολαμβάνει την προοπτική.
Πρέπει να έχουν περάσει περίπου 30 χρόνια από τότε που ο κ. Hillaire Belloc
στο βιβλίο του «Το Κράτος της Δουλείας-The Servile State»
προφήτευσε με εκπληκτικήν ακρίβεια τα πράγματα που συμβαίνουν σήμερα.
Δυστυχώς, όμως, δεν είχε καμιάν παρηγόρια να προσφέρει.
Δεν μπορούσε να συλλάβει οποιανδήποτε ιδέα ή έννοια
που να βρίσκεται ανάμεσα στην επιστροφή στην αγροτικήν ιδιοκτησία
–κάτι που εμφανώς δεν πρόκειται και, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να συμβεί – και στην δουλεία.
Τώρα, υπάρχει πολύ μικρή πιθανότητα
να αποτρέψουμε την δημιουργία μιας κολλεκτιβιστικής κοινωνίας.
Το μόνο ζήτημα που υπάρχει είναι εάν θα εγκαθιδρυθεί αυτή η συλλογική κοινωνία
με βάση την εθελούσια συνεργασία ή με βάση το πυροβόλο.
Η παλαιού τύπου «Βασιλεία των Ουρανών»
έχει οριστικά αποτύχει
αλλά, από την άλλη πλευρά, και ο «Μαρξιστικός ρεαλισμός» επίσης απέτυχε
ο,τιδήποτε κι αν καταφέρει υλικά.
Φαινομενικά, δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική λύση εκτός από αυτό για το οποίο ο κ. Muggeridge, ο κ. F.A. Voigt
και οι άλλοι που σκέφτονται σαν κι αυτούς μας προειδοποιούν με τόσην ειλικρίνεια:
το πολυπόθητο «Βασίλειο της Γης»,
η αντίληψη υπέρ μιας κοινωνίας στην οποία οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι είναι θνητοί
και είναι, εν τούτοις, πρόθυμοι να δράσουν ως αδέρφια.
Η αδελφότητα δημιουργεί την ανάγκη για έναν πατέρα από κοινού –και αντιστρόφως.
Brotherhood implies a common father.
Επομένως, υποστηρίζεται συχνά ότι οι άνθρωποι ποτέ δεν θα μπορέσουν
να αναπτύξουν το αίσθημα
ότι ανήκουν σε μιαν κοινότητα
εκτός εάν πιστέψουν στον Θεό.
Η απάντηση είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς, με κάποιον υποσυνείδητο τρόπο, το έχουν ήδη αναπτύξει αυτό.
Ο άνθρωπος δεν είναι ένα ιδιαίτερο άτομον, μια ατομική μονάδα
αλλά αποτελεί μόνον ένα κύτταρο σε ένα αιωνόβιο σώμα
–και αυτό το γνωρίζει αμυδρά.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να εξηγηθεί γιατί συμβαίνει να πεθαίνουν οι άνθρωποι
στα πεδία των μαχών.
Είναι ανοησία να λέγεται πως το κάνουν αποκλειστικά επειδή χειραγωγούνται.
Αν έπρεπε στρατοί ολόκληροι να πειθαναγκαστούν με την βία,
δεν θα μπορούσε ποτέ να διεξαχθεί κανένας πόλεμος.
Οι άνθρωποι πεθαίνουν στην μάχη
–όχι φυσικά με ευχαρίστηση αλλά, σε κάθε περίπτωση και οπωσδήποτε, με την θέλησή τους–
εξαιτίας αφηρημένων εννοιών
που αποκαλούνται «τιμή», «καθήκον», «πατριωτισμός» κ.ο.κ.
Το μόνο που αυτό πραγματικά σημαίνει είναι πως γνωρίζουν ότι υπάρχει κάποιος οργανισμός,
μεγαλύτερος από τους ίδιους, ο οποίος εκτείνεται στο παρελθόν και στο μέλλον
και εντός του οποίου αισθάνονται
πως είναι και οι ίδιοι αθάνατοι.
Η φράση «Ποιός πεθαίνει αν η Αγγλία είναι ζωντανη;» ακούγεται σαν μια μεγάλη φανφάρα,
αν όμως αλλάξετε την λέξη «Αγγλία» με ο,τιδήποτε άλλο προτιμάτε, θα μπορέσετε να δείτε
ότι εκφράζει ένα από τα βασικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και χειραγώγησης.
Οι άνθρωποι θυσιάζονται για χάρη
μη-ολοκληρωμένων κοινοτήτων
–του έθνους, της φυλής, του θρησκεύματος, της τάξης –
και μόνο την στιγμή που αντιμετωπίζουν την σφαίρα
αποκτούν την συναίσθηση ότι δεν είναι άτομα.
Μια πολύ μικρή αύξηση στον βαθμό συνειδητότητας
και θα μπορούσε το αίσθημα αφοσίωσής τους να μεταβιβαστεί προς την ίδια την ανθρωπότητα
(η οποία δεν αποτελεί έννοιαν αφηρημένη).
«Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» του Aldous Huxley υπήρξε μια καλή καρικατούρα της ηδονιστικής Ουτοπίας,
του είδους αυτού Ουτοπίας που φαινόταν εφικτή –και άμεσα επικείμενη ακόμα, ακόμα –
πριν εμφανιστεί ο Χίτλερ
αλλά δεν είχε καμιά σχέση με το πραγματικό μέλλον.
Αυτό προς το οποίο κατευθυνόμαστε αυτήν την στιγμή είναι περισσότερο κάτι σαν την Ισπανική Ιερά Εξέταση
(και, πιθανόν, κάτι πολύ χειρότερο χάρη στο ραδιόφωνο και στην μυστική αστυνομία).
Υπάρχει πολύ μικρή ελπίδα να το αποφύγουμε
–εκτός εάν μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε την πίστη
στην ανθρώπινην αδελφοσύνη
δίχως να έχουμε ανάγκη για έναν «άλλον κόσμο»
ώστε να της δίνει νόημα.
Αυτό είναι που οδηγεί αθώους (όπως ο Αρχιεπίσκοπος του Canterbury) να φαντάζονται πως έχουν ανακαλύψει
την πραγματική Χριστιανοσύνη στην Σοβιετική Ρωσσία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι απλά παραπλανημένοι από την προπαγάνδα,
αυτό όμως που τους κάνει τόσο πρόθυμους να εξαπατηθούν είναι ότι έχουν μάθει
πως η Βασιλεία των Ουρανών
πρέπει –με κάποιον τρόπο – να υλοποιηθεί στην επιφάνεια της Γης.
Δεν πρέπει εξ ανάγκης να είμαστε τέκνα του Θεού,
ακόμα κι αν δεν υπάρχει πλέον ο Θεός των προσευχών.
Οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι που έχουν βάλει δυναμίτη στον πολιτισμό μας μερικές φορές το είχαν ακούσει:
Το πασίγνωστο ρητό του Μαρξ «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»
συνηθίζεται να αποσυνδέεται από το περιεχόμενό του
και να του δίδεται μια σημασία ανεπαίσθητα αλλά διακριτά διαφορετική από το νόημα που ο Μαρξ του έδινε.
Σε εκείνο το χωρίο,
ο Μαρξ δεν είπε κατά καμίαν περίπτωση ότι η θρησκεία είναι αποκλειστικά και μόνον μια ντόπα
που χαρίζεται άνωθεν∙ είπε ότι είναι κάτι που δημιουργούν οι άνθρωποι
για να ικανοποιήσουν μια προσωπική τους ανάγκη
που ο ίδιος αναγνώριζε ως πραγματική.
“Religion is the sigh of the soul in a soulless world «Θρησκεία ο στεναγμός της ψυχής σε έναν μη-έμψυχο κόσμο.
Religion is the opium of the people” Θρησκεία είναι το όπιο του λαού»
Τί άλλο λέει, άραγε, παρά μόνον ότι ο άνθρωπος δεν ζει μονάχα με την τροφή,
ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος»,
ότι το μίσος δεν είναι αρκετό
και ότι ένας κόσμος στον οποίο αξίζει να ζούμε δεν μπορεί να στηρίζεται στα πυροβόλα και στον «ρεαλισμό»;
Εάν είχε προβλέψει πόσο μεγάλη θα ήταν η επιρροή του στην διανόηση,
ίσως θα το δήλωνε πιο συχνά και με πιο δυνατή φωνή.



«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1944
Κριτική στα βιβλία: α) «Ο Δρόμος προς την Δουλεία» του F.A. Hayek, β) «Ο Καθρέφτης του Παρελθόντος» του K. Zilliacus
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το άρθρο αυτό πρέπει να θεωρηθεί βασικό για την ανάλυση, στο έργο του συγγραφέα, των θεωριών του Καπιταλισμού και του Κολλεκτιβισμού σε σχέση με τις φιλελεύθερες τάσεις των δύο συστημάτων ή την υπεράσπιση της Ελευθερίας. Έμφαση πρέπει να δοθεί στις αναφορές του σε σχέδια χάρτου, εδάφους και εκτάσεων ατομικής ιδιοκτησίας.
Αν εξεταστούν μαζί, τα δύο αυτά βιβλία παρέχουν έδαφος για να χάσουμε το θάρρος μας.
Το πρώτο αποτελεί μια πειστικήν υπεράσπισιν υπέρ του «laissez-faire» καπιταλισμού
ενώ το δεύτερο είναι μια ακόμα πιο παθιασμένη αποκήρυξή του.
Έως κάποιο σημείο καλύπτουν το ίδιο ζήτημα,
συχνά επικαλούνται τις δηλώσεις των ιδίων αναγνωρισμένων ειδικών
και ξεκινούν ακόμη και με τον ίδιο πρόλογο
αφού ο καθένας εκ των συγγραφέων υποθέτει ότι ο Δυτικός πολιτισμός εξαρτάται από την ιερότητα του ατόμου.
Ωστόσο, κάθε ένας είναι πεπεισμένος ότι η πολιτική του άλλου οδηγεί κατευθείαν στο σκλάβωμα
–και το επικίνδυνο είναι ότι ίσως αμφότεροι να έχουν δίκιο.
Εκ των δύο, το βιβλίο με το όνομα Χάγιεκ είναι ίσως το πιο πολύτιμο,
διότι οι απόψεις που εκθέτει «Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ» είναι λιγότερο της μόδας
σε σύγκριση με εκείνες του κ. Ζηλειάκιςς στον «ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ».
Εν τάχει, η θέση του καθηγητή Χάγιεκ είναι ότι ο Σοσιαλισμός οδηγεί αναπόφευκτα στον δεσποτισμό
και ότι στην Γερμανία οι Ναζί μπόρεσαν να επιτύχουν
επειδή είχαν ήδη κάνει για χάρη τους την περισσότερη δουλειά οι Σοσιαλιστές –ειδικά την διανοητική δουλειά
εξασθένησης του πόθου για ελευθερία.
Θέτοντας ολόκληρη την ζωή υπό τον έλεγχο του Κράτους, ο Σοσιαλισμός
αναγκαστικά παραδίδει την εξουσία σε έναν εσωτερικό κύκλο γραφειοκρατών,
οι οποίοι θα είναι –σε κάθε περίπτωση– άνθρωποι που επιζητούν την εξουσία για χάρη της εξουσίας
και δεν θα διστάσουν πουθενά προκειμένου να την διατηρήσουν.
Η Αγγλία –λέει– βρίσκεται τώρα στον ίδιο δρόμο με την Γερμανία,
με την αριστερή ιντελλιγκέντσια στην πρώτη γραμμή και το συντηρητικό κόμμα στην δεύτερη.
Η μόνη σωτηρία έγκειται στην επιστροφή σε μιαν ελεύθερην οικονομία, ελεύθερον ανταγωνισμό
και έμφαση στην ελευθερία περισσότερο παρά στην ασφάλεια.
Στο αρνητικό μέρος της θέσεως του καθηγητή Χάγιεκ υπάρχει μια μεγάλη δόση αληθείας.
Δεν μπορεί να λέγεται τόσο συχνά –σε κάθε περίπτωση, δεν λέγεται σχεδόν καθόλου συχνά–
ότι ο κολλεκτιβισμός εγγενώς δεν είναι δημοκρατικός
αλλά, αντιθέτως, δίνει σε μιαν τυραννική μειοψηφία τέτοιες εξουσίες
που οι Ισπανοί Ιεροεξεταστές ποτέ δεν είχαν ονειρευτεί.
Εξ άλλου, καθηγητής Χάγιεκ έχει δίκιο, πιθανότατα, όταν λέει ότι
σε αυτήν την χώρα οι διανοούμενοι έχουν πιο ολοκληρωτική σκέψη από τον απλό λαό
αλλά δεν βλέπει –ή δεν θα το παραδεχθεί– πως
μια επιστροφή στον «ελεύθερον» ανταγωνισμό
πιθανόν σημαίνει για την μεγάλη μάζα του κόσμου μια ακόμη χειρότερη τυραννία
επειδή είναι πιο ανεύθυνη από εκείνη του Κράτους.
Το πρόβλημα με τον ανταγωνισμό είναι ότι κάποιος κερδίζει σε αυτόν.
Ο καθηγητής Χάγιεκ αρνείται ότι
ο ελεύθερος καπιταλισμός οδηγεί αναπόφευκτα σε μονοπώλια, στην πράξη όμως εκεί είναι που έχει οδηγήσει
και, εφόσον η τεράστια πλειοψηφία του λαού θα προτιμούσε πολύ περισσότερο να τεθεί
υπό την στρατιωτική διοίκηση ενός κρατικού καθεστώτος
παρά να έχει υφέσεις και ανεργία, το κύμα
προς τον κολλεκτιβισμό πρόκειται να συνεχιστεί
(αν η γνώμη του λαού έχει κάποιον λόγο να πει κάτι επί του ζητήματος).
Η επαρκής και καλά ντοκουμενταρισμένη πολεμική του κ. Ζηλειάκιςς
κατά του ιμπεριαλισμού και της πολιτικής ισχύος
αποτελείται από μιαν εκτεταμένην έκθεση των γεγονότων που οδήγησαν στους 2 Παγκοσμίους.
Δυστυχώς, ο ενθουσιασμός με τον οποίο ξεσκεπάζει τον πόλεμο του 1914
κάνει τον καθένα να απορεί με ποιαν λογικήν αιτία ως κίνητρο υποστηρίζει αυτόν τον Πόλεμο.
Αφού ξανα-αφηγείται την απαίσια ιστορία των μυστικών συμφωνιών
και των εμπορικών ανταγωνισμών που οδήγησαν στα 1914,
συμπεραίνει ότι οι στόχοι για τους οποίους κηρύξαμε τον Πόλεμο
ήταν ψευδείς –και πως κηρύξαμε τον Πόλεμο στην Γερμανία
«επειδή αν αυτή νικούσε την Γαλλία και την Ρωσσία θα κυριαρχούσε σε όλην την Ευρώπη
και θα είχε αρκετήν ισχύ για να αυτοσυντηρηθεί έναντι των αποικιών της Αγγλίας».
Για τί άλλο να πάμε, άραγε, σε Πόλεμο αυτήν την φορά;
Φαίνεται πως ήταν εξίσου κακό να αντιταχθούμε στην Γερμανία στην δεκαετία πριν τα ΄14,
και να την κατευνάσουμε στην δεκαετία των ΄30
και πως θα έπρεπε να είχαμε πετύχει έναν συμβιβασμόν ειρήνης στα ΄17
ενώ θα ήταν προδοσία να κάνουμε αυτό το κομπρομί τώρα.
Ήταν, επίσης, κακό το 1915 ακόμα και να συμφωνήσουμε στον διαμοιρασμό της Γερμανίας
και της αντιμέτωπής της Πολωνίας
σαν μιαν «εσωτερικήν υπόθεση της Ρωσσίας»:
έτσι, λοιπόν, οι ίδιες πράξεις αλλάζουν τον ηθικό τους χρωματισμό με αναλογίες παρόδου του χρόνου.
Το στοιχείο που ο κ. Ζηλειάκιςς αφήνει εκτός υπολογισμού είναι ότι
οι αγώνες και οι πόλεμοι έχουν αποτελέσματα που δεν σέβονται τα κίνητρα εκείνων, οι οποίοι τους προκαλούν.
Κανείς δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την βρωμιά της διεθνούς πολιτικής
από το 1879 και εφεξής∙
δεν έπεται, όμως, ότι θα ήταν καλό να επιτρέψουμε στον γερμανικό Στρατό να κυβερνήσει την Ευρώπη!
Είναι πιθανόν ότι κάποιες αισχρές συμφωνίες
γίνονται τώρα ακριβώς στα παρασκήνια
και ότι η τρέχουσα προπαγάνδα «κατά του Ναζισμού»
(βλέπε «κατά του μιλιταρισμού της Πρωσίας) θα μοιάζει αρκετά αδύναμη το 1970,
ωστόσο η Ευρώπη θα είναι ένας καλύτερος τόπος
οπωσδήποτε, αν ο Χίτλερ και οι οπαδοί του αποσυρθούν από αυτήν.
Αναμεταξύ τους, τα 2 αυτά βιβλία συνοψίζουν,
από την θέση στην οποία βρισκόμαστε, την τωρινή μας πρόγνωση.
Ο Καπιταλισμός καταλήγει σε ουρές για φιλανθρωπία και επιδόματα, στην διαπάλη των αγορών και στον πόλεμο.
Ο Κολλεκτιβισμός καταλήγει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, λατρεία του ηγέτη και στον πόλεμο.
Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από αυτό –εκτός εάν, με κάποιον τρόπο, μπορέσει να συνδυαστεί
μια οικονομία σχεδιασμένη
με την ελευθερία της διανόησης/intellect,
κάτι που μπορεί να συμβεί μόνον εάν στην πολιτική αποκατασταθεί κι επανέλθει
η αντίληψη του Κακού και του Καλού.
Και οι δύο αυτοί συγγραφείς έχουν επίγνωση αυτού, λιγότερο ή περισσότερο.
Εφόσον, όμως, δεν μπορούν να υποδείξουν κάποιον πρακτικόν τρόπο ώστε να το πραγματοποιήσουμε,
το συνδυασμένο αποτέλεσμα των βιβλίων τους είναι καταθλιπτικό.

«ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ»
Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ 
1947

Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση
α)με το βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ με τίτλο «Ο Γιόγκι και ο Κομμισσάριος»,
β) με τις διάλεξεις Καμύ στην Σουηδία με τίτλο
«Δημιουργεῖν: Η τέχνη μέσα στον κίνδυνο» και «Ο συγγραφέας και το επόχημά του»,
γ) με το βιβλίο Καμύ-Καίσλερ με τίτλο «ΔΟΚΙΜΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»



Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos


Από πολύ μικρή ηλικία, ίσως από τα 5 ή 6 μου χρόνια, ήξερα πως όταν μεγάλωνα
θα έπρεπε να γίνω συγγραφέας.
Ανάμεσα στα 17 και στα 24 μου περίπου χρόνια, προσπαθούσα να ξεχάσω αυτήν την ιδέα
αλλά το έκανα με την συνείδηση του γεγονότος ότι αυτό αποτελούσε ύβριν για την πραγματική μου φύση
και πως, αργά ή σύντομα, θα έπρεπε να κάτσω και να αφιερωθώ στην συγγραφή βιβλίων.
Ήμουν το μεσαίο παιδί από τα τρία αλλά υπήρχε ένα χάσμα 5 ετών εκατέρωθεν
και σχεδόν δεν γνώρισα τον πατέρα μου πριν γίνω 8 ετών.
Για αυτόν –καθώς και για άλλους λόγους– ήμουν κάπως μοναχικός
και γρήγορα ανέπτυξα δυσάρεστες ιδιαιτερότητες (μαννιερισμούς)
που με έκαναν αντιδημοφιλή στα σχολικά μου χρόνια.
Είχα την συνήθεια του μοναχικού παιδιού
να εφευρίσκω ιστορίες
και να διεξάγω συζητήσεις με φανταστικά πρόσωπα
και νομίζω ότι, από την αρχή κιόλας, οι λογοτεχνικές μου φιλοδοξίες ήταν αναμεμειγμένες με το αίσθημα
ότι ήμουν απομονωμένος και υποτιμημένος.
Ήξερα πως είχα μιαν ευκολία με τις λέξεις
καθώς και την δύναμη να αντιμετωπίζω τα δυσάρεστα γεγονότα
και ένοιωθα πως αυτό δημιουργούσε έναν –κατά κάποιον τρόπο– ιδιωτικό κόσμο
από τον οποίο θα μπορούσα να πάρω πίσω ό,τι μου ανήκε
για να αντισταθμίσω την αποτυχία μου στην καθημερινή ζωή.
Ωστόσο, το μέγεθος των σοβαρών (δηλαδή, με σοβαρή πρόθεση) γραπτών που παρήγαγα
σε όλα μου τα παιδικά και εφηβικά χρόνια δεν ισοδυναμούσαν ούτε με μισή ντουζίνα σελίδες.
Έγραψα το πρώτο μου ποιήμα στην ηλικία των 4 ή 5 ετών,
υπαγορεύοντάς το στην μητέρα μου που το έγραφε.
Δεν μπορώ να θυμηθώ ο,τιδήποτε για αυτό εκτός από το ότι έλεγε για μια τίγρη
και ότι η τίγρη είχε «δόντια σαν καρέκλας», μια αρκετά καλή φράση –αλλά φαντάζομαι
ότι το ποίημα ήταν κλεψίτυπο από το ποίημα «Τίγρη, Τίγρη» του Μπλέϊκ.
Στα 11 μου, όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1914-18, έγραψα ένα πατριωτικό ποίημα
(το οποίο δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα)
όπως και ένα ακόμη, 2 χρόνια αργότερα, για τον θάνατο του Kitchener.
Από καιρού εις καιρόν, καθώς μεγάλωνα λίγο, έγραφα άσχημα και συνήθως ανολοκλήρωτα
«ποιήματα φύσης» με στυλ Γεωργίας.
Αποπειράθηκα, ακόμα, να γράψω μια μικρή ιστορία η οποία υπήρξε μια αποτυχία τρομακτική.
Αυτό ήταν το συνολικό άθροισμα ενός έργου που είχε την φιλοδοξία να είναι σοβαρό
και που στην πραγματικότητα κατέγραψα στο χαρτί στην διάρκεια όλων αυτών των ετών.
Σε ολόκληρη την εποχή αυτή, όμως, ήμουν πράγματι –με μιαν έννοια– δεσμευμένος
με φιλολογικές δραστηριότητες.
Για να ξεκινήσω, υπήρχε το κατά παραγγελίαν υλικό που παρήγαγα γρήγορα, εύκολα
και δίχως πολύ ευχαρίστηση για τον εαυτό μου.
Εκτός από την δουλειά για το σχολείο, έγραφα «τυχαίους στίχους-vers d’ occasion»,
κωμικά ποιήματα που μπορούσα να τα βγάζω πέρα με μια ταχύτητα
που σήμερα μου φαίνεται εκπληκτική: στα 14 μου έγραψα ένα ολόκληρο έργο
με ομοιοκαταληξίες, μιμούμενος τον Αριστοφάνη –σε μιαν εβδομάδα περίπου–
και βοηθούσα στην έκδοση σχολικών περιοδικών, τόσο έντυπων όσο και χειρογράφων.
Αυτά τα περιοδικά ήταν το πιο ανάξιο, μπουρλέσκ υλικό που θα μπορούσατε να φανταστείτε
και προβληματίστηκα πολύ λιγότερο με αυτά
απ’ ό,τι θα προβληματιζόμουν τώρα ακόμα και με την πιο φτηνή δημοσιογραφία.
Παράπλευρα με όλα αυτά, όμως, για 15 ή περισσότερα χρόνια,
έφερνα εις πέρας μιαν άσκηση λογοτεχνική μιας ολότελα διαφορετικής μορφής: επρόκειτο για την ολοκλήρωση μιας διαρκούς «ιστορίας» γύρω από τον εαυτό μου,
ενός είδους ημερολόγιο που υπήρχε μόνο στο δικό μου μυαλό.
Πιστεύω αυτή είναι μια συνήθεια κοινή σε παιδιά και εφήβους.
Όταν ήμουν πολύ μικρό παιδί,
συνήθιζα να φαντάζομαι ότι ήμουν, ας πούμε, ο Ρομπέν των Δασών
και να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως την απεικόνιση του ήρωα συναρπαστικών περιπετειών
αλλά, αρκετά σύντομα, η «ιστορία» μου έπαψε να είναι ναρκισσιστική
με έναν τρόπο ακατέργαστο, ακαλλιέργητο, δίχως να το προσέξω
και έγινε ολοένα και περισσότερο μια απλή περιγραφή
του τι έκανα και των πραγμάτων που έβλεπα.
Ανά διαστήματα, για κάποια λεπτά θα διαπερνούσε το κεφάλι μου αυτό το είδος πράγματος:
«Έσπρωξε διάπλατα ανοιχτή την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Μια κίτρινη αχτίδα φωτός,
που φιλτραρόταν μέσω των κουρτινών από μουσελίνα, έπεφτε γωνιακά στο τραπέζι
όπου βρισκόταν ένα μισανοιχτό κουτάκι σπίρτα, δίπλα στο μελανοδοχείο.
Με το δεξί χέρι στην τσέπη του, διέσχισε το δωμάτιο.
Κάτω στον δρόμο, μια γάτα με χρώμα χελωνοειδές κυνηγούσε ένα κομμένο φύλλο», κ.τ.λ., κ.τ.λ.
Αυτή η συνήθεια συνεχίστηκε, έως ότου ήμουν περίπου 25, σε όλα τα μη-λογοτεχνικά μου έτη.
Αν και έπρεπε να ψάχνω –και έψαχνα πράγματι– για τις σωστές λέξεις,
φαίνεται πως έκανα αυτήν την προσπάθεια περιγραφής σχεδόν ενάντια στην θέλησή μου, βρισκόμενος κάτω από μια μορφή εξωτερικής επιβολής.
Η «ιστορία» έπρεπε, υποθέτω, να αντικατόπτριζε
τα στυλ των διαφόρων συγγραφέων που θαύμαζα
σε διαφορετικές ηλικίες αλλά, απ’ όσο θυμάμαι, είχε πάντα την ίδια ποιότητα
λεπτομερούς περιγραφής.
Όταν ήμουν περίπου 16, ανακάλυψα ξαφνικά την απόλαυση των απλών λέξεων,
δηλαδή των ήχων και διασυνδέσεων των λέξεων.
Οι στίχοι από τον «Χαμένο Παράδεισο» –

Με δυσκολία, έτσι, τούτος και με κόπους σκληρούς So hee with difficulty and labour hard
Συνέχισε: με δυσκολία τούτος και κόπους Moved on: with difficulty and labour hee

που τώρα δεν μου φαίνονται τόσο υπέροχα θαυμάσιοι,
στέλνουν ρίγη να διατρέξουν την σπονδυλική μου στήλη·
και η προφορά «τούτος-hee» αντί για «αυτός-he» υπήρξε μια πρόσθετη απόλαυση.
Όσον αφορά την ανάγκη να περιγράφω πράγματα, ήξερα ήδη τα πάντα γι’ αυτήν.
Ήταν, λοιπόν, σαφές τι είδους βιβλία ήθελα να γράψω, στην έκταση
που θα μπορούσε να ειπωθεί πως εκείνη την εποχή ήθελα να γράψω βιβλία.
Ήθελα να γράψω τεράστιες νατουραλιστικές νουβέλλες με δυσάρεστο τέλος,
γεμάτες λεπτομερείς περιγραφές και συναρπαστικές μεταφορές
καθώς επίσης και γεμάτες με εξαίσια κομμάτια, οάσεις στα κείμενα,
στα οποία οι λέξεις να χρησιμοποιούνταν εν μέρει χάριν του προοδευτικού τους ήχου.
Και, στην πραγματικότητα, το πρώτο μου ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, «Μέρες
στην Βιρμανία», που έγραψα όταν ήμουν 30 ετών αλλά σχεδίαζα από πολύ νωρίτερα, μάλλον είναι τέτοιου είδους βιβλίο.
Παρέχω όλην αυτήν την παρασκηνιακή πληροφόρηση
διότι δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να εκτιμήσει τα κίνητρα ενός συγγραφέα
χωρίς να γνωρίζει κάτι για την πρώϊμη εξέλιξή του.
Το αντικείμενο με το οποίο θα ενασχοληθεί κρίνεται από την εποχή στην οποία ζει
–αυτό, τουλάχιστον, ισχύει σε ταραγμένες, επαναστατικές εποχές σαν την δική μας–
αλλά, πριν ακόμα ξεκινήσει να γράφει, έχει αποκτήσει μια συναισθηματική στάση
από την οποία ποτέ δεν θα ξεφύγει ολοκληρωτικά.
Είναι καθήκον του, αναμφίβολα, να πειθαρχήσει το ταμπεραμέντο του
και να αποφύγει να κολλήσει, ασχολούμενος διαρκώς
σε κάποιο πρώϊμο στάδιο ανωριμότητας, με μια διάθεση διαστροφής και διαστρέβλωσης·
εάν, όμως, ξεφύγει συλλήβδην από τις πρώτες του επιρροές,
θα έχει σκοτώσει την παρόρμησή του να γράψει.
Αν εξαιρεθεί η ανάγκη εξεύρεσης των εσόδων για να ζήσει,
υπάρχουν 4 μεγάλα κίνητρα για την συγγραφή
και ιδίως, σε κάθε περίπτωση, για να γραφεί πρόζα, πεζός λόγος.
Υπάρχουν σε διαφορετικούς βαθμούς και σε κάθε συγγραφέα –και οι αναλογίες θα ποικίλλουν από καιρού εις καιρόν σε κάθε συγγραφέα, σύμφωνα με την ατμόσφαιρα στην οποία ζει.
Αυτά είναι:

1.Καθαρός εγωϊσμός.
Επιθυμία να φαίνεσαι έξυπνος, να σε συζητούν, να σε θυμούνται μετά θάνατον, να πάρεις
το αίμα σου πίσω από τους μεγαλύτερους που σε σνόμπαραν στα παιδικά σου χρόνια, κ.τ.λ.
Είναι ανόητο να υποκρινόμαστε ότι αυτό δεν είναι κίνητρο –και, μάλιστα, ένα κίνητρο ισχυρό.
Οι συγγραφείς μοιράζονται αυτό το χαρακτηριστικό από κοινού
με τους επιστήμονες, τους καλλιτέχνες, τους πολιτικούς, τους δικηγόρους, τους επιτυχημένους
επιχειρηματίες –κοντολογίς, με όλην την αφρόκρεμα της ανθρωπότητας.
Η μεγάλη μάζα των ανθρωπίνων όντων δεν είναι εγωϊστική σε οξυμμένο βαθμό.
Ύστερα από την ηλικία των 30 ετών, περίπου, σχεδόν χάνουν το αισθητήριο να είναι άτομα
κατ’ οιονδήποτε τρόπο –και ζουν κυρίως για άλλους
ή, απλά, ασφυκτιούν σε συνθήκες σκληρής δουλείας.
Υπάρχει, όμως, και η μειοψηφία των χαρισματικών, θεληματικών ανθρώπων
που είναι αποφασισμένοι να ζήσουν έως τέλους την προσωπική τους ζωή
–και οι συγγραφείς ανήκουν σε αυτήν την τάξη.

2.Αισθητικός ενθουσιασμός.
Η αντίληψη της ομορφιάς στον εξωτερικό κόσμο
ή, από την άλλη πλευρά, στις λέξεις και στην σωστή τους τοποθέτηση.
Ευχαρίστηση από την απήχηση του κάθε ήχου στον άλλο,
από την συνεκτικότητα μιας καλής πρόζας ή του ρυθμού μιας καλής ιστορίας.
Επιθυμία να μοιραστεί κανείς μιαν εμπειρία που νοιώθει
ότι είναι πολύτιμη και δεν θα έπρεπε να χαθεί.
Το αισθητικό κίνητρο είναι πολύ ασθενές σε πολλούς συγγραφείς
αλλά ακόμα και ένας φυλλαδιογράφος ή γραφέας τυποποιημένων βιβλίων
θα έχει αγαπημένες λέξεις και φράσεις που τον ελκύουν για λόγους μη-ωφελιμιστικούς
ή μπορεί να διακατέχεται από ισχυρή συμπάθεια για την τυπογραφία,
το εύρος των περιθωρίων κ.τ.λ.
Πάνω από το όριο ενός οδηγού για τα δρομολόγια τραίνων,
κανένα βιβλίο δεν είναι εντελώς ελεύθερο από αισθητικούς υπολογισμούς.

3.Ιστορική παρόρμηση.
Επιθυμία να δεις τα πράγματα όπως είναι,
να ανακαλύψεις τα πραγματικά γεγονότα
και να τα αρχειοθετήσεις για μεταγενέστερη χρήση.

4.Πολιτική σκοπιμότητα.
–με την λέξη «πολιτική» να χρησιμοποιείται με την ευρύτερη δυνατήν έννοια.
Επιθυμία να ωθήσεις τον κόσμο σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση,
να αλλάξεις τις ιδέες των άλλων ανθρώπων
για το είδος της κοινωνίας που θα έπρεπε να επιδιώκουν.
Για μια ακόμη φορά, κανένα βιβλίο δεν είναι πραγματικά ελεύθερο
από πολιτικές προκαταλήψεις.
Η άποψη ότι η τέχνη δεν θα έπρεπε να έχει καμιά σχέση με την πολιτική
είναι και η ίδια μια πολιτική στάση.

Μπορεί, τώρα, να διαπιστώσει κανείς πως αυτές οι ποικίλες παρορμήσεις πρέπει να πολεμούν
η μια την άλλη και πως πρέπει να μεταβάλλονται διαρκώς από άτομο σε άτομο
και από καιρού εις καιρόν.
Εκ φύσεως –θεωρώντας ως «φύση σου» το στάτους που έχεις κατορθώσει να αποκτήσεις
στα πρώτα σου νιάτα– είμαι ένα άτομο
στο οποίο τα 3 πρώτα κίνητρα θα υπερτερούσαν του τετάρτου.
Σε μιαν ειρηνική εποχή θα μπορούσα να είχα γράψει θελκτικά ή περιγραφικά μόνο βιβλία
και θα μπορούσα να είχα μείνει σχεδόν αδαής για την πολιτική μου αφοσίωση.
Όπως είναι τα πράγματα, έχω καταναγκαστεί να γίνω ένα είδος φυλλαδογράφου.
Αρχικά ανάλωσα 5 χρόνια σε ένα επάγγελμα που δεν μου ταίριαζε
(στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία της Βιρμανίας)
και, κατόπιν, υπέστην την φτώχεια και είχα την εμπειρία του αισθήματος της αποτυχίας.
Αυτό αύξησε το φυσικό μίσος που είχα προς την εξουσία
και με κατέστησε για πρώτη φορά ολοκληρωτικά ενήμερο
για την ύπαρξη των εργατικών τάξεων
ενώ η δουλειά στην Βιρμανία μου έδωσε την δυνατότητα να κατανοήσω μερικώς
την φύση του ιμπεριαλισμού:
αυτές οι εμπειρίες, όμως, δεν ήταν αρκετές για να μου προσδώσουν
έναν ακριβή πολιτικό προσανατολισμό.
Μετά ήρθε ο Χίτλερ, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, κ.τ.λ.
Έως τα τέλη του 1935 εξακολουθούσα ακόμα να μην μπορώ να φθάσω
σε μιαν κατασταλαγμένη κρίση.
Θυμάμαι ένα μικρό ποιήμα που έγραψα την εποχή εκείνη
και εξέφραζε το προσωπικό μου δίλημμα:

Παπάς πριν 200 χρόνια
χαρωπός θα μπορούσα να ήμουν
να κηρύττω για του κόσμου την συντέλεια
και να βλέπω τις καρυδιές μου ν’ ανθίζουν

Γεννημένος, όμως, αλίμονο, σε φαύλη εποχή
έχασα αυτήν την ευτυχισμένη, παραδεισένια εστία
γιατί στα χείλη μου φύτρωσε το χνούδι
και οι ιερείς, βλέπετε, είναι στην εντέλεια ξυρισμένοι

Οι καιροί ήταν ωραίοι λίγο πιο μετά
Ήταν πανεύκολο να χαρούμε
Διώχναμε τα προβλήματα μακριά
για να κοιμηθούμε στων δένδρων τις φυλλωσιές

Εντελώς αδαείς ν’ απολαμβάνουμε τολμούσαμε
τις χαρές που σήμερα αποδιώχνουμε·
Στο κλαδί της μηλιάς τα’ αηδόνια
θα ‘κάναν τους εχθρούς να τρέμουν αιώνια

Των θηλυκών οι γαστέρες και τα βερίκοκκα
που κυλούν σ’ ένα σκοτεινό ρεύμα
Άλογα και πάπιες που την αυγή πετούν
Όνειρο είν’ όλα

Τα όνειρα πλέον απαγορεύονται·
πληγώνουμε ή κρύβουμε την χαρά μας:
από ατσάλι χρωμίου φτιάχνονται τώρα τ’ άλογά μας
και μικροί βομβιστές θα τα καβαλικέψουν

Είμαι το σκουλήκι που ποτέ δεν μεταμορφώθηκε,
ο ευνούχος χωρίς χαρέμι,
μεταξύ του ιερέα γιόγκι και του κομισσάριου περπατώ
σαν τον δάσκαλο που συνελήφθη μέσα στην τάξη για δολοφονία

Και ο κομμισσάριος μου λέει την μοίρα μου
ενώ το ραδιόφωνο παίζει
αλλά ο ιερέας μου υπόσχεται έναν έβδομο ουρανό
γιατί ο Θεούλης πάντοτε το ξεπληρώνει

Ονειρεύτηκα να κατοικώ
σε μαρμαρένια αλώνια
και ξύπνησα για να δω ότι ήταν αλήθεια·
Δεν γεννήθηκα για μιαν εποχή σαν αυτή-
ο Σμιθ ήταν; ο Τζόουνς ήταν; ΕΣΥ ΗΣΟΥΝ;

Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος και άλλα γεγονότα του 1936-37 βάρυναν την ζυγαριά,
άλλαξαν την ιστορία και από τότε και μετά ήξερα που στεκόμουν.
Κάθε γραμμή σοβαρού έργου που έχω γράψει μετά το 1936
έχει γραφτεί, ευθέως ή εμμέσως, κατά του ολοκληρωτισμού
και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού,
όπως εγώ το κατανοώ κατά την κρίση μου.
Μου φαίνεται πως δεν έχει νόημα, σε μιαν περίοδο σαν την δική μας, να νομίζει κανείς
ότι μπορεί να αποφύγει να γράφει για τέτοια ζητήματα.
Όλοι γράφουν για αυτά, με την μια ή με την άλλη μορφή.
Πρόκειται απλά για ζήτημα ποια πλευρά παίρνει κανείς και ποια προσέγγιση ακολουθεί.
Και όσο περισσότερο κανείς έχει συνείδηση των πολιτικών του προκαταλήψεων,
τόσο περισσότερη ελπίδα έχει για να δρα πολιτικά,
δίχως να θυσιάζει την αισθητική του και διανοητική του ακεραιότητα.
Αυτό που ήθελα περισσότερο να κάνω στην διάρκεια των προηγουμένων 10 ετών
είναι να κάνω το πολιτικό γράψιμο τέχνη, να το μεταμορφώσω σε τέχνη.
Το σημείο απ’ όπου ξεκινώ είναι πάντα ένα συναίσθημα
«μοναχικής εξέγερσης-partisanship»,
μια αίσθηση αδικίας.
Όταν καθήσω για να γράψω ένα βιβλίο, δεν λέω στον εαυτό μου
«πρόκειται να παράγω ένα έργο τέχνης».
Το γράφω επειδή υπάρχει κάποιο ψεύδος, κάποια πλάνη που θέλω να αποκαλύψω,
κάποιο γεγονός προς το οποίο θέλω να προσελκύσω την προσοχή
–και το πρωταρχικό μου ενδιαφέρον είναι να επιτύχω να ακουστώ.
Δεν θα μπορούσα, όμως, να φέρω εις πέρας το έργο συγγραφής ενός βιβλίου
ή έστω κι ενός μακροσκελούς άρθρου σε περιοδικό
εάν δεν υπήρχε, επιπλέον, και μια εμπειρία αισθητική.
Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται να εξετάσει το έργο μου, θα διαπιστώσει
ότι ακόμα και όταν αποτελεί ευθεία προπαγάνδα
περιέχει πολλά πράγματα που ένας επαγγελματίας πολιτικός θα θεωρούσε άσχετα.
Δεν μπορώ και δεν θέλω να εγκαταλείψω ολότελα την κοσμοθεωρία
που απέκτησα στην παιδική μου ηλικία.
Για όσο καιρό παραμένω ζωντανός και υγιής,
θα συνεχίσω να διατηρώ ισχυρά συναισθήματα για το στυλ του πεζού λόγου,
να αγαπώ την επιφάνεια της γης
και να απολαμβάνω ευχαρίστως τα στέρεα αντικείμενα και το άχρηστο πληροφοριακό υλικό.
Δεν έχει νόημα να προσπαθώ να καταπιέζω αυτό το πλευρό μου.
Το καθήκον μου είναι να συμβιβάσω τις κεκτημένες και αγαπημένες μου
συμπάθειες και αντιπάθειες
με τις ουσιαστικά δημόσιες, μη-ατομικές δραστηριότητες
που η εποχή αυτή επιβάλλει σε όλους μας.
Δεν είναι εύκολο.
Εγείρει προβλήματα δομής και γλώσσας –και δημιουργεί
με έναν νέο τρόπο το ζήτημα της επαλήθευσης της αλήθειας.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα μόνον παράδειγμα
της πιο ωμής μορφής με την οποία υψώνεται εκ νέου αυτό το είδος δυσκολίας:
το βιβλίο μου για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, «Φόρος Τιμής στην Καταλωνία»,
είναι, φυσικά, ένα ειλικρινώς πολιτικό βιβλίο αλλά, κυρίως, είναι γραμμένο με κάποια αποστασιοποίηση και με κάποιον σεβασμό προς το σχήμα και την μορφή.
Προσπάθησα, πραγματικά πολύ σκληρά, να πω σε αυτό την αλήθεια ολόκληρη,
δίχως να παραβιάσω το λογοτεχνικό μου ένστικτο.
Μεταξύ άλλων, ωστόσο, συμπεριλαμβάνει ένα μακροσκελές κεφάλαιο
(γεμάτο από δηλώσεις σε εφημερίδες και παρόμοιο υλικό)
που υπεραμύνεται των Τροτσκιστών που κατηγορούνταν για συνωμοσία με τον Φράνκο.
Σαφώς ένα τέτοιο κεφάλαιο –το οποίο, ύστερα από 1 ή 2 χρόνια θα έχανε το ενδιαφέρον του από πλευράς κάθε συνήθους αναγνώστη– θα πρέπει να κατέστρεφε το βιβλίο.
Ένας κριτικός, τον οποίο σέβομαι, μου έκανε για αυτό κήρυγμα.
«Γιατί έβαλες μέσα όλο αυτό το υλικό;» είπε.
«Μετέστρεψες σε δημοσιογραφία ό,τι θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο επιτυχημένο».
Αυτά που μου είπε ήταν αλήθεια αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά,
διότι έτυχε να γνωρίζω ό,τι ελάχιστοι άνθρωποι στην Αγγλία επιτρεπόταν να ξέρει,
ότι αθώοι κατηγορούνταν ψευδώς.
Εάν δεν ήμουν οργισμένος με αυτό, ποτέ δεν θα έπρεπε να είχα γράψει το βιβλίο.
Με την μια ή με την άλλη μορφή, αυτό το πρόβλημα επανεμφανίζεται.
Το πρόβλημα της γλώσσας υφέρπει ακόμα περισσότερο
και θα έπαιρνε πολύ χρόνο για να συζητηθεί.
Θα πω μόνον ότι τα τελευταία χρόνια επιχείρησα να γράψω λιγότερο αναπαραστατικά
και με περισσότερη ακρίβεια.
Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνω ότι μέχρι την στιγμή αυτή
που έχεις τελειοποιήσει το όποιο είδος γραφής, το έχεις πάντοτε αναπτύξει υπερβολικώς.
«Η Φάρμα των Ζώων» ήταν το πρώτο βιβλίο στο οποίο προσπάθησα,
με πλήρη συνείδηση του τι έκανα,
να συντήξω την πολιτική σκοπιμότητα και την καλλιτεχνική πρόθεση σε ένα ενιαίο σύνολο.
Δεν έχω γράψει μυθιστόρημα εδώ και 7 χρόνια
αλλά ελπίζω να γράψω άλλο ένα, σχετικά σύντομα.
Πρόκειται να αποτύχει, κάθε βιβλίο είναι μια αποτυχία
αλλά δεν γνωρίζω με κάποιαν ορισμένη ευκρίνεια τι είδους βιβλίο θέλω να γράψω.
Κοιτάζοντας πίσω στις τελευταίες 1-2 σελίδες, βλέπω
ότι έκανα να φαίνεται λες και τα κίνητρα γραφής μου εμπνέονταν εντελώς
από την διάθεσή μου να κάνω το καλό για τον λαό.
Δεν θέλω να αφήσω αυτό ως την τελική εντύπωση.
Όλοι οι συγγραφείς είναι αυτάρεσκοι, εγωϊστές και τεμπέληδες
και στα έσχατα βάθη των κινήτρων τους
«ἐνθάδε κεῖται» ένα μυστήριο.
Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι μια τρομακτική, εξουθενωτική μάχη
σαν την διαρκή ακμή μιας οδυνηρής ασθένειας.
Κανείς ποτέ δεν θα αναλάμβανε κάτι
τέτοιο εάν δεν καθοδηγείτο από κάποιον δαίμονα
στον οποίο δεν μπορεί ούτε να αντισταθεί ούτε να δώσει ερμηνεία.
Διότι το μόνο που ξέρει είναι ότι αυτός ο δαίμων
είναι απλώς το ίδιο ένστικτο που κάνει ένα μωρό να λυσσομανά για να το προσέξουν.
Κι όμως, είναι επίσης αλήθεια ότι δεν μπορεί να γράψει κανείς κάτι άξιο να διαβαστεί
εκτός εάν μάχεται διαρκώς να απαλείψη από το πρόσωπό του την ατομική του προσωπικότητα.
Ο καλός ο λόγος ο πεζός είναι σαν έναν καθρέφτη αντικατοπτρισμών.
Δεν μπορώ με βεβαιότητα να πω ποια από τα κινήτρα που με υποκινούν
είναι τα ισχυρότερα αλλά ξέρω ποια από αυτά αξίζει να ακολουθήσει κανείς.
Και κάνοντας έναν απολογισμό του έργου μου, βλέπω ότι
πάντα όταν δεν είχα πολιτική σκοπιμότητα έγραψα άψυχα βιβλία
και προδόθηκα από τις οάσεις στα κείμενα, τις προτάσεις δίχως νόημα, τα κοσμητικά επίθετα
–και την ανοησία, εν γένει.


«Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ – ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ»

Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
1945



Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό δεν συμπεριελήφθη στην πρώτη έκδοση
του βιβλίου «Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ». Ανακαλύφθηκε από τον Ian Angus
και δημοσιεύθηκε στις 15/9/1972 στο έντυπο «THE TIMES LITERARY SUPPLEMENT”.
Πρέπει, σαφώς, να διαβαστεί
Α) σε συνάρτηση με το δοκίμιο «ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ»
καθώς και σε σχέση με τα άρθρα του Όργουελ περί Χριστιανισμού.
Β) σε συνάρτηση με τα κείμενα του Αλμπέρ Καμύ περί Ισπανίας και Ελλάδας
καθώς και σε σχέση με τις διαλέξεις του στην Στοκχόλμη περί Τέχνης και Ελευθερίας.


Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos


Το 1937 συνέλαβα για πρώτη φορά
την κεντρική ιδέα για το βιβλίο αυτό, του οποίου όμως η συγγραφή δεν ολοκληρώθηκε
παρά μόνον έως τα τέλη περίπου του 1943.
Έως την στιγμή που έφθανε να ολοκληρωθεί, είχε καταστεί φανερό ότι θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία
ως προς το να μπορέσει να δημοσιευθεί –σε αντίθεση με την τρέχουσα έλλειψη βιβλίων που εξασφαλίζει πως ο,τιδήποτε μπορεί να περιγραφεί ως βιβλίο θα «πουλήσει»–
και όταν αυτό γράφτηκε και ολοκληρώθηκε, απερρίφθη από 4 εκδότες.
Μόνον ένας από αυτούς είχε κάποιο ιδεολογικό κίνητρο (οι δύο εξέδιδαν επί έτη βιβλία εναντίον
της Ρωσσίας ενώ ο άλλος δεν είχε κάποιον ιδιαίτερο πολιτικό χρωματισμό).
Μάλιστα, ένας εκδότης δέχθηκε στην αρχή να δημοσιεύσει το βιβλίο αλλά,
αφού έκανε τους προκαταρκτικούς διακανονισμούς, αποφάσισε να συμβουλευθεί
το Υπουργείο Πληροφοριών M.O.I. (Ministry of Information) από το οποίο φαίνεται να τον προειδοποίησαν –ή, τουλάχιστον, τον συμβούλευσαν σφόδρα– να μην το εκδώσει.
Ιδού ένα απόσπασμα από το γράμμα του:
«Ανέφερα την αντίδραση που συνάντησα εκ μέρους ενός σημαντικού αξιωματούχου
στο Υπουργείο Πληροφοριών όσον αφορά την ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ. Πρέπει να ομολογήσω στα σοβαρά
ότι αυτή η έκφραση γνώμης με έκανε να σκεφθώ… Μπορώ πλέον να αντιληφθώ ότι θα μπορούσε
η δημοσίευση στον παρόντα χρόνο να θεωρηθεί ως κάτι το οποίο ήταν εξόχως αστόχαστο και απερίσκεπτο. Αν η παραβολή
καταπιανόταν γενικώς με δικτάτορες και δικτατορίες ως σύνολο, τότε η δημοσίευση θα ήταν μια χαρά
αλλά η ιστορία παρακολουθεί, πράγματι –όπως βλέπω τώρα–
τόσο ολοκληρωτικά την πρόοδο των Ρωσσικών Σοβιέτ και των δύο δικτατόρων τους
που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στην Ρωσσία, αποκλειομένων των άλλων δικτατοριών.
Κάτι άλλο: θα ήταν λιγότερο προσβλητικό εάν η κυρίαρχη κάστα
στην αλληγορία
δεν ήταν γουρούνια.
(σημείωση του Όργουελ: δεν είναι επαρκώς διευκρινισμένο εάν αυτή η προταθείσα
τροποποίηση επί του βιβλίου μου ήταν προσωπική ιδέα του κυρίου ...
ή προήλθε από το Υπουργείο Πληροφοριών∙ ακούγεται, όμως, σαν να έχει
επίσημη χροιά)
.
Νομίζω ότι η επιλογή των χοίρων ως της εξουσιαστικής τάξεως θα προσβάλλει, δίχως αμφιβολία,
πολλούς ανθρώπους και ιδίως κάθε έναν που είναι λίγο εύθικτος, όπως αναμφίβολα είναι οι Ρώσσοι.
Αυτού του είδους τα πράγματα δεν αποτελούν καλό σύμπτωμα. Προφανώς, δεν είναι ευκταίο πως
μια κυβερνητική υπηρεσία θα έπρεπε να διαθέτει οποιαδήποτε εξουσία λογοκρισίας
(εκτός από την λογοκρισία για θέματα ασφαλείας για τα οποία κανείς δεν έχει αντίρρηση εν καιρώ πολέμου)
για βιβλία που δεν βρίσκονται υπό κρατική κηδεμονία.
Ο πρωταρχικός κίνδυνος, όμως, για την ελευθερία σκέψεως και λόγου, αυτήν την στιγμή,
δεν είναι η ευθεία παρέμβαση του Υπουργείου Πληροφοριών οποιουδήποτε κρατικού οργάνου.
Αν οι εκδότες εξασκούνται ώστε να κρατούν ορισμένα ζητήματα εκτός δημοσιεύσεως, αυτό δεν συμβαίνει επειδή φοβούνται την δίωξη αλλά διότι φοβούνται την κοινή γνώμη.
Σε αυτήν την χώρα, η διανοητική δειλία των διανοουμένων είναι ο χειρότερος εχθρός
που πρέπει να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας –και το γεγονός αυτό
δεν μου φαίνεται πως έχει συζητηθεί όσο αξίζει.
Κάθε μυαλωμένο άτομο που διαθέτει δημοσιογραφική εμπειρία θα παραδεχθεί ότι στην διάρκεια αυτού του πολέμου η κρατική λογοκρισία δεν υπήρξε ιδιαιτέρως ενοχλητική.
Δεν υποκείμεθα στο είδος του ολοκληρωτικού «συντονισμού» που θα ήταν λογικό να αναμένουμε.
Ο τύπος είχε κάποια δικαιολογημένα παράπονα αλλά συνολικά η κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε καλά και υπήρξε –προς ασυνήθιστη έκπληξιν– ανεκτική στις μειοψηφικές απόψεις.
Στην Αγγλία,
το αισχρό γεγονός με την λογοκρισία της λογοτεχνίας είναι ότι είναι, κατά κύριο λόγο, ηθελημένη.
Δίχως να παραστεί ανάγκη για καμιά επίσημη απαγόρευση,
μπορούν να αποσιωπώνται αντιδημοφιλείς ιδέες και να συσκοτίζονται γεγονότα που δεν συμφέρουν.
Οποιοσδήποτε έχει ζήσει επί μακρόν
σε μια ξένη χώρα, θα γνωρίζει για περιπτώσεις συγκλονιστικών ειδησεογραφικών πληροφοριών
–γεγονότα που με την αξία τους θα γίνονταν πρωτοσέλιδα με μεγάλους τίτλους–
που κρατήθηκαν εντελώς έξω από τον Αγγλικό Τύπο, όχι επειδή παρενέβη η Κυβέρνηση
αλλά εξαιτίας μιας γενικότερης, υποδηλούμενης συμφωνίας πως «δεν θα έκανε»
να αναφερθεί αυτό το συγκεκριμένο γεγονός.
Όσον αφορά τις καθημερινές εφημερίδες, αυτό είναι εύκολο να κατανοηθεί.
Ο Αγγλικός Τύπος είναι ελεγχόμενος στο έπακρον και την πλειοψηφία του ελέγχουν πλούσιοι
που έχουν κάθε λόγο να είναι άτιμοι σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα.
Το ίδιο είδος, όμως, συγκεκαλυμμένης λογοκρισίας λειτουργεί επίσης σε βιβλία και περιοδικά
καθώς και σε θεατρικά έργα, κινηματογραφικά φιλμ και ραδιοφωνικές εκπομπές.
Σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, υπάρχει μια ορθοδοξία,
ένα σώμα ιδεών
το οποίο υποτίθεται πως όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι θα αποδεχθούν αναντίρρητα.
Δεν είναι ακριβώς απαγορευμένο να πεις αυτό, εκείνο ή το άλλο αλλά «δεν κάνει»
να το πεις, ακριβώς όπως και στα μέσα
της Βικτωριανής εποχής «δεν ήταν πρέπον» να γίνονται παραπομπές
σε παντελόνια όταν ήταν παρούσα μια κυρία.
Οποιοσδήποτε προκαλεί την επικρατούσα ορθοδοξία
βρίσκεται φιμωμένος με εκπληκτική αποτελεσματικότητα.
Μια πραγματικά εκτός συρμού άποψη ποτέ δεν τυγχάνει ακροάσεως,
είτε στον λαϊκό τύπο είτε στα μπλαζέ περιοδικά.
Αυτήν την συγκεκριμένη στιγμή, αυτό που απαιτείται από την επικρατούσα ορθοδοξία
είναι ένας άκριτος θαυμασμός
της Σοβιετικής Ρωσσίας.
Ο καθένας το ξέρει, σχεδόν όλοι πράττουν αναλόγως σύμφωνα με αυτό.
Κάθε σοβαρή κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος, κάθε αποκάλυψη
γεγονότων τα οποία η Σοβιετική κυβέρνηση θα προτιμούσε να κρατηθούν κρυφά,
ισοδυναμεί σχεδόν με το να απαγορευθεί κατόπιν η δημοσίευσή τους.
Και αυτή η πανεθνική συνωμοσία να εκθειάζουμε τον σύμμαχό μας,
κατά αρκετά περίεργο τρόπο λαμβάνει χώρα
ενάντια σε κάτι που περιβάλλεται από ένα φόντο πραγματικής διανοητικής ανοχής.
Διότι αν και σου επιτρέπεται να κριτικάρεις την Σοβιετική κυβέρνηση, τουλάχιστον είσαι ελεύθερος
να κριτικάρεις (σε λογικά πλαίσια) την δική μας κυβέρνηση.
Σχεδόν κανείς δεν θα τυπώσει μια επίθεση-λίβελλο κατά του Στάλιν
αλλά είναι αρκετά ασφαλές να επιτεθείς στον Τσώρτσιλ,
τουλάχιστον όταν αυτό γίνεται στα βιβλία και στα περιοδικά.
Και σε όλην την διάρκεια των 5 ετών του πολέμου
(εκ των οποίων τα 2-3 πολεμούσαμε για εθνική επιβίωση),
εκδόθηκαν δίχως καμιά παρέμβαση αμέτρητα βιβλία, φυλλάδια και άρθρα
που συνηγορούσαν υπέρ μιας συμβιβαστικής ειρήνης.
Επιπλέον, εκδόθηκαν χωρίς να εγείρουν αρκετές αποδοκιμασίες.
Στον βαθμό που δεν εμπλεκόταν το πρεστίζ της Ε.Σ.Σ.Δ.,
τηρήθηκε αρκετά η αρχή του ελευθέρου λόγου.
Υπάρχουν και άλλα απαγορευμένα θέματα
–και θα αναφέρω ορισμένα εξ αυτών σύντομα– αλλά η επικρατούσα στάση απέναντι στην Ε.Σ.Σ.Δ.
είναι κυρίως το πλέον σοβαρό σύμπτωμα. Είναι αυθόρμητη,
θα ‘λεγε κανείς, και δεν οφείλεται στην δράση οποιασδήποτε ομάδας πίεσης.
Η δουλοπρέπεια, με την οποία το μεγαλύτερο τμήμα της Αγγλικής ιντελλιγκέντσια κατάπιαν
και επανέλαβαν την προπαγάνδα των Ρώσσων από το 1941 και μετά, θα ήταν αρκετά σοκαριστική
εάν δεν είχαν φερθεί παρόμοια σε αρκετές προηγούμενες περιπτώσεις.
Σε αλλεπάλληλα αμφιλεγόμενα ζητήματα, η Ρωσσική θεωρία έγινε αποδεκτή δίχως εξέταση
και κατόπιν δημοσιεύθηκε παραβλέποντας εντελώς την ιστορική αλήθεια ή την διανοητική εντιμότητα.
Για να κατονομάσω μια περίπτωση μόνο:
Το B.B.C. γιόρτασε την 25η επέτειο του
Κόκκινου Στρατού δίχως να κάνει αναφορά στον Τρότσκυ.
Αυτό ήταν περίπου τόσον ορθόδοξο όσο το να μνημονεύσει την μάχη του Τραφάλγκαρ χωρίς να αναφέρει τον Νέλσωνα –αλλά δεν προκάλεσε καμιά διαμαρτυρία από την Αγγλική ιντελλιγκέντσια.
Στις εσωτερικές διαμάχες των διαφόρων υπό κατοχή χωρών,
ο Αγγλικός Τύπος συνετάχθη σε όλες, σχεδόν,
τις περιπτώσεις με την παράταξη που υποστήριζαν οι Ρώσσοι και έγραψε λίβελλους για την αντίπαλο παράταξη, αποκρύπτοντας μερικές φορές αποδεικτικό υλικό για να το κάνει αυτό.
Μια ιδιαζόντως κατάφωρη περίπτωση ήταν η υπόθεση του συνταγματάρχη Μιχαΐλοβιτς,
του ηγέτη των Γιουγκοσλάβων Τσέτνικ.
Οι Ρώσσοι, που είχαν ως δικό τους προστατευόμενο τον Γιουγκοσλάβο στρατάρχη Τίτο,
κατηγορούσαν τον Μιχαΐλοβιτς για συνεργασία με τους Γερμανούς.
Αυτή η επίθεση έγινε ασμένως αποδεκτή από τον Αγγλικό Τύπο:
στους υποστηρικτές του Μιχαΐλοβιτς δεν δόθηκε καμία ευκαιρία να την αποκρούσουν
και τα γεγονότα που την διέψευδαν απλά κρατήθηκαν εκτός δημοσιεύσεως.
Τον Ιούλιο του 1943 οι Γερμανοί προσέφεραν μιαν αμοιβή 100.000 χρυσών κορώνων
για την σύλληψη του Τίτο και μιαν ανάλογη αμοιβή για την σύλληψη του Μιχαΐλοβιτς.
Ο Αγγλικός Τύπος διέδωσε εκτεταμένα την αμοιβή για τον Τίτο
αλλά μόνο μια εφημερίδα ανέφερε (με μικρά γράμματα)
την αμοιβή για τον Μιχαΐλοβιτς: και η απόδοση ευθυνών
για την συνεργασία με τους Γερμανούς συνεχίστηκε.
Αρκετά παρόμοια πράγματα συνέβησαν κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου.
Τότε, οι παρατάξεις της Δημοκρατικής πτέρυγας που οι Ρώσσοι ήταν αποφασισμένοι να συντρίψουν,
έγιναν επίσης αντικείμενο ανελέητων λίβελλων στον Αγγλικό Τύπο της Αριστεράς
και απαγορεύθηκε η δημοσίευση –ακόμη και υπό την μορφή επιστολών– σε κάθε ανακοίνωση προς υπεράσπισίν τους.
Σήμερα, δεν θεωρείται μόνον κάθε σοβαρή κριτική της Ε.Σ.Σ.Δ. ως μη ανεκτή αλλά,
σε ορισμένον αριθμό περιπτώσεων, ακόμα και το γεγονός της ύπαρξης τέτοιας κριτικής αποκρύπτεται.
Για παράδειγμα, λίγο πριν τον θάνατό του ο Τρότσκυ είχε γράψει μια βιογραφία του Στάλιν.
Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι δεν επρόκειτο για ένα βιβλίο δίχως προκαταλήψεις στο σύνολό του
αλλά, προφανώς, άξιζε τον κόπο να πωληθεί.
Ένας Αμερικανός εκδότης είχε κανονίσει να το θέσει σε κυκλοφορία
και το βιβλίο βρισκόταν στο τυπογραφείο –πιστεύω ότι είχαν παραχθεί τα διορθωμένα αντίγραφα–
όταν η Ε.Σ.Σ.Δ. εισήλθε στον πόλεμο. Το βιβλίο απεσύρθη αμέσως.
Ούτε μια λέξη γι’ αυτό δεν εμφανίσθηκε ποτέ στον Αγγλικό Τύπο,
αν και είναι σαφές πως η ύπαρξη ενός τέτοιου βιβλίου και η αποσιώπησή του
ήταν μια ειδησεογραφική πληροφορία που άξιζε λίγες παραγράφους.
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε ανάμεσα στο είδος της λογοκρισίας
που ηθελημένα επιβάλλει στα μέλη της η αγγλική ιντελλιγκέντσια της πληροφόρησης
και στην λογοκρισία που μπορεί μερικές φορές να ενισχύεται από ομάδες πίεσης.
Ως γνωστόν, ορισμένα ζητήματα δεν μπορούν να συζητηθούν εξαιτίας «επενδεδυμένων συμφερόντων».
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι η μαφία στις πατέντες για τα φάρμακα.
Η Καθολική Εκκλησία, άλλωστε, διαθέτει υπολογίσιμη επιρροή στον Τύπο
και μπορεί να αποσιωπήσει έως κάποιο σημείο την κριτική για την ίδια.
Σε ένα σκάνδαλο όπου εμπλέκεται ένας Καθολικός ιερέας, σχεδόν ποτέ δεν δίδεται δημοσιότητα
ενώ, αντιθέτως, όταν μπλέξει ένας Αγγλικανός ιερέας (π.χ. ο ιερέας της ενορίας του Stiffkey)
γίνεται πρωτοσέλιδη είδηση.
Είναι πολύ σπάνιο για ό,τι περιέχει μιαν Αντι-Καθολική τάση να εμφανιστεί στην σκηνή ή σε ένα φιλμ.
Κάθε ηθοποιός μπορεί να σας πει ότι ένα θεατρικό έργο ή ένα κινηματογραφικό φιλμ
που επιτίθεται ή διακωμωδεί την Καθολική Εκκλησία υπόκειται σε μποϋκοτάζ από τον τύπο
και, πιθανότατα, θα είναι μια αποτυχία.
Όμως, τέτοιου είδους πράγματα δεν είναι επιζήμια ή, τουλάχιστον, είναι κατανοητά.
Κάθε μεγάλος οργανισμός θα έχει την ευθύνη να προσέχει όσο το δυνατόν καλύτερα τα προσωπικά του συμφέροντα –και η ανοιχτή, απροκάλυπτη προπαγάνδα δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να αντιδρούμε.
Κανείς δεν θα περίμενε από την «Daily Worker» να δημοσιεύει δυσάρεστα γεγονότα κατά της Ρωσσίας περισσότερο απ’ ό,τι θα ανέμενε από την «Catholic Herald» να αποκηρύξει τον Πάπα.
Εξάλλου, κάθε σκεπτόμενο άτομο γνωρίζει τι είναι
και τι εκπροσωπούν η «Daily Worker» και η «Catholic Herald».
Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι ότι στα ζητήματα που έχουν σημασία για την Ε.Σ.Σ.Δ.
και την πολιτική της κανείς δεν μπορεί να περιμένει έξυπνη κριτική
ή ακόμα –σε αρκετές περιπτώσεις– και ευθεία εντιμότητα από φιλελεύθερους
συγγραφείς και δημοσιογράφους, οι οποίοι δεν βρίσκονται κάτω από καμία άμεση πίεση
ώστε να χαλκεύσουν την άποψή τους.
Ο Στάλιν είναι Άγιος –και ορισμένες όψεις της πολιτικής του
δεν πρέπει να τίθενται σοβαρά υπό συζήτησιν.
Αυτός είναι ο κανόνας που τηρήθηκε σχεδόν σε όλον τον κόσμο έως το 1941
αλλά εφαρμοζόταν ήδη 10 χρόνια νωρίτερα σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι μερικές φορές πιστεύεται.
Σε όλο αυτό το διάστημα, η κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος από αριστερά
μπορούσε μόνο με δυσκολία να εισακουστεί.
Υπήρχε μια τεράστια παραγωγή αντι-Ρωσσικής φιλολογίας αλλά γινόταν σχεδόν όλη
από συντηρητική γωνιά και ήταν προδήλως ανέντιμη, ανεπίκαιρη και υποκινείτο από ευτελή κίνητρα.
Από την άλλη πλευρά, υπήρχε μια τεράστια και σχεδόν εξίσου ανέντιμη ροή
φιλο-Ρωσσικής προπαγάνδας, η οποία ισοδυναμούσε με μποϋκοτάζ σε οποιονδήποτε επιχειρούσε να συζητήσει με ώριμο τρόπο όλα τα σπουδαία ζητήματα.
Μπορούσες, πράγματι, να δημοσιεύσεις αντι-Ρωσσικά βιβλία αλλά το να πράξεις
σήμαινε ότι εξασφάλιζες πως θα σε αγνοούσε ή θα σε παρερμήνευε σχεδόν όλος ο μπλαζέ τύπος.
Τόσο δημοσίως όσο και ιδιωτικώς ήσουν προειδοποιημένος ότι «δεν είναι σωστό».
Αυτό που έλεγες θα μπορούσε πιθανόν να είναι αλήθεια αλλά ήταν «άκαιρο»
και έπαιζε το παιχνίδι της εξυπηρέτησης αυτού η εκείνου του αντιδραστικού συμφέροντος.
Αυτή η στάση συνήθως υποστηριζόταν με το επιχείρημα ότι το απαιτούσε η διεθνής κατάσταση
και η επείγουσα ανάγκη για μιαν Αγγλο-Ρωσσική συμμαχία•
ήταν, όμως, σαφές ότι αυτό ήταν μια εκλογίκευση.
Η Αγγλική ιντελλιγκέντσια –ή ένα μεγάλο τμήμα της– είχε αναπτύξει
μιαν εθνικιστική αφοσίωση προς την Ε.Σ.Σ.Δ. και στην καρδιά τους αισθάνονταν
πως ήταν ένα είδος βλασφημίας να ρίξουν οποιαδήποτε σκια αμφιβολίας για την σοφία του Στάλιν.
Τα γεγονότα στην Ρωσσία και τα γεγονότα αλλού επρόκειτο να κριθούν με διαφορετικά κριτήρια.
Οι ατέλειωτες εκτελέσεις κατά την διάρκεια των διώξεων του 1936-38
επικροτήθηκαν από μακροχρόνιους αντιπάλους της θανατικής ποινής
ενώ θεωρήθηκε εξίσου σωστό
να διαφημίζονται οι επιδημίες όταν εκδηλώνονταν στην Ινδία
και να συγκαλύπτονται όταν διαδραματίζονταν στην Ουκρανία.
Κι αν αυτό ήταν αλήθεια πριν τον πόλεμο, η διανοητική ατμόσφαιρα
δεν είναι οπωσδήποτε καθόλου καλύτερη σήμερα.
Για να έρθουμε, όμως, πίσω σε αυτό το βιβλίο μου.
Εκ μέρους των περισσοτέρων Άγγλων διανοούμενων, η αντίδραση προς αυτό θα είναι αρκετά απλή: «Δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί».
Φυσικά, αυτοί οι κριτικοί που κατανοούν την τέχνη
της απαξίωσης δεν θα του ασκήσουν επίθεση με πολιτικά επιχειρήματα αλλά με φιλολογικά.
Θα πουν πως είναι ένα αδιάφορο, ανόητο βιβλίο και μια άχαρη σπατάλη χάρτου.
Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αλήθεια –αλλά, προφανώς, δεν είναι αυτή ολόκληρη η ιστορία.
Δεν λέει κανείς ότι ένα βιβλίο «δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί» απλά επειδή ένα βιβλίο είναι κακό.
Στο κάτω-κάτω, τόνοι σκουπιδιών τυπώνονται καθημερινά και κανείς δεν ενοχλείται!
Η Αγγλική ιντελλιγκέντσια –ή το μεγαλύτερο τμήμα της– θα αντιταχθούν σε αυτό το βιβλίο
επειδή διαβάλλει τον Ηγέτη τους
και πλήττει τον σκοπό της προόδου (όπως αυτοί τον βλέπουν).
Εάν έκανε το αντίθετο, δεν θα είχαν τίποτε να πουν εναντίον του,
ακόμα και αν τα φιλολογικά και γραμματικά του λάθη ήταν δέκα φορές πιο χτυπητά απ’ ό,τι είναι.
Η επιτυχία, για παράδειγμα, της Λέσχης Αριστερού Βιβλίου για μια περίοδο τεσσάρων ή πέντε ετών
δείχνει πόσο πρόθυμοι είναι να ανεχθούν τόσο την σπουδή όσο και το απρόσεκτο γράψιμο
υπό την προϋπόθεση ότι τους λέει ό,τι αυτοί θέλουν να ακούσουν.
Εμπλέκεται εδώ ένα αρκετά απλό θέμα:
«Δικαιούται ακροάσεως κάθε άποψη,
οσοδήποτε αντιδημοφιλής –οσοδήποτε ηλίθια, ακόμα– κι αν είναι;»
Βάλτε το σε αυτήν την μορφή
και σχεδόν κάθε Άγγλος διανοούμενος θα νιώσει πως οφείλει να πει «Ναι».
Δώστε του, όμως, ένα σταθερό σχήμα και ρωτήστε
«Τί λέτε για μιαν επίθεση κατά του Στάλιν; Επιτρέπεται να το ακούσουμε αυτό;»
και η απόκριση δεν θα είναι τις περισσότερες φορές άλλη από «Όχι».
Στην δεδομένη περίπτωση, τυχαίνει να προκαλείται αμφισβήτηση στην τρέχουσα ορθοδοξία
κι έτσι, η αρχή του ελευθέρου λόγου καταρρέει.
Τώρα, όταν κανείς απαιτεί ελευθερία λόγου και τύπου, δεν απαιτεί απόλυτη ελευθερία.
Πάντα πρέπει να υπάρχει –ή, σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον, θα πρέπει να υπάρχει–
κάποιος βαθμός λογοκρισίας όσο διαρκούν οι οργανωμένες κοινωνίες.
Όμως, η ελευθερία (όπως είπε η Ρόζα Λούξεμπουργκ) είναι «η ελευθερία για το άλλο άτομο».
Η ίδια αρχή εμπεριέχεται στα φημισμένα λόγια του Βολταίρου:
«Απεχθάνομαι ό,τι λες• θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες».
Εάν η έννοια της διανοητικής ελευθερίας –η οποία δίχως αμφιβολία υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Δυτικού πολιτισμού– έχει τελικά κάποια σημασία, σημαίνει
ότι ο καθένας θα έχει το δικαίωμα να πει και να εκδώσει ό,τι πιστεύει
πως είναι η αλήθεια,
υπό την προϋπόθεση μόνον ότι δεν πλήττει την υπόλοιπη κοινότητα με κάποιον τρόπο ανεπανόρθωτο.
Τόσο η καπιταλιστική δημοκρατία όσο και οι δυτικές εκδοχές του Σοσιαλισμού
ελάμβαναν μέχρι πρόσφατα αυτήν την αρχή ως δεδομένη.
Η κυβέρνησή μας, όπως έχω ήδη αναφέρει, εξακολουθεί κατ’ επίφασιν
να δείχνει κάποιον σεβασμό προς αυτήν.
Ο απλός λαός του δρόμου –ίσως, εν μέρει, επειδή δεν ενδιαφέρεται για τις ιδέες
τόσο πολύ ώστε να είναι αδιάλλακτος ενώπιόν τους– εξακολουθεί ακόμα να υποστηρίζει ότι
«υποθέτω πως ο καθένας έχει δικαίωμα να ακούγεται η άποψή του».
Μόνο –ή, σε κάθε περίπτωση, πρωταρχικά– η ιντελλιγκέντσια της λογοτεχνίας και της επιστήμης,
οι άνθρωποι που κατ’ εξοχήν θα όφειλαν να περιφρουρούν την ελευθερία,
είναι αυτοί που έχουν ξεκινήσει τώρα να την παραβλέπουν, τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη.
Ένα από τα αλλόκοτα φαινόμενα της εποχής μας είναι ο αποστάτης φιλελεύθερος.
Πέραν και υπεράνω του οικείου μαρξιστικού ισχυρισμού
ότι η «ελευθερία της μπουρζουαζίας» είναι μια πλάνη,
υπάρχει σήμερα μια ευρέως διαδεδομένη τάση να εκφέρεται η άποψη
ότι μπορεί κανείς να προασπίσει την δημοκρατία μονάχα με ολοκληρωτικές μεθόδους.
Αν κανείς αγαπά την δημοκρατία, το επιχείρημα ισχύει:
πρέπει κανείς να συντρίψει τους εχθρούς της με οποιαδήποτε μέσα χωρίς να τρέχει τίποτα.
Και ποιοί είναι οι εχθροί της;
Όπως φαίνεται πάντα, δεν είναι μόνον εκείνοι που της επιτίθενται ευθέως και συνειδητά
αλλά και εκείνοι που «αντικειμενικά» την θέτουν σε κίνδυνο διαδίδοντας επικίνδυνες θεωρίες.
Με άλλα λόγια, η υπεράσπιση της δημοκρατίας εμπεριέχει την καταστροφή κάθε ανεξαρτησίας σκέψεως.
Αυτό το επιχείρημα εκμεταλλεύθηκαν, για παράδειγμα,
ώστε να δικαιολογήσουν τις ρωσσικές εκκαθαρίσεις.
Ο πιο ένθερμος Ρωσσόφιλος δύσκολα πίστευε πως όλα τα θύματα ήταν ένοχα
για όλες τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν: υποστηρίζοντας, όμως, αιρετικές απόψεις
έβλαψαν «αντικειμενικά» το καθεστώς και, επομένως, ήταν λίαν ορθό
όχι μόνο να δολοφονηθούν αλλά και να απαξιωθούν μέσω ψεύτικων κατηγοριών.
Το ίδιο επιχείρημα εκμεταλλεύθηκαν για να δικαιολογήσουν το τελείως συνειδητό ψέμα
που διαπερνούσε τον αριστερό τύπο σχετικά με τους τροτσκιστές και άλλες Δημοκρατικές Δυνάμεις
στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Και το εκμεταλλεύθηκαν ξανά ως μια αιτία για να κραυγάσουν
κατά του «habeas corpus» όταν απελευθερώθηκε το 1943 ο Μόσλευ.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι, εάν ενθαρρύνεις ολοκληρωτικές μεθόδους,
μπορεί να έρθει η ώρα που αυτές θα χρησιμοποιηθούν όχι υπέρ σου αλλά εναντίον σου.
Ας σου γίνει συνήθεια να φυλακίζεις τους ηγέτες των φασιστών δίχως δίκη –και ίσως η διαδικασία να μην σταματήσει στους φασίστες.
Λίγο μετά την επανέκδοση της υπό απαγόρευσιν «Daily Worker», έδινα μια διάλεξη
προς ένα κολλέγιο εργαζομένων στο Νότιο Λονδίνο.
Οι ακροατές ήταν διανοούμενοι της εργατικής τάξης και της χαμηλομεσαίας τάξης –το ίδιο είδος κοινού
που κάποτε έβλεπε συνήθως κανείς σε παρακλάδια της Λέσχης Αριστερού Βιβλίου.
Η διάλεξη έθιγε το ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου
και στο τέλος, προς έκπληξίν μου, αρκετοί αμφισβητίες σηκώθηκαν και με ρώτησαν: δεν νομίζω πως
η άρση της απαγόρευσης κυκλοφορίας για την «Daily Worker» ήταν μεγάλο λάθος;
Όταν αναρωτήθηκα γιατί, είπαν ότι αυτή αποτελούσε μια εφημερίδα αμφισβητούμενης αφοσιώσεως
και δεν θα έπρεπε να την ανέχονται εν καιρώ πολέμου.
Βρήκα τον εαυτό μου να υπερασπίζεται την «Daily Worker»,
η οποία είχε παρεκτραπεί να με λοιδορεί περισσότερες από μία φορές.
Μα πού έμαθαν αυτοί οι άνθρωποι αυτήν την ουσιαστικά ολοκληρωτική άποψη;
Σχεδόν με βεβαιότητα, την έμαθαν από τους ίδιους τους Κομμουνιστές!
Η ανοχή και η αξιοπρέπεια έχουν βαθειές ρίζες στην Αγγλία αλλά δεν είναι ακλόνητες
και θα πρέπει να διατηρηθούν ζωντανές, εν μέρει, με συνειδητή προσπάθεια.
Το αποτέλεσμα της διακήρυξης ολοκληρωτικών δογμάτων
είναι η εξασθένηση του ενστίκτου μέσω του οποίου οι ελεύθεροι άνθρωποι γνωρίζουν
τι είναι ή τι δεν είναι επικίνδυνο.
Η υπόθεση Μόσλεϋ το απεικονίζει αυτό παραδειγματικά. Το 1940 ήταν στην εντέλεια σωστό
να φυλακιστεί είτε είχε είτε δεν είχε διαπράξει οποιοδήποτε συγκεκριμένο έγκλημα.
Πολεμούσαμε για την ζωή μας και δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε
σε έναν πιθανό κουῒσλιγκ να κυκλοφορεί ελεύθερος.
Να τον κρατάμε κλειστό και φιμωμένο, άνευ δίκης, το 1943 ήταν ένα όργιο.
Η γενικότερη αποτυχία να γίνει αυτό αντιληπτό ήταν ένα αρνητικό σύμπτωμα,
αν και είναι αλήθεια ότι η αγκιτάτσια κατά της απελευθέρωσης του Μόσλεϋ
εδραζόταν εν μέρει σε γεγονότα και ήταν εν μέρει μια προσπάθεια
να δοθεί λογική εξήγηση σε άλλες δυσάρεστες καταστάσεις.
Σε ποιά έκταση, όμως, μπορεί η σημερινή διολίσθηση προς Φασιστικές μεθόδους σκέψεως
να ανιχνευθεί στον «Αντιφασισμό» των προηγούμενων 10 ετών
και στην ηθική αδιαφορία για την εντιμότητα
που αυτός επέφερε;
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιηθεί ότι η σημερινή Ρωσσομανία
αποτελεί μόνον ένα σύμπτωμα της γενικότερης αποδυνάμωσης της δυτικής φιλελεύθερης παράδοσης.
Εάν το Υπουργείο Πληροφοριών είχε αναστείλει
και είχε θέσει οριστικά βέτο στην έκδοση αυτού του βιβλίου,
η πλειοψηφία της αγγλικής ιντελλιγκέντσια δεν θα έβλεπε τίποτε το ανησυχητικό σε αυτό.
Η άκριτη αφοσίωση προς την Ε.Σ.Σ.Δ. τυχαίνει να είναι η ισχύουσα ορθοδοξία
–και όπου εμπλέκονται τα υποτιθέμενα συμφέροντα της Ε.Σ.Σ.Δ. είναι πρόθυμοι να επιδείξουν ανοχή
όχι μόνο στην λογοκρισία αλλά και στην σκόπιμη χάλκευση της ιστορίας.
Για να αναφέρω ένα παράδειγμα:
Όταν πέθανε ο Τζων Ρηντ, ο συγγραφέας του βιβλίου «ΟΙ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ
ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» –αφήγηση από πρώτο χέρι των πρώτων μερών
της Ρωσσικής Επανάστασης– τα δικαιώματα δημοσίευσης «copyright» του βιβλίου περιήλθαν στα χέρια του Αγγλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, προς το οποίο πιστεύω ότι τα είχε κληροδοτήσει ο Reed.
Μερικά χρόνια αργότερα, αφού κατέστρεψαν όσο περισσότερο μπορούσαν
την αυθεντική έκδοση του βιβλίου,
οι Κομμουνιστές έθεσαν σε κυκλοφορία μιαν εκδοχή του βιβλίου με συγκεχυμένες περιγραφές,
από την οποία είχαν εξαλείψει τις αναφορές στον Τρότσκυ
και είχαν επίσης αφαιρέσει την εισαγωγή που είχε γράψει ο Λένιν.
Εάν υπήρχε ακόμα ριζοσπαστική διανόηση στην Αγγλία, αυτή η πράξη πλαστογραφίας
θα είχε αποκαλυφθεί και θα είχε καταγγελθεί από κάθε εφημερίδα της χώρας.
Θα ‘λεγε κανείς πως δεν υπήρξε καμία ή ελάχιστη διαμαρτυρία.
Σε πολλούς Άγγλους διανοούμενους αυτό που έγινε έμοιαζε ως κάτι το σχεδόν φυσικό.
Και αυτή η ανοχή προς την απροκάλυπτη ατιμία
σημαίνει πολλά περισσότερα από το ότι αυτήν την στιγμή τυχαίνει να είναι του συρμού ο θαυμασμός
προς την Ρωσσία.
Πιθανότατα, αυτή η συγκεκριμένη μόδα δεν θα διαρκέσει.
Διότι –εξ όσων γνωρίζω, έως την στιγμή που εκδίδεται το βιβλίο αυτό–
η δική μου άποψη για το Ρωσσικό καθεστώς μπορεί να είναι η γενικότερα αποδεκτή.
Ποιό όφελος, όμως, θα έχει αυτό αφ’ εαυτού;
Δεν είναι απαραιτήτως πλεονέκτημα η εναλλαγή μιας ορθοδοξίας με μιαν άλλη.
Ο εχθρός είναι η σκέψη-γραμμόφωνο,
είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με τον δίσκο που προς στιγμήν παίζεται.
Είμαι καλά ενημερωμένος για όλα τα επιχειρήματα κατά της ελευθερίας σκέψεως και λόγου
–τα επιχειρήματα που διατείνονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει
και τα επιχειρήματα που ισχυρίζονται ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει.
Απαντώ απλά ότι δεν με πείθουν
και ότι ο πολιτισμός μας για μια περίοδο 400 ετών εδραζόταν στην αντίθετη γνώμη.
Εδώ και 10 χρόνια, πίστευα ότι το υπάρχον Ρωσσικό καθεστώς ήταν κάτι το φαύλο
και διεκδικώ το δικαίωμα να το λέω ότι και τώρα είναι,
παρά το ότι είμαστε σύμμαχοι με την Ε.Σ.Σ.Δ. σε έναν πόλεμο που θέλω να τον δω να τον κερδίζουμε.
Εάν θα έπρεπε να επιλέξω ένα κείμενο για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου,
θα διάλεγα τον στίχο του Μίλτωνα:
«Εν ονόματι των αναγνωρισμένων κανόνων της αρχέγονης ελευθερίας»
«By the known rules of ancient liberty».
Η λέξη «αρχέγονη» δίδει έμφαση στο γεγονός ότι η ελευθερία της διανόησης
είναι μια βαθειά ριζωμένη παράδοση,
δίχως την οποία η χαρακτηριστική δυτική κουλτούρα μας
μόνον αμφιβόλως θα μπορούσε να εξακολουθεί να υπάρχει.
Από την παράδοση αυτή, πολλοί από τους διανοουμένους μας απομακρύνονται οφθαλμοφανώς.
Έχουν αποδεχθεί το αξίωμα
ότι ένα βιβλίο θα έπρεπε να δημοσιεύεται ή να απαγορεύεται,
να εξυμνείται ή να αναθεματίζεται,
όχι βάσει της αξίας του αλλά σύμφωνα με το πολιτικό συμφέρον.
Και άλλοι (που δεν έχουν πραγματικά αυτήν την άποψη) συγκατατίθενται σε αυτό,
εξαιτίας καθαρής δειλίας.
Ως παράδειγμα αυτού, υπάρχει η αποτυχία πολυάριθμων και προβεβλημένων Άγγλων πασιφιστών
να υψώσουν την φωνή τους ενάντια στην επικρατούσα λατρεία του Ρωσσικού μιλιταρισμού.
Σύμφωνα με αυτούς τους πασιφιστές, κάθε βία είναι κακή
ενώ μας πίεζαν σε κάθε φάση του πολέμου να ενδώσουμε ή, τουλάχιστον, να συνάψουμε
μιαν ειρήνη συμβιβαστική.
Πόσοι από αυτούς, όμως, έκαναν ποτέ νύξη ότι ο πόλεμος είναι επίσης κακός
όταν διεξάγεται από τον Κόκκινο Στρατό;
Οι Ρώσσοι έχουν, φαίνεται, το δικαίωμα να αμυνθούν
ενώ –αν το κάνουμε εμείς– αυτό πρόκειται για αμαρτία θανάσιμη.
Αυτήν την αντίφαση μόνο με έναν τρόπο μπορεί κανείς να την εξηγήσει:
δηλαδή, με μιαν επιδίωξη δειλή να διατηρήσουν τις φιλικές τους σχέσεις
με την πλειοψηφία της ιντελλιγκέντσια, της οποίας ο πατριωτισμός
κατευθύνεται μάλλον προς την Ε.Σ.Σ.Δ. παρά προς την Αγγλία.
Ξέρω ότι η αγγλική ιντελλιγκέντσια έχει πολλές δικαιολογίες για την λιγοψυχία και την ατιμία της, γνωρίζω μάλιστα απ’ έξω τα επιχειρήματα με τα οποία δικαιολογούνται.
Αφήστε μας, όμως, τουλάχιστον, να μην ακούμε άλλες ανοησίες
περί υπεράσπισης της ελευθερίας έναντι του Φασισμού.
Αν η ελευθερία σημαίνει κάτι, τέλος πάντων, σημαίνει το δικαίωμα
να λες στον κόσμο αυτό που δεν θέλει να ακούσει.
ΟΙ απλοί άνθρωποι και ο λαός εξακολουθούν ακόμα να συναινούν αμυδρά σε αυτήν την πεποίθηση
και να δρουν σύμφωνα με αυτήν.
Στην χώρα μας –δεν είναι το ίδιο σε όλες τις χώρες:
δεν συνέβαινε το ίδιο στην δημοκρατική Γαλλία και δεν γίνεται το ίδιο σήμερα στις Η.Π.Α.– είναι οι φιλελεύθεροι που φοβούνται την ελευθερία και είναι οι διανοούμενοι αυτοί που θέλουν να σπιλώσουν την διανόηση: είναι για να προσελκύσω την προσοχή στο γεγονός αυτό που έγραψα αυτό το δοκίμιο.


«ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ»

Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
1947


Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό -που πρέπει να συνδυαστεί με τα άρθρα του «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» και «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ»- γράφτηκε από τον Τζωρτζ Όργουελ με τον τίτλο KOLGHOSP TVARYN
ειδικά για τον Ihor Szewczenko ο οποίος είχε ζητήσει να μεταφράσει το βιβλίο
«Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» στην Ουκρανική γλώσσα. Το κείμενο στα αγγλικά έχει χαθεί.
Ο Όργουελ πλήρωσε ο ίδιος το κόστος παραγωγής της έκδοσης στην Ρωσσική
ενώ επέμενε να μην λαμβάνει έσοδα από τις εκδόσεις στην Ρωσσική.
Το δοκίμιο απευθύνεται προς Ουκρανούς που ζούσαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
στα στρατόπεδα εκτοπισμένων της Γερμανίας υπό Αγγλική και Αμερικανική διοίκηση.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν υπέρ της Ρωσσικής Επανάστασης αλλά είχαν μεταστραφεί και ήταν εναντίον «του αντεπαναστατικού Βοναπαρτισμού του Στάλιν» και κατά της «εθνικιστικής εκμετάλλευσης του Ουκρανικού λαού από την Ρωσσία». Ήταν απλοί άνθρωποι, ημιμαθείς που όμως διάβαζαν πολύ, χωρικοί και εργάτες.



Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos


Μου ζήτησαν να γράψω έναν πρόλογο για την μετάφραση της «Φάρμας των Ζώων» στην Ουκρανική γλώσσα.
Είμαι ενήμερος πως γράφω για αναγνώστες για τους οποίους δεν γνωρίζω τίποτε αλλά, επίσης, πως και αυτοί μάλλον δεν είχαν ποτέ την παραμικρότερη ευκαιρία να μάθουν ο,τιδήποτε για εμέναν.
Στην εισαγωγή αυτή το πιθανότερο είναι πως αυτοί θα περιμένουν από εμέναν να πω κάτι για τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκε η «Φάρμα των Ζώων», όμως θα ήθελα πρώτα να πω κάτι για εμένα και για τις εμπειρίες κάτω από τις οποίες κατέληξα στην πολιτική μου θέση.
Γεννήθηκα στην Ινδία το 1903.
Ο πατέρας μου ήταν αξιωματούχος της αγγλικής διοίκησης εκεί ενώ η οικογένειά μου ήταν μια από αυτές τις συνηθισμένες οικογένειες στρατιωτών, ιερέων, κυβερνητικών επισήμων, δασκάλων, δικηγόρων, γιατρών κ.τ.λ. της μεσαίας τάξεως.
Σπούδασα στο Ήτον, το πιο ακριβό και σνομπ Δημόσιο Σχολείο (αυτά δεν είναι δημόσια «εθνικά σχολεία» της Αγγλίας αλλά κάτι το εντελώς αντίθετο: ακανόνιστα εξαπλωμένες, αποκλειστικές
και πανάκριβες σχολές όπου κατοικούν ενήλικοι. Έως πρόσφατα δεν δέχονταν σχεδόν κανέναν
εκτός από τους γιους πλούσιων αριστοκρατικών οικογενειών. Ήταν το όνειρο των «νεόπλουτων-nouveau riche» τραπεζιτών του 19ου αιώνα να προωθήσουν τους γιους τους σε ένα Δημόσιο Σχολείο.
Σε τέτοιες σχολές, η μεγαλύτερη έμφαση δίδεται στα σπορ, τα οποία διαμορφώνουν –θα ‘λεγε κανείς– μια άτεγκτη εμφάνιση λόρδου τζέντλμαν. Μεταξύ των σχολών αυτών, το Ήτον είναι ιδιαιτέρως φημισμένο. Αναφέρεται να έχει πει ο Ουέλλιγκτων ότι η νίκη στο Βατερλώ καταστρώθηκε
στον στίβο αθλοπαιδιών του Ήτον. Δεν πάει και πολύ καιρός από τότε που μια συντριπτική
πλειοψηφία των ανθρώπων που κυβέρνησαν, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, την Αγγλία
προέρχονταν από τα Δημόσια Σχολεία).
Είχα φτάσει, όμως, εκεί αποκλειστικά μέσω μιας υποτροφίας∙ ειδάλλως, ο πατέρας μου δεν θα μπορούσε να διαθέσει τα μέσα ώστε να με στείλει σε ένα σχολείο αυτού του τύπου.
Αφού άφησα το σχολείο (δεν είχα κλείσει ούτε τα 20 τότε) πήγα σύντομα στην Βιρμανία
και κατετάγην στην Αυτοκρατορική Ινδική Αστυνομία. Ήταν ένοπλη Αστυνομία, ένα είδος χωροφυλακής-gendarmerie πολύ παρόμοιας με την Ισπανική Πολιτική Φρουρά-Guardia Civil
ή την Γαλλική Επιστρατευμένη Φρουρά-Garde Mobile.
Έμεινα εν υπηρεσία 5 χρόνια. Δεν μου ταίριαζε –και με έκανε να σιχαθώ τον ιμπεριαλισμό,
αν και την εποχή εκείνη τα εθνικιστικά αισθήματα στην Βιρμανία δεν είχαν βγει στην επιφάνεια
και οι σχέσεις μεταξύ των Άγγλων και των Βιρμανών δεν ήταν ιδιαιτέρως εχθρικές.
Όταν έφυγα για την Αγγλία το 1927, παραιτήθηκα από την υπηρεσία και αποφάσισα
να γίνω συγγραφέας: στην αρχή δίχως οποιαδήποτε ιδιαίτερη επιτυχία.
Το 1928-29 έζησα στο Παρίσι και έγραψα μικρές ιστορίες και νουβέλες
που κανείς δεν θα τύπωνε (τις έχω, έκτοτε, καταστρέψει όλες).
Τα επόμενα χρόνια έζησα κυρίως μεροδούλι-μεροφάϊ και, σε αρκετές περιστάσεις, ένιωσα τι θα πει πείνα. Μόνο από το 1934 και μετά κατέστην ικανός να ζω από τα οικονομικά έσοδα της συγγραφής.
Στο ενδιάμεσο, είχα ζήσει –για συνεχόμενους μήνες, μερικές φορές– μεταξύ των εξαθλιωμένων
και ημιεγκληματικών στοιχείων που κατοικούν στα χειρότερα τμήματα των πιο φτωχικών τετραγώνων
ή καταφεύγουν στους δρόμους ζητιανεύοντας και κλέβοντας. Εκείνη την εποχή συνδέθηκα μαζί τους μέσω της έλλειψης χρημάτων αλλά, αργότερα, ο τρόπος ζωής τους προσήλκυσε αφ’ εαυτού το ενδιαφέρον μου. Ξόδεψα πολλούς μήνες (πιο συστηματικά, την φορά αυτή) για να μελετήσω τις συνθήκες ζωής των ανθρακορύχων της Βορείου Αγγλίας.
Έως το 1930 ολωσδιόλου δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ως Σοσιαλιστή. Στην πραγματικότητα,
δεν είχα ακόμα καθόλου κατασταλαγμένες και ξεκάθαρα καθορισμένες πολιτικές αντιλήψεις.
Έγινα υποστηρικτής του Σοσιαλισμού περισσότερο εξαιτίας της αηδίας που ένιωθα για τον τρόπο
με τον οποίο το πιο φτωχό κομμάτι των βιομηχανικών εργατών καταδυναστευόταν και αγνοούνταν
παρά χάρη σε οποιονδήποτε θεωρητικό θαυμασμό
για μια σχεδιασμένη και ελεγχόμενη οικονομία.
Το 1936 παντρεύτηκα, Την ίδια εβδομάδα, σχεδόν, ξέσπασε στην Ισπανία ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Η γυναίκα μου κι εγώ θέλαμε αμφότεροι να πάμε στην Ισπανία και να πολεμήσουμε
υπέρ της Ισπανικής κυβέρνησης.
Σε 6 μήνες, αμέσως μόλις τελείωσα το βιβλίο που έγραφα, ήμασταν έτοιμοι.
Στην Ισπανία έμεινα σχεδόν 6 μήνες στο μέτωπο της Αραγωνίας έως ότου στην Χουέσκα
ένας φασίστας ελεύθερος σκοπευτής με πυροβόλησε και η σφαίρα διαπέρασε τον λαιμό μου.
Στα πρώτα στάδια του πολέμου, οι ξένοι ήταν παντελώς ανενημέρωτοι για τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων πολιτικών κομμάτων που υποστήριζαν την Κυβέρνηση.
Μέσα από μια σειρά ατυχών γεγονότων, δεν κατετάγην στην Διεθνή Ταξιαρχία όπως η πλειοψηφία
των αλλοδαπών αλλά στην πολιτοφυλακή του ΕΜΕΚ (POUM) –δηλαδή, των Ισπανών Τροτσκιστών.
Έτσι, στα μέσα του 1937, όταν οι Κομμουνιστές κέρδισαν τον έλεγχο (ή τον μερικό έλεγχο)
της Ισπανικής Κυβέρνησης και ξεκίνησαν να καταδιώκουν τους Τροτσκιστές,
βρεθήκαμε ανάμεσα στα θύματα.
Σταθήκαμε πολύ τυχεροί που βγήκαμε ζωντανοί από την Ισπανία, δίχως ούτε
μια φορά καν να έχουμε συλληφθεί.
Πολλοί από τους φίλους μας είχαν πυροβοληθεί ενώ άλλοι πέρασαν πολύ καιρό στην φυλακή
ή απλά εξαφανίστηκαν.
Αυτά τα ανθρωποκυνηγητά στην Ισπανία συνεχίζονταν την ίδια στιγμή που εξελίσσονταν και οι μεγάλες εκκαθαριστικές διώξεις στην Ρωσσία –και αποτελούσαν, κατά κάποιον τρόπο, το συμπλήρωμά τους.
Στην Ισπανία, όπως εξάλλου και στην Ρωσσία, η φύση των κατηγοριών
(και, ειδικότερα, η συνωμοσία με τους Φασίστες) ήταν η ίδια ενώ, όσον αφορά την Ισπανία,
είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι οι κατηγορίες ήταν ψευδείς.
Η εμπειρία όλων αυτών αποτέλεσε ένα πολύτιμο αντικειμενικό μάθημα: με δίδαξε πόσο εύκολα
η ολοκληρωτική προπαγάνδα μπορεί να ελέγχει τις απόψεις
των πεφωτισμένων ανθρώπων σε δημοκρατικές χώρες.
Η σύζυγός μου κι εγώ είδαμε και οι δυο αθώους ανθρώπους να πετιούνται στην φυλακή
απλά επειδή ήταν ύποπτοι ανορθοδοξίας.
Και όμως, όταν επιστρέψαμε στην Αγγλία, βρήκαμε πολυάριθμους ευαισθητοποιημένους
και ενημερωμένους παρατηρητές να πιστεύουν τις πλέον φανταστικές διαδόσεις
(περί συνωμοσιών, προδοσίας και σαμποτάζ) που ανέφερε ο Τύπος για τις Δίκες της Μόσχας.
Και έτσι κατάλαβα, πιο καθαρά από ποτέ, την αρνητική επιρροή του Σοβιετικού Μύθου
στο Δυτικό Σοσιαλιστικό Κίνημα.
Εδώ, όμως, πρέπει να κάνω μια παύση για να περιγράψω την στάση μου
απέναντι στο Σοβιετικό Καθεστώς.
Δεν έχω επισκεφθεί ποτέ την Ρωσσία και οι γνώσεις μου αποτελούνται μόνον εξ όσων
μπορούν να μαθευτούν από την ανάγνωση βιβλίων και εφημερίδων.
Ακόμα και αν είχα την εξουσία, δεν θα ευχόμουν να παρέμβω στις εσωτερικές υποθέσεις των Σοβιέτ: δεν θα καταδίκαζα τον Στάλιν και τους συνεργάτες τους απλά για τις βάρβαρες και αντιδημοκρατικές μεθόδους τους. Μπορεί, κάλλιστα –ακόμα και αν είχαν τις καλύτερες προθέσεις– να μην μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, ήταν υψίστης σημασίας για εμένα να μπορέσουν οι άνθρωποι
στην Δυτική Ευρώπη να δουν το Σοβιετικό Καθεστώς ως αυτό που πραγματικά ήταν.
Από το 1930 είχα δει ελάχιστες αποδείξεις ως προς το ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. προχωρούσε προοδευτικά
προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει ειλικρινά ως Σοσιαλισμό.
Αντιθέτως, έγινα αποδέκτης ξεκάθαρων σημείων που προοιωνίζονταν ότι η Ρωσσία μεταμορφώνεται
σε μιαν ιεραρχική κοινωνία, στην οποία οι κυβερνώντες ηγέτες δεν έχουν κανέναν παραπάνω λόγο
για να παραδώσουν την εξουσία τους σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη τάξη που ασκεί την εξουσία.
Εξάλλου, οι εργάτες και η ιντελλιγκέντσια, σε μια χώρα όπως η Αγγλία, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. του σήμερα είναι ολωσδιόλου διαφορετική απ’ ό,τι ήταν το 1917.
Αυτό συμβαίνει εν μέρει διότι δεν θέλουν να το καταλάβουν (δηλαδή, επιθυμούν να πιστεύουν
πως κάπου υπάρχει πράγματι μια αληθινά Σοσιαλιστική χώρα) και εν μέρει διότι, όντας συνηθισμένοι
στην σχετική ελευθερία
και μετριοπάθεια της δημόσιας ζωής, ο ολοκληρωτισμός τους είναι εντελώς ακατανόητος.
Ωστόσο, πρέπει κανείς να κρατά στην μνήμη του ότι και η Αγγλία δεν είναι εντελώς δημοκρατική.
Είναι, επίσης, μια χώρα καπιταλιστική με μεγάλα ταξικά προνόμια και με μεγάλες διαφορές στον πλούτο (ακόμα και τώρα, ύστερα από έναν πόλεμο που έτεινε να εξισώσει τους πάντες).
Εν τούτοις, όμως, πρόκειται για μια χώρα
στην οποία οι άνθρωποι έχουν ζήσει μαζί για αρκετές εκατοντάδες χρόνια δίχως σημαντικές διενέξεις,
στην οποία οι νόμοι είναι σχετικά δίκαιοι
και όπου τα στατιστικά στοιχεία μπορούν σχεδόν διαρκώς
να γίνονται πιστευτά καθώς και –τελευταίο αλλά όχι έσχατο–
για μια χώρα στην οποία το να έχεις και να εκφράζεις μειοψηφικές απόψεις
δεν εμπεριέχει κανέναν κίνδυνο να χάσεις την ζωή σου.
Ζώντας σε μια τέτοιαν ατμόσφαιρα, ο άνθρωπος στον δρόμο
δεν έχει καμιά πραγματική κατανόηση
για πράγματα όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι μαζικές εκτοπίσεις, οι συλλήψεις άνευ δίκης,
η λογοκρισία του Τύπου κ.τ.λ.
Ό,τι διαβάζει για μια χώρα όπως η Ε.Σ.Σ.Δ. μεταφράζεται αυτομάτως
σε αγγλικούς όρους
ενώ αποδέχεται εντελώς αθώα τα ψέματα της ολοκληρωτικής προπαγάνδας.
Έως το 1939 και ακόμη πιο πριν, η πλειοψηφία του αγγλικού λαού ήταν αδύνατο να εκτιμήσουν
την πραγματική φύση
του καθεστώτος των Ναζί στην Γερμανία ενώ, τώρα, με το Σοβιετικό καθεστώς
εξακολουθούν να βρίσκονται κατά μεγάλο ποσοστό
κάτω από το ίδιο είδος πλάνης.
Αυτό έχει προκαλέσει μεγάλη ζημία στο σοσιαλιστικό κίνημα της Αγγλίας
και είχε σοβαρές επιπτώσεις στην αγγλική εξωτερική πολιτική.
Πράγματι, κατά την γνώμη μου, τίποτε δεν έχει συντελέσει τόσο πολύ
στην διαστρέβλωση της πρωτογενούς και αυθεντικής ιδέας του Σοσιαλισμού
όσο η πεποίθηση πως η Ρωσσία είναι μια σοσιαλιστική χώρα
και πως κάθε πράξη των ηγετών της πρέπει να συγχωρείται, αν όχι να βρίσκει μιμητές.
Έτσι, λοιπόν, στα 10 χρόνια που πέρασαν, πείστηκα ότι η αποδόμηση του Σοβιετικού μύθου
ήταν ουσιώδης εάν θέλαμε μιαν αναβίωση του Σοσιαλιστικού Κινήματος.
Επιστρέφοντας από την Ισπανία, σκέφθηκα να εκθέσω και να αποκαλύψω τον Σοβιετικό μύθο
σε μιαν ιστορία που θα μπορούσε να γίνει εύκολα κατανοητή σχεδόν από τον καθέναν
και που θα μπορούσε εύκολα να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες.
Ωστόσο, οι πραγματικές λεπτομέρειες της ιστορίας δεν μου έρχονταν στο μυαλό για αρκετό καιρό
ώσπου μια μέρα (έμενα τότε σε ένα μικρό χωριό) είδα ένα μικρό αγόρι, ίσως 10 ετών,
να οδηγεί ένα τεράστιο άλογο
μέσα από ένα στενό μονοπάτι και να το δέρνει με μαστίγιο όποτε αυτό επιχειρούσε να στρίψει.
Μου ήρθε η ιδέα ότι μακάρι να αποκτούσαν τέτοια ζώα
επίγνωση της δύναμής τους
ώστε να μην ασκούμε πάνω τους οποιαδήποτε εξουσία
καθώς και ότι οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τα ζώα με τον ίδιο, εν πολλοίς, τρόπο
όπως οι πλούσιοι εκμεταλλεύονται το προλεταριάτο.
Προχώρησα στην ανάλυση της θεωρίας του Μαρξ
από την οπτική πλευρά των ζώων.
Για αυτά, ήταν ξεκάθαρο ότι η έννοια της ταξικής πάλης μεταξύ των ανθρώπων ήταν σκέτη πλάνη εφόσον, όποτε ήταν γι’ αυτούς αναγκαίο να εκμεταλλευθούν τα ζώα,
όλοι οι άνθρωποι ενώνονταν κατά των ζώων: η αληθινή πάλη διεξάγεται μεταξύ ζώων και ανθρώπων.
Από αυτό το σημείο εκκίνησης, δεν ήταν δύσκολο να επεξεργαστώ λεπτομερώς την ιστορία.
Δεν την ολοκλήρωσα ως το 1943 διότι είχα πάντα δεσμευθεί
σε άλλες δουλειές που δεν μου άφηναν καθόλου χρόνο∙
και, στο τέλος, συμπεριέλαβα ορισμένα γεγονότα (για παράδειγμα, την Διάσκεψη της Τεχεράνης)
τα οποία ελάμβαναν χώρα ενώ εγώ έγραφα.
Άρα, το βασικό περίγραμμα της ιστορίας ήταν στον νου μου για μια περίοδο άνω των 6 ετών
πριν πραγματικά τελειώσει η συγγραφή της.
Δεν θα ήθελα να σχολιάσω το έργο∙ εάν δεν μιλά από μόνο του, είναι αποτυχία.
Θα ήταν καλό, όμως, να δώσω έμφαση σε δύο σημεία:
πρώτον, ότι –αν και τα διάφορα επεισόδια λαμβάνονται από την πραγματική ιστορία
της Ρωσσικής Επαναστάσεως– η περιγραφή τους γίνεται σχηματικά
ενώ η χρονολογική τους σειρά έχει μεταβληθεί∙
αυτό κατέστη απαραίτητο για την συμμετρία της ιστορίας.
Το δεύτερο σημείο διέφυγε από τους περισσότερους κριτικούς,
πιθανόν επειδή δεν του έδωσα αρκετή έμφαση: ένας αριθμός αναγνωστών μπορεί να τελειώσει το βιβλίο με την εντύπωση ότι αυτό ολοκληρώνεται με την ολοσχερή συμφιλίωση
των γουρουνιών και των ανθρώπων.
Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου∙
αντιθέτως, είχα κατά νου την πρόθεση να ολοκληρωθεί με μια ισχυρή νότα διαφωνίας
διότι το έγραψα αμέσως μετά την Διάσκεψη της Τεχεράνης,
για την οποία όλοι νόμιζαν πως είχε παγιώσει τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ της Ε.Σ.Σ.Δ. και της Δύσης.
Προσωπικά δεν πίστεψα ότι τόσο καλές σχέσεις θα διαρκούσαν για πολύ∙
και, όπως έχουν αποδείξει τα γεγονότα, δεν ήμουν πολύ λάθος.
Δεν ξέρω τι περισσότερο χρειάζεται να προσθέσω.
Εάν κανείς ενδιαφέρεται για προσωπικές λεπτομέρειες, θα έπρεπε να προσθέσω ότι είμαι χήρος
με έναν γιο σχεδόν 3 ετών, ότι εξ επαγγέλματος είμαι συγγραφέας
και ότι από την αρχή του πολέμου εργάστηκα, κατά κύριο λόγο, ως δημοσιογράφος.
Η περιοδική έκδοση στην οποία συνεισφέρω κείμενα με πιο σταθερούς ρυθμούς είναι η «TRIBUNE», μια εβδομαδιαία εφημερίδα που αντιπροσωπεύει, γενικά μιλώντας, την αριστερή πτέρυγα
του Εργατικού Κόμματος.
Τα ακόλουθα βιβλία μου θα ενδιέφεραν ίσως περισσότερο τον συνηθισμένο αναγνώστη (κάθε αναγνώστης αυτού του κειμένου θα έπρεπε να βρει αντίγραφά τους):
«Μέρες της Μπούρμα» (μια ιστορία για την Βιρμανία),
«Φόρος Τιμής στην Καταλωνία» (που πηγάζει από τις εμπειρίες μου στον Ισπανικό Εμφύλιο),
και «Κριτικά Δοκίμια» (μελέτες κυρίως για την σύγχρονη λαϊκή λογοτεχνία της Αγγλίας
και διδακτικό περισσότερο από την κοινωνιολογική άποψη παρά από την φιλολογική πλευρά).


«ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ 1984 - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
“TRIBUNE” 4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1946

Κριτική στο βιβλίο του Zamyatin με τίτλο «WE»

Σημείωμα του μεταφραστή: Το βιβλίο του Yevgeny Zamyatin «Εμείς»
μεταφράστηκε στις Η.Π.Α. το 1925, στην Γαλλία προ του 1944 με τίτλο «Nous Autres», στην Αγγλία το 1969.
Στην Ελλάδα παραμένει αμετάφραστο ακόμα.
Σε γράμμα του προς τον Gleb Struve (καθηγητή στην Σχολή Σλάβικών και Ανατολικών Ευρωπαϊκών
Σπουδών του Πανεπιστημίου Λονδίνου) ο Όργουελ γράφει στις 17/2/1944: «Με ενδιαφέρει το βιβλίο «WE»
για το οποίο δεν έχω ξανακούσει. Αυτού του είδους τα βιβλία με ενδιαφέρουν πάρα πολύ και κάνω
σχέδια ακόμα και για ένα παρόμοιο βιβλίο που θα γράψω αργά ή σύντομα».
Σε γράμμα του τον Μάρτιο του 1949, ο Όργουελ γράφει: «Είναι συγκλονιστικό το γεγονός ότι ένα βιβλίο τέτοιου εκπληκτικού πεπρωμένου και τόσο πελώριας αξίας δεν φθάνει στα χέρια του αναγνώστη».

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos



Απέκτησα επιτέλους και έχω στα χέρια μου το βιβλίο του Ζαμυάτιν «Εμείς», για την ύπαρξη του οποίου
άκουσα πριν αρκετά χρόνια και αντιπροσωπεύει ένα περίεργο φιλολογικό φαινόμενο του 20ου αιώνα.
Από το βιβλίο του Gleb Struve «25 χρόνια λογοτεχνίας στην Σοβιετική Ρωσσία»,
είχα πληροφορηθεί τα εξής:
Ο Ζαμυάτιν πέθανε το 1937 στο Παρίσι, υπήρξε Ρώσσος συγγραφέας και κριτικός
και δημοσίευσε μια σειρά βιβλίων πριν και μετά την Επανάσταση.
Το βιβλίο «Εμείς» γράφθηκε το 1923 και αποτελεί μιαν απεικόνιση φανταστική
της ζωής στον 26ο αιώνα της εποχής μας, αν και κάνει λόγο μόνο για την Ρωσσία
και δεν υπάρχει απευθείας επικοινωνιακή του σύνδεση με την σύγχρονη πολιτική.
Ωστόσο, στην όλη σύνθεση απαγορεύθηκε η δημοσίευση εξαιτίας του ιδεολογικού της χαρακτήρα.
Το αντίγραφο του χειρογράφου βγήκε στο εξωτερικό και η νουβέλα εκδόθηκε
σε μεταφράσεις στα Αγγλικά, Γαλλικά και Τσεχοσλοβακικά αλλά δεν έχει εμφανιστεί στα Ρωσσικά.
Η Αγγλική μετάφραση έγινε στις Η.Π.Α. αλλά δεν κατόρθωσα να την βρω•
κατάφερα, όμως, να πάρω την Γαλλική μετάφραση (με τον τίτλο «Nous Autres»).
Εξ όσων μπορώ να κρίνω, δεν είναι το Α’ τάξεως βιβλίο αλλά, οπωσδήποτε, είναι μάλλον ασυνήθιστο και προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κανείς Άγγλος εκδότης δεν επέδειξε αρκετό επιχειρηματικό πνεύμα ώστε να το επανατυπώσει.
Το πρώτο πράγμα το οποίο είναι εμφανές διαβάζοντας το «Εμείς» –το γεγονός, νομίζω, που έως τώρα δεν έχει προσεχθεί– είναι ότι «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» του Χάξλεϋ είναι εν μέρει υπόχρεος, πιθανότατα, σε αυτό το βιβλίο εκ των πραγμάτων.
Αμφότερα τα προϊόντα κάνουν λόγο για την εξέγερση της φύσης του ανθρώπινου πνεύματος
ενάντια στον εκλογικευμένο, μηχανοποιημένο, αδιάφορο συναισθηματικά κόσμο.
Σε αμφότερα τα προϊόντα η δράση μεταφέρεται 600 χρόνια μπρος, στο μέλλον.
Η ατμόσφαιρα και των δύο βιβλίων είναι παρόμοια και σε αυτά αναπαρίσταται,
χονδρικά μιλώντας, ο ίδιος τύπος κοινωνίας
αν και στον Χάξλεϋ δεν γίνεται εμφανώς αντιληπτή κάποια αίσθηση
πολιτικών υπαινιγμών ενώ υπάρχει μια περισσότερο αξιοσημείωτη επιρροή από τις νεώτερες,
βιολογικές και ψυχολογικές θεωρίες.
Στο μυθιστόρημα του Ζαμυάτιν οι κάτοικοι της Ουτοπίας
στον 26ο αιώνα έχουν απωλέσει τόσο την ατομικότητά τους ώστε διαφοροποιούνται από αριθμούς.
Ζουν σε γυάλινα σπίτια (είχε γραφεί πριν την εφεύρεση της TV)
που επιτρέπουν στην πολιτική αστυνομία, η οποία αποκαλείται «οι Φύλακες»,
να τους επιτηρεί δίχως προσπάθεια.
Όλοι φορούν μια στολή απαράλλακτη
και, συνήθως, ο καθένας απευθύνεται στον άλλο ονομάζοντάς τον ανάλογα ως «Στολή νούμερο Τάδε».
Τρώνε τεχνητό φαγητό και σε μιαν ώρα ξεκούρασης βαδίζουν ανά τέσσερεις σε μιαν αριθμημένη σειρά κάτω από τους ήχους– που εκπηγάζουν από μεγάφωνα– του ύμνου του «Μονοκράτους»/Uniform State.
Στο διάλειμμα τους επιτρέπεται για μία ώρα (γνωστή ως «σεξουαλώρα»)
να χαμηλώσουν τις κουρτίνες των γυάλινων κατοικιών.
Βέβαια, ο γάμος έχει καταργηθεί αλλά η ερωτική ζωή δεν αναπαρίσταται κατά διόλου χαοτικό τρόπο.
Για την σεξουαλική διασκέδαση έχουν όλοι κάτι σαν ένα βιβλιαράκι επιταγών για τσεκ με ροζ εισιτήρια ενώ ο/η σύντροφος (με τον οποίο/την οποία γίνεται το κάθε κανονισμένο ραντεβού)
υπογράφει το κουπόνι.
Επικεφαλής αυτού του Ενιαίου Κράτους βρίσκεται κάποιος που αποκαλείται Ευεργέτης/Benefactor
και τον οποίο επανεκλέγει κάθε χρόνο ομόφωνα όλος ο πληθυσμός ως ηγέτη.
Η επικρατούσα αρχή του Κράτους θα είναι ότι η ευτυχία και η ελευθερία
είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους.
Το άτομο ήταν ευτυχισμένο στον Κήπο της Εδέμ αλλά απαίτησε απρόσεκτα την ελευθερία
και, ως συνέπεια, αποβλήθηκε στην έρημο.
Σήμερα, το Διεθνενοποιημένο Κράτος χαρίζει πάλι την ευτυχία στο φυλακισμένο άτομο.
Είναι εμφανής, λοιπόν, η ομοιότητα με τον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο».
Αν και το βιβλίο του Ζαμυάτιν δεν είναι τόσο επιτυχώς δομημένο –με την κάπως όχι συνεκτική και ημιτελή πλοκή του, αρκετά περιπεπλεγμένη για να την εκθέσει κανείς εν συντομία– περιέχει, ωστόσο, την πολιτική αίσθηση
που απουσιάζει από το μυθιστόρημα του Χάξλεϋ.
Στον Χάξλεϋ το πρόβλημα της «ανθρώπινης φύσης»
λύνεται μερικώς διότι θεωρείται ότι η ανάπτυξη του ανθρώπινου σώματος
με την συνδρομή της προγενετικής φροντίδας, των ναρκωτικών φαρμάκων και της υποβολής
στον υπνωτισμό μπορεί να παράσχη κάθε επιθυμητή μορφή φυσικής και διανοητικής εξέλιξης.
Τόσο η πρώτη τάξη των επιστημόνων όσο και η πέμπτη, κατώτατη τάξη
πολύ εύκολα μπορούν να εξαχθούν
ενώ και από τις δύο αυτές τάξεις πολύ εύκολα μπορούν να εκμηδενιστούν
τα πρωτόγονα ένστικτα όπως το γονεϊκό αίσθημα και η δίψα για την ελευθερία.
Δεν δίδεται, όμως, μια σαφής αιτιολόγηση για αυτήν την τόσο αμιγή διάκριση
της αναπαριστώμενης κοινωνίας σε τάξεις.
Δεν υφίσταται οικονομική λειτουργία
ούτε, επίσης, επιθυμία εκφοβισμού και καταπίεσης: «ἔνθα οὐκ ἔστι πείνα, οὐ λύπη»,
καμιά στέρηση. Οι κυβερνώντες δεν έχουν σοβαρές αιτίες ώστε να παραμείνουν στην κορυφή
της εξουσίας και η ζωή κατήντησε τόσο κενή
–αν και όλοι έχουν βρει την ευτυχία στην αναισθησία–
που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι μια τέτοια κοινωνία θα μπορούσε να υπάρξει.
Το βιβλίο του Ζαμυάτιν βρίσκεται ως σύνολο πιο κοντά στο πνεύμα του σήμερα.
Πολλά αρχέγονα ένστικτα στον άνθρωπο
(σε αντίθεση με την εκπαίδευση και την επαγρύπνηση των «Φυλάκων»)
εξακολουθούν να λειτουργούν.
Ο αφηγητής Δ-503 είναι ένας ταλαντούχος μηχανικός
(στην πραγματικότητα ένα συνηθισμένο άτομο –όπως σε κάθε Ουτοπία–
που ονομάζεται Bills Brown και μένει στην πόλη του Λονδίνου),
ζει υπό διαρκή πανικό, αισθανόμενος ότι βρίσκεται όμηρος
κληροδοτημένων γενετικά, αταβιστικών ενστίκτων.
Ερωτεύεται (και αυτό σίγουρα αποτελεί έγκλημα)
μια κάποια Ε-330, η οποία είναι μέλος ενός μυστικού
αντιστασιακού Κινήματος στο οποίο καταφέρνει να τον μυήσει
για λίγο με σκοπό την προετοιμασία για ανταρσία.
Η ανταρσία ξεσπά και αποκαλύπτεται
ότι υπάρχουν πολλοί που αντιτίθενται στον «Ευεργέτη».
Αυτοί οι άνθρωποι δεν σχεδιάζουν μόνο μιαν επανάσταση
αλλά, επιπλέον, πίσω από τις χαμηλωμένες κουρτίνες επιδίδονται σε παρομοίως τερατώδεις πράξεις
όπως η κατανάλωση τσιγάρων και αλκοόλ.
Τελικά καθίσταται δυνατόν να αποφύγει ο Δ-503 τις συνέπειες ενός απρόσεκτου διαβήματος.
Οι αρχές διακηρύσσουν ότι «επιβεβαιώθηκαν οι αιτίες των πρόσφατων αναταραχών»: όπως φαίνεται, ένας ορισμένος αριθμός ανθρώπων υποφέρουν από την ασθένεια που λέγεται «φαντασία».
Οργανώνεται ένα ειδικό νευρολογικό κέντρο για την καταπολέμηση της φαντασίας και η αρρώστια, ύστερα από την χρήση ακτινοβολιών με ακτίνες-Χ, επιστρέφει στα συνήθη της επίπεδα.
Αφού ο Δ-503 εκτίθεται σε εγχείρηση, κατόπιν είναι για αυτόν εύκολο να κάνει αυτό που ανέκαθεν λογάριαζε ως χρέος του, δηλαδή να παραδώσει τους συνεργούς του στην αστυνομία.
Καθώς ο αέρας φυσά γύρω του, παρατηρεί μέσα από ένα γυάλινο τζάμι
με απόλυτη ηρεμία την Ε-330 που βρίσκεται καλυμμένη από ένα κράνος:
«Με κοίταζε, έχοντας αρπάξει γερά τα χέρια της ηλεκτρικής καρέκλας, με κοίταζε
δίχως τα μάτια της να είναι καθόλου κλειστά. Προσπάθησε, τότε, να απαγκιστρωθεί γρήγορα
από τα ηλεκτρόδια που κατέληγαν στο σώμα της και από την ζώνη που την περίκλειε στο κύκλωμα.
Η προσπάθεια επανελήφθη τρεις φορές –δίχως αυτή να βγάλει λέξη– ώστε να βγει η ταινία.
Κατόπιν, εμφανίστηκαν και άλλοι απελευθερωμένοι: άρχισαν να μιλούν για πρώτη φορά.
Αύριο όλοι τους θα κατέβουν τα σκαλοπάτια της Μηχανής του Ευεργέτη».
Η Μηχανή του Ευεργέτη είναι μια γκιλοτίνα.
Σε όλες τις Ουτοπίες οι εκτελέσεις θεωρούνται «μπίζνες αζ γιούζουαλ».
Γίνονται δημοσίως, με την παρουσία του Ευεργέτη ενώ οι παραστάσεις συνοδεύονται από την ανάγνωση λατρευτικών ύμνων που εκτελούνται από εγκεκριμένους ποιητές.
Η λαιμητόμος, βεβαίως, δεν είναι τόσο απωθητική όσο σε προηγούμενες εποχές.
Η συσκευή της καρμανιόλας είναι τόσο προχωρημένη που εξολοθρεύει το θύμα μέσα
κυριολεκτικά σε μια στιγμή, αφήνοντας από αυτό μόνον
ένα βήμα μετέωρο στον αέρα και μια λίμνη «νερού».
Για την ακρίβεια, η εκτέλεση επαναφέρει στο θύμα την προσωπικότητά του
ενώ το τελετουργικό διαπνέεται από το καταχθόνιο πνεύμα
των δουλοκτητικών πολιτισμών του αρχαίου κόσμου.
Αυτή η διαισθητική, ενορατική Αποκάλυψη
της παράλογης όψης του ολοκληρωτισμού
–οι θυσίες, η στυγερότητα ο κατ’ εξοχήν σκοπός, η λατρεία του Ηγέτη στον οποίο προσδίδει Θεϊκή όψη–
τοποθετεί το βιβλίο του Ζαμυάτιν
υπεράνω των βιβλίων του Χάξλεϋ.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί το έχουν απαγορεύσει.
Η ακόλουθη στιχομυθία (την παραθέτω εν περιλήψει) μεταξύ του Δ-503 και της Ε-330
θα ήταν ένας εντελώς επαρκής λόγος ώστε να την διαγράψει η λογοκρισία με κόκκινο στυλό:

- Πράγματι, ως προς εσένα δεν είναι αποκρυσταλλωμένο: αυτή η ιδέα που συλλαμβάνεις
να είναι, άραγε, η επανάσταση;
- Ναι, η επανάσταση! Γιατί είναι αστείο αυτό;
- Κατά έναν γελοίο τρόπο –διότι επαναστάσεις δεν γίνονται.
Άλλωστε, η τελευταία επανάσταση ήταν η δική μας.
Και, άρα, καμιά απολύτως επανάσταση δεν μπορεί πλέον να γίνει.
Αυτό το ξέρουν όλοι…
- Αξιαγάπητή μου Έψιλον, εσύ είσαι η μαθηματικός.
Ε λοιπόν, κατονόμασέ μου τον έσχατο αριθμό.
- Δηλαδή;… Ποιόν έσχατο;
- Μα τον άπειρο, τον κορυφαίο, τον μεγαλύτερο.
- Αυτό, βρε συ, είναι κωμικό. Υπάρχουν άπειροι αριθμοί των αριθμών, πώς να σου πω τον έσχατο;
- Και γω πώς να σου πω ότι δεν υπάρχει έσχατη επανάσταση;

Υπάρχουν και άλλα κείμενα στο ίδιο πνεύμα.
Είναι πολύ πιθανόν, ωστόσο, ότι ο Ζαμυάτιν δεν είχε σκεφτεί καθόλου να επιλέξει τον Σοβιετικό δρόμο ως τον κύριο στόχο του σατυρικού του βιβλίου.
Το έγραψε κατά την διάρκεια της ζωής του Λένιν
και δεν θα μπορούσε να υπονοεί την δικτατορία του Στάλιν
καθώς, άλλωστε, και οι συνθήκες στην Ρωσσία το 1923 δεν ήταν προφανώς τέτοιες
ώστε να εξεγερθεί κάποιος, δεδομένου ότι η ζωή εξελισσόταν σε τόσο ήσυχη και άνετη.
Ο σκοπός του Ζαμυάτιν ήταν μάλλον να δείξει ότι απειλούμαστε από έναν πολιτισμό των μηχανών
και όχι να αναπαραστήσει μια συγκεκριμένη χώρα.
Δεν διάβασα τα υπόλοιπα βιβλία του αλλά γνωρίζω από τον Gleb Struve ότι έζησε μερικά χρόνια στην Αγγλία και δημιούργησε αιχμηρές σάτιρες για την αγγλική ζωή.
Το ρομάντσο «Εμείς» μαρτυρά ότι τον συγγραφέα του οριστικά τον συμπαρέσυρε στην καταστροφή
ο πολιτικός πρωτογονισμός.
Δεν είχε τις βάσεις για να θαυμάσει τις σύγχρονες πολιτικές μεθόδους, εφόσον συνελήφθη
το 1906 από την τσαρική κυβέρνηση και το 1922 από τους Μπολσεβίκους
και έκανε την εμφάνισή του στον ίδιο διάδρομο της ίδιας φυλακής και τις 2 φορές.
Το βιβλίο του, όμως, δεν είναι απλώς αποτέλεσμα του μίσους του.
Αποτελεί μια μελέτη για την ουσία του πνεύματος του δαίμονα της Μηχανής
που απελευθέρωσε απερίσκεπτα ο άνθρωπος από το μπουκάλι και δεν μπορεί να το ξανακλείσει
μέσα.
Αυτό το βιβλίο θα είναι αξιοπρόσεκτο όταν η αγγλική του έκδοση θα κάνει την εμφάνισή της.



«Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ – ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ BIG BROTHER»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
“OBSERVER” 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1946

Κριτική στο βιβλίο του Arturo Barea «Η Σύγκρουση»

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos


Ο τρίτος και τελευταίος τόμος της αυτοβιογραφίας του Arturo Barea καλύπτει την περίοδο 1935-39
και αποτελεί, επομένως, μιαν εκτεταμένη ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου.
Η ιδιωτική του διαπάλη και η αποτυχία του πρώτου του γάμου δεν μπορεί να αποσπαστούν από την γενική τάση της κοινωνίας της οποίας αποτέλεσμα υπήρξε ο πόλεμος: και στον δεύτερο γάμο του, ο οποίος έλαβε χώρα περίπου στα τέλη του 1937, τα προσωπικά και πολιτικά κίνητρα είναι ακόμα πιο στενά αναμεμειγμένα.
Το βιβλίο ξεκινά από ένα Καστιλλιάνικο χωριό και τελειώνει στο Παρίσι, το ουσιώδες θέμα του είναι, όμως, η πολιορκία της Μαδρίτης.
Ο κ. Barea βρισκόταν από την αρχή κιόλας του πολέμου στην Μαδρίτη και παρέμεινε εκεί
σχεδόν αδιαλείπτως εώς ότου ασαφείς αλλά ανυπέρβλητες πολιτικές πιέσεις τον οδήγησαν εκτός χώρας το καλοκαίρι του 1938.
Είδε τον άγριο ενθουσιασμό και το χάος της πρώτης περιόδου, τις απαλλοτριώσεις, τις σφαγές,
τους βομβαρδισμούς και τις εκρήξεις στην σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη, την σταδιακή αποκατάσταση της τάξης, την τριμερή μάχη ισχύος μεταξύ του απλού λαού, την γραφειοκρατία και τους Κομμουνιστές από το εξωτερικό.
Για δυο περίπου χρόνια διατηρούσε μια θέση σημαντική στην Υπηρεσία Λογοκρισίας Ξένου Τύπου (Foreign Press Censorship) και, για ένα μικρό διάστημα, έδινε στο ραδιόφωνο τις ανταποκρίσεις
με τίτλο «Η φωνή της Μαδρίτης» που σημείωναν χιτ στην Λατινική Αμερική.
Πριν τον πόλεμο, είχε διατελέσει μηχανικός και δούλευε στο Γραφείο Κατοχύρωσης Σημάτων. Εκκολαπτόμενος συγγραφέας, φιλόδοξος, δεν είχε στην πραγματικότητα γράψει τίποτε,
ενεργός και πιστός Καθολικός αηδιασμένος από την Ισπανική Εκκλησία και ενθουσιώδης,
με ταμπεραμέντο, Αναρχικός δίχως καμία πολιτική διασύνδεση.
Περισσότερο απ’ όλα, όμως, είναι η χωριάτικη καταγωγή του που τον κάνει να έχει τα προσόντα
για να περιγράψει τον πόλεμο από μια συγκεκριμένην, Ισπανικήν οπτικήν άποψη.
Στην αρχή συνέβαιναν φοβερά πράγματα.
Ο κ. Barea περιγράφει τις εφόδους στους στρατώνες της Μαδρίτης, την εκτόξευση ζωντανών ανθρώπων από τα υψηλότερα παράθυρα, τις επαναστατικές δίκες, τον τόπο των εκτελέσεων
όπου τα πτώματα κείτονται για μέρες.
Νωρίτερα, περιγράφοντας την κατάσταση των χωρικών και την συμπεριφορά των γαιοκτημόνων στο μικρό χωριό όπου συνήθιζε να περνά τα Σαββατοκύριακά του, είχε υποδείξει μέρος των αιτιών για αυτές τις βαρβαρότητες και τα μαρτύρια.
Η εργασία του στο Τμήμα Λογοκρισίας (αν και την κατανοούσε ως χρήσιμη και απαραίτητη) ήταν, πρωτίστως, μια μάχη ενάντια στις καθυστερήσεις για τις οποίες οι κυβερνητικοί γραφειοκράτες μπορούν με τυπικότητα να σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί και, κατόπιν, ενάντια στις πισώπλατες ίντριγκες.
Η λογοκρισία δεν ήταν ποτέ «ερμητική» διότι οι περισσότερες πρεσβείες ήταν εχθρικές
προς την Δημοκρατία και οι δημοσιογράφοι –εκνευρισμένοι από τους ηλίθιους περιορισμούς
(οι πρώτες εντολές προς τον κ. Barea ήταν να μην αφήσει να περάσει
«ο,τιδήποτε δεν θα υποδείκνυε μια νίκη της Κυβέρνησης»)–
την σαμπόταραν με όποιον τρόπο μπορούσαν.
Αργότερα, όταν οι προοπτικές νίκης της Δημοκρατίας βελτιώθηκαν προσωρινά,, υπήρξε περαιτέρω σαμποτάζ των ειδήσεων παρά την εντολή της διεύθυνσης να περιγράφονται οι Ιταλοί φυλακισμένοι με τακτ ως «εθνικιστές» με σκοπό να συντηρηθεί ο μύθος της μη-παρέμβασης.
Ακόμη αργότερα, οι Ρώσσοι έσφιξαν την λαβή γύρω από την Δημοκρατία, οι γραφειοκράτες
που είχαν διαφύγει όταν η Μαδρίτη κινδύνευε επέστρεψαν και η θέση του κ. Barea
και της γυναίκας του έγινε σταδιακά δυσχερής.
Σε αυτή την περίοδο του πολέμου υπήρχε ένας γενικός παραγκωνισμός εκείνων που είχαν υποφέρει
το σοκ των πρώτων μηνών αλλά υπήρχε και το πρόσθετο πρόβλημα ότι η σύζυγος του κ. Barea
ήταν Τροτσκίστρια.
Δηλαδή, για την ακρίβεια, δεν ήταν Τριτσκίστρια αλλά ήταν μια Σοσιαλίστρια από την Αυστρία
που είχε διαφωνήσει με τους Κομμουνιστές, κάτι το οποίο, από την οπτική πλευρά
της πολιτικής αστυνομίας, κατέληγε στο ίδιο πράγμα.
Υπήρχαν τα συνήθη επεισόδια: επιδρομές από την αστυνομία μέσα στην νύχτα,
σύλληψη, αποκατάσταση, περαιτέρω σύλληψη –ολόκληρη η αλλόκοτη και παράλογη ατμόσφαιρα
μιας διαιρεμένης χώρας υπό πολλαπλό έλεγχο, όπου ποτέ δεν είναι αρκετά σίγουρο ποιος ευθύνεται για τι
και όπου ακόμα και οι επικεφαλής της κυβερνήσεως δεν μπορούν να προστατέψουν τους υπηκόους τους από την μυστική αστυνομία.
Ένα πράγμα για το οποίο μας πείθει και μας εξοικειώνει αυτό το βιβλίο είναι το πόσο λίγα πραγματικά έχουμε ακούσει από Σπανιόλους για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Για τους Σπανιόλους ο πόλεμος δεν ήταν παιχνίδι
όπως ήταν για τους «Αντι-Φασίστες Συγγραφείς» που διεξήγαν την Σύνοδό τους στην Μαδρίτη
και δείπνησαν σε δεξιώσεις έναντι ενός περιβάλλοντος λιμοκτονίας.
Ο κ. Barea έπρεπε να παρατηρεί αβοήθητος τις ίντριγκες των Κομμουνιστών του εξωτερικού,
τις γελοιότητες των Άγγλων επισκεπτών και τα βάσανα του πόπολου της Μαδρίτης –και να το κάνει έχοντας την ολοένα αυξανόμενη βεβαιότητα ότι ο πόλεμος επρόκειτο να χαθεί.
Όπως λέει, η εγκατάλειψη της Ισπανίας από την Γαλλία και την Αγγλία σήμαινε στην πράξη
ότι η εθνικιστική Ισπανία κυριαρχείτο από την Γερμανία ενώ η Δημοκρατική Ισπανία από την Ε.Σ.Σ.Δ.
Και, καθώς οι Ρώσσοι δεν μπορούσαν να αντέξουν να προκαλέσουν ανοιχτό πόλεμο με την Γερμανία,
ο Ισπανικός λαός έπρεπε να βομβαρδίζεται αργά, να υφίσταται εκρήξεις και να λιμοκτονεί
έως ότου παραδοθεί, κάτι που μπορούσε να προβλεφθεί τόσο νωρίς όσο ήδη από τα μέσα του 1937.
Ο κ. Barea απέδρασε στην Γαλλία όπου οι ξένοι αντιμετωπίζονταν με απειλητικά βλέμματα
και οι άνθρωποι στους δρόμους ανέπνευσαν έναν στεναγμό με ανακούφιση όταν άκουσαν
για την συμφωνία του Μονάχου•
τελικά, εγκατέλειψε την Γαλλία για την Αγγλία στην αυγή του ακόμα μεγαλύτερου πολέμου.
Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο και η μεσαία του ενότητα πρέπει να έχει σπουδαία ιστορική αξία.


«Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer, 10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1948
Κριτική στο βιβλίο του Louis Fischer «Γκάντι και Στάλιν»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το προγραμματικό αυτό κείμενο πρέπει να αναγνωστεί συνολικά, ως φάκελος, μαζί με τα άρθρα του συγγραφέα με πρωταρχικό αυτά που φέρουν τον τίτλο «Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ»-«ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΕΡΗΜΟ», «ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ MEIN KAMPF» και, ακολούθως, «ΓΟΥΕΛΣ: ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ», «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ», «ΓΝΩΣΗ, ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ», «ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ». Βλ. εξάλλου και το σύνολο των άρθρων Καμύ-Όργουελ που είναι αφιερωμένα στην Ελευθερία. Αξίζει να σημειωθούν τα λογοπαίγνια Γκάντι-God-Θεός και Ινδών-Ειδών-Ιδεών όπως και Σταλινικά-Στα Ελληνικά.
«Αν δώσουν ένα στήριγμα ελευθερίας στον Γκάντι ώστε να σταθεί επάνω του και να χρησιμοποιήσει
τον μοχλό της ατομικής του δύναμης, τότε αναλαμβάνει το καθήκον να κινήσει την Γη»
γράφει ο κ. Louis Fischer.
Ακούγεται εξαίσιο, ασφαλώς!
Εφόσον, όμως, προσφέρεται εμφανώς ως η βάση για ένα πολιτικό πρόγραμμα,
αισθάνεται κανείς την ανάγκη να ρωτήσει:
«Τί θα έκανε, άραγε, ο Γκάντι εάν δεν του έδιναν ένα στήριγμα για να σταθεί;»
Το γεγονός ότι το ερώτημα αυτό ποτέ δεν απαντήθηκε καθαρά, μειώνει ολόκληρο το βιβλίο.
Περιγραμματικά, το επιχείρημα του κ. Φύσερ είναι αρκετά απλό:
Η Ρωσσία αποτελεί κίνδυνο για την παγκόσμια ειρήνη και πρέπει να εκδηλωθεί αντίσταση εναντίον της.
Εμείς, τα Δυτικά Έθνη, μπορούμε να αντισταθούμε επιτυχώς
μόνο εάν καταστήσουμε τις δικές μας δημοκρατίες λειτουργικές.
Ο τρόπος για να το κάνουμε αυτό είναι να ακολουθήσουμε την διδασκαλία του Γκάντι.
Όσον αφορά τις πρώτες δύο προτάσεις, δυσκόλως μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση
και ο κ. Φύσερ, εκθέτοντάς τες ενώπιόν μας, πραγματοποιεί ένα θαυμάσιο έργο.
Με ένα ζωηρό, δημοσιογραφικό στυλ –χάρη στην βοήθεια της μακράς προσωπικής του εμπειρίας
υπό τις συνθήκες της Ρωσσίας– βάζει το ζήτημα της αντίστασης κατά του Στάλιν
για να δώσει έμφαση σε ό,τι ακόμα δεν έχει γίνει αντιληπτό στην χώραν αυτή:
ότι η σύγκρουση μεταξύ της Ρωσσίας και της Δύσης μπορεί να κριθεί από την στάση των Ινδών».
Προς το παρόν, χάνουμε την μάχη για την Ασία και την Αφρική.
Αν την κερδίσουμε, αυτό θα σήμαινε μιαν αλλαγή στάσης, κάτι που ακόμα δεν είναι ορατό πως θα συμβεί.
Ωστόσο, η παράκληση προς τον Γκάντι για υποστήριξη
ενός απλώς «προοδευτικού», αντι-ολοκληρωτικού προγράμματος
αποτελεί ένα σχήμα ανακόλουθο, το οποίο δεν έπεται του συλλογισμού/non sequitur.
Το γεγονός είναι ότι οι πολιτικές μέθοδοι του Γκάντι υπήρξαν σχεδόν άσχετες με την σημερινή κατάσταση
διότι εξαρτώνταν από την δημοσιότητα.
Όπως ο κ. Φύσερ παραδέχεται, ο Γκάντι ποτέ δεν είχε να αντιμετωπίσει μιαν δύναμη ολοκληρωτική.
Αντιμετώπιζε έναν παλαιομοδίτικο και κλονισμένο δεσποτισμό,
ο οποίος τον αντιμετώπιζε με έναν σχετικά γαλαντόμο τρόπο
και του επέτρεπε να κατευθύνει εκκλήσεις, σε κάθε του βήμα, προς την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πώς η στρατηγική του της νηστείας και της πολιτικής ανυπακοής
θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια χώρα όπου οι πολιτικοί αντίπαλοι απλά εξαφανίζονται
και το κοινό ποτέ δεν ακούει ό,τι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να ακούσει.
Επιπλέον, φαίνεται πως όταν ο κ. Φύσερ μας λέει ότι θα έπρεπε να ακολουθήσουμε το κήρυγμα του Γκάντι,
δεν το εννοεί πραγματικά.
Θέλει να εμποδίσει την επέκταση του Ρωσσικού ιμπεριαλισμού
–όχι με την βία, εάν αυτό είναι εφικτό
αλλά με την βία αν πρέπει να το κάνουμε:
ενώ το κεντρικό δόγμα του Γκάντι ήταν ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείς βία
ακόμα και αν δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση.
Όταν ρωτήθηκε ποια είναι η γνώμη του για τους Εβραίους της Γερμανίας,
ο Γκάντι απάντησε ανοιχτά και ευθέως ότι θα έπρεπε να είχαν κάνει μαζική αυτοκτονία
ώστε με τον τρόπο αυτό να είχαν «συνεγείρει τον κόσμο»
–απάντηση που φαίνεται πως ενόχλησε ακόμα και τον κ. Φύσερ.
Τα περισσότερα από τα πολιτικά συμπεράσματα του κ. Φύσερ
είναι τέτοια που κανένας άνθρωπος καλής θελήσεως δεν μπορεί να συμφωνήσει από καρδιάς
αλλά η απόπειρα να αντλήσει από τον Γκάντι
φαίνεται πως στηρίζεται μάλλον σε προσωπικό θαυμασμό
παρά σε ειλικρινή συμφωνία.


«ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο, Νο.2, του αγγλικού περιοδικού «CONTROVERSY» (όργανο του Σοσιαλιστικού Φόρουμ Αγγλίας) τον Αύγουστο του 1937. Κατόπιν, δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Jai ete temoin a Barcelone» στο τεύχος 255 της συνδικαλιστικής επιθεώρησης Γαλλίας «Προλεταριακή Επανάσταση» (“Revolution Proletarienne”-Revue Bimensuelle Syndicaliste Revolutionnaire) στις 25 Σεπτεμβριου 1937. Η αγγλική εφημερίδα «NEW STATESMAN» αρνήθηκε να το δημοσιεύσει. Πρέπει να αναγνωστεί ως το κεντρικό δοκίμιο του συνόλου των κειμένων των Όργουελ, Καμύ, Καίσλερ με άξονα το Σύνταγμα της Ισπανίας και να διαβαστεί, ειδικότερα, σε συνάρτηση με το άρθρο περί της «ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ» ως μοντέλου της Πόλης της Βαρκελώνης, το άρθρο περί του μοντέλου της Βαλένθια (πείραμα Camus-Barbu) και το άρθρο περί Παραδείσου με τίτλο «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ-NOTES BY THE WAY». Επίσης, να συγκριθεί με τα έργα του Έρνεστ Χέμινγκγουαιη για την Ισπανία «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ» (1929) και «ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΚΤΥΠΑ Η ΚΑΜΠΑΝΑ» (1940). Αξίζει να προσεχθούν οι αναφορές στην «αξία των ομολογιών» καθώς και στην «τρέχουσα εφαρμογή των νομικών συνθηκών».
Έχουν ήδη γραφεί αρκετά για τις εξεγέρσεις του Μαϊου στην Βαρκελώνη ενώ, επιπλέον, στο φυλλάδιο με θέμα
«Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ» του Fenner Brockway
σκιαγραφήθηκε με πολλή προσοχή ένα στατιστικό διάγραμμα των βασικοτέρων γεγονότων∙ απεικόνιση,
η οποία είναι εντελώς ακριβή(ς), κατά την γνώμη μου.
Σκέφτομαι, επομένως, ότι το πιο χρήσιμο πράγμα που μπορώ να κάνω είναι να προσθέσω απλά,
ως αυτόπτης μάρτυς που υπήρξα,
μερικές σημειώσεις στο περιθώριο των γεγονότων, σημειώσεις
που αναφέρονται σε κάποια ειδικά σημεία προς συζήτησιν.
Ας συλλογιστούμε, πρώτα απ’ όλα, το ζητούμενο:
τον επιδιωκόμενον σκοπό –αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιος σκοπός– της απόπειρας εξέγερσης.
Ο κομμουνιστικός Τύπος έχει διαβεβαιώσει πως τα πάντα ήταν μια προσπάθεια προσεκτικά προετοιμασμένη
για να γκρεμιστεί η Κυβέρνηση και να παραδοθεί η Καταλωνία στους Φασίστες
ώστε να προκληθεί η εξωτερική επέμβαση στην Βαρκελώνη.
Αυτό το τελευταίο υποννούμενο είναι πολύ γελοίο για να χρειάζεται διάψευση.
Εάν, όμως, ήταν δεδομένο στο εξωτερικό ότι το Ενοποιημένο Μαρξιστικό Εργατικό Κόμμα (Ε.Μ.Ε.Κ.-POUM)
και η αριστερή πτέρυγα των Αναρχικών είχαν συμμαχία με τους Φασίστες,
τότε πώς εξηγείται ότι οι στρατιώτες στην πρώτη γραμμή του μετώπου δεν λιποτάκτησαν,
αφήνοντας ανοιχτό ένα κενό στην εμπροσθοφυλακή;
Πώς εξηγείται ότι οι μεταφορείς, μέλη της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (Ε.Σ.Ε.-CNT) συνέχισαν,
παρά την απεργία, να εφοδιάζουν με τρόφιμα την εμπροσθοφυλακή;
Δεν δύναμαι, ωστόσο, να παράσχω την διαβεβαίωση –με πλήρη σιγουριά– ότι δεν υπήρχε
ένα ακριβές επαναστατικό σχέδιο
στο μυαλό ενός μικρού αριθμού εξτρεμιστών
(και ειδικά των Μπολσεβίκων Λενινιστών που συνηθίζουν να αποκαλούνται Τροτσκιστές)
όταν διένειμαν όπλα στα χαρακώματα.
Αυτό που μπορώ να διαβεβαιώσω είναι ότι οι άνδρες στα χαρακώματα δεν σκέφθηκαν ούτε για μια στιγμή
ότι συμμετείχαν σε μιαν επανάσταση.
Όλοι είχαμε την αίσθηση ότι αμυνόμασταν κατά μιας απόπειρας πραξικοπήματος
εκ μέρους ενός τμήματος της Πολιτοφυλακής, το οποίο είχε καταλάβει με την βία
τα γραφεία της Κεντρικής Τηλεφωνικής Υπηρεσίας
και θα μπορούσε να καταλάβει και άλλα κτίρια εάν δεν θεωρούνταν δεδομένο ότι θα πολεμούσαμε.
Η δική μου ερμηνεία για την κατάσταση βασίζεται
σε όσα έκαναν και είπαν πραγματικά οι άνθρωποι εκείνην την στιγμή –και είναι η ακόλουθη:
Οι εργάτες κατέβηκαν αυθόρμητα στον δρόμο για να αυτοαμυνθούν
ενώ υπήρχαν μόνο δύο πράγματα που συνειδητά ζητούσαν
α) την επιστροφή των γραφείων της Κεντρικής Τηλεφωνικής Υπηρεσίας και
β) τον αφοπλισμό των μισητών Πολιτοφυλάκων.
Είναι απαραίτητο, επίσης, να λάβουμε υπ’ όψιν και το αίσθημα αδικίας
που προκλήθηκε από την αυξανόμενη δυστυχία στην Βαρκελώνη και από τον πολυτελή συρμό της ζωής των αστών.
Είναι πιθανόν, όμως, ότι αν υπήρχε η δυνατότητα ανατροπής της κυβέρνησης
οι εργάτες θα αποτελούσαν μιαν πρωτοπορία ικανή να την καθαιρέσει.
Φαίνεται πως όλοι παραδέχονται πλήρως ότι την τρίτην ημέρα
οι εργάτες μπορούσαν να πάρουν την εξουσία στην πόλη∙
κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι Πολιτοφύλακες ήταν βαθύτατα ανήθικοι και παραδόθηκαν στην μάζα.
Η Κυβέρνηση της Βαλένθεια θα μπορούσε, οπωσδήποτε, να αποστείλη φρέσκο αίμα
για να συντρίψει τους εργάτες (έστειλε, τελικά, 6 χιλιάδες Πολιτοφύλακες για να επιτεθούν
όταν η μάχη είχε τελειώσει)∙ δεν μπορούσε, όμως, να συντηρήσει αυτά τα στρατεύματα
αν οι μεταφορείς αποφάσιζαν να μην τους δίνουν εφόδια.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν υπήρχε επί κεφαλής μια αποφασισμένη επαναστατική πρωτοπορία.
Οι Αναρχικοί ηγέτες δεν ενέκριναν την όλη δράση και έλεγαν: Επιστρέψτε στις δουλειές σας.
Οι ηγέτες του Ενοποιημένου Μαρξιστικού Εργατικού Κόμματος παρέμεναν αναποφάσιστοι.
Οι διαταγές που παίρναμε στα χαρακώματα που κρατούσαν οι άνδρες του Ε.Μ.Ε.Κ., διαταγές
που προέρχονταν απευθείας από την διοίκηση του Ε.Μ.Ε.Κ., ήταν να συνεχίζουμε να καλύπτουμε
την Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας δίχως, όμως, να ρίχνουμε πυροβολισμούς –εκτός εάν
μας πυροβολούσαν πρώτα ή γίνονταν επιθέσεις στις εγκαταστάσεις μας (προσωπικά, υπέστην
σε αρκετές περιπτώσεις τα πυρά χωρίς να ανταποδώσω τους πυροβολισμούς).
Σύντομα, καθώς τα τρόφιμα μειώνονταν, οι εργάτες άρχισαν λίγο-λίγο, ο ένας μετά τον άλλον,
να επιστρέφουν στην εργασία τους και, φυσικά, αφού αφέθηκαν να διασκορπιστούν χωρίς δυσκολία
–ξεκίνησε η αντεκδίκηση.
Είναι άλλο ζήτημα το εάν ανέμενε κανείς να ανατραπεί η κυβέρνηση χάρη στην επαναστατική κατάσταση.
Εάν μου ζητούσαν την γνώμη μου, θα απαντούσα «όχι».
Κατ’ αρχάς, είναι αμφίβολο αν θα ήταν ικανοί οι εργάτες να διατηρήσουν την εξουσία
για διάστημα περισσότερο από κάποιες εβδομάδες∙ και, δεύτερον, αυτό θα σήμαινε
πως θα χανόταν ο πόλεμος κατά του Φράνκο.
Από την άλλη πλευρά, οι εργάτες είχαν προφανώς υϊοθετήσει την ίδια ουσιαστικά αμυντική στάση
που είχαν και στην περίοδο της νομιμότητας: είτε βρίσκονταν είτε όχι σε πόλεμο, είχαν το δικαίωμα
να υπεραμυνθούν των κατακτήσεών τους τον Ιούλιο του ΄36.
Ίσως -ολοφάνερα– να είναι πολύ εύκολο να πει κανεις ότι η επανάσταση ηττήθηκε οριστικά
εκείνες τις ημέρες του Μαϊου του ’37. Σκέφτομαι, ωστόσο, ότι αυτό είναι το χειρότερο κακό
(αν και, για να πω την αλήθεια, είναι πολύ μικρότερο σχετικά το κακό αν χαθεί η επανάσταση
παρά να χαθεί ο Πόλεμος).
Το δεύτερο υπό συζήτησιν σημείο αφορά τους συμμετέχοντες.
Οι τακτικές που ακολούθησε ο κομμουνιστικός Τύπος, σχεδόν από την αρχή, ήταν να επιχειρήσει να πείσει
πως η εξέγερση ήταν αποκλειστικά (ή σχεδόν αποκλειστικά) σχεδιασμένη
από το Ενοποιημένο Μαρξιστικό Εργατικό Κόμμα (συνεπικουρουμένου από μερικούς ανεύθυνους κακούργους,
αν πιστέψουμε την “Daily Worker” της Νέας Υόρκης)!
Ό,τι κι αν ήταν, στην Βαρκελώνη εκείνο το διάστημα εμείς γνωρίζαμε ότι επρόκειτο για μιαν βεβαίωση αστήρικτη.
Η συντριπτική πλειοψηφία όσων υπερασπίζονταν τα χαρακώματα ανήκαν εν γένει στην Εθνική Συνομ. Εργασίας
και αυτό αποτελεί μιαν σημαντική λεπτομέρεια διότι η λειτουργία του Ενοποιημένου Μαρξ. Εργατικού Κόμματος
είχε μόλις πρόσφατα ανασταλεί αποτελώντας, με τον τρόπον αυτό, το εξιλαστήριο θύμα της εξέγερσης του Μάη.
Συμμετείχαν επισήμως στις αναταραχές του Μάη τα 400 ή περισσότερα μέλη
του Ενοποιημένου Μαρξιστικού Εργατικού Κόμματος που αυτήν την στιγμή γεμίζουν
τα ακάθαρτα, κατοικημένα από κοριούς, κελιά της Βαρκελώνης.
Είναι, επομένως, ουσιαστικό να καταδειχθεί ότι για 2 λόγους το Ενοποιημένο Μαρξιστικό Εργατικό Κόμμα
δεν υπήρξε –ούτε και θα μπορούσε να είναι– ο κινητήριος των γεγονότων μοχλός.
Η πρώτη αιτία: ήταν Κόμμα μειοψηφίας.
Αν κανείς προσθέσει στον αριθμό των μελών του Κόμματος τους αδειούχους στρατιώτες
καθώς και τους υποστηρικτές κάθε είδους, ο αριθμός των μελών του που ήταν στον δρόμο
δεν προσήγγιζε ούτε καν τους 10 χιλιάδες (και μάλλον δεν ξεπερνούσε τους 5 χιλιάδες)∙ ωστόσο,
ο αριθμός των συμμετεχόντων στην εξέγερση ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες.
Η δεύτερη αιτία: υπήρχε γενική –ή σχεδόν γενική– απεργία που διήρκεσε αρκετές ημέρες.
Το Ε.Μ.Ε.Κ., όμως, δεν θα μπορούσε από μόνο του να είναι σε θέση να πυροδοτήσει μιαν απεργία
και η απεργία δεν θα είχε λάβει χώρα εάν δεν το ήθελαν οι στρατιώτες της Ε.Σ.Ε.
Την ίδια στιγμή που η Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας διακινδύνευε στην άλλη πλευρά των χαρακωμάτων,
η “Daily Worker” του Λονδίνου είχε προσπαθήσει σε μια από τις εκδόσεις της να πείσει ότι
η εξέγερση βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Λαϊκού Στρατού.
Στην Βαρκελώνη όλοι γνωρίζουν, και η “Daily Worker” δεν μπορεί να το αγνοεί, ότι ο Λαϊκός Στρατός
είχε παραμείνει ουδέτερος και οι δυνάμεις του δεν είχαν αφήσει τις θέσεις τους σε όλην την περίοδο
των αναταραχών. Μερικοί στρατιώτες, ωστόσο, συμμετείχαν αλλά για έναν λόγο ή έναν σκοπό προσωπικό
(έχω δει 1-2 στα χαρακώματα του Κόμματος).
Το τρίτο σημείο αφορά την επιχειρηθείσα συγκέντρωση του οπλισμού του Κόμματος στην Βαρκελώνη.
Αυτή η ιστορία έχει διαδοθεί με τέτοιον τρόπο ώστε, ακόμα και ένας παρατηρητής –σαν τον H.N. Brailsford
που γενικά διαθέτει υψηλήν ικανότητα κριτικής, την αποδέχεται χωρίς να την επαληθεύει,
φθάνοντας να μιλά για τανκς και για εξαρτήματα από το πυροβολικό που θα λήστευε το Ενοποιημένο Κόμμα
από το κυβερνητικό οπλοστάσιο (“NEW STATESMAN”, 22 ΜΑΪΟΥ).
Στην πραγματικότητα, το Ενοποιημένο Μαρξιστικό Εργατικό Κόμμα
διέθετε δυστυχώς ελάχιστον οπλισμό, τόσο στο μέτωπο όσο και στα μετόπισθεν.
Κατά την διάρκεια των οδομαχιών, εγώ βρισκόμουν στα 3 βασικά κέντρα ισχύος του Κόμματος,
στην θέση της Εκτελεστικής Επιτροπής, στην θέση της Τοπικής Επιτροπής
και στην θέση μου στο ξενοδοχείο Φάλκον.
Αξίζει ο κόπος να επιχειρήσω μιαν λεπτομερή μέτρηση
του εξοπλισμού που είχε αποθηκευθεί στοκ σε αυτά τα κτίρια.
Συνολικά υπήρχαν περίπου 8 τουφέκια εκ των οποίων μερικά ήταν ελαττωματικά και, επιπροσθέτως,
κάποια παλαιά όπλα διαφορετικών μοντέλων, όλα αχρηστευμένα
εξαιτίας της ανεπάρκειας κατάλληλων βλημάτων. Όσον αφορά τα πυρομαχικά: περίπου 50 γεμιστήρες
περιστρόφων, κανένα πυροβόλο ούτε πιστόλια ούτε σφαίρες για τα πιστόλια, και μερικές φυσιγγιοθήκες
για τον θώρακα που μας είχαν σταλεί επιπλέον από την Εθνική Συνομ. Εργασίας μετά το ξεκίνημα της μάχης.
Ένας εξέχων αξιωματικός των στρατιωτικών υπηρεσιών που μου μίλησε για το θέμα
νόμιζε ότι στην Βαρκελώνη το Ενοποιημένο Μαρξιστικό Εργατικό Κόμμα είχε περίπου 150 τουφέκια συνολικά
και μόνον 1 οπλοπολυβόλο.
Αυτός θα ήταν τότε –όπως αυτός το βλέπει– ο σωστός εξοπλισμός για τους στρατιώτες-φύλακες
που είχαν τοποθετήσει εκείνην την εποχή στα πιο σημαντικά τους κτίρια όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα:
το Ενοποιημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Καταλωνίας (Ε.Σ.Κ.Κ.-P.S.U.C.) και ο συνασπισμός
της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας με την Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής (A.O.I..-F.A.I.).
Ο ίδιος πάντοτε
θα αναρωτηθεί ίσως αν το Ενοποιημένο Μαρξιστικό Κόμμα συνέχιζε , άραγε, να κρύβει τα όπλα του
ακόμα και κατά τις ημέρες του Μάη; Τότε, όμως, σε τί έγκειται η θεωρία
ότι την εξέγερση διηύθυνε το Ενοποιημένο Μαρξιστικό Κόμμα για να ανατρέψει την κυβέρνηση;
Στην πραγματικότητα, ο μεγαλύτερος –και κατά μακράν πολύ ένοχος ως προς το ζήτημα των όπλων
που κρατούνταν μακριά από το μέτωπο– είναι η κυβέρνηση.
Το πεζικό στο μέτωπο της Αραγωνίας ήταν εξοπλισμένο χειρότερα κι από ένα αγγλικό νηπιαγωγείο.
Αντιθέτως, τα στρατεύματα των μετόπισθεν –Πολιτοφύλακες, σώματα εφόδου, κανονικοί αξιωματικοί–
που δεν είχαν αποσταλεί στο μέτωπο αλλά στην πραγματικότητα προορίζονταν να διατηρήσουν την τάξη
(δηλαδή, να εκφοβίσουν τους εργάτες) στα νώτα, ήταν οπλισμένοι μέχρι και το τελευταίο δαχτυλάκι των ποδιών.
Τα στρατεύματα στο μέτωπο της Αραγωνίας είχαν εκφυλισμένα τουφέκια Mauser
που, γενικά, ύστερα από 5 πυροβολισμούς, κόλλαγαν –1 πυροβόλο κόλλαγε ανά κάθε 50 άνδρες
και 1 πιστόλι ή περίστροφο κόλλαγε ανά κάθε 30 άνδρες– και αυτά τα όπλα, τα τόσο απαραίτητα
στα αναχώματα της γραμμής πυρός, δεν είχαν διανεμηθεί από την κυβέρνηση
αλλά έπρεπε να αγοραστούν παράνομα και με μεγάλες δυσκολίες.
Τα σώματα εφόδου είχαν καινούργια όπλα εκ Ρωσσίας
και, επιπροσθέτως, κάθε ομάδα 12 ανδρών διέθετε το οπλοπολυβόλο της.
Αυτά τα δεδομένα μιλούν από μόνα τους.
Μια κυβέρνηση που στέλνει αγόρια 15 ετών στο μέτωπο με όπλα παλαιότερα των 40 ετών
και κρατά στα μετόπισθεν τους πιο γερούς άνδρες και τα πιο μοντέρνα όπλα τους
φοβάται καταφανώς περισσότερο την επανάσταση παρά τους φασίστες.
Εδώ βρίσκεται η εξήγηση για την αδυναμία της στρατιωτικής πολιτικής των τελευταίων 6 μηνών
καθώς επίσης και η δέσμευση μέσω της οποίας θα τελειώσει σίγουρα ο Πόλεμος.
Όταν κηρύχθηκε παράνομος ο διάδοχος και κληρονόμος του Ισπανικού Κομμουνισμού
με την διακοπή λειτουργίας του Ενοποιημένου Μαρξιστικού Κόμματος Εργασίας
(η αντίσταση της Αριστεράς που θεωρείται πως είναι Τροτσκιστική) στις 16-17 Ιουνίου,
το γεγονός από μόνο του δεν εξέπληξε κανέναν.
Από τον Μάη –και από τον Φλεβάρη ακόμα, ακόμα– ήταν ήδη οφθαλμοφανές ότι το Ενοποιημένο Κόμμα
θα εκμηδενιζόταν εάν οι Κομμουνιστές πετύχαιναν στις προθέσεις τους.
Ωστόσο, η αιφνίδια καταστολή και ο συνδυασμός απιστίας και βιαιότητας
με την οποία ελήφθη η δράση έπιασε εξ απίνης ακόμα και την ηγεσία του που βρισκόταν εκτός θέσεως.
Επισήμως, το Κόμμα φιμώθηκε αφού αφέθηκε να πέσει στους επικεφαλής του η κατηγορία –η οποία
επαναλαμβανόταν επί μήνες στον κομμουνιστικό Τύπο στο εξωτερικό δίχως να ληφθεί υπόψιν από κανέναν
στην Ισπανία– ότι πληρώνονταν τους μισθούς τους από τους Φασίστες.
Στις 16 Ιουνίου ο ηγέτης του Κόμματος Andres Nin συνελήφθη στο γραφείο του.
Το ίδιο βράδυ, δίχως προειδοποίηση, η αστυνομία εισέβαλε στο ξενοδοχείο Φάλκον (ένα είδος οικιακής πανσιόν
που είχε οργανώσει το Ε.Μ.Ε.Κ. και στην οποία σύχναζαν κυρίως οι αδειούχοι στρατιώτες) και συνέλαβε όλους
όσους ήταν εκεί, χωρίς να τους κατηγορεί για τίποτε προσωπικά.
Την επόμενη ημέρα το πρωϊ, το Ενοποιημένο Μαρξιστικό Κόμμα Εργασίας τέθηκε στην παρανομία
και όλα τα κτίρια που διέθετε –όχι μόνο τα γραφεία, οι βιβλιοθήκες κ.τ.λ. αλλά επιπλέον και τα βιβλιοπωλεία
και τα σανατόρια για τους τραυματίες– έκλεισαν από την αστυνομία.
Μέσα σε λίγες ημέρες, σχεδόν το σύνολο των 40 μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής συνελήφθησαν.
1-2 εξ αυτών, όντας ικανοί να κρυφτούν, εξαναγκάστηκαν να παραδοθούν όταν
–με μέσα που αντεγράφησαν από τους Φασίστες– οι γυναίκες τους συνελήφθησαν ως όμηροι.
Ο Nin μεταφέρθηκε στην Βαλένθεια και από εκεί στην Μαδρίτη με την κατηγορία ότι είχε πουλήσει
στρατιωτικές πληροφορίες στον εχθρό.
Είναι ανώφελο να πω ότι οι συνήθεις ομολογίες, τα μυστήρια γράμματα που εγράφησαν με αόρατη,
κόκκινη μελάνη και άλλες δοκιμασίες ήταν ήδη έτοιμες να εμφανιστούν
με τόσην υπερεπάρκεια που εύλογα δεν μπορεί να θεωρηθεί πως κάποιος τις σκέφθηκε
αλλά πως μοιάζουν σαν να έχουν προετοιμαστεί εκ των προτέρων.
Κατά τις 19 Ιουνίου, έφθασαν στην Βαρκελώνη τα νέα ότι ο Nin είχε εκτελεστεί στην Βαλένθεια.
Ελπίζαμε ότι η φήμη ήταν ψεύτικη, είναι όμως απαραίτητο να τονίσω αμέσως μετά
ότι η Κυβέρνηση της Βαλένθεια ήταν υποχρεωμένη να εκτελέσει μερικούς –ίσως μια ντουζίνα–
ηγέτες του Ενοποιημένου Μαρξιστικού Εργατικού Κόμματος
εάν ήθελε να ληφθούν σοβαρά υπόψιν οι κατηγορίες εναντίον τους.
Εκείνο το διάστημα τα μέλη του Κόμματος –όχι μόνον τα μέλη αλλά επίσης οι στρατιώτες που συνδέονταν
με τις στρατιωτικές υπηρεσίες του καθώς και οι υποστηρικτές του Ε.Μ.Ε.Κ., κάθε είδους– πετιούνταν στην φυλακή
αμέσως μόλις κατάφερνε η αστυνομία να τους συλλάβει.
Ίσως να είναι αδύνατον να υπάρξει μια ακριβή(ς) στατιστική
αλλά τα πάντα δείχνουν ότι μόνον στην Βαρκελώνη, την πρώτην εβδομάδα, είχαν γίνει πάνω από 400 συλλήψεις.
Είναι, αναμφίβολα, γνωστό ότι οι φυλακές ήταν τόσο γεμάτες που ένας υψηλός αριθμός φυλακισμένων
έπρεπε να κλειδωθεί σε αποθήκες και σε άλλα προσωρινά καταλύματα.
Σύμφωνα με όλες τις έρευνες που έκανα, δεν γινόταν σε αυτές τις συλλήψεις καμιά διάκριση
μεταξύ αυτών που συμμετείχαν ή όχι στις ταραχές του Μάη.
Όμως, η απαγόρευση του Ενοποιημένου Μαρξιστικού Εργατικού Κόμματος είχε αναδρομική αξία.
Από την στιγμή που έπαψε να βρίσκεται εκτός νόμου, όλοι εκείνοι που είχαν βρεθεί στις τάξεις του
–σε κάποιαν περίσταση– θεωρούνταν παραβάτες του νόμου.
Η αστυνομία συνέλαβε ακόμα και τους ασθενείς στα σανατόρια.
Είδα παραδείγματος χάριν, μεταξύ των αιχμαλώτων σε μια από τις φυλακές, 2 γνωστούς μου άνδρες
με ακρωτηριασμένο πόδι και, ακόμη, 1 αγόρι που δεν θα ήταν πάνω από 12 ετών.
Και είναι απαραίτητο να σκεφτεί κανείς τι σήμαινε πρακτικά εκείνο το διάστημα η κάθειρξη στην Ισπανία.
Δίχως να κάνουμε αναφορά στον υπερπληθυσμό των προσωρινών φυλακών, στην έλλειψη υγιεινής, φωτός
και αέρα και στην άσχημη διατροφή,
η ολοκληρωτική απουσία όλων αυτών των συνθηκών φαίνεται πως θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ήταν ο κανόνας
–και μάλιστα, διόλου λιγότερο νομιμοποιημένος κανόνας σε σχέση, χάριν παραδείγματος, με το Habeas Corpus:
Σύμφωνα με τον νόμο που ίσχυε εκείνο το διάστημα στην Ισπανία ή, σε κάθε περίπτωση,
σύμφωνα με την τρέχουσα εφαρμογή του,
ο καθένας μπορούσε τότε να φυλακιστεί για απεριόριστο χρόνο –όχι μόνο δίχως ετυμηγορία
αλλά ακόμα και χωρίς κατηγορία.
Και στον βαθμό που δεν υπήρχε κατηγορία, οι αρχές μπορούσαν αν ήθελαν να τον θέσουν σε απομόνωση
(υπό περιορισμόν, αυτό δηλ. σημαίνει ότι κάποιος δεν έχει το δικαίωμα στην φυλακή ούτε καν να επικοινωνεί
με δικηγόρο ούτε με κάποιο άλλο άτομο από τον υπόλοιπο κόσμο).
Είναι εύκολο να γίνει κατανοητό ποια αξία είναι εφικτό να δοθεί στις ομολογίες
που επιτεύχθηκαν υπό τέτοιες συνθήκες.
Η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη για τους φτωχούς δεδομένης της παύσης λειτουργίας του Ερυθρού Σταυρού
Αρωγής του Ενοποιημένου Μαρξιστικού Κόμματος Εργασίας που παρείχε στους φυλακισμένους την συνδρομή
Δικηγόρου και, όπως και τα άλλα όργανα του Ε.Μ.Ε.Κ., είχε τότε κλείσει.
Η δυσάρεστη, όμως, όψη ίσως να είναι πως η ανταμοιβή για όλα αυτά
ήταν ο τρόπος με τον οποίον όλη η πληροφόρηση για αυτά τα γεγονότα
έφτανε μέσα σε τουλάχιστον 5 ή παραπάνω ημέρες στα στρατεύματα του μετώπου της Αραγωνίας.
Πράγματι, βρισκόμουν στο μέτωπο από τις 15 έως τις 20 Ιουνίου.
Με μετέφεραν με ασθενοφόρο στις πόλεις της δεύτερης γραμμής Sietamo, Barbastro, Monsoon κ.τ.λ.
Σε όλα αυτά τα μέρη, τα επιτελικά γραφεία των στρατιωτικών υπηρεσιών του Κόμματος, των επιτροπών
του Ερυθρού Σταυρού Αρωγής και των άλλων του οργάνων λειτουργούσαν κανονικά∙ ακόμα και τόσο μακριά
όσο στην Lerida (100 χιλιόμετρα από την Βαρκελώνη και ως τις 20 Ιουνίου, κανείς απολύτως δεν ήξερε
ότι το Ενοποιημένο Μαρξιστικό Κόμμα είχε απαγορευθεί).
Λέξη δεν ειπώθηκε στις εφημερίδες της Βαρκελώνης ενώ, ταυτόχρονα, στις εφημερίδες της Βαλένθειας
–που δεν έφθαναν στο μέτωπο της Αραγωνίας– έκανε την εμφάνισή της
η ιστορία περί προδοσίας του Nin.
Όπως και πολλοί άλλοι σύντροφοί μου, γνώρισα την πικρή εμπειρία να συμπίπτει η επιστροφή μου
στην Βαρκελώνη με την απαγόρευση του Ενοποιημένου Μαρξιστικού Κόμματος Εργασίας κατά την απουσία μου.
Ευτυχώς, είχα επιστρέψει ακριβώς στην ώρα ώστε να μπορώ να αποδράσω αλλά άλλοι δεν είχαν την ευκαιρία.
Όλοι οι στρατιώτες του Κόμματος που έρχονταν εκείνο το διάστημα από το μέτωπο μπορούσαν να διαλέξουν
μεταξύ του να κρυφτούν αμέσως ή να μπουν άμεσα στην φυλακή.
Ωραία πράγματι υποδοχή ύστερα από 3-4 μήνες στην πρώτη γραμμή του μετώπου!
Ο λόγος γι’ αυτό ήταν εμφανής: η πολιορκία της Huesca βρισκόταν στην αρχή και η κυβέρνηση φοβόταν μάλλον
ότι, αν οι στρατιώτες του Ε.Μ.Ε.Κ. μάθαιναν τι συνέβαινε, θα εγκατέλειπαν το μέτωπο.
Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι η αφοσίωση των στρατιωτών είχε εξασθενήσει.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είχαν το δικαίωμα να μάθουν την αλήθεια.
Υπάρχει κάτι απερίγραπτα ενοχλητικό στο να στέλνεις ανθρώπους στην μάχη (όταν έφευγα από το Sietamo,
η μάχη είχε ήδη ξεκινήσει και οι πρώτοι πληγωμένοι, τοποθετημένοι στα ασθενοφόρα, κλυδωνίζονταν σφόδρα
στις άθλιες οδούς) αποκρύπτοντάς τους ότι ταυτόχρονα στα νώτα τους το κόμμα τους έχει τεθεί υπό απαγόρευση,
οι επικεφαλής τους αποκηρύσσονται ως προδότες και οι φίλοι και συγγενείς τους μπαίνουν στην φυλακή.
Το Ενοποιημένο Μαρξιστικό Εργατικό Κόμμα υπήρξε, δίχως καμιά αμφιβολία,
το ασθενέστερο αριθμητικά από όλα τα επαναστατικά κόμματα –και η απαγόρευσή του εκτός νόμου
δεν αφορά λίγους ανθρώπους παρά μόνον σχετικά.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα ανέρχονται συνολικά σε όχι παραπάνω από 20
οι εκτελεσθέντες ή καταδικασμένοι σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης, σε εκατοντάδες
οι προσωρινά διωκόμενοι και σε μερικές χιλιάδες
αυτοί που καταστράφηκε η ζωή τους.
Ως σύμπτωμα, όμως, η λογοκρισία του Ενοποιημένου Μαρξιστικού Εργατικού Κόμματος είναι πολύ σημαντική.
Κατ’ αρχάς, δείχνει στον ξένο
αυτό που ήδη ήταν εμφανές στα μάτια
μερικών παρατηρητών στην Ισπανία: ότι η κυβέρνηση
είχε περισσότερα σημεία ομοιότητας παρά διαφοράς με τον Φασισμό∙
κάτι που δεν σημαίνει –κατά κάποιον τρόπο–
ότι δεν αξίζει ο κόπος να πολεμάμε εναντίον του πιο ανοιχτού Φασισμού του Φράνκο και του Χίτλερ.
Όσον αφορά εμέναν, είχα ήδη καταλάβει από τον Μάϊο
την φασιστική τάση της κυβέρνησης
αλλά, για τον λόγον αυτό, από την στιγμή που το κατάλαβα, δεν γύρισα ξανά πίσω στο μέτωπο εθελοντικά.
Κατά δεύτερον, ο μηδενισμός του Ενοποιημένου Μαρξιστικού Εργατικού Κόμματος
είναι ένα άσπλαχνο προμήνυμα για την επικείμενη επίθεση κατά των Αναρχικών.
Αυτοί είναι οι εχθροί που πραγματικά φοβούνται οι Κομμουνιστές
οι οποίοι –πολύ περισσότερο– δεν φοβήθηκαν το αριθμητικά ασήμαντο Μαρξιστικό Κόμμα.
Οι ηγέτες των Αναρχικών βλέπουν τώρα μιαν επίδειξη
των μεθόδων που θα χρησιμοποιηθούν και σε αυτούς:
η μοναδική ελπίδα που απομένει ως προς την επανάσταση
–και, πιθανότατα, για την νίκη στον Πόλεμο–
είναι να αποβή το μάθημα αυτό χρήσιμο για αυτούς
και να είναι αποφασισμένοι και προετοιμασμένοι να αμυνθούν πριν να είναι αργά.



«ΤΟ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΦΥΛΑΚΗΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Κριτική στο βιβλίο «Ένα ιντερλούδιο στην Ισπανία» του Charles dYdewalle
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
Το κείμενο αυτό πρέπει να διαβαστεί σε άμεση σύνδεση
α) με το βιβλίο «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΩΝΙΑ»,
β) με το άρθρο «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ»,
γ) με τα άρθρα «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΞΟΡΙΣΤΟ», «ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ: 19/7/1936», «ΓΙΑΤΙ Η ΙΣΠΑΝΙΑ» και
δ) με τις υπόλοιπες μεταφράσεις των Όργουελ-Καμύ-Καίσλερ για το Σύνταγμα της Ισπανίας.
Οι απρόθυμοι μάρτυρες αναγνωρίζονται γενικώς ως οι πλέον αξιόπιστοι
και ο κ. Charles dYdewalle είναι ένας –εν μέρει, τουλάχιστον– απρόθυμος μάρτυρας
για μια κατάθεση κατά της Ισπανίας του Φράνκο.
Είναι Βέλγος δημοσιογράφος (προφανώς ευσεβής Καθολικός)
που κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου υπήρξε θερμός υποστηρικτής του Στρατηγού Φράνκο,
στην επικράτεια ισχύος του οποίου φαίνεται πως πέρασε κάποιους μήνες. Όταν η χώρα του υποτάχθηκε
στους Γερμανούς και αφού εξέδραμε σε ένα ταξίδι περιοδείας στην Αγγλία, είχε πειστεί ότι
η Εθνικιστική Ισπανία, της οποίας την «σταυροφορία» είχε υποστηρίξει όσο καλύτερα μπορούσε,
δεν θα του δημιουργούσε κανένα εμπόδιο.
Αντιμετώπισε, επομένως, με κάποιαν έκπληξη το γεγονός ότι βρέθηκε να έχει συλληφθεί
και να έχει πεταχθεί στα κάτεργα αμέσως μόλις πάτησε το πόδι του σε Ισπανικό έδαφος.
Αυτό συνέβη προς τα τέλη του 1941.
Δεν απελευθερώθηκε παρά 8 μήνες αργότερα και ποτέ του δεν έμαθε με ποια κατηγορία επιβαρύνθηκε
–αν υπήρξε κάποια κατηγορία.
Πιθανότατα, συνελήφθη επειδή η πτήση του στην Αγγλία έδινε μιαν ένδειξη ότι συμπαθούσε τους Συμμάχους.
Πρώτα απ’ όλα, φυλακίστηκε στην Φυλακή-Μοντέλο της Βαρκελώνης
η οποία είχε κτιστεί για να στεγάσει 700 φυλακισμένους ενώ εκείνην την εποχή είχε 8000.
Αργότερα, τοποθετήθηκε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης
ανάμεσα σε φυγάδες πολλών διαφορετικών εθνικοτήτων.
Εδώ οι συνθήκες ήταν συγκριτικά συμπαθητικές: ήταν δυνατόν να εξαγοράζει κανείς μικρές πολυτέλειες.
Μπορούσες να επιλέγεις τους συντρόφους σου στα κρεββάτια –και υπήρχε διεθνής διαγωνισμός
για την προσφορά του ποιός θα σκάψει το τούνελ κάτω από το συρματόπλεγμα των στρατώνων.
Ήταν η Φυλακή-Μοντέλο που άνοιξε –ή εν μέρει άνοιξε– τα μάτια
του κ. dYdewalle περί της φύσεως του καθεστώτος.
Στο τέλος του 1941, σχεδόν 3 χρόνια μετά την λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, ακόμα πυροβολούνταν άνθρωποι
σε αυτήν μόνον την Φυλακή-Μοντέλο και με αναλογίες 5-6 κάθε εβδομάδα.
Επιπρόσθετα, υπήρχαν βασανισμοί –πιθανότατα με σκοπό την εξαγωγή ομολογιών– και με κάθε ευκαιρία
ο βασανιστής «υπερέβαινε τα εσκαμμένα» και «το πήγαινε πολύ μακριά».
Οι πολιτικοί κρατούμενοι και οι συνήθεις εγκληματίες ήταν λίγο-πολύ αναμεμειγμένοι μαζί
αλλά η πλειοψηφία των φυλακισμένων ήταν εναπομείναντες από τον Εμφύλιο Πόλεμο
που συνήθως εκτελούσαν ποινές 30 ετών.
Σε πολλές περιπτώσεις –σημείωνε ο κ. dYdewalle– αυτές θα τους έφθαναν ως την ηλικία της ωριμότητας:
τα 95 ή κάτι τέτοιο.
Οι εκτελέσεις διοργανώνονταν με το μάξιμουμ της σκληρότητας.
Κανείς δεν γνώριζε, μέχρι το πρωϊ της εκτέλεσης της ποινής, εάν επρόκειτο να επυροβολείτο ή όχι.
Κάθε πρωϊ σχεδόν θα υπήρχαν βηματισμοί με μπότες και ήχοι από τις κλαγγές της ξιφολόγχης
κατά μήκος του διαδρόμου ώσπου, ξαφνικά, τούτη ή εκείνη η πόρτα θα άνοιγε διάπλατα
και θα ακουγόταν ένα όνομα.
Αργότερα μέσα στην ημέρα τα πράγματα του νεκρού θα τα ‘βλεπε κανείς πεταμένα
έξω από την πόρτα του κελιού. Μερικές φορές, η εκτέλεση ενός ανθρώπου ανακαλείτο
και κατόπιν πυροβολείτο 1-2 μέρες πιο ύστερα για κάποιο άλλο αδίκημα.
Δεν υπήρχαν, όμως, εκτελέσεις τις Κυριακές ή τις γιορτές.
Περισσότερο σχεδόν από την βαναυσότητα έσφιξε την κοιλιά του κ. dYdewalle η επίδειξη
της θρησκοληψίας με την οποία επικοινωνούσε και βρισκόταν σε επαφή η ζωή στην φυλακή.
Ο κ. dYdewalle έμεινε μόνο 1-2 μέρες στην Ισπανία ως ελεύθερος άνθρωπος
αλλά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης παρατήρησε τους εξαθλιωμένους Ισπανούς στρατιώτες που τον επιτηρούσαν
να ζητιανεύουν με ευχαρίστηση υπολείμματα φαγητού από τους εσώκλειστους που ήταν σε καλύτερη κατάσταση.
Δεν τα καταγράφει τα πράγματα αυτά με οποιαδήποτε ευχαρίστηση και είναι απρόθυμος
να συμπεράνει το πλήρες ηθικό και πρακτικό τους δίδαγμα.
Πραγματικά, προς το τέλος φαίνεται να παραμένει πεπεισμένος ότι στον Εμφύλιο ο Φράνκο είχε δίκιο
και μόνον εκ των υστέρων τα πράγματα πήραν λάθος κατεύθυνση.
Στην φυλακή επαναπαύθηκε μερικές φορές με την σκέψη ότι τα δυστυχισμένα θύματα γύρω του
είχαν διαπράξει τα ίδια κατά των συμπαθούντων τους Εθνικιστές μόλις πριν λίγα χρόνια.
Επαναλαμβάνει την πίστη του σε «ερυθρές τερατωδίες» και δείχνει κάτι παραπάνω από ένα απλό ίχνος
Αντισημιτισμού.
Η βασική εντύπωση που αφήνει το βιβλίο αυτό είναι αυτή της συγχύσεως.
Γιατί, άραγε, κλειδώθηκε στην φυλακή;
Πώς μπόρεσε η «ένδοξη σταυροφορία» να οδηγήσει σε όλα αυτά τα πράγματα;
Εκφράζει ακόμα και απορία που ένα καθεστώς που αυτοαποκαλείται «Καθολικό»
μπόρεσε να δώσει την υποστήριξή του στον Χίτλερ και στον Μουσολίνι
(κάτι το οποίο φαίνεται πως περιέχει πολύ μεγάλη απλοϊκότητα
αφού ο στρατηγός Φράνκο δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί πως απέκρυψε τις πολιτικές του φιλίες).
Φυσικά, δεν είναι εύκολο για κάποιον που υποστήριξε με καλή πίστη
τις εθνικιστικές επιδιώξεις εν καιρώ Εμφυλίου Πολέμου να παραδεχθεί ότι
η τρομοκρατία της Φυλακής-Μοντέλου
είχε υποννοηθεί εξαρχής από το εθνικιστικό καθεστώς.
Ο κ. dYdewalle, ωστόσο, είχε επίσης το μειονέκτημα να προέρχεται από μια χώρα
συγκριτικά οργανωμένη και καλοδιοικούμενη και, επομένως, δεν είχε προκαταρκτικά καμιά γνώση
περί ολοκληρωτισμού.
Το ουσιώδες γεγονός για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς είναι πως δεν έχει νόμους.
Οι άνθρωποι δεν τιμωρούνται για συγκεκριμένα αδικήματα
αλλά επειδή θεωρούνται ανεπιθύμητοι πολιτικά ή διανοητικά.
Το τι έκαναν ή δεν έκαναν είναι άσχετο.
Πήρε κάποιον χρόνο στον κ. dYdewalle για να συνηθίσει σε αυτήν την ιδέα
και, όπως παρατήρησε, υπήρχαν και άλλοι ΔυτικοΕυρωπαίοι φυλακισμένοι
που είχαν την ίδια δυσκολία να την καταλάβουν.
Όταν είχε μείνει για αρκετούς μήνες στην φυλακή, μερικοί Άγγλοι στρατιώτες που είχαν δραπετεύσει
από την Γαλλία πήγαν να τον δουν. Τους είπε για τις εκτελέσεις. Στην αρχή, με ευγένεια,
δυσπιστούσαν –και μόνον σταδιακά, καθώς τα μπαγκάζια των θυμάτων εμφανίζονταν διαδοχικά
έξω από τούτο και εκείνο το κελί, μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν πως ό,τι έλεγε
ήταν αλήθεια: οπότε, σχολίασαν κατάλληλα «Ε λοιπόν, για αυτό θα προτιμάμε πάντα την Αγγλία».
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια χρήσιμη υποσημείωση στην Ιστορία.
Η απλοϊκή ματιά του συγγραφέα είναι γι’ αυτόν πλεονέκτημα ως αφηγητού.
Εάν, όμως, επιτρεπόταν να κάνει κανείς μιαν πρόβλεψη, τότε
–η επόμενη παραλλαγή του στρατηγού Φράνκο που θα εμφανιστεί
δεν πρόκειται να έχει την στήριξη του κ. dYdewalle.

«Η ΚΡΥΦΗ ΙΣΠΑΝΙΑ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer 28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1943
Κριτική στα βιβλία «Η Ισπανία σε έκλειψη 1937-43» του E. Allison Peers και
«Πίσω από την μάσκα της Ισπανίας» του Lawrence Dundas
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Οι τίτλοι και των δύο αυτών βιβλίων αποδεικνύουν ότι γνωρίζουμε πολύ λίγα για ό,τι συνέβη στην Ισπανία
από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου.
Υπήρξε πανούκλα και επιδημίες, μεγάλοι αριθμοί ανθρώπων στην φυλακή
και το καθεστώς υπήρξε ανοιχτά φιλικό προς τον Άξονα –ως εδώ εκτείνεται η συλλογική, κοινή γνώση.
Για κάθε τι άλλο, οι απόψεις μάλλον χρωματίζονται
από τις πολιτικές συμπάθειες του συγγραφέα και, άρα, πρέπει να έχει κανείς κατά νου
ότι ο κ. Dundas είναι ενεργητικός υποστηρικτής της Δημοκρατίας
ενώ ο καθηγητής Peers θα έπρεπε μάλλον να περιγραφεί ως μετριοπαθής και μετανοήσας θιασώτης του Φράνκο.
Ο καθηγητής Peers αφιερώνει τμήμα του βιβλίου του στον Εμφύλιο Πόλεμο∙
ωστόσο, τα καλύτερά του κεφάλαια είναι εκείνα που ασχολούνται με την τελευταία 4ετία.
Θεωρεί ότι το καθεστώς του Φράνκο απολάμβανε για λίγο την υποστήριξη της πλειοψηφίας∙
ότι οι πολιτικές διώξεις υπήρξαν πιθανόν υπερβολικές
και ότι δεν παρείχε όντως αρκετά στέρεα βοήθεια στους Ναζί.
Δεν πιστεύει, ωστόσο, ότι θα διαρκέσει για πολύν καιρόν ακόμα και –αν και ο ίδιος ελπίζει σε κάποιο είδος
Φιλελεύθερου μοναρχικού καθεστώτος– νομίζει ότι μια μεταβολή στην άκρα Αριστερά δεν είναι αδύνατη.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο καθηγητής Peers εμφανίζεται έκπληκτος αλλά και πληγωμένος ταυτόχρονα
διότι η «μη-πολεμοχαρής» Ισπανική Κυβέρνηση υπήρξε με τόση συνέπεια εχθρική απέναντί μας.
Αναφέρει έναν κατάλογο των ατέλειωτων προκλήσεων
και των εμπνευσμένων εκστρατειών λιβέλλου στον Ισπανικό Τύπο,
σαν να ήταν αυτές αντιφατικές με τις προηγούμενες επιδόσεις του Φράνκο.
Στην πραγματικότητα, όμως, ποτέ δεν υπήρξε αρκετή αμφισβήτηση
για το πού κείτονταν οι συμπάθειες του Φράνκο και των οπαδών του με την μεγαλύτερη επιρροή
–και η εποχή όπου θα ήταν ίσως χρήσιμο να καταδειχθεί ότι ο Φράνκο ήταν φίλος των εχθρών μας
ήταν το 1936: εκείνην την εποχή ο καθηγητής Peers δεν έκανε τίποτα τέτοιο.
Κανείς δεν θα τον κατηγορούσε για διαστρέβλωση των γεγονότων
αλλά ο τόνος των βιβλίων που έγραφε τότε αναμφιβόλως έτεινε να καταστήσει πιο σεβαστό τον εθνικιστικό σκοπό
στα μάτια των Άγγλων. Στον βαθμό που τα βιβλία επηρεάζουν τα γεγονότα,
ο καθηγητής Peers πρέπει να ελεγχθεί επειδή κάτι έκανε τελικά υπέρ της εγκαθίδρυσης του καθεστώτος Φράνκο
–και δεν θα έπρεπε τώρα να είναι έκπληκτος επειδή ο Φράνκο συμπεριφέρθηκε εν πολλοίς με τον τρόπο
που κάθε υποστηρικτής της Δημοκρατίας είχε τότε προμαντέψει.
Οπότε, το βιβλίο του κ. Dundas έχει γραφεί γύρω από την υποθετική, προβληματική αλλά και ενδιαφέρουσα θέση
πως ένα αρκετά διαφορετικό είδος εξέγερσης –μια Συντηρητική, όχι Φασιστική εξέγερση– είχε αρχικά σχεδιαστεί
και πως τα γεγονότα απλά πήραν την κατεύθυνση που πήραν εξαιτίας του θανάτου του Sanjurio
και επειδή οι Εθνικιστές (έχοντας αποτύχει στο πρώτο πραξικόπημα)
έπρεπε να ζητήσουν συνδρομή από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς που επέβαλαν τους δικούς τους όρους.
Η σημασία αυτής της εξέλιξης είναι
πως το καθεστώς το οποίο στην πραγματικότητα επιβλήθηκε είναι
–όπως λέει ο κ. Dundas– «μη-Ισπανικό»:
είναι ένα καθεστώς σχεδιασμένο με βάση ξένα μοντέλα
και ανυπόφορο για κάθε συνήθην Ισπανό, ακόμη και αριστοκράτη∙
θα μπορούσε, άρα, να διαλυθεί σε μιαν έκτακτη στιγμή.
Το βιβλίο περιέχει ορισμένες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τα γεγονότα του Εμφυλίου στην Μαγιώρκα.
Όμως, ο κ. Dundas κάνει ασφαλώς λάθος όταν υποθέτει πως ο Φράνκο θα πολεμήσει υπέρ του Άξονα
αν οι Σύμμαχοι εισβάλουν στην Ευρώπη.
Η αξιοπιστία δεν είναι το ισχυρό σημείο των δικτατόρων μικρού βεληνεκούς.



«ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer 16 ΙΟΥΛΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, πρελούδιο της τωρινής σύγκρουσης
καθώς και ένα από τα πιο τραγικά και αισχρά γεγονότα που γνώρισε η σύγχρονη Ευρώπη, ξεκίνησε πριν 8 έτη.
Το ζήτημα του Ισπανικού Πολέμου κρίθηκε εκτός Ισπανίας
και, πριν ακόμα κλείσει 1 έτος από την αρχή του, οι παρατηρητές που αντιμετωπίζουν τα πράγματα με ρεαλισμό
μπόρεσαν να δουν ότι η εκλεγμένη Κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να νικήσει
αν δεν γίνονταν ορισμένες ριζικές αλλαγές στο Ευρωπαϊκό καθεστώς.
Στην πρώτη περίοδο του Πολέμου –η οποία διήρκεσε ακριβώς 1 έτος- η μάχη διεξαγόταν ουσιαστικά
μεταξύ του επαγγελματικού στρατού του Φράνκο και των Μαυριτανών αφενός
και των εξεγερμένων ενόπλων χωρικών και εργατών αφετέρου.
Σε αυτήν την περίοδο, οι αντίπαλοι ήταν περίπου ισόπαλοι
και κανείς στόχος πρωταρχικής σημασίας δεν επιτεύχθηκε.
Ο Φράνκο, ωστόσο, ενισχύθηκε μαζικά από τις δυνάμεις του Άξονα
ενώ η Ισπανική Κυβέρνηση ελάμβανε μόνον σποραδικά προμήθειες όπλων από την Σοβιετική Ρωσσία
και βοήθεια από λίγους χιλιάδες ξένους εθελοντές, κυρίως φυγάδες από την Γερμανία.
Τον Ιούνιο του 1937 η αντίσταση των Βάσκων κατέρρευσε
και το ισοζύγιο δυνάμεων ανετράπη εις βάρος της Κυβέρνησης.
Στο μεταξύ, όμως, η Κυβέρνηση είχε καταπνίξει την επαναστατική αταξία των πρώτων ημερών,
είχε κατευνάσει τις συγκρούσεις των τάσεων που αντιδρούσαν και είχε εκπαιδεύσει τους άπειρους στρατιώτες της.
Νωρίς το 1938 διέθετε έναν αξιοθαύμαστον στρατό, ικανόν να συνεχίσει να μάχεται και πέραν του χρόνου
που θα εξαντλούνταν τα εφόδια τροφής.
Ο Δρ. Negrin και οι υπόλοιποι εξουσιαστές της Κυβέρνησης της Ισπανίας
πιθανόν κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να κερδίσουν μόνο με τις δικές τους προσπάθειες
αλλά ήταν δικαιολογημένοι να πολεμούν εφόσον το πολιτικό τοπίο της Ευρώπης θα μπορούσε ακόμα να αλλάξει.
Ο παγκόσμιος πόλεμος που εμφανώς πλησίαζε μάλλον θα ξέσπαγε κατά την διάρκεια του 1938∙
η Αγγλική κυβέρνηση θα μπορούσε να εγκαταλείψει την πολιτική της μη-παρέμβασής της.
Κανένα από τα δύο δεν συνέβη –και προς το τέλος του 1938 οι Ρώσσοι απέσυραν την βοήθειά τους.
Η Κυβέρνηση της Ισπανίας υπέφερε επί μακρόν από πείνα και τώρα πλέον λιμοκτονούσε.
Καθώς οι Φασιστικές δυνάμεις κατευθύνονταν προς την Καταλωνία, ορδές φυγάδων συνέρρεαν στην Γαλλία,
δέχονταν τα πυρά των πυροβόλων των ιταλικών αεροπλάνων και, μόλις έφθαναν,
κλείνονταν πίσω από συρματοπλέγματα.
Νωρίς το 1939 ο Φράνκο εισήλθε στην Μαδρίτη και αξιοποίησε την νίκη του στο έπακρο όριο,
δίχως έλεος.
Όλα τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς συνετρίβησαν
και αμέτρητος κόσμος δολοφονήθηκε ή φυλακίστηκε. Εάν οι πρόσφατες αναφορές αληθεύουν,
500.000 άνθρωποι ή το 2% του πληθυσμού της Ισπανίας βρίσκονται ακόμα σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
Η όλη ιστορία είναι απεχθής εξαιτίας της συμπεριφοράς των Μεγάλων Δυνάμεων
και της εκτεταμένης αδιαφορίας της Υφηλίου.
Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί παρενέβησαν για να συντρίψουν την Ισπανική Δημοκρατία,
για να καταλάβουν ένα στρατηγικό σημείο-κλειδί
για τον επερχόμενον πόλεμο και, παρεμπιπτόντως, για να δοκιμάσουν τα βομβαρδιστικά τους στο κεφάλι
ανυπεράσπιστων πληθυσμών.
Οι Ρώσσοι έδωσαν ως εφόδιο μια μικρή ποσότητα οπλισμού και άντλησαν εκβιαστικά το μάξιμουμ
πολιτικής επιρροής σε αντάλλαγμα. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι απλώς σφύριζαν αδιάφορα
καθώς οι εχθροί τους θριάμβευαν και οι φίλοι τους καταστρέφονταν: η αγγλική στάση είναι η πλέον ασυγχώρητη
διότι υπήρξε ανόητη και άτιμη ταυτογχρόνως.
Ήταν φανερό εξαρχής ότι κάθε ξένη χώρα που παρείχε οπλισμό στην Ισπανική Κυβέρνηση
θα μπορούσε να ελέγχει (ή, τουλάχιστον, να επηρεάζει) την πολιτική της.
Αντιθέτως, οι Άγγλοι προτίμησαν να εξασφαλίσουν την νίκη του Φράνκο και του Χίτλερ
και να βεβαιωθούν ότι η στοργή και η ευγνωμοσύνη του Ισπανικού λαού θα κερδιζόταν από την Ρωσσία
και όχι από την Αγγλία.
Για 1 έτος –ή και παραπάνω – η Ισπανική Κυβέρνηση βρισκόταν υπό τον αποτελεσματικόν έλεγχο της Ρωσσίας,
κυρίως επειδή η Ρωσσία ήταν η μοναδική χώρα που πήγε να την σώσει.
Η μεγέθυνση του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος
από λίγους χιλιάδες σε 250 χιλιάδες υπήρξε έργο των Άγγλων συντηρητικών απευθείας.
Έχει υπάρξει μια ισχυρή τάση να ωθήσουμε στα άκρα, εκτός εικόνας,
αυτά τα γεγονότα, ακόμα και να ανακηρύξουμε την «μη-πολεμική» αντιπαλότητα του Φράνκο
ως θρίαμβο για την βρεττανική διπλωματία.
Η αληθινή ιστορία του Ισπανικού Πολέμου θα έπρεπε καλύτερα
να βρίσκεται πάντοτε στην σκέψη μας ως ένα αντικειμενικό μάθημα
για την ανοησία και την μικροπρέπεια της Πολιτικής Ισχύος.
Πράγματι, τίποτε δεν εξαργυρώνεται στην υπόθεση αυτή
–εκτός από το κουράγιο των μαχητών και των δύο πλευρών και το πείσμα της πίστης
στην Κυβέρνηση της Ισπανίας, η οποία υπέμεινε επί έτη πείνα και κακουχίες
που ήταν άγνωστες σε εμάς ακόμα και στις χειρότερες στιγμές του Πολέμου.




«ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Observer 10 Νοεμβρίου 1946
Κριτική στο βιβλίο «Πολιτική, Οικονομία και Άνθρωποι στην σύγχρονη Ισπανία 1808-1946» του A. Ramos Oliveira
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Ο κ. Oliveira υποδεικνύει την βασική του θέση βάζοντας την λέξη «σύγχρονη» και την ημερομηνία «1808»
πλάϊ-πλάϊ στον τίτλο του.
Η Ισπανία υπέστη μεταβολές από τότε που ο Ισπανικός λαός εξεγέρθηκε κατά του Ιωσήφ
Βοναπάρτη αλλά ορισμένα κυρίαρχα προβλήματα παρέμειναν άλυτα από κάθε καθεστώς
και οι σχεδόν αναρίθμητοι εμφύλιοι πόλεμοι αποτελούν –όπως λέει ο κ. Oliveira- «έναν μόνον Εμφύλιο Πόλεμο».
Το βιβλίο επιβεβαιώνει τον τίτλο του
και περιέχει αρκετά χρήσιμα κεφάλαια παρασκηνιακού υλικού καθώς και περιγραφές εξαιρετικών ανθρώπων
που εναλλάσσονται με άλλα κεφάλαια καθαρής ιστορίας.
Η Δεύτερη Δημοκρατία του 1931 κάνει την εμφάνισή της μόνον στην μέση περίπου του βιβλίου
και στην εξέγερση του Φράνκο αφιερώνονται μόνον 7 κεφάλαια σε σύνολο 45.
Νωρίς στο βιβλίο ο κ. Oliveira σημειώνει ότι η Ισπανία υπέστη 43 στρατιωτικά πραξικοπήματα-pronunciamientos,
εκ των οποίων 11 επιτυχή, μεταξύ 1814 και 1923.
Λίγο αργότερα, φτιάχνει έναν πίνακα με τα διάφορα καθεστώτα που υπήρξαν σε ολόκληρην αυτήν την περίοδο,
κατατάσσοντάς τα κάτω από τα γράμματα «Ε.Μ.» (που σημαίνουν «Επαναστατικά» - «Μεταρρυθμιστικά»)
και τα γράμματα «Α.Σ.» (που σημαίνουν «Αντεπαναστατικά» - «Συντηρητικά»).
Τα γράμματα «Ε.Μ.» και «Α.Σ.» όχι μόνον εναλλάσσονταν τόσο προγραμματισμένα όσο η νύχτα με την μέρα
αλλά –με την εξαίρεση της περιόδου της «Αποκαταστάσεως» 1874 ως 1931- καμία ομάδα δεν κατόρθωσε
να παραμείνει στην Κυβέρνηση για πάνω από 10 χρόνια.
Αυτή η κίνηση εκκρεμούς υπήρξε σχεδόν πιο καταστροφική στις επιπτώσεις της
απ’ ό,τι ένας αδιατάρακτος δεσποτισμός.
Κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης ήταν σίγουρο πως θα ανατρεπόταν λίγα χρόνια αργότερα
και καμία προοδευτική Κυβέρνηση δεν είχε ποτέ την ευκαιρία
να πάρει τους πραγματικούς μοχλούς της εξουσίας στα χέρια της.
Έτσι, το κεντρικό πρόβλημα της Ισπανίας, το αγροτικό ζήτημα, παρέμεινε σχεδόν ανέγγιχτο για πάνω από 100 έτη.
Η Ισπανία είναι μια χώρα γεωργική στην οποία το 1% του πληθυσμού κατέχει (ή κατείχε έως πολύ πρόσφατα)
το 50% της γης.
Οι επιχειρηθείσες Φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην αρχή του 19ου αιώνα
είχαν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των εργατών
που δεν είχαν γη στην ιδιοκτησία τους.
Ο κ. Oliveira πραγματοποιεί μιαν ενδιαφέρουσα έρευνα του Ισπανικού γεωργικού συστήματος,
στην οποία δείχνει ότι το βασικό καταφύγιο της αριστοκρατίας που κατέχει την γη
είναι οι περιοχές καλλιέργειας καλαμποκιού και λαδιού.
Αυτοί οι άνθρωποι (που διαρκώς αναφέρονται ως «η ολιγαρχία»)
όχι μόνον είναι δεμένοι με την γη τους
και με την πολιτική τους ισχύ σε κάθε καμπή αλλά παραμόρφωσαν όλην την οικονομία της χώρας
προς το συμφέρον τους, αποθαρρύνοντας κάθε άλλο είδος γεωργίας
και εμποδίζοντας την ανάπτυξη της βιομηχανίας.
Οι τραπεζίτες κατόρθωσαν να κάνουν ειρήνη με την αριστοκρατία
αλλά οι επιχειρηματίες-βιομήχανοι ήταν μια τάξη τόσο καταπιεσμένη όσο και οι εργάτες
ενώ οι πλούσιες πηγές εξόρυξης της Ισπανίας είτε αγνοήθηκαν είτε ελέγχθηκαν από το ξένο κεφάλαιο.
Υπό τις συνθήκες αυτές, μια τάξη ισχυρή και συνεκτική δεν μπορούσε να αναπτυχθεί
και η μεγάλη μάζα του λαού, αμόρφωτη και σχεδόν λιμοκτονούσα,
είτε παρέμεινε απαθής είτε αυτοεκδηλώθηκε με ξεσπάσματα βίας.
Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες είχαν ήδη καεί από το πόπολο από την δεκαετία του 1830.
Το χαρακτηριστικό Ισπανικό κίνημα της Αριστεράς ήταν ο Αναρχισμός,
ο οποίος είχε την ποικιλία να ρίχνει την σκια του να απλώνεται από τον Ουτοπιανισμό αφενός
ως την καθαρή ληστεία αφετέρου.
Η «ολιχαρχία» δεν γνώριζε άλλον τρόπο για να αντιμετωπίσει την δυσαρέσκεια εκτός από την συντριβή της
και οι φιλελεύθεροι δεν έκαναν τίποτε είτε επειδή δεν μπορούσαν είτε διότι ήταν τρομαγμένοι
από την προοπτική της Κόκκινης Επανάστασης ή επειδή η αποπνικτική διανοητική ατμόσφαιρα
τους έκανε να σπαταλούν την ενέργειά τους σε δευτερεύοντα ζητήματα όπως ο αντικληρικαλισμός.
Έτσι, η ιστορία της Ισπανίας συνέχισε να είναι στάσιμη, διακοπτόμενη από ριπές πυροβόλων
ενώ η πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ισχύς παρέμενε πάντοτε στα ίδια χέρια.
Τα κεφάλαια του κ. Oliveira που καταπιάνονται με τον πρόσφατο Εμφύλιο Πόλεμο
είναι, ίσως, λιγότερο ικανοποιητικά από το υπόλοιπο βιβλίο. Δίνουν μόνον έναν σύντομο απολογισμό
των πρώτων 6 μηνών του Πολέμου –της πιο ενδιαφέρουσας, κατά πολλούς τρόπους, περιόδου- και
αφιερώνουν πάρα πολύ χώρο, μάλλον, στο κίνημα του στρατηγού Casado
ο οποίος ανέτρεψε την κυβέρνηση Negrin και οδήγησε στην παράδοση.
Ο κ. Oliveira (ο οποίος υπήρξε και είναι ακόμα στενός συνεργάτης του Δρα. Negrin) είναι αρκετά ευγενής
ώστε να μην δώσει μεγάλη έμφαση στον ανόητο και αισχρό ρόλο που διαδραμάτισε στον Πόλεμο
η βρεττανική πολιτική αλλά τα στοιχεία που είχε παράσχει νωρίτερα -για τα επενδεδυμένα κεφάλαια
των Άγγλων στην Ισπανία- αφηγούνται την δική τους ιστορία.
Πρόκειται για ένα βιβλίο πολύτιμο που συλλέγει πληροφορίες, ειδικά για την Ισπανική βιομηχανία και γεωργία,
πληροφορίες που αλλού δεν θα ήταν εύκολο να βρεθούν μάλλον.


«Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΟΣΚΑΡ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ


“OBSERVER” 9 ΜΑΪΟΥ 1948

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos



Το έργο του Όσκαρ Ουάϊλντ επανακτάται σε ολοένα μεγαλύτερη ένταση και αναβιώνει σήμερα στην σκηνή και στην κινηματογραφική οθόνη –και είναι καλό που συμφωνεί κι αυτό ώστε να θυμόμαστε ότι η Salomé και η Λαίδη Windermere δεν ήταν οι μόνες δημιουργίες τους. Λόγου χάρη, του κειμένου «Η ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό» (που δημοσιεύεται για πρώτη φορά για τα σχεδόν 60 τελευταία χρόνια) έχει γίνει, παρά την ηλικία της, αντικείμενο αξιοσημείωτα καλής χρήσεως.
Ο συγγραφέας του κατά καμία έννοια δεν υπήρξε Σοσιαλιστής ο ίδιος με την ενεργή έννοια της λέξεως αλλά αυτή ήταν ένας συμπαθών και ευφυής παρατηρητής∙ αν και οι προφητείες τους δεν έχουν επιβεβαιωθεί, απλά δεν έχουν καταστεί ανεφάρμοστες από το πέρασμα του χρόνου ούτε έχει σημειωθεί οποιαδήποτε εκκαθάριση των κερδών.
Η οραματική άποψη του Ουάϊλντ για τον Σοσιαλισμό, τον οποίον εκείνη την εποχή ενστερνίζονταν πιθανόν αρκετοί άνθρωποι λιγότερο ικανοί για να μιλήσουν από αυτόν, είναι Ουτοπική και αναρχική.
Όπως λέει, η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας θα καταστήσει εφικτή την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου και θα μας απελευθερώσει από την «ποταπή αναγκαιότητα να ζούμε για άλλους». Στο Σοσιαλιστικό μέλλον δεν θα υπάρχει απλά και μόνο καμιά διεκδίκηση και καμιά ανασφάλεια αλλά επιπλέον δεν θα υπάρχει ούτε εκμετάλλευση, ούτε ασθένειες, ούτε ασχήμια, ούτε σπατάλη ανθρώπινου πνεύματος σε μάταιες έχθρες και ανταγωνισμούς.
Ο πόνος θα πάψει να έχει σημασία: στην ιστορία του, ο Άνθρωπος για πρώτη φορά θα μπορέσει να αναπτύξει την προσωπικότητά του μέσω της απόλαυσης και όχι μέσω των δεινών. Το έγκλημα θα εξαφανιστεί αφού δεν θα υπάρχει καμιά οικονομική αιτία γι’ αυτό. Το Κράτος θα πάψει να κυβερνά και θα επιβιώσει αποκλειστικά ως ένα όργανο για την διανομή των αναγκαίων αγαθών.
Όλες οι δυσάρεστες εργασίες θα γίνονται από μηχανές και όλοι θα είναι ελεύθεροι εντελώς να επιλέξουν το επάγγελμα και τον τρόπο ζωής τους.
Ως αποτέλεσμα, ο κόσμος θα γεμίσει και θα κατοικείται από καλλιτέχνες που ο καθένας θα επιδιώκει την τελειότητα με τον τρόπο που του φαντάζει καλύτερος.
Έως και την στιγμή αυτή, σήμερα, αυτές οι αισιόδοξες προβλέψεις αναγιγνώσκονται μάλλον με δυσάρεστα αισθήματα. Ο Ουάϊλντ συνειδητοποίησε, φυσικά, και ήξερε ότι υπήρχαν αυταρχικές τάσεις στο Σοσιαλιστικό Κίνημα αλλά δεν πίστεψε ότι αυτές θα επικρατούσαν και, με ένα είδος προφητικής ειρωνείας, γράφει:
«Δύσκολα μπορώ να πιστέψω πως κάποιος Σοσιαλιστής σήμερα θα πρότεινε σοβαρά πως θα πρέπει ένας αστυνομικός να καλεί κάθε πρωΐ στα τηλέφωνα όλων των σπιτιών για να διαπιστώσει ότι κάθε πολίτης σηκώθηκε και έκανε χειρωνακτική εργασία επί 8 ώρες» –κάτι, δυστυχώς, το οποίο είναι ακριβώς ό,τι αμέτρητοι σύγχρονοι Σοσιαλιστές θα πρότειναν.
Προφανώς κάτι πήγε λάθος.
Ο Σοσιαλισμός, με την έννοια της οικονομικής κοινοκτημοσύνης (κολλεκτίβας) κατακτά την γη με μια ταχύτητα που δύσκολα θα έμοιαζε εφικτή πριν 60 χρόνια –και όμως, η Ουτοπία (σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον, η Ουτοπία του Ουάίλντ) δεν είναι πιο κοντά.
Πού βρίσκεται, λοιπόν, η πλάνη;
Εάν κανείς αναλύσει εκ του πλησίον το έργο του Ουάϊλντ παρατηρεί και βλέπει ότι κάνει ο συγγραφέας δύο κοινότοπες αλλά αδικαιολόγητες υποθέσεις που στερούνται βάσεως.
Η μια από αυτές είναι πως ο κόσμος είναι απεριόριστα πλούσιος και πως το πρόβλμα εντοπίζεται στο ότι υποφέρει πρωταρχικά από κακή διανομή του πλούτου. Ο Ουάϊλντ μοιάζει να λέει: «Εξισώστε τα πράγματα μεταξύ του εκατομμυριούχου και του οδοκαθαριστή που ανοίγει τους δρόμους και θα υπάρξει πλεόνασμα σε όλα για όλους».
Έως την Ρωσσική Επανάσταση αυτή η πίστη είχε γερές βάσεις –«να λιμοκτονείς εν μέσω του πλούτου» ήταν μια αγαπημένη φράση– αλλά ήταν αρκετά εσφαλμένη και επεβίωνε τόσο μόνη επειδή οι Σοσιαλιστές είχαν την σκέψη τους μόνο στις υψηλά αναπτυγμένες Δυτικές χώρες και αγνοούσαν την φοβερή φτώχεια στην Ασία και την Αφρική.
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα για τον κόσμο ως σύνολο δεν είναι να διανεμηθεί αυτός ο πλούτος όπως υπάρχει αλλά πώς θα αυξηθεί η παραγωγή, δίχως την οποία η οικονομική ισότητα σημαίνει και ισοδυναμεί με κοινή δυστυχία.
Δεύτερον, ο Ουάϊλντ υποθέτει πως είναι ένα εύκολο ζήτημα γι’ αυτόν να κανονιστεί ώστε όλα τα δυσάρεστα είδη εργασίας να γίνονται από μηχανές. Λέει μετ’ επιτάσεως πως «οι μηχανές είναι η νέα φυλή σκλάβων μας», μια μεταφορά πειρασμός που, όμως, είναι πεπλανημένη εφόσον υπάρχει ένας ορισμένος αριθμός έργων –μιλώντας χονδρικά, κάθε δουλειά που απαιτεί μεγάλη ευλυγισία σάρκας– τα οποία καμιά μηχανή δεν μπορεί να εκτελέσει. Στην πράξη, ακόμα και στις πιο υψηλά εκβιομηχανισμένες χώρες, μια τεράστια ποσότητα ανιαρής και εξαντλητικής δουλειάς πρέπει να γίνεται από απρόθυμους ανθρώπινους μύες.
Αυτό, όμως, σημαίνει αμέσως ότι υπάρχει κάποιος που διευθύνει το έργο, καθοδήγηση της εργασίας, σεβασμό στις καθορισμένες εργατοώρες, διαφοροποιημένες μισθολογικές κλίμακες και όλη την διοικητική, καθεστωτική οργάνωση που ο Ουάϊλντ βδελύσσεται.
Το όραμα του μόνου Ουάϊλντ για τον Σοσιαλισμό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο σε έναν κόσμο όχι μόνο πολύ πιο πλούσιο αλλά επίσης και πολύ πιο εξελιγμένο τεχνικά από τον σημερινό.
Η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας δεν ταΐζει και δεν θρέφει αφ’ εαυτής τα στόματα. Είναι απλά το πρώτο βήμα σε μια μεταβατική περίοδο που πρόκειται να είναι κοπιώδης, δυσάρεστη και μακρά σε διάρκεια.
Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να πούμε ότι ο Ουάϊλντ κάνει ολοκληρωτικά λάθος. Το πρόβλημα με τις μεταβατικές περιόδους είναι ότι το ζοφερό τοπίο που γεννούν τείνει να γίνει μόνιμο.
Σε κάθε περίπτωση, όλα δείχνουν ότι αυτό είναι που έχει συμβεί στην Σοβιετική Ρωσσία.
Η δικτατορία που υποτίθεται πως εγκαθιδρύθηκε για έναν περιορισμένο σκοπό και εγκαταστήθηκε, έβγαλε ρίζες και παρέμεινε και ο Σοσιαλισμός έφθασε να γίνεται αντιληπτός λες και σημαίνει στρατόπεδα συγκέντρωσης και μυστικές αστυνομικές δυνάμεις.
Οι σημειώσεις, τα φυλλάδια και τα υπόλοιπα γραπτά του Ουάϊλντ –π.χ. «Τα Νέα από το Πουθενά»– έχουν, επομένως, την αξία τους από πλευράς θεών (απαιτούν ίσως το αδύνατο οι θεοί και φαντάζουν πιθανόν ορισμένες φορές οι αξιώσεις τους «παρωχημένες» και γελοίες, δεν είναι;) –εφόσον μια Ουτοπία εξ ανάγκης και εξ αντανακλάσεως αντικατοπτρίζει τις αισθητικές ιδέες της περιόδου της– αλλά τουλάχιστον βλέπουν πέρα από την εποχή των ουρών για τα συσσίτια και των κομματικών καυγάδων και υπενθυμίζουν στο Σοσιαλιστικό κίνημα τον αρχικό, μέσο του σκοπό της ανθρώπινης αδελφότητας/brotherhood.

«Ο.Η.Ε. ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

“TRIBUNE” 13 Δεκεμβρίου 1946

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος Copyright © Christos P. Papachristopoulos

Όταν κανείς διαβάζει τις ειδήσεις από τις διασκέψεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή από τις διεθνείς διαπραγματεύσεις οιασδήποτε μορφής, είναι δύσκολο να μην θυμηθεί την «Επίθεση/L’ Attaque» και παρόμοια πολεμικά παιχνίδια που συνήθιζαν τα παιδιά να παίζουν με χάρτινες κάρτες που συμβολίζουν πολεμικά θωρηκτά, αεροπλάνα (και ούτω καθεξής), καθένα εκ των οποίων είχε μια καθορισμένη αξία και μπορούσε με κάποιον αποδεκτό και από κοινού αναγνωρισμένο τρόπο να ανταλλαχθεί όπως οι μάρκες.
Για την ακρίβεια, θα μπορούσε κανείς να εφεύρει σχεδόν ένα νέο παιχνίδι που να λέγεται Ο.Η.Ε./“U.N.O.” και να παίζεται σε πεφωτισμένους οίκους όπου οι γονείς δεν θέλουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με μια μιλιταριστική κοσμοθεωρία.
Τα χαρτιά στο παιχνίδι αυτό καλούνται: το Διακύβευμα (η οικονομική πρόταση και προσφορά), ο Δήμαρχος που κάνει το Παζάρι (νταραβέρι), η φόρμουλα Συμφωνίας, το αποτρεπτικό Μπλοκ, η Ισοπαλία (πατ), το Αδιέξοδο, η Στενωπός και ο Φαύλος Κύκλος.
Το αντικείμενο του παιγνίου είναι να βρεθεί μια αποδεκτή φόρμουλα και, αν και οι λεπτομέρειες ποικίλλουν, το γενικότερο περίγραμμα του παιγνίου είναι πάντα το ίδιο, εν πολλοίς.
Πρώτα συγκεντρώνονται σε συνεδρίαση οι παίκτες και κάποιος παίρνει κεφάλι προηγούμενος στην παρτίδα, τραβώντας ως πρώτο χαρτί την οικονομική πρόταση. Αυτή πρέπει από το αποτρεπτικό Μπλοκ που μπορεί να θέσει βέτο να γίνει δεκτή (κάτι δίχως το οποίο δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί το παιχνίδι).
Το Μπλόκ, τότε, ανταλλάσσεται και εξαργυρώνεται με την Στενωπό ή, πιο συχνά, με το Αδιέξοδο ή τον Φαύλο Κύκλο.
Ένα αδιέξοδο και ένας φαύλος κύκλος, όταν συμπέσει να γίνουν ταυτόχρονα, παράγουν μιαν Ισοπαλία, η οποία μπορεί να διαρκέσει για εβδομάδες. Τότε, κάποιος τραβάει ξαφνικά την κάρτα Δήμαρχος για Παζάρι. Αυτό κάνει εφικτή την εξεύρεση μιας φόρμουλας για Συμφωνία και, από την στιγμή που έχει συμφωνηθεί η φόρμουλα, οι παίκτες μπορούν να γυρίσουν στα σπίτια τους, αφήνοντάς τα όλα όπως ήταν στην αρχή.
Την στιγμή που γράφω, στην πρώτη σελίδα της πρωϊνής μου εφημερίδας έχουν ξεσπάσει ροζ εξανθήματα αισιοδοξίας.
Φαίνεται ότι, εν τέλει, όλα πρόκειται να είναι μια χαρά εν τάξει: οι Ρώσσοι θα συμφωνήσουν στην επιθεώρηση των εξοπλισμών και οι Αμερικανοί θα διεθνοποιήσουν την ατομική βόμβα.
Σε μιαν άλλη σελίδα της ίδιας εφημερίδας υπάρχουν ειδήσεις για τα γεγονότα στην Ελλάδα που ισοδυναμούν με κατάσταση κήρυξης πολέμου ανάμεσα στους δύο συνασπισμούς δυνάμεων που φέρονται τόσο φιλικά στην Νέα Υόρκη.
Ενώ, όμως, η παρτίδα των αδιεξόδων και των στενωπών συνεχίζεται, ένα άλλο πιο σοβαρό παίγνιο βρίσκεται, επίσης, σε εξέλιξη.
Σε αυτό επικρατούν δύο αξιώματα ή δόγματα.
Το ένα είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη δίχως μια γενική παράδοση εθνικής κυριαρχίας.
Το άλλο είναι ότι καμία χώρα ικανή να υπεραμυνθεί της εθνικής κυριαρχίας της δεν την παραδίδει ποτέ.
Εάν κανείς κρατήσει κατά νου αυτά τα αξιώματα, μπορεί γενικά να δει τα συσχετιζόμενα με αυτά γεγονότα των διεθνών υποθέσεων μέσα από το προπέτασμα καπνού με το οποίο οι εφημερίδες το περιτυλίγουν διπλωματικώς.
Αυτή την στιγμή, τα κύρια γεγονότα είναι:

1. Οι Ρώσσοι, ό,τι κι αν λένε, δεν θα συμφωνήσουν να ελεγχθεί πραγματικά η περιφέρειά τους από ξένους παρατηρητές.
2. Οι Αμερικάνοι, ό,τι κι αν λένε, δεν θα αφήσουν να χαθεί η ευκαιρία να βάλουν χέρι στο τεχνολογικό προβάδισμα επί των εξοπλισμών.
3. Καμία χώρα δεν βρίσκεται τώρα σε θέση να διεξάγει έναν μείζονα ολοκληρωτικό πόλεμο μέχρις εσχάτων.

Αυτές είναι, προς το παρόν –αν και μπορεί να εξαργυρωθούν αργότερα– οι πραγματικές μάρκες στο πραγματικό παίγνιο… και πλησιάζει κανείς πιο κοντά στην αλήθεια εάν τις έχει διαρκώς στην μνήμη του παρά εάν αγαλλιάζει από χαρά ή γεμίζει απόγνωση εναλλάξ εξαιτίας των καθημερινών ανοησιών των διασκέψεων κορυφής.

«Ο ΓΕΡΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

Κριτική για το βιβλίο του Derrick Leon με θέμα «Τολστόϋ: η ζωή και το έργο του»
“OBSERVER” 26 Μαρτίου 1944

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος Copyright © Christos P. Papachristopoulos

Η ενήλικη ζωή του Τολστόϋ – ξεκινά με έναν λαμπρό, κοσμικό, μάλλον χαλαρών ηθών νεαρό αριστοκράτη και καταλήγει σε έναν βασανισμένο γέρο άνθρωπο που είχε αποκηρύξει τα πάντα ή είχε φθάσει τόσο κοντά να τα αποκηρύξει όσο τον άφηνε η οικογένειά του – είναι αρκετά δραματική αλλά, τελικά, είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα από το έργο του ενώ το πιο εκτιμητέο απόσπασμα της βιογραφίας του κ. Leon είναι η προσεκτική ερμηνεία που κάνει για κάθε ένα από τα έργα του Τολστόϋ με μια αλληλοδιαδοχική σειρά, δείχνοντας πώς ακριβώς συνδέεται με την πνευματική ανάπτυξη του Τολστόϋ.
Η κοσμοθεωρία του Τολστόϋ, βαθμιαία εξελισσόμενη σε μια περίοδο 50 περίπου ετών, θα μπορούσε να περιγραφεί ως «Χριστιανικός Αναρχισμός».
Όλοι οι υλιστικοί στόχοι, κάθε βία, όλες οι επαναστάσεις σε τελευταία ανάλυση, όλοι οι νόμοι και κάθε κυβέρνηση είναι κάτι το κακό.
Δεν υπάρχει ευτυχία παρά μόνο στην αυτοάρνηση.
Ο άνθρωπος δεν έχει δικαιώματα, μόνον καθήκοντα, ευρισκόμενος στην γη αποκλειστικά για να εκτελέσει την θέληση του Θεού.
Όλα αυτά προέρχονται από την ανάγνωση των Ευαγγελίων από τον Τολστόϋ αλλά, πριν σχηματοποιηθούν πλήρως οι πεποιθήσεις του, είχε ενστερνιστεί δύο άρθρα δογμάτων που αμφισβητείται ότι είναι χριστιανικά.
Το ένα είναι ένας αυστηρός ντετερμινισμός. Σύμφωνα με τον Τολστόϋ, όλες οι πράξεις ενός ανθρώπου είναι προαποφασισμένες και η μόνη του ελευθερία βρίσκεται στην γνώση του πεπρωμένου.
Το άλλο είναι η απαγγελία κατηγοριών κατά της ουσιαστικής δυστυχίας της ζωής στην γη και της ασχήμιας των φυσικών ευχαριστήσεων, πράγμα το οποίο εκτείνεται πολύ πέρα από ο,τιδήποτε έχουν ποτέ υποστηρίξει οι Εκκλησίες.
Ο κ. Leon γράφει ως οπαδός και δεν απαντά στα σοβαρά (αν και την αναφέρει) στην κατηγορία που του έχουν απευθύνει πολλοί ότι τα τελευταία έργα του Τολστόϋ αποτελούν κυρίως προβολή του προσωπικού του εγωϊσμού. Επεκτείνοντας την αυτοάρνηση έως του σημείου να σημαίνει πρακτικά μια απόρριψη της προόδου της ζωής –λέγοντας, για παράδειγμα, ότι εκ της φύσεώς του ο γάμος είναι «δυστυχία και σκλαβιά»– τίθεται υπό συζήτηση εάν λέει κάτι παραπάνω από το ότι ο ίδιος είναι δυστυχής και θα ήθελε να κάνει και άλλους δυστυχισμένους.
Ο Τολστόϋ είχε, φυσικά, εξαιρετική συνείδηση για τους κινδύνους του εγωϊσμού, στην πραγματικότητα ήταν η ζωή του με κάποιαν έννοια μια διαρκής μάχη εναντίον του αλλά δεν φαίνεται να είδε ότι η μορφή που ο εγωϊσμός έλαβε στον ίδιο δεν ήταν μια επιθυμία για χρήματα ή επιτυχία αλλά απλά μια αίσθηση διανοητικής κυριαρχίας: η μελέτη του για τον Σαίξπηρ αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα επ’ αυτού.
Ωστόσο, η ιστορία της ζωής του είναι εμπνευσμένη και τραγική συνάμα και θα έπρεπε να τον αισθανθούμε ως έναν αξιολογότατο άνθρωπο ακόμα και αν δεν είχε γράψει τίποτε άλλο εκτός από τα φυλλάδιά του.
Η επιρροή του στην ζωή της εποχής μας δεν υπήρξε πολύ μεγάλη άμεσα διότι αρνήθηκε όλες τις μεθόδους με τις οποίες μπορεί πράγματι να κατορθωθεί ο,τιδήποτε. Έμμεσα, όμως, μέσω των ατόμων, πρέπει να υπήρξε τεράστια.
Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει τον Τολστόϋ και να φύγει με το ίδιο συναίσθημα για τον πόλεμο, την βία, την επιτυχία, την κυβέρνηση και τους «μεγάλους» άνδρες –αν και, κάπως ειρωνικά, το ξεχωριστό πράγμα που έχει να πει λέγεται πιο αποτελεσματικά στα μυθιστορήματά του της μεσαίας περιόδου «Άννα Καρένινα» και «Πόλεμος και Ειρήνη» που, αργότερα, έφθασε να αντιμετωπίζει σαν σχεδόν αναθεωρητέα.
Είναι κρίμα που σε όλη του την αφήγηση ο κ. Leon δείχνει μια τόσο αλόγιστη εχθρικότητα προς την δυστυχισμένη Κοντέσσα Τολστόϋ διότι, υποθέτοντας ότι σε κάθε διαφωνία θα πρέπει αυτή να ήταν στην λάθος πλευρά, αποφεύγει την συζήτηση ενός από τα πιο δύσκολα προβλήματα στην ζωή ενός συγγραφέα: την σύγκρουση μεταξύ της λογοτεχνικής και της ιδιωτικής προσωπικότητας ή –για να το βάλω διαφορετικά– μεταξύ της αγάπης για την ανθρωπότητα και αυτού που συνήθως θεωρείται ως κοινή τιμιότητα.
Ειδάλλως, πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο που, αν και κοστίζει, ο καθένας που μπορεί να δανειστεί ένα αντίτυπο θα έπρεπε να το διαβάσει.

«ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΚΡΙΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

Κριτική για τα βιβλία «Αδελφοί Καραμαζώφ» και «Έγκλημα και Τιμωρία» του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι
“OBSERVER” 7 Οκτωβρίου 1945

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος Copyright © Christos p. Papachristopoulos

Οι μεταφράσεις της Constance Garnett, που τώρα επανεκδίδονται, υπήρξαν οι πρώτες ολοκληρωμένες μεταφράσεις του Ντοστογιέφσκι που έγιναν απευθείας από τα ρωσσικά στα αγγλικά και πρωτοεμφανίστηκαν στα χρόνια που προηγήθηκαν αμέσως πριν τον τελευταίο πόλεμο.
Εκείνη την περίοδο θα πρέπει να ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να διαβάζει κανείς Ντοστογιέφσκι. Θα πρέπει να έδωσε σε πολλούς αναγνώστες το αίσθημα που μια προηγούμενη γενιά αποκόμισε από τον Φλώμπερ και που μια επερχόμενη γενιά επρόκειτο να αποκομίσει από τον Τζόϋς: το συναίσθημα ότι εδώ υπήρχε ένας διανοητικός τόπος που ο καθένας πάντα ήξερε ότι υπήρχε αλλά ποτέ δεν είχε σκεφτεί πως ο εντοπισμός του κρυβόταν στον χώρο της φαντασίας.
Περισσότερο από κάθε άλλον συγγραφέα σχεδόν, ο Ντοστογιέφσκι είναι ικανός να προσδώσει στον αναγνώστη του την αίσθηση: «Γνωρίζει τις μύχιες σκέψεις μου, γράφει για εμένα».
Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ο,τιδήποτε στην αγγλική λογοτεχνία που να μπορεί να συγκριθεί, για παράδειγμα, με την σκηνή κοντά στην αρχή του «Εγκλήματος και Τιμωρίας» στην οποία ο μεθυσμένος αξιωματούχος Μαρμελάντοφ περιγράφει πώς η κόρη του Σόνυα εξαναγκάστηκε να βγει στους δρόμους για να υποστηρίξει την υπόλοιπη λιμοκτονούσα οικογένεια.
Στα μάτια ενός Άγγλου αναγνώστη, ο Ντοστογιέφσκι κέρδισε κάτι χάρη στην προέλευσή του από το εξωτερικό –η παρατήρηση του Μαρμελάντοφ ότι μέθυσε με σκοπό να μετανοήσει αργότερα ήταν, όπως έλεγε ο κόσμος, «πολύ ρώσσικη»– αλλά η βασική του ποιότητα ήταν η τεράστια ικανότητά του να συγχωρεί τα κρίματα.
Ένιωθε συμπάθεια για όλους τους πρωταγωνιστικούς του χαρακτήρες, ακόμη και για τους πιο αξιοσέβαστους. Η αποδόμηση της αντίθεσης καλού ήρωα-κακού αγροίκου, συνδυαζόμενη με έναν αυστηρό ηθικό κώδικα, υπήρξε κάτι το καινούργιο και δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι για λίγο διάστημα εμφανίστηκε, εκτός από μεγάλος μυθιστοριογράφος, και ως μεγάλος στοχαστής.
Σήμερα, ειδικά όταν κανείς έχει μόλις διέλθει τις 800 σελίδες των «Αδελφών Καραμαζώφ», μπορεί να εντοπίσει λάθη που ήταν λιγότερο προφανή πριν 30 χρόνια.
Η εντύπωση που αποκομίζει συχνά κάποιος από τον Ντοστογιέφσκι είναι αυτή που έχει όταν κοιτάζει μια σειρά από εικόνες που μοιάζουν να είναι απίστευτα ζωντανές, με την διαφορά ότι έχουν όλες ένα χρώμα.
Κατά κάποιον τρόπο, όλοι οι ήρωές του αντιπροσωπεύουν το ίδιο είδος ανθρώπου: δεν υπάρχουν εξαιρετικά άτομα ή, ίσως, θα ήταν πιο αληθινό να πούμε ότι δεν υπάρχουν συνηθισμένα άτομα.
Ιερείς, χωριάτες, εγκληματίες, αστυνομικοί, πόρνες, επιχειρηματίες, μοδάτες γυναίκες του συρμού, στρατιώτες: όλοι μοιάζουν να συνωθούνται και να συναποτελούν εύκολα τον ίδιο κόσμο. Πάνω απ’ όλα, ο καθένας λέει στον κάθε άλλο για την ψυχική του κατάσταση.
Αξίζει να συγκρίνουμε τις στιχομυθίες που λαμβάνουν χώρα στο «Έγκλημα και Τιμωρία» μεταξύ του Ρασκόλνικωφ και του αστυνομικού διοικητή Πορφυρίου Πέτροβιτς με το είδος των στιχομυθιών που θα γίνονταν στην πραγματικότητα στην Αγγλία, μεταξύ ενός νευρικού φοιτητή πανεπιστημίου και ενός αστυνομικού επιθεωρητή.
Ένα τεράστιο εμπόδιο που κάθε συγγραφέας πρέπει να αντιμετωπίσει –το πρόβλημα της σύνθεσης στην ίδια εικόνα του ανθρώπου της σκέψεως και του ανθρώπου της δράσεως– έχει απλώς παραβλεφθεί.
Εκτός από το περίφημο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ο ΜΕΓΑΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ», οι «Αδελφοί Καραμαζώφ» είναι ένα βιβλίο βαρύ. Το θέμα του δεν φαίνεται να δικαιολογεί τον αχανή του όγκο, το 1/3 περίπου του οποίου αποτελείται από εισαγωγικό υλικό και τα συμβάντα σε αυτό μας κάνουν εύκολα να πιστέψουμε ότι ο Ντοστογιέφσκι από συνήθεια έγραφε σε μια γωνιά στο τραπέζι της γωνίας και δεν διόρθωνε τίποτα.
Το «Έγκλημα και Τιμωρία» είναι, οπωσδήποτε, μια άλλη υπόθεση. Αποτελεί μιαν απεικόνιση της εξαιρετικής ψυχολογικής ματιάς αυτού του βιβλίου το γεγονός ότι εκλαμβάνει κανείς τις πράξεις του Ρασκόλνικωφ ως εντελώς δεδομένες, αν και πριν διαπραχθεί ο φόνος δεν αποδεικνύεται κανένα επαρκές κίνητρο για αυτό.
Μοιάζει αρκετά πιστευτό το ότι ένας ευφυής και ευαίσθητος νέος θα διέπραττε ξαφνικά ένα απεχθές και σχεδόν άσκοπο έγκλημα: και η αιτία για αυτό πρέπει να είναι πως ο Ντοστογιέφσκι ήξερε ακριβώς πώς νιώθει κανείς όταν είναι δολοφόνος.
Ένα πιο συνειδητό κομμάτι καλλιτεχνικής δημιουργίας και αριστοτεχνικότητας που σχηματίζει έναν θαυμάσιο φύλακα στο βιβλίο είναι το άλογο όνειρο του ετοιμοθάνατου που πεθαίνει και με το οποίο προοιωνίζεται το έγκλημα του Ρασκόλνικωφ.
Οι εκδόσεις Heineman σκοπεύουν να επανεκδώσουν όλη την σειρά των μεταφράσεων της Constance Garnett και στην τιμή των 8,6 πεννών ο τόμος αποτελούν μιαν καλή τιμή.
Ένας τόμος που αξίζει να αναζητηθεί –πρόκειται για ένα από τα λιγότερο γνωστά βιβλία του Ντοστογιέφκσι και δεν υπήρξε εύκολο να αποκτηθεί τα πρόσφατα χρόνια– είναι οι «Αναμνήσεις από το Σπίτι των Πεθαμένων»∙ αυτό περιγράφει, κάτω από την αμυδρή μεταμφίεση της φαντασίας, τις προσωπικές εμπειρίες του Ντοστογιέφσκι ως φυλακισμένου στην Σιβηρία και περιέχει την αλησμόνητη μικρή ιστορία «Ο Σύζυγος της Ακούλκα».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου