ΕΠΙΣΗΜΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ: wwwinsense.blogspot.com

ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ: wwwinsense.blogspot.com ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΕΞΥΠΝΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ: wwwpropagenda.blogspot.gr
ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΑΡΧ.ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ: wwwmetafrasths.blogspot.com ΣΕΛΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ TYΠΟ:www.prothexousia.blogspot.com ΜΥ-INSENSE: wwwmiss-insense.blogspot.com
ΕΔΩ ΚΑΤΕΒΑΖΩ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ: www.scribd.com/user/22895639/ChrysJazz

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ - όλα τα κείμενα ανοίγουν αμέσως εδώ κάτω:

Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

ΦΑΚΕΛΟΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ, άρθρα του Αλμπέρ Καμύ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου



 "ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ" - Αλμπέρ Καμύ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ

Κείμενο του Αλμπέρ Καμύ
Εισαγωγή "Καλιγούλα", "Ξένου", "Παρεξήγησης", "Δικαίων", "Πτώσης"

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos


ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Αρχικά, ήθελα να εκφράσω τον μηδενισμό και την άρνηση.
Με τρεις μορφές.
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ
Ρομαντική: Ο Ξένος
Δραματική: Ο Καλιγούλας, η Παρεξήγηση
Ιδεολογική: Ο Μύθος του Σισύφου

Αντιθέτως, διετύπωσα την κατάφαση σε τρεις άλλες μορφές.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ
Ρομαντική: Η Πανούκλα
Δραματική: Η Εξέγερση υπό το κράτος της πολιορκίας και Οι Δίκαιοι
Ιδεολογική: Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος

ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ''Ο ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ''
Θέμα: ''Η ετυμηγορία και η εξορία''

Έχω ήδη συλλάβει ένα ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ για το ζήτημα «η Αγάπη»

ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ: ''Η ΑΓΑΠΗ: Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΔΩΡΕΑ ΣΤΟΝ ΦΑΟΥΣΤ''

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ
Ι. Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ (ΠΑΡΑΛΟΓΟ)
ΙΙ. Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ (ΕΞΕΓΕΡΣΗ)
ΙΙΙ.Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΕΩΣ: Η μέθοδος είναι η ειλικρίνεια.

ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟ ΕΡΓΟ: ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ

Άρα, η «Πανούκλα» που ξεκίνησε στο Οράν το 1941 απευθύνει, με το ισχυρό συμβολικό της σύστημα, ένα μήνυμα ελπίδας και θάρρους σε έναν κόσμο δολοφονημένο από τον πόλεμο.
Ενάντια στην πανούκλα, οι άνθρωποι θα υϊοθετήσουν ορισμένες συμπεριφορές που δείχνουν την ικανότητά τους να αντιδράσουν και να απελευθερωθούν από την υποτιθέμενη αδυναμία τους έναντι της μοίρας που τους χτυπά.
Ο «Επαναστατημένος Άνθρωπος», που δημοσιεύθηκε το 1951, υπακούει στο ίδιο υπόδειγμα και πλαίσιο ιδεών αλλά για τον συγγραφέα του το αντίτιμο υπήρξε το μίσος των επισήμων εκπροσώπων του Σουρρεαλισμού και του Υπαρξισμού.
Πέντε χρόνια αργότερα, η «Πτώση» -έργο ξεχωριστό- μοιάζει σαν τον πικρό καρπό της μοναξιάς και της απογοήτευσης. Ο συγγραφέας επεξεργάζεται εδώ την εκτόπιση της αντίληψης περί αμαρτωλότητας ενός κόσμου που θεωρείται ότι είναι στιγματισμένος από τον θάνατο και την δυστυχία και, άρα, παράλογος ως προς την ίδια την ανθρώπινη φύση: «Όπου ξεκινά η εξομολόγηση, εκεί και η ενοχή…Τούτων δοθέντων, σε κάθε περίπτωση, μια μόνον αλήθεια… ο πόνος και ό,τι αυτός υπόσχεται».


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ «ΚΑΛΙΓΟΥΛΑ»


Η πρώτη σύλληψη του «Καλιγούλα» έγινε το 1938, ύστερα από μια ανάγνωση των «12 Καισάρων» του Σουητωνίου. Προόριζα το έργο αυτό για το μικρό θέατρο που είχα δημιουργήσει στο Αλγέρι –και η πρόθεσή μου, με κάθε απλότητα, ήταν να δημιουργήσω τον ρόλο του Καλιγούλα.
Οι πρώην ηθοποιοί έχουν αυτήν την έμφυτη ικανότητα.
Κα, άλλωστε, ήμουν τότε 25 ετών, ηλικία όπου κανείς τα αμφισβητεί όλα εκτός από τον εαυτό του.
Ο πόλεμος με πίεζε και ο Καλιγούλας δημιουργήθηκε το 1940 στο θέατρο Hebertot στο Παρίσι.
Επομένως, ο «Καλιγούλας» αποτελεί ένα έργο ηθοποιού και σκηνοθέτη.
Έχει, όμως, ως σημείο εκκίνησης τα ενδιαφέροντά μου εκείνη την εποχή.
Η κριτική στην Γαλλία, που δέχθηκε και αφομοίωσε αρκετά καλά το έργο αυτό, συχνά μίλησε –προς μεγάλη μου έκπληξη– για ένα έργο φιλοσοφικό.
Τί ακριβώς συνέβη;
Ο Καλιγούλας, αυτοκράτωρ σχετικά ευχάριστος έως την στιγμή εκείνη, συνειδητοποιεί με τον θάνατο της Δρουσίλλας (αδελφής και ερωμένης του) ότι ο κόσμος δεν τον ικανοποιεί όπως είναι.
Συνεπώς, κατεχόμενος από την ψύχωση του ανέφικτου, δηλητηριώδους περιφρόνησης και φρίκης, επιχειρεί να εξασκήσει –μέσω του φόνου και της συστηματικής, ασελγούς παραβίασης όλων των αξιών– μιαν ελευθερία την οποία εν τέλει θα ανακαλύψει πως δεν υπηρετεί (;)
Προκαλεί την φιλία και την αγάπη, την απλή ανθρώπινη αλληλεγγύη, το Καλό και το Κακό.
Προσβάλλει με λόγια όσους τον περιβάλλουν, τους καταπιέζει βάσει λογικής, καυχιέται συνεχώς προς όλους γύρω του με την ισχύ της άρνησής του και την καταστροφική οργή που παρασύρει το πάθος του για ζωή.
Εάν, ωστόσο, η αλήθειά του είναι η εξέγερση απέναντι στην μοίρα, το σφάλμα του είναι η απάρνηση των ανθρώπων.
Κανείς δεν μπορεί να τα καταστρέφει όλα δίχως να αφανίσει τον εαυτό του..
Να γιατί ο Καλιγούλας εξολοθρεύει τον κόσμο γύρω του και, πιστός στην λογική του, κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για να πάρουν τα όπλα εναντίον του εκείνοι που στο τέλος θα τον δολοφονήσουν.
Ο Καλιγούλας αποτελεί την ιστορία μιας ανώτερης, εκλεκτικής και εξέχουσας αυτοκτονίας.
Είναι η ιστορία του πιο ανθρώπινου και πλέον τραγικού των λαθών.
Δίχως να εμπιστεύεται τον άνθρωπο, με πίστη στον εαυτό του, ο Καλιγούλας δέχεται να πεθάνει για να καταλάβει ότι κανένα ον δεν μπορεί να αποδράσει και να σωθεί εντελώς μόνος –και ότι κανείς δεν μπορεί να απελευθερωθεί ενάντια στους άλλους ανθρώπους (τουλάχιστον, όμως, θα έχει σώσει μερικές ψυχές, συμπεριλαμβανομένης της δικής του και αυτής του φίλου του, Σκιπίωνα, από τον ανονείρευτο ύπνο της μετριοκρατίας).
Πρόκειται, άρα, για μια τραγωδία της διανόησης.
Εξ ου και τεκμαίρεται ως σχεδόν φυσιολογικό το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα δράμα της ευφυΐας.
Προσωπικά, πιστεύω πως γνωρίζω καλά τις ατέλειες αυτού του έργου.
Μάταια, ωστόσο, ψάχνω για φιλοσοφία σε αυτές τις πράξεις…ή, αν υπάρχει, βρίσκεται στο επίπεδο της ακόλουθης διαβεβαίωσης του ήρωα: οι άνθρωποι πεθαίνουν και δεν είναι ευτυχισμένοι.
Αρκετά λιτή κι απέριττη ιδεολογία, το βλέπει κανείς!
Όπως και ότι έχω την αίσθηση
πως διαφέρει και διακρίνεται ο κ. De la Palice από ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Όχι, η φιλοδοξία μου ήταν διαφορετική.
Το πάθος για το ανέφικτο αποτελεί για τον θεατρικό συγγραφέα ένα αντικείμενο μελέτης τόσο έγκυρο και ισχυρό όσο και ο ερωτισμός ή η μοιχεία.
Να καταδείξω την ορμή του ανέφικτου, να απεικονίσω την ερήμωση που προκαλούν οι ολέθριες συνέπειές του, να κάνω την αποτυχία να ξεσπάσει: ΝΑ ΠΟΙΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΜΟΥ.
ΚΑΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΡΙΘΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΡΓΟ.
Μια λέξη ακόμα.
Μερικοί βρήκαν το έργο μου προκλητικό, οι ίδιοι που βρίσκουν φυσικό ωστόσο ότι ο Οιδίπους σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε την μητέρα του, αυτοί δέχονται το αιώνιο τρίγωνο (ομολογουμένως εντός των ορίων των όμορφων κατοικιών).
Σε ελάχιστη εκτίμηση, όμως, έχω μιαν ορισμένη μορφή τέχνης που επιλέγει να σοκάρει, σε αντίθεση με την τέχνη της πειθούς.
Και αν ακόμη υπήρξα, ατυχώς, σκανδαλώδης, θα ήταν μόνον εξαιτίας αυτής της δυσανάλογης γευστικής καλαισθησίας που διαθέτω υπέρ της αλήθειας, αλήθεια την οποία ένας καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε να διαψεύσει και να την αρνηθεί δίχως να προδώσει την ίδια του την τέχνη.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ «ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ»

Η «Παρεξήγηση» γράφτηκε το 1941 στην κατεχόμενη Γαλλία.
Ζούσα τότε, με το αντιστεκόμενο κορμί μου, εν μέσω των βουνών της κεντρικής Γαλλίας. Αυτές οι ιστορικές και γεωγραφικές συνθήκες θα ήταν επαρκείς για να ερμηνεύσουν το είδος της κλειστοφοβίας από το οποίο υπέφερα τότε και που αντικατοπτρίζεται σε αυτό το έργο.
Είναι γεγονός, αναπνέει κανείς με δυσκολία εδώ… αλλά σε όλους είχε κοπεί η αναπνοή εκείνη την εποχή.
Το γεγονός παραμένει ότι η σκοτεινότητα του έργου με στενοχωρεί άλλο τόσο όσο ενοχλεί το κοινό. Προκειμένου να ενθαρρύνω το κοινό να προσεγγίσει το έργο, θα προτείνω στον αναγνώστη:
α. να συνομολογήσει πως η ηθική του έργου αυτού δεν είναι εντελώς αρνητική, β. να θεωρήσει την «Παρεξήγηση» ως μια απόπειρα δημιουργίας μιας μοντέρνας τραγωδίας.
Ένας γιος που θέλει να τον αναγνωρίσουν δίχως να πρέπει να πει το όνομά του και ο οποίος δολοφονείται από την μητέρα και την αδελφή του, ως συνέπεια μιας παρεξηγήσεως∙ αυτό είναι το θέμα του έργου αυτού.
Αναμφίβολα, πρόκειται για μια πολύ απαισιόδοξη οπτική της ανθρώπινης κατάστασης. Ωστόσο, αυτή μπορεί να συμφιλιωθεί με μια σχετική αισιοδοξία ως προς τον άνθρωπο.
Διότι, τελικά, όλα θα ήταν διαφορετικά εάν ο γιος είχε πει: Εγώ είμαι, ιδού το όνομά μου.
Με άλλα λόγια, σε έναν άδικο ή αδιάφορο κόσμο, ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί και να σώσει τους άλλους, χρησιμοποιώντας την απλούστερη και ειλικρινέστερη τιμιότητα και την λέξη: ακριβοδίκαιος.
Η γλώσσα επίσης σόκαρε.
Το γνώριζα. Εάν είχα καλύψει με ένα πέπλο μυστηρίου, όμως, τους πρωταγωνιστικούς μου χαρακτήρες, ίσως ο καθένας θα είχε χειροκροτήσει. Αντιθέτως, το θέμα μου, το αντικείμενό μου, μέσω των σύγχρονων ηρώων ήταν να κατορθώσω να μιλήσει η γλώσσα της τραγωδίας.
Τίποτε πιο δύσκολο από το να πω την αλήθεια εφόσον θα έπρεπε να βρεθεί μια γλώσσα αρκετά φυσική ώστε να μιλιέται από τους συγχρόνους αλλά και αρκετά αλλόκοτη ώστε να συντονιστεί με το τραγικό ύφος της τραγωδίας.
Για να προσπελάσω αυτό το ιδεώδες, επιχείρησα να λανσάρω την απόσταση μεταξύ των ηρώων καθώς και να εισάγω μια διφορούμενη ασάφεια στους διαλόγους.
Ο θεατής θα δοκιμάσει, έτσι, ένα αίσθημα οικειότητας και εκπατρισμού ταυτόχρονα.
Ο θεατής αλλά και ο αναγνώστης.
Δεν είμαι, ωστόσο, σίγουρος πως, αναλογικά, πέτυχα μια σωστή συμμετρία.
Όσον αφορά το πρόσωπο του γέρου υπηρέτη, δεν συμβολίζει εξ ανάγκης την μοίρα και το πεπρωμένο
Όταν ο επιζών του δράματος κάνει έκκληση στον Θεό, ο γέρος υπηρέτης απαντά στην επίκληση.
Ίσως πρόκειται για μιαν ακόμα παρεξήγηση.
Αν απαντά ΟΧΙ σε αυτήν που του ζητά να την βοηθήσει, αυτό συμβαίνει επειδή πράγματι δεν σκοπεύει να την βοηθήσει και ότι, σε ένα δεδομένο σημείο οδύνης ή άδικης κρίσης, κανείς δεν μπορεί να κάνει ο,τιδήποτε για κανέναν πλέον –και ο πόνος είναι μοναχικός.
Δεν έχω, άλλωστε, την εντύπωση ότι αυτές οι επεξηγήσεις είναι εντελώς ωφέλιμες.
Έκρινα πάντα πως η «Παρεξήγηση» είναι ένα ευκόλως προσβάσιμο έργο υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχεται κανείς την γλώσσα του και ότι θέλει να αναγνωρίσει για τα καλά ότι ο συγγραφέας στο έργο αυτό έχει δεσμευθεί και αφοσιωθεί με βαθειά προσήλωση.
Το θέατρο δεν είναι παιχνίδι, έχω βάλει την κατάθεσή μου εκεί.

(Σημείωση του μεταφραστή Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου: η αναφορά του Καμύ σε «κατάθεση» αποτελεί ευθεία παραπομπή στον επίλογο της διπλωματικής του μελέτης με θέμα: «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός» προς το Πανεπιστήμιο Αλγερίου).


ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΥ ΣΤΟΝ «ΞΕΝΟ» ΓΙΑ ΤΗΝ «ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ»

Περιστατικό από παλιό απόκομμα εφημερίδας:
«Κάποιος άνδρας είχε ξεκινήσει από ένα τσέχικο χωριό για να βρει την τύχη του.
Έπειτα από 25 χρόνια, ξαναγύρισε πλούσιος, με γυναίκα κι ένα παιδί. Η μητέρα του διατηρούσε ένα ξενοδοχείο, μαζί με την αδελφή του, στο χωριό του. Για να τους κάνει έκπληξη, άφησε την γυναίκα και το παιδί του σε ένα άλλο ξενοδοχείο και πήγε στην μητέρα του η οποία, όταν αυτός μπήκε, δεν τον αναγνώρισε. Για πλάκα, του κατέβηκε η ιδέα να πιάσει ένα δωμάτιο. Έδειξε τα χρήματά του. Την νύχτα, η μητέρα με την αδελφή του, για να τον κλέψουν, τον σκότωσαν με ένα σφυρί και πέταξαν το πτώμα του στο ποτάμι. Το πρωί, όταν πήγε εκεί η γυναίκα του αποκάλυψε –άθελά της– την ταυτότητα του ταξιδιώτη. Η μητέρα κρεμάστηκε. Η αδελφή έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι»

Συμπέρασμα: «ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ»


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ «ΞΕΝΟ»

Οι επιπτώσεις του μηδενισμού και το σύμπαν του θανάτου

1. Έχω συγκεφαλαιώσει τον «ΞΕΝΟ», πριν από πολύ καιρό, με μια πρόταση που αναγνωρίζω πως ήταν πολύ παράδοξη: «Στην παρέα μας, όποιος δεν κλάψει στην κηδεία της μητέρας του, πιθανότατα πρόκειται να είναι καταδικασμένος σε θάνατο».
Ήθελα να πω απλώς και μόνο πως ο ήρωας του βιβλίου καταδικάζεται επειδή δεν παίζει στο παιχνίδι. Για τον σκοπό αυτό, είναι ξένος στην παρέα του, περιπλανιέται στο περιθώριο, στην περιφέρεια μιας ιδιωτικής, μοναχικής ζωής. Και για τον λόγο αυτό, οι αναγνώστες μπήκαν στον πειρασμό να τον θεωρήσουν ως «ναυαγισμένο».
Θα υπάρξει, ωστόσο, μια περισσότερο ακριβής ιδέα για τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα (που υπακούει σε κάθε περίπτωση με τον συγγραφέα) εάν κανείς υποβάλει το ερώτημα γιατί ο Μερσώ δεν παίζει το παιχνίδι.
Η απάντηση είναι απλή: αρνείται να πει ψέματα.
Το ψεύδος δεν είναι μόνο να αρνηθείς αυτό που συμβαίνει.
Το ψεύδος είναι, κυρίως, να πεις περισσότερα από αυτό που συμβαίνει και, ειδικά ως προς την ανθρώπινη ψυχή, να δηλώσεις περισσότερα από αυτά που δεν αισθάνεσαι.
Το ψεύδος είναι ό,τι κάνουμε καθημερινά όλοι για να απλοποιήσουμε την ζωή.
Ο Μερσώ, σε αντίθεση με την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί, δεν θέλει να απλοποιήσει την ζωή. Λέει ό,τι συμβαίνει, αρνείται να μασκαρέψει τα συναισθήματά του και αμέσως η παρέα, το περιβάλλον, νιώθει πως απειλείται.
Κάποιος τον ζητάει, για παράδειγμα, να ομολογήσει πως μετανιώνει για το έγκλημά του, σύμφωνα με τους καθιερωμένους τύπους.
Απαντά πως αντιμετωπίζει μεγαλύτερη δυσκολία να εκφράσει αυτόν τον σεβασμό παρά στην ειλικρινή μετάνοια. Και αυτή η μικρή διαφορά απόχρωσης τον καταδικάζει.
Άρα, ο Meursault δεν είναι για μένα ένας αποτυχημένος αλλά ένας άνθρωπος φτωχός και γυμνός, ερωτευμένος με τον ήλιο που δεν αφήνει σκιες.
Μακράν του να στερείται κάθε ευαισθησίας, ένα μείζων πάθος –επειδή είναι άκαμπτο, αλύγιστο, τραχύ– τον εμπνέει, το πάθος της απολυτότητας και της αλήθειας.
Πρόκειται προς το παρόν για μιαν αρνητική αλήθεια, την αλήθεια να ζεις την ύπαρξη και να νοιώθεις την αίσθηση αλλά, χωρίς αυτήν, καμιά κατάκτηση δεν θα είναι ποτέ εφικτή για κανέναν. Επομένως, δεν θα έσφαλε κανείς εάν διάβαζε στον «ΞΕΝΟ» την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος, δίχως καμιάν ηρωϊκή στάση, συμφωνεί να πεθάνει για την αλήθεια.

2. Για έναν άνθρωπο στερημένο από Θεό –κάτι που είναι όλοι οι άνθρωποι– δεν υπάρχει άλλη πιθανή ζωή πέρα από την άρνηση.
Η άρνηση και ο μηδενισμός δεν είναι εγκατάλειψη, είναι επιλογή και έχει και μιαν ηρωϊκή πλευρά. Φανταστείτε πως το μεγαλείο συναντάται στην πνευματική προσποίηση, ο ανδρισμός βρίσκεται στο προφητικό σκίρτημα.
Αυτός, όμως, ο αγώνας μέσα από την ποίηση και τα σκοτάδια της, η φαινομενική εξέγερση του πνεύματος, είναι αυτό που στοιχίζει λιγότερο. Είναι αναποτελεσματικός –κάτι που γνωρίζουν καλά οι τύραννοι.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΥΣ «ΔΙΚΑΙΟΥΣ»

Θέμα: η Τρομοκρατία.
Ένας μηδενιστής. Παντού η βία. Παντού το ψέμα. Να καταστρέφω, να καταστρέφω.

Τον Φεβρουάριο του 1905 στην Μόσχα, μια ομάδα τρομοκρατών (συνδεδεμένων με το επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα) οργάνωσαν μια βομβιστική επίθεση εναντίον του Μεγάλου Δούκα Σεργκέϊ, θείου του Τσάρου.
Αυτή η επίθεση και οι μοναδικές, εξαιρετικές συνθήκες και περιστάσεις που προηγήθηκαν και επακολούθησαν συνιστούν το θέμα των «ΔΙΚΑΙΩΝ».
Όσο εκπληκτικό κι αν φαίνεται, πράγματι, κάποιες από τις καταστάσεις που περιγράφονται σε αυτό το έργο είναι ιστορικά γεγονότα.
Αυτό δεν σημαίνει –θα το καταλάβει κανείς, άλλωστε– ότι οι «Δίκαιοι» αποτελούν ένα έργο ιστορικής καταγραφής.
Όλοι οι χαρακτήρες του έργου υπήρξαν, ωστόσο, και έδρασαν όπως γράφω.
Απλά εγώ επιχείρησα με το πιθανόν ό,τι ήταν αληθές.
Κράτησα ακόμα και για τον ήρωα των «Δικαίων», τον Kaliayev, το όνομα που έφερε στην πραγματικότητα.
Δεν το έκανα εξαιτίας τεμπελιάς της φαντασίας μου αλλά από σεβασμό και θαυμασμό για άνδρες και γυναίκες οι οποίοι, στον βωμό του πιο ανηλεούς καθήκοντος, δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν την ψυχή τους.
Έκτοτε ομολογουμένως προοδεύσαμε, εφόσον το μίσος που βάρυνε αυτές τις εξαίρετες καρδιές και η αβάσταχτη οδύνη που δεν μπορούσαν να υποφέρουν εξελίχθηκε σε ένα σύστημα βολικής προσαρμοστικότητας: ένας επιπλέον λόγος για να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας αυτές τις μεγαλειώδεις, επιβλητικές σκιές, φαντασμάτων, στην δίκαιη εξέγερσή τους, στην δύστροπη αδελφοσύνη τους, στις δυσανάλογες προσπάθειες που έκαναν για να έλθουν σε συμφωνία με τον φόνο –και, άρα, να αποφανθούμε πού έγκειται το πιστεύω μας.

ΝΤΟΡΑ: «Ο λαός μας αγαπάει; Ξέρει ο λαός ότι τον αγαπάμε; Δεν ανήκουμε σε αυτόν τον κόσμο. Ποτέ δεν θα ξαναγίνουμε παιδιά πια. Δεν υπάρχει αγάπη».
ΙΒΑΝ ΚΑΛΑΓΙΕΦ: «Η αγάπη υπάρχει. Αγαπάμε τον λαό μας»

Συμπέρασμα
Ο ήρωας του θεατρικού έργου «ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ» αρνείται να ρίξει την βόμβα όταν βλέπει ότι, εκτός από τον Μεγάλο Δούκα που δέχθηκε να δολοφονήσει, κινδυνεύει να σκοτώσει και δυο παιδιά.
Στο θεατρικό έργο μου και στον «Επαναστατημένο Άνθρωπο» έφερα σαν παράδειγμα τούτη την άρνηση, τούτη την άρνηση, τούτη την παθιασμένη βεβαιότητα πως στον φόνο και στην αδικία υπάρχει ένα όριο που δεν πρέπει να υπερβούμε επειδή –κατά την γνώμη μου– είναι οι μόνες που διατηρούν την αλήθεια και το μεγαλείο της επανάστασης.
Η θέση μου δεν άλλαξε στο σημείο αυτό.
Κι αν νιώθω κατανόηση και θαυμασμό για αυτόν που αγωνίζεται για μια ελευθερία, μόνον απέχθεια νιώθω για τον άλλον που σκοτώνει γυναικόπαιδα.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ «ΠΤΩΣΗ»

Ο άνδρας που μιλά στην «Πτώση» δίνει μια προσχεδιασμένη εξομολόγηση.
Έχοντας καταφύγει στο Άμστερνταμ, σε μια πόλη με κανάλια και ψυχρό φως, όπου παίζει και υποκρίνεται τον ερημίτη και τον προφήτη, αυτός ο πρώην δικηγόρος, περιμένει σε ένα ύποπτο μπαρ για πρόθυμους ακροατές.
Έχει την σύγχρονη καρδιά, δηλαδή δεν μπορεί να ανθέξει να τεθεί υπό κρίσιν.
Βιάζεται, άρα, να κάνει καταμήνυση και αγωγή κατά του ιδίου του εαυτού του, είναι όμως ακόμη καλύτερα γι’ αυτόν να κρίνει τους άλλους.
Ο καθρέφτης με τον οποίο τον κοιτάζουν εξεταστικά καταλήγει να στρέφεται προς τους άλλους.
Πού ξεκινά η ομολογία, πού η κατηγορία;
Αυτός που μιλά σε αυτό το βιβλίο, κατηγορεί τον εαυτό του ή την εποχή του;
Πρόκειται για μιαν υπόθεση συγκεκριμένη ή για έναν άνθρωπο τυχαίο;
Σε κάθε περίπτωση, μόνο μια αλήθεια προκύπτει από την μελέτη αυτών των δεδομένων: ο πόνος και ό,τι αυτός υπόσχεται.




«ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ: 19 ΙΟΥΛΙΟΥ»  -  Μήνυμα του Αλμπέρ Καμύ
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: το άρθρο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε συνδυασμό
με την Λειτουργία στην πόλη Κάδιξ
του θεατρικού έργου «Εξέγερση υπό το κράτος της πολιορκίας»,
την ομιλία του συγγραφέα με τίτλο «Η σκέψη του μεσημεριού»,
το δοκίμιο «Η εξορία της Ελένης»,
και, τέλος, τις παραπομπές περί «κατάθεσης», περί «μύησης στις πηγές της νεότητας»
και περί των ληκύθων του Παρθενώνος και των πόλεων του Μεγ. Αλεξάνδρου
όπως περιέχονται στο έργο «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός»

«ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ: 19 ΙΟΥΛΙΟΥ»

Αλμπέρ Καμύ

Μήνυμα προς του νέους Ισπανούς συγγραφείς


Στις 19 Ιουλίου 1936 ξεκίνησε από την Ισπανία ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο πόλεμος αυτός είχε παντού θετική έκβαση, πράγματι, εκτός από την Ισπανία.
Το πρόσχημα για να μην ολοκληρωθεί ομαλά και με ασφάλεια υπήρξε η ηθική υποχρέωση, το επιβεβλημένο καθήκον της Ισπανίας να προετοιμαστεί για τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτή η πρόφαση συνοψίζει την τραγωδία της Ρεπουμπλικανικής, προεδρικής Δημοκρατίας της Ισπανίας η οποία είδε να της επιβάλουν τον εμφύλιο πόλεμο αλλά και τον εισαγόμενο από το εξωτερικό πόλεμο εναντίον της από εξεγερμένους στρατιωτικούς ηγέτες στασιαστών. Και σήμερα εξακολουθεί να βλέπει τους επικεφαλής της αρχηγέτες να εδραιώνονται και να επιβάλονται με την βία στο εσωτερικό της στο όνομα του πολέμου από το εξωτερικό.
Επί μια 20ετία, ένας σκοπός από τους πιο ορθολογικούς και δίκαιους σε σύγκριση με την διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής διαστρεβλώθηκε, παραποιήθηκε, αλλοιώθηκε και, ορισμένες φορές, προδόθηκε από τα πλέον πανίσχυρα συμφέροντα του κόσμου, τα αφιερωμένα στην λατρεία και στην διεκδίκηση της εξουσίας και της ισχύος.
Ωστόσο, ο αντικειμενικός σκοπός, το αίτιο για χάρη του οποίου υπάρχει το Ρεπουμπλικανικό, προεδρικό και Δημοκρατικό πολίτευμα υπέρ του λαού είναι –και πάντα ως τέτοιο θα αναγνωρίζεται– ο σκοπός της ειρήνης, η επιδίωξή της. Αυτή είναι, δίχως αμφιβολία, η αιτιολογία.
Δυστυχώς, ο κόσμος δεν έπαψε να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση από τις 19 Ιουλίου 1936 και η Ισπανική Δημοκρατία, κατά συνέπειαν, δεν σταμάτησε να προδίδεται και να γίνεται με κυνισμό αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Αυτό, όμως, ίσως είναι μάταιο να κάνουμε να το συνειδητοποιήσουν και να το αντιληφθούν οι κυβερνήσεις, όπως το κάναμε άλλες φορές όντας πιστοί στο πνεύμα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
Μια κυβέρνηση, εξ ορισμού, δεν έχει επίγνωση.
Ασκεί, μερικές φορές πολιτική –κι αυτό είν’ όλο.
Ίσως ο ασφαλέστερος τρόπος, τελικά, για να κάνω μιαν έκκληση υπέρ της Ισπανικής Δημοκρατίας να μην είναι να πω ότι εξοργίζομαι και αγανακτώ όταν οι δημοκρατίες σκοτώνουν για δεύτερη φορά εκείνους που πολέμησαν και πέθαναν ήδη στο παρελθόν για χάρη της ελευθερίας μας, υπέρ της ελευθερίας όλων.
Αυτή η κραυγή που αποτελεί την γλώσσα της αλήθειας
είναι μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Ο ορθόδοξος τρόπος θα ήταν ίσως να πω ότι, εάν η διατήρηση του Φράνκο στην εξουσία δεν εξηγείται παρά μόνον από την αναγκαιότητα να εγγυηθούμε κατηγορηματικά την άμυνα της Δύσεως, τότε δεν δικαιολογείται καθόλου και από τίποτε απολύτως.
Εφόσον οι Δυτικές κυβερνήσεις αποφάσισαν να μην υπολογίσουν και να μην λάβουν υπόψιν τους τίποτε άλλο εκτός από τις «αντικειμενικές, ρεαλιστικές πραγματικότητες» της ρεάλ-πολιτίκ, μπορούμε να τις ενημερώσουμε
ότι οι ακλόνητες πεποιθήσεις και τα φρονήματα ενός τμήματος της Ευρώπης επίσης συναποτελούν, συγκροτούν την πραγματικότητα και ότι δεν θα καταστεί δυνατόν να αρνηθούν αυτά τα «πιστεύω»
για χάρη των στόχων που σκόπιμα επιδιώκουν.
Οι κυβερνήσεις του 20ου αιώνα έχουν έμφυτη μιαν ατυχή ροπή να νομίζουν ότι η γνώμη και οι συνειδήσεις είναι δυνατόν να διακυβερνηθούν και να διευθυνθούν όπως οι δυνάμεις του φυσικού κόσμου.
Και είναι δεδομένο, σίγουρα, ότι κατόρθωσαν να αποδώσουν στις προσωπικές αντιλήψεις και στις συνειδήσεις μια συγκλονιστικά τρομακτική ελαστικότητα, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της προπαγάνδας και του τρόμου.
Εν τούτοις, υπάρχει σε όλα τα πράγματα ένα όριο –και στην ευλυγισία των απόψεων το όριο είναι το άτομο.
Υπήρξε, βέβαια, στο παρελθόν η δυνατότητα να μυηθεί ο επαναστατημένος άνθρωπος στα απόκρυφα και απόρρητα μυστικά της συνείδησης
έως του σημείου να υψωθεί σε τέτοιον βαθμό που να φθάσει να οργανώσει και να πραγματοποιήσει πραξικοπηματικά το άθλιο εγχείρημα της τυραννίας.
Η ίδια η άσκηση αυτής της τυραννίας, ωστόσο, αποκαλύπτει αυτήν την μυσταγωγική διαδικασία αποκρυφισμού/mystification.
Και για τον λόγο αυτό η επαναστατημένη συνείδηση εξεγείρεται εκ νέου
και επιστρέφει στην αρχέγονη πηγή
από την οποία έλκει την καταγωγή.
Από μιαν άλλη οπτική πλευρά, υπάρχει πλέον η δυνατότητα
να αναχθεί σε επίπεδο μυσταγωγίας
και το ιδανικό της ελευθερίας
καθώς οι πολιτείες και τα άτομα διδάχθηκαν τα μυστικά της πάλης και του αγώνα ενώ οι κυβερνήσεις τους παραδίδονταν.
Μπορούμε τώρα να καρτερούμε αυτές τις πόλεις ή πολιτείες
και να τις παροτρύνουμε να παραδεχθούν ολοένα και περισσότερες σοβαρές δεσμεύσεις.
Φθάσαμε, όμως, σε ένα όριο όπου καθίσταται αναγκαίο, επιτέλους, να ανακοινώσουμε δημοσίως και με ευκρίνεια ότι δεν θα επιτρέψουμε άλλο την εκμετάλλευση των ελευθέρων συνειδήσεων: αντιθέτως, θα καταστεί απαραίτητο να δώσουμε μάχη για να προασπίσουμε την ελευθερία της συνείδησης.
Το όριο, για εμάς τους Ευρωπαίους που έχουμε αποκτήσει επίγνωση της μοίρας, του πεπρωμένου και των αληθειών μας, είναι η Ισπανία και οι ελευθερίες της.
Όπως είναι σήμερα τα πράγματα, είναι –υπό τις συνθήκες αυτές– ένα όριο που δεν πρόκειται να το υπερβούμε.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων 10 ετών, τραφήκαμε με τον άρτο της ήττας και της ντροπής. Την ημέρα της απελευθέρωσης, στον κολοφώνα της ύψιστης ελπίδας, διδαχθήκαμε επιπρόσθετα ότι και η νίκη προδόθηκε εξάλλου –και ότι έπρεπε να παραιτηθούμε από ορισμένες ψευδαισθήσεις μας.
Από ορισμένες;
Δίχως αμφιβολία, ναι (ύστερα, στο κάτω-κάτω και σε τελική ανάλυση, δεν είμαστε παιδιά).
Μα, εν τούτοις, όχι από όλες, όχι από την πλέον ουσιώδη πίστη μας που συνιστά το βαθύτερο πιστεύω μας.
Στο όριο αυτό στο οποίο έχουμε καταλήξει, η Ισπανία είναι αυτή η οποία, σε κάθε περίπτωση, μας βοηθά να βλέπουμε με καθαρή ματιά. Καμιά μάχη δεν θα είναι δίκαια εάν στραφεί, ντε φάκτο, κατά της Ισπανικής πολιτείας.
Και αν κανείς της επιτεθεί, θα της επιτεθεί δίχως εμάς.
Ούτε η Ευρώπη, ούτε η κουλτούρα δεν θα είναι πια ελεύθερες εάν η Ισπανική πολιτεία υποδουλωθεί. Και αν ακόμα υποδουλωθεί, αυτή η δουλεία θα μας βρει αντίθετους.
Ο ευφυής ρεαλισμός των πολιτικών της Δύσης θα καταφέρει τελικά να κερδίσει 5 Ισπανικά αεροδρόμια και 3000 κρατικούς αξιωματούχους για να τους προσφέρει θυσία στον σκοπό που έχει θέσει καθώς και να κατακτήσει εκατοντάδες χιλιάδες Ευρωπαίους.
Αργότερα, αυτές οι πολιτικές ιδιοφυΐες θα δέχονται συγχαρητήρια τηλεγραφήματα εν μέσω των ερειπίων… εκτός και αν οι ρεαλιστές καταλάβουν πράγματι την γλώσσα του ρεαλισμού και κατανοήσουν , εν ολίγοις, ότι ο καλύτερος σύμμαχος της Σοβιετικής Ρωσσίας δεν είναι σήμερα ο Ισπανικός Κομμουνισμός αλλά ο ίδιος ο στρατηγός Φράνκο και όσοι τον υποστηρίζουν και τον χρηματοδοτούν στην Δύση.
Πιθανόν να είναι άχρηστα αυτά τα λόγια αλλά υπάρχει ακόμα πεδίο για την ελπίδα.
Καμιά ήττα δεν θα είναι οριστική όσο η Ισπανική πολιτεία θα διατηρεί ακμαίο το μαχητικό της σθένος.
Ίσως είναι παράδοξο αλλά είναι η υποταγμένη πολιτεία που λιμοκτονεί από την πείνα, πολιορκημένη, αυτή που αποτελεί τον φρουρό της ελπίδας μας.
Ας φροντίσουμε να σκεφτούμε καλά ότι στην δημοκρατία ο Σκοπός μεταλλάσσεται και είναι φορέας μικροβίων.
Ας προσέξουμε να σκεφτούμε καλά ότι η Ευρώπη υποφέρει από τις ωδίνες του τοκετού –και αγωνίζεται.
Από την Ανατολή έως την Δύση η Ευρώπη δίνει μάχη κατά των ιδεολογιών.
Ίσως η Ευρώπη (με την οποία η Ισπανία μοιράζεται πολλά κοινά) να έχει βυθιστεί σε τόσο άθλια κατάσταση επειδή απομακρύνθηκε από όλα όσα αντιπροσώπευε
ώσπου εμφανίστηκε –πηγή γενναιόδωρη της ζωής–
η επαναστατημένη σκέψη, μια σκέψη στην οποία
η δικαιοσύνη και η ελευθερία βρίσκονται σε μιαν ένωση σεξουαλική,
εξίσου απομακρυσμένες από τις αστικές φιλοσοφίες και τον καισαρικό σοσιαλισμό.
Οι πολιτείες στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Γαλλία
κρατάνε κρυφά τα μυστικά που άντλησαν χάρη στην μύησή του
σε αυτό το είδος σκέψεως. Και θα εξακολουθήσουν να τα κρατούν, προκειμένου να τους φανούν χρήσιμα όταν φθάσει η στιγμή να ξαναεμφανιστεί.
Τότε, η 19η Ιουλίου 1936 θα ανήκει και πάλι στις ημερομηνίες της δεύτερης επανάστασης του αιώνα∙ ημερομηνία που έχει την αρχή, την ρίζα της στην Παρισινή Κομμούνα που βρίσκεται πάντοτε πίσω από την εμφάνιση της ήττας αλλά δεν έχει ακόμα πάψει να συνταράσσει τον κόσμο… και όταν πάψει, θα πάει τον κόσμο πολύ πιο πέρα απ’ όπου μπόρεσε να τον φέρει η Ρωσσική Επανάσταση το 1917.
Καθώς διατηρήθηκε στην ζωή από την Ισπανία –και από το πνεύμα της ελευθερίας, γενικότερα– η Παρισινή Κομμούνα θα αποδώσει πίσω μια μέρα σε μας μιαν Ισπανία και μιαν Ευρώπη.
Και, μαζί μ’ αυτές, θα μας αναθέσει και ένα νέο έργο, ώστε να δώσουμε μάχες στον ξάστερο ουρανό.
Αυτό, τουλάχιστον, συνιστά την ελπίδα μας και τον λόγο της πάλης μας.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε, ασφαλώς, πως αν 20 χρόνια δεν σημαίνουν πολλά όταν κανείς παρατηρεί την Ιστορία, τα 20 χρόνια που ζήσαμε και πέρασαν ήταν σκληρά, με ένα τρομερό βάρος για αρκετούς Ισπανούς στην σιωπή της εξορίας.
Υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορώ να αναφερθώ εκτενώς, έχοντας ήδη πει τόσο πολλά: πρόκειται για την ενθουσιώδη επιθυμία μου να τους δω να επανακτούν αυτή την γη που είναι τόσο μοναδική και ξεχωριστή όταν απλά μετρηθεί.
Αισθάνομαι την πίκρα που θα νιώθουν εάν μιλώ αποκλειστικά για αναμετρήσεις και για νέες μάχες… αντί να τους μιλώ για την αληθινή ευτυχία, την οποία δικαιούνται.
Ό,τι μπορούμε να κάνουμε, όμως, για να δικαιολογήσουμε τόσην οδύνη και τόσο πολλούς θανάτους είναι να διατηρήσουμε μέσα μας την ελπίδα, να προσπαθήσουμε να μην αποβούν εις μάτην αυτές οι ελπίδες καθώς και ότι αυτοί που πέθαναν δεν πέθαναν μόνοι.
Αυτά τα 20 ήσυχα χρόνια χρησίμευσαν στο έργο πολλών ανθρώπων∙ και άλλους, στο μεταξύ, τους σφυρηλάτησαν, αυτούς για τους οποίους η μοίρα και το πεπρωμένο έπρεπε πρώτα να αποκτήσει σκοπό και αιτία.
Όσο διαρκεί αυτό είναι που εμφανίζονται οι πολιτείες και οι πολιτισμοί.
Σε έσχατη ανάλυση, χάρη σε σας τους Ισπανούς, χάρη στην Ισπανία εν μέρει οφείλεται ότι μάθαμε να επιμένουμε και να δεχόμαστε το δικαίωμα στην ελευθερία δίχως να υπολογίζουμε τον θάνατο.
Για την Ευρώπη και για μας, τους Γάλλους, ακόμα και χωρίς αυτό να είναι γνωστό, εσείς ήσασταν και είστε οι διδάσκαλοι της ελευθερίας.
Το δικαίωμα στην ελευθερία δεν εξαντλείται αλλά απαιτεί από εμάς να το μοιραστούμε υπεύθυνα μαζί σας, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής μας.
Αυτή είναι η δική σας αιτία και δικαιολογία δράσης.
Ανακάλυψα στην ιστορία, εφόσον έχω την ηλικία ανδρός, πολλούς νικητές με απεχθές και μισητό πρόσωπο… επειδή διάβασα σε αυτούς την περιφρόνηση και την μοναξιά. Και δεν σημαίνει πως δεν άξιζαν τίποτα όταν δεν επικρατούσαν: απλά για να υπάρξουν, ήταν αναγκαίο για αυτούς να σκοτώσουν και να υποδουλώσουν.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη φυλή ανθρώπων που μας βοηθά να αναπνέουμε, που δεν ανακαλύπτει την ατομική ύπαρξη και την ελευθερία πουθενά αλλού
παρά μόνο στην ευτυχία και στην ελευθερία του συνόλου
και που μπορεί, άρα, εώς την τελική ήττα να βρει αιτίες για να ζήσει
και λόγους για να αγαπήσει.
Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν θα μείνουν μόνοι.




«ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΑΣ ΙΣΠΑΝΟΙ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 7 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί μαζί με ολόκληρη την ενότητα των μεταφράσεων Καμύ-Όργουελ με θέμα το Σύνταγμα της Ισπανικής Ρεπούμπλικας και την λειτουργία των οργάνων και των συνθηκών της Ε.Ε. αλλά και με τις μεταφράσεις των Καμύ-Όργουελ-Καίσλερ για την Τέχνη. Βλ. ειδικά τις μεταφράσεις Όργουελ «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ», «Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΦΥΛΑΚΗ», «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ», «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΩΝΙΑ» και τις μεταφράσεις Καμύ «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΞΟΡΙΣΤΟ», «ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», το λογοκριμένο κεφάλαιο «Μεταφυσική Εξέγερση» στο βιβλίο «Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» και τα αδημοσίευτα αποσπάσματα από το δοκίμια «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ». Τα 8 έτη είναι η χρονική διαφορά μεταξύ 1936-1944: συνδέονται με την κοινότητα ανθρώπων ηλικίας 8 ετών με βάση το πείραμα της Βαλένθια και τον μέσον όρο που προκύπτει από τα στατιστικά πληθυσμιακά δεδομένα του Συμβουλίου Αντίστασης του Ο.Η.Ε. Με βάση το έργο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ πρόκειται για τα παιδιά του Θεού στην επί του Όρους Ομιλία του Χριστού.
Αυτός ο Ευρωπαϊκός πόλεμος που ξεκίνησε στην Ισπανία πριν 8 έτη δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την ίδια την Ισπανία.
Τα πράγματα ήδη αλλάζουν στην Ιβηρική χερσόνησο. Στην Λισαβώνα έχει ήδη ανακοινωθεί κυβερνητικός ανασχηματισμός του Συμβουλίου Υπουργών.
Η φωνή των Ισπανών Ρεπουμπλικανών μπορεί για μιαν ακόμη φορά να ακουστεί στα ραδιοκύματα.
Είναι, ίσως, η ώρα να πω 1-2 λέξεις για τον τόπον αυτό που δεν μοιάζει σαν κανένας άλλος, μια χώρα μεγαλειώδη χάρη στην καρδιά και υπερηφάνεια του λαού της που –παρά την απελπισία– ποτέ δεν απέτυχε να προσελκύσει τα βλέμματα όλου του κόσμου.
Στο ξεκίνημα του πολέμου αυτού, ο Ισπανικός λαός επελέγη για να θέσει ένα παράδειγμα ως πρότυπο για τις αρετές που στο τέλος διασώζουν την Ευρώπη. Το κρίσιμο σημείο, όμως, είναι ότι στην πραγματικότητα ήμασταν εμείς και οι Σύμμαχοί μας που του αναθέσαμε τον ρόλον αυτόν.
Να γιατί από το 1938 πολλοί από εμάς δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε τους αδελφούς μας στην Ισπανία δίχως μιαν μυστικήν αίσθηση ντροπής. Πράγματι, νοιώθουμε διπλή ντροπή: πρώτον, διότι επιτρέψαμε στην Ισπανία να πεθάνει μόνη και, δεύτερον, επειδή όταν τα αδέλφια μας στράφηκαν προς εμάς για βοήθεια (ηττημένα από τα ίδια όπλα που επρόκειτο αργότερα να συντρίψουν κι εμάς), εμείς στείλαμε την αστυνομία να τα διώξει.
Αυτοί που τους καλούσαμε ηγέτες της εποχής εκείνης, εφηύραν διαφόρους ευφημισμούς για να δικαιολογήσουν το ότι δεν συμπαραστάθηκαν στην Ισπανία, για να αποποιηθούν τα βασιλικά τους αξιώματα και τις απορρέουσες ευθύνες: τα ονόμαζαν «πολιτική της μη παρέμβασης» την μια ημέρα και «πολιτικό ρεαλισμό» την άλλη.
Σε σύγκριση με αυτήν την δεσποτική γλώσσα, τί θα μέτραγε μπροστά της μια φτωχή, μικρή λέξη όπως η «τιμή»;
Ο Ισπανικός λαός, όμως, στον οποίον η γλώσσα του μεγαλείου πηγάζει τόσο φυσικά, ήδη μας μιλά –έχοντας μόλις ξυπνήσει μετά 6 έτη σιωπής, δυστυχίας και καταπίεσης– για να μας σώσει από την ντροπή.
Λες και –όντας το κατ’ εξοχήν πρόσωπο και η εικόνα η ίδια της γενναιοδωρίας– κατάλαβαν ότι εναπόκειτο τώρα σε αυτόν να έρθει πλησίον μας και δεν έχει καμίαν απολύτως δυσκολία να βρει τις σωστές λέξεις.
Χθες, μιλώντας από το ραδιόφωνο στο Λονδίνο, οι αντιπρόσωποί του είπαν ότι ο Γαλλικός και ο Ισπανικός λαός είχαν υποφέρει ως ένας (ότι οι Γάλλοι Ρεπουμπλικανοί είχαν δεχθεί επίθεση από την Ισπανική Φάλαγγα ενώ οι Ισπανοί Ρεπουμπλικανοί είχαν δεχθεί επίθεση από τον Γαλλικό Φασισμό) επειδή οι 2 χώρες ήταν ενωμένες στο παρελθόν μέσω των κοινών τους ωδίνων και, άρα, θα πρέπει αύριο να ενωθούν μέσω των κοινών τους μετοχών στην χαρά και στην ζωή της ελευθερίας.
Ποιός από εμάς θα μπορούσε να ακούσει τις λέξεις αυτές και να μείνει ασυγκίνητος;
Και πώς δεν μπορούμε να πούμε –εδώ και τώρα, όσο το δυνατόν πιο έντονα– ότι δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος, ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε αμέσως τους αδελφούς μας και να τους ελευθερώσουμε όπως έχουμε ελευθερωθεί κι εμείς;
Η Ισπανία έχει ήδη πληρώσει την τιμή της ελευθερίας.
Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλη ότι αυτός ο παράφορος λαός είναι έτοιμος να πληρώσει εκ νέου για την τιμήν αυτή.
Όμως, εναπόκειται στους Συμμάχους να του αποδώσουν την τιμή ότι έχυσε το ίδιο του το αίμα (το οποίο η άσωτη Ευρώπη φρόντισε να αποκρύψει) και να χαρίσουν στους Ισπανούς συντρόφους μας την Δημοκρατία για την οποία πολέμησαν σκληρά.
Ο Ισπανικός λαός έχει το δικαίωμα να μιλήσει και να εκδηλωθεί. Δώστε τους ένα λεπτό μόνο –και θα μιλήσουν ως ένας, θα κραυγάσουν την περιφρόνησή τους για το καθεστώς του Φράνκο και υπέρ του πάθους τους για ελευθερία.
Εάν τους λόγους για τον αγώνα μας αποτελούν η τιμή και η αφοσίωση και η ευγένεια αλλά και η δυστυχία ενός σπουδαίου λαού, ας αναγνωρίσουμε ότι ο αγώνας αυτός υπερβαίνει τα σύνορά μας και ότι δεν θα κατορθώσουμε να νικήσουμε όσο συνεχίζει να πατάσσεται στην πολυβασανισμένην Ισπανία ο σκοπός της ελευθερίας.



«Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί οπωσδήποτε μαζί με ολόκληρη την ενότητα των μεταφράσεων Καμύ-Όργουελ με θέμα το Σύνταγμα της Ισπανικής Ρεπούμπλικας. Οι αναφορές στον αρχιεπίσκοπο της Νέας Υόρκης συνδέονται με την ίδρυση του Συμβουλίου Αντίστασης του Ο.Η.Ε. (βλ. «Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΦΥΛΑΚΗ», «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ», «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΙΣ ΑΣΤΟΥΡΙΕΣ», «ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ:19/7/1936» και «Η ΥΓΡΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ» ενώ πρέπει να σημειωθεί η σύνδεση των Χριστού-Φράνκο στα κείμενα περί Ισπανίας) και, εκ παραλλήλου, οι αναφορές στην συνεδρίαση της Toulouse συνδέεται με τους ιερείς Saliège και Suhard και με την διαμάχη Albert Camus-Francois Mauriac ως προς τις δηλώσεις του Πάπα Πίου ΧΙΙ. Βλ. την διπλωματική μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» και τα αποσπάσματα από το δοκίμιο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» για το πείραμα Camus-Barbu.
Είναι η ώρα, για μιαν ακόμη φορά, για την ενημέρωση ως προς την κατάσταση στην Ισπανία.
Ο Φράνκο εξακολουθεί να βρίσκεται στην εξουσία. Ελπίζει ότι θα παραμείνει στην θέση του και, εφόσον δεν περιμένει να τον βοηθήσουν οι παραδοσιακοί του φίλοι, προσπαθεί να το κάνει με την βοήθεια όλων των δημοκρατιών του κόσμου. Έχει προχωρήσει σε ορισμένα βήματα προς τον σκοπόν αυτόν.
Έχει μιλήσει (χαρακτηρίζοντας την Ισπανία της Φάλαγγας ως μιαν «οργανική δημοκρατία») ενώ έχει κυκλοφορήσει και την ιδέα περί ενός «Καθολικού μπλοκ» με την Ισπανία ως μία εκ των μελών του.
Με τις προτάσεις αυτές πιστεύει ότι έχει κάνει αρκετές παραχωρήσεις ώστε να διεκδικήσει μιαν θέση στην Διάσκεψη Ειρήνης. Στηρίζεται στο επιχείρημα ότι τα έθνη που μπόρεσαν να μείνουν υπό καθεστώς ειρήνης είναι πιο κατάλληλα για να ασχοληθούν με την επίλυση των προβλημάτων της ειρήνης.
Στο μεταξύ, οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται καθ’ οδόν για την δημιουργία μιας μεταβατικής κυβέρνησης στην Ισπανία.
Ο ίδιος ο Φράνκο έχει κάνει προτάσεις προς το κόμμα που στηρίζει την μοναρχία αλλά ως και την σημερινή ημερομηνία αυτές δεν έχουν βρει απόκριση.
Στο Παρίσι, κάποιος κ. Maura λέει ότι έχει αποσταλεί από τους Ρεπουμπλικανούς της Ισπανίας ώστε να ξεκινήσει διάλογο με τον El Caudillo. Όμως, η Εθνική Ένωση-Unión Nacional (που έχει τα γραφεία και το επιτελείο της στο Παρίσι) έχει μόλις διαψεύσει αυτήν την πληροφορία, αν και δεν αναφέρει ονομαστικά τον κ. Maura.
Η αντίσταση στον Φράνκο συμπεριλαμβάνει τους Ισπανούς Ρεπουμπλικανούς και τους Συμμάχους.
Οι Σύμμαχοι έχουν υϊοθετήσει μια διφορούμενη πολιτική. Αφενός, διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με την Ισπανία. Ο αρχιεπίσκοπος της Νέας Υόρκης αιδεσιμώτατος Spilmann έχει χρησιμοποιήσει την πίστη του για να ενισχύσει οικονομικά τον Φράνκο ενώ οι Βρεττανοί συντηρητικοί περίμεναν να κάνει πρώτα ο δικτάτορας τις άνωθεν πρόσφατες προτάσεις του και μετά απέρριψαν το αξίωμά του περί ηθικού δικαιώματος να συμμετέχει στην Διάσκεψη Ειρήνης.
Αφετέροι, οι Σύμμαχοι την ίδια ώρα ενθαρρύνουν την στάση κατά των ρεπουμπλικανών. Αντιμετώπισαν με δυσπιστία την ανάλυση της έννοιας «δημοκρατία της φάλαγγας». Οι κυβερνήσεις των Συμμάχων ανέθεσαν στον Τύπο και στους σχολιαστές την αποστολή να δείξουν ότι η Ισπανία ποτέ δεν είχε ειρήνη επειδή η πολιτική της μη άρσης του εμπολέμου προσέδεσε αρκετές Γαλλικές μεραρχίες στα σύνορά της, επειδή πολέμησε κατά της Ρωσσίας και επειδή εκμεταλλεύθηκε την δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε η Μεγ. Βρεττανία για να τροποποιήσει το status της Ταγγέρης με την βία.
Τώρα, οι Ισπανοί Ρεπουμπλικανοί βρίσκονται καθ’ οδόν προς την ενότητα –αλλά δεν έχουν αφιχθεί ακόμα.
Η πιο ενεργητική οργάνωση είναι σίγουρα η Ισπανική Εθνική Ένωση-Unión Nacional Española, η οποία συνεδρίασε πρόσφατα στην Τουλούζ. Συνάντησε, όμως, την άρνηση του δικαιώματος να μιλήσει εξ ονόματος όλων των Ισπανών: αντέδρασαν μεγάλα τμήματα της ρεπουμπλικανικής κοινής γνώμης που συμπεριλάμβαναν τους οπαδούς του κοινοβουλευτισμού, κινήματα της δημοκρατικής αριστεράς και, ειδικά, ομοσπονδίες υπέρ της ένωσης (Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας C.N.T. και U.G.T.).
Το κύριο παράπονό τους είναι ότι η Εθνική Ένωση –η οποία υποστηρίζεται από τους Κομμουνιστές– συμπεριλάμβανε επιφανή μέλη του ancient regime όπως ο Gil Robles που συνδεόταν με την καταστολή της εξέγερσης στις Αστουρίες το 1934.
Οπωσδήποτε, είναι πιο πιθανόν να επιτευχθεί η ενότητα των Ρεπουμπλικανών γύρω από ανθρώπους όπως ο Indalecio Prieto y Tuero που τώρα βρίσκεται στο Μεξικό ή ο Negrín που είναι στην Αγγλία. Σε τίποτα, όμως, αυτό δεν εμποδίζει τους Ρεπουμπλικανούς να συνεργαστούν με όλην τους την καρδιά για να επιφέρουν την πτώση του καθεστώτος Φράνκο ή να εκμεταλλευθούν τις ασάφειες της πολιτικής των Συμμάχων.
Είναι εμφανές, κατά τα λοιπά, ότι τα Πυρηναία υπάρχουν ακόμα: αν και είμαστε δεσμευμένοι στην πίστη ότι κάποια μέρα δεν θα βρίσκονται πλέον στον δρόμο μας, αυτό δεν είναι εφικτό ώσπου να γίνει ξανά φίλη μας η Ισπανία. Πρέπει, όμως, κάτι να κάνουμε ώστε να κάνουμε να συμβεί αυτό.
Ορισμένοι αναγνώστες μας έχουν ρωτήσει γιατί είμαστε μεροληπτικοί ως προς την Ισπανική πολιτική.
Ο λόγος είναι ότι υπάρχουν μερικές καταστάσεις στις οποίες πρέπει κάποιος να είναι μεροληπτικός.
Αν η Γαλλία, στο σημείο αυτό, πρέπει εξ ανάγκης να εξαπολύσει πόλεμο κατά του φασισμού αμέσως τώρα, πρέπει είτε να το κάνει εναντίον όλων των μορφών φασισμού είτε να μην τον ξεκινήσει καν.
Κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να εξασφαλίσουμε ότι η πληροφόρησή μας για τα νέα παραμένει αντικειμενική. Όταν, όμως, το ζήτημα εστιάζεται σε μιαν σύγκρουση στην οποία συμπίπτουν η τιμή και τα συμφέροντα των ελεύθερων λαών, δεν πρέπει να μείνουμε ουδέτεροι.
Δεν πρέπει να παρεμβαίνουμε στην Ισπανική πολιτική.
Αισθανόμαστε, είναι αλήθεια, ότι οι ρεπουμπλικανοί θα έπρεπε να περιμένουν να ωριμάσει ο χρόνος ώστε να σιγουρέψουν την επιτυχία της δράσης τους. Ξέρουμε, όμως, ότι η άσκηση Συμμαχικής διπλωματίας θα πίεζε τον Φράνκο και θα τον έριχνε ενώ θα κατάφερνε να αποφύγει την αιματοχυσία ενός από τους πιο γενναιόδωρους λαούς της Ευρώπης.
Θα ήταν δειλία να μην κάνουμε ό,τι πρέπει να γίνει ώστε να το πετύχουμε αυτό.
Και για τον λόγον αυτό, οι Σύμμαχοι πρέπει να δηλώσουν κατ’ επειγόντως –εδώ και τώρα– ποια είναι η στάση τους.
Η Γαλλία δεν θα χάσει τίποτα αν αυτή πρώτη πάρει δημοσίως θέση.
Οι μοναδικοί φίλοι που έχουμε στην Ισπανία είναι ρεπουμπλικανοί αλλά είναι στην πλειοψηφία. Είναι 640000 εξ αυτών που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Πριν 6 έτη έλιωσαν χωρίς ελπίδα στις φυλακές του Φράνκο. Όπως κι εμείς, οι Ισπανοί Ρεπουμπλικανοί γνώρισαν την δυστυχία και την απόγνωση του αγώνα.
Όπως κι εμείς, σφυρηλάτησαν μιαν «κοινότητα» καρδιάς και πνεύματος που θα διαρκεί αιώνια.
Δεν θέλουμε φίλους για τους οποίους δεν μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι. Η φιλία τους μας τιμά και μας υποχρεώνει εξ ίσου.
Η Ρεπουμπλικανική Γαλλία δεν μπορεί να έχει 2 πολιτικές –διότι έχει 1 μόνο φωνή.




«ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΞΟΡΙΣΤΟ»
Ομιλία του Αλμπέρ Καμύ
7 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1955
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1) Το κείμενο της ομιλίας αυτής πρέπει να αναγνωστεί σε συνάρτηση με το βιβλίο «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΩΝΙΑ» και σε συμφωνία με την μετάφραση του Όργουελ με τίτλο «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» ή «Jai ete temoin a Barcelone», βλ. τεύχος 255 της «Προλεταριακής Επανάστασης» (“Revolution Proletarienne”-Revue Bimensuelle Syndicaliste Revolutionnaire) 25/9/1937 και πρώτος τόμος, Νο.2, του αγγλικού περιοδικού «CONTROVERSY», Αύγουστος 1937.
2) Το κείμενο ανήκει στην ενότητα των κειμένων των Όργουελ, Καμύ με θέμα την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ και των Όργουελ, Καμύ, Καίσλερ με άξονα το Σύνταγμα της Ισπανίας και την ίδρυση της Ε.Ε. το 1957. Βλ. οπωσδήποτε το κείμενο «ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΦΥΛΑΚΗ», «ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ: 19/7/1936» και τον φάκελο του έργου «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» (μετάφραση Χρ. Παπαχριστόπουλου).
3) Πρέπει να συγκριθεί με τα έργα του Έρνεστ Χέμινγκγουαιη για την Ισπανία «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ» (1929) και «ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΚΤΥΠΑ Η ΚΑΜΠΑΝΑ» (1940).
Με υπερηφάνεια υποδεχόμαστε σήμερα ανάμεσά μας έναν πρέσβη ο οποίος δεν μοιάζει με τους άλλους πρέσβεις. Διάβασα ότι η κυβέρνηση που είχε το λυπηρό προνόμιο να απαγορεύσει την κυκλοφορία της μεγαλύτερης εφημερίδας της Νοτίου Αμερικής είχε προηγουμένως πράγματι προσφέρει στον εκδότη της, τον Πρόεδρο Eduardo Santos, την πρεσβεία στο Παρίσι.
Αρνηθήκατε αυτήν την τιμή, κ. Πρόεδρε, όχι από αντιπάθεια για το Παρίσι –το γνωρίζουμε καλά– αλλά από αγάπη για την Κολομβία και, πιθανόν, επειδή ξέρατε ότι οι κυβερνήσεις θεωρούν τις πρεσβείες του εξωτερικού ως τόπους συγκεκαλυμμένα επιχρυσωμένου εξοστρακισμού για να εξορίζουν τους πολίτες που θέλουν να θέσουν εκποδών.
Εσείς παραμείνατε στην Μπογκοτά, όπως υπαγόρευε η συνείδησή σας∙ σας έθεσαν, άρα, εκποδών και σας λογόκριναν δίχως διπλωματικό τακτ –και μάλιστα, με τον πιο, κατά το δυνατόν, κυνικόν τρόπο.
Την ίδια στιγμή, όμως, σας παρείχαμε μεις όλους τους τίτλους που δικαιολογούν το γεγονός ότι όλοι μας σας θεωρούμε ως τον πραγματικό πρέσβη της Κολομβίας, όχι μόνο στο Παρίσι αλλά σε κάθε πρωτεύουσα όπου η απλή λέξη «ελευθερία» κάνει τις καρδιές να χτυπούν πιο γρήγορα.
Δεν είναι τόσο εύκολο όσο νομίζει ο κόσμος να είναι κανείς ελεύθερος.
Στ’ αλήθεια, οι μόνοι που διαβεβαιώνουν πως αυτό είναι εύκολο είναι όσοι έχουν αποφασίσει να παραβλέψουν την ελευθερία. Διότι η ελευθερία αναστέλλεται και απορρίπτεται όχι εξαιτίας των δικαιωμάτων που δίνει (όπως θα ‘θελαν ορισμένοι να πιστέψουμε) αλλά εξαιτίας των εξαντλητικών καθηκόντων της.
Για εκείνους, από την άλλην πλευρά, των οποίων το έργο και το πάθος συνίσταται στο να χαρίσουν στην ελευθερία όλα της τα δικαιώματα και τα καθήκοντα, αυτοί ξέρουν ότι αυτό απαιτεί καθημερινή προσπάθεια και μιαν διαρκή επαγρύπνηση στην οποία η υπερηφάνεια και η ταπεινοφροσύνη παίζουν ισότιμους ρόλους.
Αν βρισκόμαστε σήμερα, κ. Πρόεδρε, στον πειρασμό να εκφράσουμε όλην την στοργή μας για εσάς –όπως, ταυτόχρονα, στον κ. Roberto García Peñas– αυτό συμβαίνει διότι εσείς τηρήσατε αυτήν την διαρκήν επαγρύπνηση χωρίς ποτέ να λυπηθείτε τον εαυτό σας.
Αρνούμενος την ατιμία που σας προσφέρθηκε (κάτι το οποίο ισοδυναμούσε με τον να αναλάβετε ο ίδιος την ευθύνη για την αποκήρυξη και την μετάνοια που αποτόλμησε να σας επιβάλη μια κυβέρνηση), επιτρέποντας να καταστραφεί η εξαίρετη εφημερίδα σας παρά να την αφήσετε να υπηρετήσει το ψεύδος και τον δεσποτισμό, γίνατε ένας εξ εκείνων των ασυμβίβαστων αυτοπτών μαρτύρων οι οποίοι –κάτω από όλες τις συνθήκες– αξίζουν σεβασμού.
Αυτό, ωστόσο, δεν θα ήταν ακόμα αρκετό για να σας κάνει έναν μάρτυρα της ελευθερίας.
Πολλοί άνθρωποι έχουν θυσιάσει τα πάντα στον βωμό ενός λάθους και πάντοτε σκεφτόμουν ότι ο ηρωϊσμός και η αυτοθυσία δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν έναν σκοπό. Η αποφασιστικότητα δεν αποτελεί από μόνη της μιαν αρετή.
Από την άλλη πλευρά, αυτό το οποίο προσδίδει στην αντίστασή σας ένα νόημα, αυτό το οποίο σας καθιστά τον υποδειγματικό σύντροφο που θέλουμε με ζήλο να χαιρετήσουμε είναι ότι υπό τις ίδιες συνθήκες –όταν εσείς ήσασταν ο αξιοσέβαστος Πρόεδρος της Κολομβίας– όχι μόνο δεν χρησιμοποιήσατε την εξουσία σας για να λογοκρίνετε τους αντιπάλους σας αλλά προστατεύσατε την εφημερίδα των πολιτικών σας εχθρών ώστε να μην κλείσει. Αυτή η πράξη είναι αφ’ εαυτής αρκετή ώστε να αναγνωρίσουμε σε εσάς έναν πραγματικά ελεύθερον άνθρωπο.
Η ελευθερία έχει τέκνα που δεν είναι όλα νόμιμα ή αξιοθαύμαστα.
Εκείνοι που την επικροτούν μόνο όταν αυτή δικαιολογεί τα δικαιώματά τους και δεν μιλούν για τίποτε εκτός από λογοκρισία όταν η ελευθερία τους απειλεί δεν είναι στο πλάϊ μας.
Εκείνοι, όμως, οι οποίοι –σύμφωνα με την παρατήρηση του Benjamin Constant– δεν είναι πρόθυμοι ούτε να υποφέρουν ούτε να κατέχουν τα μέσα της καταπίεσης, οι οποίοι θέλουν την ελευθερία τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τους άλλους, αυτοί είναι οι σπόροι κάτω από το χιόνι για τους οποίους μίλησε ένας από τους πιο σπουδαίους ανάμεσά μας, σε μιαν εποχή όπου η φτώχεια ή ο τρόμος καταδικάζουν στις υπερβολές, στις υπερβολές της καταπίεσης.
Όταν η καταιγίδα τελειώσει, ο κόσμος με αυτούς θα επιβιώσει.
Τέτοιοι άνθρωποι –το ξέρουμε, είναι σπάνιοι.
Σήμερα η ελευθερία δεν έχει πολλούς συμμάχους.
Ως γνωστόν, έχω πει ότι το πραγματικό πάθος του 20ου αιώνα ήταν η δουλεία.
Αυτό ήταν ένα πικρό σχόλιο το οποίο αδίκησε όλους εκείνους τους ανθρώπους (είστε ένας εξ αυτών) των οποίων η θυσία και το παράδειγμα μας βοηθούν κάθε μέρα να ζήσουμε.
Ήθελα, όμως, απλά να εκφράσω αυτήν την αγωνία που αισθάνομαι κάθε μέρα όταν αντιμετωπίζω την μείωση της φιλελεύθερης ενεργητικότητας, την εκπόρνευση των λέξεων, τα συκοφαντημένα θύματα, την άψογη δικαιολόγηση της καταπίεσης, τον παρανοϊκό και αρρωστημένο θαυμασμό της ισχύος.
Βλέπουμε έναν πολλαπλασιασμό εκείνων των στοχαστών για τους οποίους έχει ειπωθεί ότι μοιάζουν να προσφέρουν μια προτίμηση προς την δουλεία ως ένα συστατικό της ισχύος.
Βλέπουμε την διανόηση να ψάχνει δικαιολογίες για τον φόβο της και να τις βρίσκει –διότι κάθε δειλός έχει την δική του φιλοσοφία.
Η αγανάκτηση υπολογίζεται με το μέτρο, οι σιωπές διαλέγονται μεταξύ τους και η Ιστορία έχει πάψει να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από έναν μανδύα που καλύπτει τον ζόφο των θυμάτων.
Κοντολογίς, όλοι αποφεύγουν την πραγματικήν ευθύνη, την προσπάθεια να είναι συνεπείς ή να έχουν δική τους γνώμη με σκοπό να βρουν καταφύγιο στα κόμματα ή σε ομάδες που θα σκεφτούν για χάρη τους, θα εκφράσουν οργή εν ονόματί τους και θα κάνουν σχέδια για λογαριασμό τους.
Η σύγχρονη διανόηση φαίνεται πως υπολογίζει την αλήθεια των διδασκαλιών και των σκοπών αποκλειστικά με μέτρο τον αριθμό των τεθωρακισμένων μεραρχιών που μπορεί να παρατάξει κανείς στο πεδίο της μάχης.
Από τούδε και στο εξής, είναι καλό ο,τιδήποτε δικαιολογεί την σφαγή της ελευθερίας είτε αυτό είναι το έθνος, ο λαός ή το μεγαλείο του Κράτους.
Ειδικά η ευημερία του λαού υπήρξε πάντα το άλλοθι των τυράννων και, επιπλέον, έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι εφοδιάζει στους υπηρέτες της τυραννίας μιαν ήρεμη συνείδηση.
Θα ήταν εύκολο, όμως, να καταστραφεί αυτή η καλή συνείδηση φωνάζοντάς τους: Αν επιθυμείτε την ευτυχία των λαών, αφήστε τους να μιλήσουν και να πουν ποιο είδος ευτυχίας θέλουν και ποιο δεν θέλουν!
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι αυτοί ακριβώς που κάνουν χρήση τέτοιων άλλοθι ξέρουν πως είναι ψεύτικα∙ αυτοί αφήνουν στους διανοούμενους που έχουν στην υπηρεσία τους την λάντζα να πιστεύουν σε αυτά και να αποδεικνύουν ότι η θρησκεία, ο πατριωτισμός και η δικαιοσύνη, για να επιζήσουν, χρειάζονται την θυσία της ελευθερίας.
Λες και η ελευθερία δεν είναι το τελευταίο που χάνεται αφού χαθούν όλα όσα αποτελούν τον λόγο για τον οποίον ζούμε!
Όχι, η ελευθερία δεν πεθαίνει μόνη.
Την ίδια, ακριβώς, στιγμή εξοστρακίζεται για πάντα η δικαιοσύνη, το έθνος ξεκινά αγώνα επιβίωσης και Η ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ ΕΚ ΝΕΟΥ.
Ασφαλώς, η ελευθερία δεν αποτελεί την απάντηση για όλα –και έχει όρια.
Η ελευθερία του καθενός βρίσκει τα όριά της σε εκείνα των άλλων.
Κανείς δεν έχει δικαίωμα στην απόλυτην ελευθερία.
Το όριο όπου ξεκινά και καταλήγει η ελευθερία, όπου τα δικαιώματα και τα καθήκοντα που επιβάλλει εφάπτονται και συνενώνονται λέγεται νόμος –και το Κράτος το ίδιο πρέπει να υπακούει στον νόμο.
Αν το Κράτος διαφεύγει του νόμου, αν στερεί από τους πολίτες τα οφέλη του νόμου, υπάρχει ρήξη πίστης συμβολαίου.
Τον περασμένον Αύγουστο σημειώθηκε ρήξη πίστης στην Κολομβία, όπως έχει σημειωθεί ρήξη πίστης στην Ισπανία τα τελευταία 20 χρόνια.
Και πάλι, το παράδειγμά σας εκεί συντελεί να θυμηθούμε ότι δεν υπάρχει συμβιβασμός με την παραβίαση συμβολαίου πίστης.
Πρέπει κανείς να την απορρίπτει και να την πολεμά.
Το πεδίο της μάχης σας ήταν ο τύπος.
Η ελευθερία του Τύπου είναι ίσως η ελευθερία που έχει περισσότερο υποφέρει από την βαθμιαία έκπτωση της ιδέας της ελευθερίας.
Ο τύπος έχει τους προστάτες του, όπως και τους χωροφύλακές του. Ο προαγωγός τον διαφθείρει, ο χωροφύλακας τον καθυποτάσσει στον ζυγό και ο καθένας χρησιμοποιεί τον άλλον ως μια μέθοδο δικαιολόγησης των καταχρήσεών του.
Αυτοί οι κύριοι ανταγωνίζονται ποιος από τους δύο θα προστατέψει την ορφανή και θα της δώσει καταφύγιο, είτε αυτό είναι το κάτεργο είτε ο οίκος ανοχής.
Πράγματι, η ορφανή είναι δικαιολογημένη να απορρίψει τέτοιες ζηλευτές προσφορές συνδρομής και να αποφασίσει ότι πρέπει να παλέψει μόνη και να αποφασίσει για την μοίρα της μόνη.
Όχι πως ο τύπος αφ’ εαυτού αποτελεί ένα απόλυτο καλό.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ έλεγε σε μιαν ομιλία ότι αποτελεί ευφυΐα, πρόοδο και –δεν ξέρω τι άλλο. Ο ήδη παλαίμαχος δημοσιογράφος που είμαι γω ξέρει ότι τίποτα τέτοιο δεν είναι και ότι αυτή η πραγματικότητα λιγότερο παρηγορεί.
Με μιαν άλλην έννοια, όμως, ο τύπος είναι καλύτερος από την ευφυΐα ή την πρόοδο∙ αποτελεί την δυνατότητα για όλα αυτά καθώς επίσης και για άλλα πράγματα.
Ο τύπος, ελεύθερος, μπορεί φυσικά να είναι καλός ή κακός αλλά είναι πολύ πιο σίγουρο ότι δίχως ελευθερία ποτέ δεν θα είναι τίποτε άλλο από κακός.
Όταν κανείς γνωρίζει για το τι είναι ικανός ο άνθρωπος –για το καλύτερο και για το χειρότερο– ξέρει επίσης και ότι δεν είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που πρέπει να προστατευθεί αλλά οι δυνατότητες που εμπεριέχει μέσα του –με άλλα λόγια, η ελευθερία.
Ομολογώ, στον βαθμό που με αφορά προσωπικά, ότι δεν μπορώ να αγαπήσω όλην την ανθρωπότητα παρά με μιαν απέραντη και κάπως αφηρημένην αγάπη.
Αγαπώ, όμως, μερικούς λίγους ανθρώπους –ζωντανούς ή νεκρούς– με μιαν τέτοιαν ένταση και θαυμασμό ώστε είμαι πάντα έτοιμος να συντηρήσω και να προστατεύσω σε άλλους αυτό που ίσως κάποια μέρα να τους κάνει να μοιάσουν σε αυτούς που αγαπώ.
Η ελευθερία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι ενώ η υποδούλωση αποτελεί μιαν βεβαιότητα περί του αντιθέτου.
Αν τότε, παρά τους τόσους πολλούς συμβιβασμούς ή τις εκδουλεύσεις, πρόκειται να εξακολουθήσουμε να βλέπουμε την δημοσιογραφία –όταν είναι ελεύθερη– ως ένα από τα υψηλότερα λειτουργήματα της ζωής, αυτό θα συμβεί επειδή επιτρέπει σε ανθρώπους σαν εσάς και τους συνεργάτες σας να υπηρετούν την χώρα τους και την εποχή τους στον ανώτατο βαθμό.
Με την ελευθερία του Τύπου δεν είναι σίγουρο ότι τα έθνη κατευθύνονται προς την δικαιοσύνη και την ειρήνη. Δίχως αυτήν, όμως, είναι σίγουρο ότι δεν θα φτάσουν εκεί.
Διότι η δικαιοσύνη φτάνει στους λαούς μόνον όταν αναγνωρίζονται τα δικαιώματά τους –και δεν υπάρχει δικαίωμα χωρίς έκφραση αυτού του δικαιώματος.
Στο σημείο αυτό, μπορούμε να βασιστούμε στα λόγια της Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία είπε: «Δίχως την απεριόριστη ελευθερία του Τύπου, δίχως την απόλυτη ελευθερία του συνδικαλισμού, η κυρίαρχη εξουσία των μεγάλων λαϊκών μαζών είναι αδιανόητη».
Συνεπώς, πρέπει να είμαστε αδαμάντινοι ως προς την αρχή της ελευθερίας του Τύπου.
Δεν αποτελεί απλά την βάση των πολιτισμικών δικαιωμάτων, όπως προσπαθούν υποκριτικά διάφοροι να μας πείσουν.
Αποτελεί, επίσης, την βάση για τα δικαιώματα του εργάτη.
Εκείνοι οι οποίοι, προκειμένου να δικαιολογήσουν τις τυραννίες τους, θέτουν σε αντιπαράθεση την εργασία και την κουλτούρα δεν θα μας κάνουν να ξεχάσουμε πως ο,τιδήποτε υποτάσσει την διανόηση αλυσοδένει την εργασία –και αντιστρόφως.
Όταν μπαίνουν χειροπέδες στην διανόηση, σύντομα καθυποτάσσεται και ο εργάτης, ακριβώς όπως και όταν υποδουλώνεται ο προλετάριος, σύντομα ο διανοούμενος φιμώνεται για να σιωπήσει ή να πει ψέματα.
Κοντολογίς, όποιος εξασκεί βία προς την αλήθεια ή την έκφρασή της, τελικά ακρωτηριάζει την δικαιοσύνη ακόμα κι αν νομίζει πως την υπηρετεί.
Από την άποψη αυτή, θα αρνηθούμε ως το έσχατο τέλος ότι ο τύπος λέει αλήθεια επειδή είναι επαναστατικός. Θα είναι επαναστατικός μόνον αν λέει αλήθεια –και ποτέ αντιστρόφως.
Όσο θα κρατάμε στον νου μας αυτά τα γεγονότα, η αντίστασή σας, κ. Πρόεδρε,θα διατηρήσει το πραγματικό της νόημα και, πολύ πέραν του να αποτελεί ένα μοναχικό πρότυπο, θα ρίξει φως στην μακρόχρονη μάχη που εσείς θα μας βοηθάτε να μην την εγκαταλείψουμε.
Η κυβέρνηση της Κολομβίας κατηγόρησε την «EL TIEMPO» πως αποτελούσε ένα υπερΚράτος εν Κράτει και πολύ σωστά αντικρούσατε αυτό το επιχείρημα. Η κυβέρνησή σας, ωστόσο, είχε δίκιο, αν και με έναν τρόπο και με μιαν έννοια που δεν θα την αποδεχόταν.
Διότι, λέγοντάς το αυτό, απέτισε φόρο τιμής στην εξουσία του τυπωμένου λόγου.
Η λογοκρισία και η απαγόρευση αποδεικνύουν ότι ο λόγος είναι αρκετός για να κάνει τον τύραννο να τρέμει –μόνον, όμως, αν ο λόγος υποστηρίζεται από την θυσία.
Διότι μόνον ο λόγος που τρέφεται με το αίμα και η καρδιά μπορούν να ενώνουν τους ανθρώπους ενώ η σιωπή των τυραννιών τους διαιρεί.
Οι τύραννοι απολαμβάνουν μονολόγους πίσω από εκατομμύρια μοναξιές.
Αν εμείς απορρίπτουμε την καταστολή και το ψεύδος, από την άλλην πλευρά αυτό συμβαίνει επειδή απορρίπτουμε την μοναξιά.
Κάθε ανυπότακτο άτομο, όταν εξεγείρεται ενάντια στην καταστολή, επανεπιβεβαιώνει με τον τρόπον αυτό την αλληλεγγύη όλων των ανθρώπων.
Όχι, δεν είστε εσείς ή μια απόμακρη εφημερίδα που αμυνθήκατε αντιστεκόμενοι στην καταστολή αλλά ολόκληρη η κοινότητα ανθρώπων που μας ενώνει πέραν και υπεράνω συνόρων.
Δεν είναι, άλλωστε, αλήθεια ότι σε όλον τον κόσμο το όνομά σας πάντα είχε συνδεθεί με την επιδίωξη της ελευθερίας;
Πώς μπορούμε να μην θυμηθούμε εδώ ότι ήσασταν και ακόμα είστε ένας από τους πιο πιστούς φίλους της δικής μας Ισπανίας, της Δημοκρατικής Ισπανίας, σήμερα διασκορπισμένης σε όλον τον κόσμο, προδομένης από τους συμμάχους και φίλους της, λησμονημένης από όλους, της ταπεινωμένης Ισπανίας η οποία στέκει όρθια αποκλειστικά χάρη στην δύναμη της διαμαρτυρίας της;
Την ημέρα που η άλλη Ισπανία, η Ισπανία των εκκλησιών και των φυλακών, θα μπαίνει με τους δεσμοφύλακες και τους λογοκριτές Ιεροεξεταστές της στον οργανισμό των αποκαλουμένων ελεύθερων εθνών, ξέρω ότι εκείνην την ημέρα θα σταθείτε μαζί με όλους εμάς, σιωπηλά αλλά με δίχως πνεύμα εκδίκησης, στο πλάϊ της ελεύθερης Ισπανίας που υποφέρει.
Για την συμπαράστασην αυτή, επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω στο όνομά της δεύτερής μου χώρας και για λογαριασμό όλων εκείνων οι οποίοι, συγκεντρωμένοι εδώ, εκφράζουν την ευγνωμοσύνη και την φιλία τους.
Σας ευχαριστούμε που ανήκετε μεταξύ εκείνων των λίγων οι οποίοι, σε μιαν εποχή υποδούλωσης και φόβου, στέκονται ακλόνητοι εκ δεξιών τους.
Ο κόσμος σχεδόν παντού, παραπονιέται ότι εξαφανίζεται η αίσθηση του καθήκοντος.
Πώς θα μπορούσε, άραγε, να γίνεται διαφορετικά αφού κανείς πια δεν νοιάζεται για τα δικαιώματά του;
Μόνον αυτός που είναι ασυμβίβαστος ως προς τα δικαιώματά του διατηρεί την αίσθηση του καθήκοντος.
Οι μεγάλοι πολίτες μιας χώρας δεν είναι εκείνοι που λυγίζουν το γόνατο μπροστά στην αυταρχικότητα αλλά μάλλον εκείνοι οι οποίοι, ακόμα και ενάντια στην εξουσία αν απαιτείται, είναι αδαμάντινοι ως προς την τιμή και την ελευθερία της χώρας αυτής.
Και η χώρα σας πάντα θα αναγνωρίζει σε σας τον μεγάλον της πολίτη, όπως και μεις το κάνουμε εδώ επειδή εσείς, περιφρονώντας κάθεν οππορτουνισμό, καταφέρατε να βαστάξετε ενάντια στην ολοκληρωτικήν αδικία που σας επιβλήθηκε.
Σε μια στιγμή όπου ο πιο κοντόφθαλμος ρεαλισμός, μια νόθα διεστραμμένη αντίληψη περί εξουσίας, το πάθος για ασέβεια και ο όλεθρος του φόβου κατασπαράσσουν τον κόσμο, την στιγμήν ακριβώς αυτή που μπορεί να σκεφτεί κανείς πως όλα είναι χαμένα, από την άλλην πλευρά κάτι ξεκινά, αφού δεν έχουμε πια τίποτε άλλο να χάσουμε.
Αυτό που ξεκινά είναι η εποχή των ανυπέρβλητων ανθρώπων, των αφιερωμένων στην –άνευ προϋποθέσεων– υπεράσπιση της ελευθερίας.
Να γιατί η στάση σας λειτουργεί ως ένα πρότυπο και ως ανακούφιση προς όλους εκείνους οι οποίοι, όπως εγώ, έχουν τώρα διαρρήξει τους δεσμούς τους με αρκετούς από τους παραδοσιακούς τους φίλους απορρίπτοντας κάθε συνεργασία (ακόμα και προσωρινή, ακόμα κι πάνω από κάθε τακτικισμό) με καθεστώτα ή κόμματα –είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς– που δικαιολογούν, όσο λίγο κι αν το κάνουν, την καταστολή έστω και μόνο μίας από τις ελευθερίες μας!
Εν κατακλείδι, επιτρέψτε μου να πω ότι διαβάζοντας πρόσφατα το υπέροχο μήνυμα που απευθύνατε στον λαό σας, εκτίμησα όχι μόνο την σταθερότητα και την επιμονή σας αλλά, επίσης, τα βάσανα που πρέπει επί μακρόν να έχετε βιώσει.
Όταν επικρατεί η καταστολή, όπως όλοι μας εδώ ξέρουμε, εκείνοι που εν τούτοις πιστεύουν ότι ο σκοπός τους είναι δίκαιος υποφέρουν από ένα είδος έκπληξης όταν ανακαλύπτουν την εμφανή εξασθένηση της δικαιοσύνης. Έρχονται, τότε, οι ώρες της εξορίας και της μοναξιάς που όλοι έχουμε γνωρίσει.
Θα ήθελα, ωστόσο, να σας πω ότι –κατά την γνώμη μου– το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στον κόσμο που ζούμε είναι να διστάσει κάτω από το βάρος της απομόνωσης και των παρατεταμένων αντιξοοτήτων, να αμφιβάλη για τον εαυτό του και για ό,τι αντιπροσωπεύει.
Και μου φαίνεται ότι σε μιαν τέτοιαν στιγμή εκείνοι που είναι σαν κι αυτόν πρέπει να έλθουν κοντά του (ξεχνώντας τους τίτλους του και όλα τα τεχνάσματα του επισήμου πρωτοκόλλου) για να του πουν ευθέως από την ψυχή τους ότι δεν είναι μόνος και ότι η δράση του δεν είναι εις μάτην, ότι πάντα έρχεται η μέρα που τα παλάτια της καταπίεσης καταρρέουν, που η εξορία φθάνει στο τέλος της, που η ελευθερία πυρπολεί τις καρδιές.
Εάν, εν τέλει, οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν την Ιστορία να έχει νόημα, μπορούν πάντοτε να δράσουν ώστε να αποκτήσει νόημα η ζωή τους.
Πιστέψτε με όταν σας λέω ότι δια μέσου χιλιάδων μιλίων, σε όλο το μήκος της διαδρομής από την μακρινή Κολομβία, εσείς και οι συνεργάτες σας μας δείξατε ένα τμήμα του δύσκολου δρόμου που πρέπει να διανύσουμε μαζί προς την ελευθερία.
Και επιτρέψτε μου, εν ονόματι των πιστών και ευγνωμόνων φίλων που σας υποδέχονται εδώ, να σας χαιρετήσω αδερφικά εσάς και τους συνεργάτες σας ως υψηλούς συνοδοιπόρους στην κοινή μας απελευθέρωση. 


«ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
“COMBAT”, 7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1945
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί μαζί με το σύνολο μεταφράσεων Καμύ-Όργουελ με θέμα το Σύνταγμα της Ισπανικής Ρεπούμπλικας σε συνδυασμό με την λειτουργία της Ε.Ε. Ειδικότερα, εντάσσεται στην ενότητα Καμύ για Συνταγματικά και Νομικά ζητήματα στην Ευρωπαϊκή πολιτική. O Luis Companys (1883-1940) ήταν το 1934 πρόεδρος της Στρατηγικής περιοχής Καταλωνίας. Ετάχθη υπέρ των Ρεπουμπλικανών και η Γαλλική κυβέρνηση τον παρέδωσε στο καθεστώς Φράνκο. Εκτελέστηκε στην Βαρκελώνη. Βλ. και το βιβλίο «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΩΝΙΑ» και το άρθρο «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί η σύνδεση Φράνκο-Χριστού.
Η Ισπανία χάνει τις δυνάμεις της.
Ένας αρκετά σημαντικός αριθμός διαψεύσεων μας έχει αποσταλεί μέσω τηλεγραφημάτων. Τώρα φαίνεται ότι όλες οι εξελίξεις είναι όπως αναμενόταν: αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να πούμε ότι ο Φράνκο εξακολουθεί να κερδίζει σε δυνάμεις. Η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο απλά.
Το καθεστώς της Φάλαγγας βρίσκεται στην εξουσία όσο και ο Χίτλερ.
Πριν λίγους μήνες η Γερμανία ήταν έτοιμη να πέσει και το καθεστώς του Φράνκο θα την ακολουθούσε.
Ξαφνικά, πριν λίγες εβδομάδες, η Γερμανία επανέκτησε τμήμα των δυνάμεών της και αυτό επεκτάθηκε στην Ισπανία όπου είχε αρχίσει να εμφανίζεται το καθεστώς του Χίτλερ να κερδίζει την προηγούμενη ρώμη του.
Αυτή η μοιρασιά δυστυχίας και ελπίδας από τις 2 χώρες –μαζί με την κοινή τους πολιτική ευθυγράμμιση όπως και την παράλληλη άνοδο και πτώση της θερμοκρασίας– θα έπρεπε να ανοίξει όλων τα μάτια.
Ορισμένοι άνθρωποι, όμως, είναι αθεράπευτα τυφλοί.
Στο ενδιάμεσο, έχουν γίνει προσπάθειες στους κύκλους των Ισπανών Ρεπουμπλικανών μεταναστών να οργανωθούν για πιο αποτελεσματική δράση.
Το Κοινοβούλιο της Ισπανίας συνεδρίασε στο Μεξικό ενώ ο Δρ. Negrín εμποδίστηκε να μιλήσει στο Λονδίνο: είναι αλήθεια ότι είχε την απίστευτη τόλμη να επιβεβαιώσει ότι η Ισπανία δεν ζητά την παρέμβαση των Συμμάχων και δεν θέλει τίποτε άλλο παρά να θέσει τέρμα στην διπλωματική στήριξη του Φράνκο από τα Ηνωμένα Έθνη.
Προφανώς, αυτό προσέβαλε το δημόσιο αίσθημα.
Ωστόσο, πρέπει κανείς να πιστέψει ότι ο κ. Negrín είχε τους λόγους του, διότι κατάφερε να πετύχει να φαίνεται πως τώρα η Γαλλία θέλει να παρέμβει.
Μας λένε ότι ο κ. Mateu θα φτάσει στο Παρίσι την Τετάρτη με τον βαθμό του πρεσβευτού για να αντιπροσωπεύσει την Ισπανία της Φάλαγγας προς την Γαλλική κυβέρνηση. Ο κ. Mateu –ο οποίος έχει επενδεδυμένα συμφέροντα στην Hispano-Suiza Corp. της οποίας είναι πασίγνωστες οι Γερμανικές διασυνδέσεις– ήταν πράγματι ο άνθρωπος της ημέρας.
Αν, όμως, τα τηλεγραφήματα είναι αληθινά, θέλουμε να δηλώσουμε ρητώς ότι: μπορεί να είναι η καλύτερη επιλογή για να εκπροσωπεί έναν στρατηγό που υπηρετεί τους Γερμανούς αλλά δεν είναι ο σωστός άνθρωπος για να σφίξει το χέρι ενός άλλου στρατηγού που ποτέ δεν υπηρέτησε κανέναν εκτός από την Γαλλία και την ελευθερία.
Η Γαλλική Ρεπούμπλικα δεν έχει κανένα κοινό με την δικτατορία του Φράνκο.
Ίσως είναι αλήθεια ότι δεν πρέπει να παρέμβουμε στην Ισπανία. Εάν αποκατασταθούν, όμως, οι διπλωματικές σχέσεις, τότε αυτό σημαίνει παρέμβαση. Αν δώσουμε διαπιστευτήρια αναγνώρισης στον εκπρόσωπό της, τότε δεχόμαστε την βία και την αδικία.
Στο παρελθόν, η κυβέρνηση του Vichy είχε λάβει την απόφαση να παραδώσει τον Luis Companys και αρκετούς άλλους στα εκτελεστικά αποσπάσματα της Φάλαγγας. Εφόσον δεν μπορέσαμε να σβήσουμε αυτή την αβάσταχτη ντροπή, τουλάχιστον ας κλείσουμε τα στόματά μας και ας διατηρήσουμε, με θρησκευτικήν ευσυνειδησία, μιαν ουδέτερη σιωπή. Αυτό δεν θα μας τιμούσε ιδιαιτέρως αλλά, τουλάχιστον, θα μας γλιτώσει από την αναξιοπρέπεια.
Ορισμένοι μπορεί να έχουν την αντίρρηση ότι βάζουμε υπερβολικά πολύ πάθος στο έργο μας όταν γράφουμε για την Ισπανία. Ναι, γράφουμε με πάθος∙ γράφουμε, όμως, και για την δικαιοσύνη με πάθος. Είναι αυτός ένας τρόπος να πούνε ότι είναι λάθος η ιδέα μας περί δικαιοσύνης;
Τόσο μεγάλη ηλιθιότητα και βαρβαρότητα, τυφλότητα στα πιο υψηλά γραφεία, πολιτική αναμεμειγμένη με ανθρώπινο αίμα, τόσο πολλές χώρες υποταγμένες επί έτη σε αιματοχαρείς και γελοίες δικτατορίες –ποιος μπορεί να μιλά για τέτοια πράγματα χωρίς να τρέμει από οργή ή πάθος;
Θα πουν ορισμένοι ότι μπορεί να υπάρχουν υψηλοί πολιτικοί λόγοι –πολύ υψηλοί πολιτικοί λόγοι– που έχουμε σχέσεις με τον Στρατηγό Φράνκο.
Δεν ξέρουμε, όμως, υψηλότερους πολιτικούς λόγους πέρα από τις τίμιες λέξεις και την ανθρώπινη ελευθερία.
Ποιοί πολιτικοί λόγοι θα μπορούσαν να είναι τόσον υψηλοί ώστε να μας κινήσουν να δώσουμε το χέρι ενός ανθρώπου που ήταν συνεργός σε ό,τι απεχθανόμασταν και σε ό,τι πολεμήσαμε;
Αμερική και Αγγλία δεν είναι σε θέση να κρίνουν μια ταπείνωση που οι ίδιες δεν υπέστησαν ούτε μιαν οδύνη σιωπηλή που δεν ένοιωσαν –αλλά εμείς πώς μπορούμε να τα αγνοήσουμε αυτά;
Μόνο σε μιαν ολόκληρην ελεύθερην Ευρώπη μπορούμε –υπό τις συνθήκες αυτές– να μιλάμε με αυτά τα λόγια.
Γιατί, τότε, διστάζουμε να δηλώσουμε χωρίς αβεβαιότητα ότι δεν θέλουμε να έχουμε σχέσεις με τον Στρατηγό Φράνκο;
Αναγνωρίζουμε μόνο την συνταγματική κυβέρνηση της Ισπανίας που οι ρεπουμπλικανοί ετοιμάζονται να συγκαλέσουν σε νόμιμη συνέλευση με τις υψηλότερες ελπίδες.
Το πάθος εδώ στηρίζεται από την λογική και την αλήθεια. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κανείς αρκετά παθιασμένος όταν υπερασπίζεται έναν σκοπό στον οποίο είναι επενδεδυμένοι βαθύτατα οι λόγοι μας και η αλήθεια μας.
A.C.


«ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ STATUS QUO»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 27 ΜΑΪΟΥ 1945
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
Το κείμενο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως ενότητα με το πλήρες σύνολο του έργου των μεταφράσεων Καμύ-Όργουελ και να εξεταστεί μαζί με την διπλωματική μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ: Ελληνισμός και Χριστιανισμός-Πλωτίνος και Αγ. Αυγουστίνος» και με σπονδυλική στήλη τα άρθρα «Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ», «ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ:19/7//1936» και τα άρθρα περί Μαδρίτης, Βαρκελώνης, Βαλένθια και Κάδιξ. Σημειώνεται ότι η Γερμανία παρεδόθη στις 9/5/1945 και στις 30/6/1945 το περιοδικό της COMBAT δημοσίευσε το άρθρο «ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΗΣ, ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ: ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΟΤΙΤΣΕΛΛΙ».
Η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Συμβουλευτικής Συνέλευσης ζήτησε μόλις από την Γαλλία να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με τον Φράνκο. Επιπροσθέτως, Γαλλία και Αγγλία υποβάλλουν την πρόταση να αναθεωρηθεί το status της Ταγγέρης, καθεστώς το οποίο τροποποίησε μονομερώς ο Ισπανός δικτάτορας εν μέσω του πολέμου σε συμφωνία με την συνήθη του πρακτική περί συνθέτου ερμηνείας των δημοκρατικών διαδικασιών.
Με τον τρόπο αυτό, επιστρέφει εκ νέου το θέμα της Ισπανίας στην ατζέντα. Στην πραγματικότητα, θα προκαλούσε έκπληξη εάν δεν είχε επέλθει η εξέλιξη αυτή που το ανεβάζει στην κορυφή.
Σε μιαν εποχή που οι ελεύθεροι απανταχού της οικουμένης γιορτάζουν την ήττα του φασισμού, πρέπει κανείς να δείχνει με το δάχτυλο ότι ολόκληρη η Ιβηρική χερσόνησος παραμένει υπό φασιστική εξουσία –κι όμως, ο υπόλοιπος κόσμος φαίνεται να το θεωρεί φυσικό.
Το ζήτημα είναι ξεκάθαρο, όμως. Όπως πρέπει να μάθουν όλοι, αν ο Φράνκο παραμείνει στην εξουσία, αυτό συμβαίνει επειδή τον θέλουν εκεί οι Σύμμαχοι. Αν τα έθνη που νίκησαν στον πόλεμο ολοκλήρωναν –αγνά και απλά– τις σχέσεις τους με την Ισπανία του Φράνκο, το καθεστώς της Φάλαγγας δεν θα επιβίωνε για πάνω από μερικές μέρες.
Δεν είναι μυστικό ότι η Ισπανική οικονομία στηρίζεται από τους Συμμάχους. Αν διαρκεί, αυτό συμβαίνει επειδή κανείς δεν κάνει ό,τι πρέπει για να καταστρέψει αυτό το καθεστώς.
Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα.
Οι Σύμμαχοι –συμπεριλαμβανομένης της Γαλλικής κυβέρνησης– διακινδυνεύουν να παρεξηγηθούν από εκατομμύρια κόσμου που πολέμησαν υπέρ του κατ’ εξοχήν κανόνα της ελευθερίας.
Διακινδυνεύουν να δανείσουν την πίστη τους, από οικονομικής πλευράς, στην ιδέα ότι προτιμούν μια δικτατορία που να ελέγχουν σε σύγκριση με μια ρεπούμπλικα που μπορεί, ενδεχομένως, να μην τους αρέσει.
Κάτι τέτοιο θα τους φέρει σε σύγκρουση με τον κόσμο που πάντοτε πίστευε ότι αυτός που πρέπει να καταστραφεί όπου κι αν βρίσκεται –μέχρι και την τελευταία πολιτεία, είναι ο φασισμός, ακόμα κι όταν στο καθεστώς αυτό ανήκει κι η Ισπανία.
Δεν υπάρχει κίνδυνος, ωστόσο, να βρουν οι Σύμμαχοι τις πράξεις τους αντιφατικές –διότι είναι ήδη αντιφατικές.
Δεν υπάρχει ούτε μία γραμμή όλων των ομιλιών που έδωσαν οι ηγέτες των Συμμάχων κατά την διάρκεια του πολέμου που να μην αντιφάσκει με την ίδια την κατ’ εξοχήν ύπαρξη του καθεστώτος Φράνκο.
Διότι υπάρχει ακόμα αυτό το ένα και μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου βασιλεύει το πνεύμα της μετριότητας και της βίας, όπου –παρά τις παρεμβάσεις των Γάλλων επισήμων– οι φυλακισμένοι εκτελούνται και όπου εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστών κρατούνται επί χρόνια στην φυλακή με την κατηγορία ότι διέπραξαν το έγκλημα της ελπίδας (δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες μας τι σημαίνουν για εμάς αυτοί οι αγωνιστές).
Φαίνεται καθαρά ότι –παρά την όλη καταστροφή των προηγουμένων λίγων ετών– οι διπλωμάτες δεν άλλαξαν μεθόδους. Προφανώς, υπάρχουν λέξεις στις οποίες θα έχουν πάντοτε κλειστά τα αυτιά τους.
Ωστόσο, εάν οι κυβερνήσεις είναι πάντοτε έτοιμες να διαψεύδουν τον εαυτό τους, τα άτομα και τα έθνη δεν μπορούν πια να το δεχθούν αυτό στον σημερινό κόσμο: Έχουν πληρώσει με μονάκριβη αγάπη τις αρχές τους ώστε να μην επιτρέψουν την διαστρέβλωσή τους για χάρη ενός πολιτικού συμβιβασμού.
Όλος ο κόσμος, όλων των εθνικοτήτων –που απέρριψε το Μόναχο και τον Χίτλερ– απορρίπτει και τον Φράνκο.
Αν ισχύει ότι μπορούμε να πούμε ότι ο ολοκληρωτικός πόλεμος πρέπει αναπόφευκτα να οδηγεί στην ολοκληρωτική νίκη, τότε είμαστε δεσμευμένοι να πούμε ότι η νίκη μας δεν θα είναι ολοκληρωτική όσο η Ισπανία παραμένει υποταγμένη.
Η «υπομονή» είναι μια λέξη που μπορεί, ίσως, να έχει ακόμα κάποιο νόημα στις γραφειοκρατίες κάποιων πρωτευουσών/κεφαλαίων/capitals.
Δεν έχει νόημα μόνο για τους φυλακισμένους της Μαδρίτης ή για όποιον έχει πρόσφατη εμπειρία για το τι σημαίνει ήττα και υποδούλωση.
Ο κόσμος όλων των χωρών έχει κουραστεί από την μυστική διπλωματία.
Όλοι ζητούν να εξαφανιστεί η τελευταία Χιτλερική κυβέρνηση στην Ευρώπη, ειδάλλως απαιτούν από το κράτος των Συμμάχων να ανακοινώσει καθαρά και ειλικρινά τους λόγους για αυτήν την επιείκεια και την λήθη.


«Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1945
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το κείμενο αυτό είναι το κεντρικό –μαζί με το άρθρο «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ»– για το «ξετύλιγμα» όλων των θεμάτων του έργου των μεταφράσεων Καμύ-Όργουελ των αφιερωμένων στην Ισπανία και, συγκεκριμένα, σε ζητήματα Συνταγματικής και Πολιτειακής τάξεως, την διαφορά Νομιμότητας και Νομιμοποίησης, την Ένωση/Ενότητα των κυβερνήσεων, τον Τύπο και την Ευρώπη. 2. Το ζήτημα με τις Πολιτείες-μοντέλα (όπως Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Βαλένθια, Κάδιξ) αναπτύσσεται στα άρθρα «ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ:19/7/1936» ,«ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΥΠΟ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ», «ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΙΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ για τον Μποτιτσέλλι» και στην μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» με θέμα τις τοιχογραφίες από τις Χριστιανικές Κατακόμβες. Βλ. το θέμα του συμβόλου και της ενσάρκωσης. 3. Ο Δον Ζουάν, Κόμης της Βαρκελώνης, ήταν γιος του βασιλέως Αλφόνσου XII, ο οποίος παραιτήθηκε το 1931 από τον θρόνο του –και εξορίστηκε– για να εγκαθιδρυθεί η Ρεπούμπλικα το 1931. Το θέμα συνδέεται με το άρθρο «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΞΟΡΙΣΤΟ» και με την ταινία “Sierra de Teruel” που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του André Malraux «LEspoir»-«Η Ελπίς» που εστιάζει στην μάχη για την κατάληψη του Alcazar στο Τολέδο της Ισπανίας. 4. Η Διάσκεψη του Πότσνταμ διεξήχθη το διάστημα 17/7-2/8 του 1945 μεταξύ Στάλιν, Τρούμαν, Τσώρτσιλ-Άτλεϋ.
Ο Στρατηγός Φράνκο έχει επισήμως ανακοινώσει ότι η Ισπανία δεν θα ζητήσει να συμμετάσχει στις επερχόμενες διεθνείς διασκέψεις. Ήδη, είναι αλήθεια, από τα συμπεράσματα της Συνόδου του Potsdam είχε γίνει ξεκάθαρο ότι η Ισπανία δεν θα επροσκαλείτο. Ως εκ του αποτελέσματος, η εξαίρετη ανεξαρτησία πνεύματος του στρατηγού χάνει λίγη από την λάμψη της.
Για να είμαστε απολύτως δίκαιοι, σπεύδουμε να σημειώσουμε ότι ο Στρατηγός Φράνκο δεν είναι ο μόνος που διαψεύδει τον εαυτό του. Διότι καθώς διεξάγονταν οι συζητήσεις στο Potsdam, ο νέος Βρεττανός πρεσβευτής, ο Σερ Victor Mallet, έκανε την παρουσίαση των διαπιστευτηρίων του προς τον Ισπανό δικτάτορα.
Και το έχουμε διασταυρώσει με ειδική εξουσιοδότηση ότι οι Αμερικανοί συνεχίζουν να επενδύουν κεφάλαια στην Ιβηρική. Τουλάχιστον, η Ε.Σ.Σ.Δ. υπήρξε συνεπής: μόλις τώρα πραγματοποίησε –μέσω μιας εκπομπής– έκκληση για να ζητήσει από τον Ισπανικό λαό να αποκηρύξει την κυβέρνησή του.
Οπωσδήποτε, διαφαίνεται ότι οι υποθέσεις της Ισπανίας φθάνουν σε ένα συγκεκριμένο τέλος.
Ο Φράνκο εμφανίζεται σε σχετικά δύσκολη θέση. Θα τηρούσε ακόμα πιο δύσκολη στάση εάν δεν είχε στηλωθεί με το ένα του χέρι την ώρα που τον έσπρωχναν για να βγει από την τρύπα στην οποία είχε κουρνιάσει. Είναι δύσκολο, ωστόσο, να δούμε πώς μπορεί να συνεχιστεί αυτή η στήριξη χωρίς να προκαλέσει την ηθική ευαισθησία ολόκληρου του κόσμου (αν και είναι αλήθεια ότι δεν θα ήταν η πρώτη φορά).
Να γιατί η Ισπανία του Φράνκο ψάχνεται για συμβιβασμό. Λέγεται ότι αναζητά τον Δον Ζουάν –αλλά αυτή η πληροφορία σίγουρα προέρχεται από έναν πόθο προς τους θρύλους.
Τα ρεπορτάζ των νέων μιλούν περί εγκατάστασης μιας κυβέρνησης στρατιωτικών που θα προλειάνει το έδαφος για την διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών –ενώ, στο ενδιάμεσο διάστημα, οι Ισπανοί Ρεπουμπλικανοί καταδικάζονται σε θάνατο.
Όλα αυτά καλά… είναι, όμως, ώρα να επιστρέψουμε στην λογική που υπάρχει στην κατάσταση αυτή: στην συνταγματική όψη του ζητήματος.
Η νόμιμη κυβέρνηση της Ισπανίας, εκλεγμένη από τον λαό, είναι αυτή η οποία ανετράπη από το πραξικόπημα του Στρατηγού Φράνκο.
Αυτήν την ώρα γίνεται στο Μεξικό η επανασύνθεσή της.
Η νομιμοποίησή της εκπηγάζει από το Cortés που αντιπροσωπεύει την λαϊκή βούληση.
Η συνάντηση του Cortés είναι μια σύσκεψη που θα έθετε τέρμα στις διαιρέσεις εντός του στρατοπέδου των Ρεπουμπλικανών και θα κατέληγε στον σχηματισμό νέας κυβέρνησης με πιθανόν πρωθυπουργό τον κ. Negrín.
Αυτή η κυβέρνηση είναι η μοναδική που μπορεί να αναγνωριστεί από μια δημοκρατία: διότι είναι η μοναδική που μπορεί να προχωρήσει την διαδικασία μιας τίμιας λαϊκής εκλογής.
Εάν η ψηφοφορία δείξει ότι ο Ισπανός ζητά την εγκαθίδρυση μοναρχίας, τότε και μόνο τότε –μπορεί να γίνει αποδεκτή η μοναρχία (επιπλέον, η έκβαση αυτού του αποτελέσματος αμφισβητείται ως απίθανη).
Ως πρώτο βήμα, όμως, οι δημοκρατίες θα πρέπει να αναγνωρίσουν την συνταγματική κυβέρνηση –την τιμή να σεβαστούν την αρχή της νομιμότητας που ενσαρκώνει και να του δώσουν την εντολή σχηματισμού της σύνθεσής της με σκοπό να επιστρέψει η ελευθερία έκφρασης, επιτέλους, στον δυστυχή λαό της Ισπανίας.
Όταν θα έχει συντελεστεί αυτό, θα πρέπει να κατανοηθεί και να μπει καλά στον νου ότι ο Φράνκο είναι αυτός που έχει απαγορευθεί η παρουσία του στις διεθνείς διασκέψεις –όχι η Ισπανία.
Ο λαός αυτής της φτωχής αλλά μεγάλης χώρας –έχοντας επί μακρόν πολεμήσει για τον κοινόν σκοπό, έχοντας υποφέρει στην σιωπή και έχοντας θέσει ένα πρότυπο υπερηφάνειας– έχει κερδίσει μια θέση μεταξύ των δημοκρατιών του κόσμου.
Με την βοήθεια των θεών, θα έδινε στις διασκέψεις την φωνή αυτής της τιμής και του δικαίου για την οποία χύθηκε τόσο πολύ αίμα.
Είναι μια φωνή που οι Γάλλοι θα καταλάβουν καλύτερα από άλλους λαούς διότι μπορούν να μοιράζονται με την Ισπανία μνήμες για την δυστυχία και τον σπαραγμό της χαμένης ελευθερίας.


«ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
Το κείμενο αυτό ολοκληρώνει την ενότητα των άρθρων συνταγματικού περιεχομένου για την Ισπανική Δημοκρατία (Ρεπούμπλικα ή Πολιτεία). Συνδέεται με όλα τα κείμενα των μεταφράσεων Καμύ και Όργουελ για την Ισπανία αλλά με μια ειδική εστίαση στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Οι αναφορές στα σπήλαια και στις πόλεις-μοντέλα (όπως Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Βαλένθια, Κάδιξ) που αναπτύσσονται στα κείμενα «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «ΓΙΑΤΙ Η ΙΣΠΑΝΙΑ;», «ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ:19/7/1936», «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ», «Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΦΥΛΑΚΗ», «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ», «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» (βλ. απόσπασμα) ως και τις Πολιτείες που ίδρυσε ο Μεγ.Αλέξανδρος (όπως αναφέρονται στην μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» με θέμα τις τοιχογραφίες από τις Χριστιανικές Κατακόμβες) αλλά και τα άρθρα με θέμα την κατάληψη του Alcazar στο Τολέδο –στρέφουν τον νου στην Πολιτεία Πλάτωνος και στην Ατλαντίδα.
Χθες ανακοινώθηκε η παραίτηση του Στρατηγού Φράνκο μάλλον υπερβολικά βιαστικά από πολλές εφημερίδες. Όταν πρόκειται για νέα, είναι καλύτερα να μην αντικαθίστανται τα γεγονότα από ευσεβείς πόθους.
Το προηγούμενο βράδυ, ένα τηλεγράφημα του Reuters αρνήθηκε επισήμως την αληθοφάνεια του ρεπορτάζ. Ο Στρατηγός Φράνκο δεν παραιτήθηκε∙ είχε πάει σε σαφάρι.
Εν τούτοις, το καθεστώς της Φάλαγγας στην χερσόνησο της Ιβηρικής δεν στηρίζεται σε σταθερό έδαφος. Η Γαλλία δεν επιτρέπεται να στρέψει την πλάτη της στο πρόβλημα αυτό.
Έχουμε ήδη πει ότι οι ψυχές και οι σκέψεις μας ήταν στο πλευρό της Ισπανικής Ρεπούμπλικας.
Τώρα που η Ισπανία αντιμετωπίζει κατά πρόσωπον ένα κυβερνητικό πρόβλημα που δεν μπορεί να το αγνοήσει η διεθνής διπλωματία, θα θέλαμε να προσθέσουμε κάτι στα επιχειρήματά μας.
Πολλά πράγματα στην Ισπανική στάση ανακαλούν την δική μας.
Όμως, η μεγάλη διαφορά είναι ότι η Ισπανία είχε μιαν συνταγματική κυβέρνηση.
Αντιθέτως, η ρεπουμπλικανική κυβέρνηση της Γαλλίας παραιτήθηκε του θρόνου το 1940 υπέρ του καθεστώτος Vichy και των Γερμανών.
Παρέδωσε ανά χείρας τις εξουσίες της και αποποιήθηκε όλων της των δικαιωμάτων.
Όμως, η Ισπανική Ρεπούμπλικα δεν έχει ποτέ πάψει να υφίσταται νομικώς.
Απελάθηκε δια της βίας∙ ωστόσο, για όσους έχουν δημοκρατική συνείδηση, η νομική της ύπαρξις έχει συνεχιστεί αδιάλειπτη.
Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι θεωρητικά η Ισπανία δεν θα είχε ανάγκη επαναστάσεως για να σχηματίσει την κυβέρνησή της.
ΥΠΑΡΧΕΙ.
Αναμένει την ώρα που θα μπορεί να ξαναρχίσει να λειτουργεί.
Από συνταγματικής πλευράς, θα αρκούσε να επιστρέψει στην Μαδρίτη από το Μεξικό όπου βρίσκεται τώρα ο Señor Martinez Barrio, πρόεδρος του Cortés –και να σχηματίσει την νέα κυβέρνηση ώστε να γίνει εκ νέου στην πραγματικότητα η Ισπανική Ρεπούμπλικα ό,τι δεν έπαψε να είναι από νομικής πλευράς.
Αν ο πόλεμος αυτός είναι όντως πόλεμος υπέρ της δημοκρατίας, το συμπέρασμα είναι έκδηλο.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε αποκλειστικά και μόνο μία Ισπανική κυβέρνηση, εκλεγμένην ομαλά με ψήφο του λαού –και αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι η μοναδική κυρίαρχος στα ζητήματα της χερσονήσου.
Αν ο πόλεμος αυτός είναι όντως πόλεμος υπέρ της δημοκρατίας, ο Φράνκο δεν υπήρξε ποτέ –και πρέπει να τον αγνοούμε.
Αυτή είναι η αρχή που θέτουμε, δια του παρόντος άρθρου, ως κανόνα και σκοπεύουμε να εμμείνουμε. Ευχόμαστε να υϊοθετήσει την οπτική αυτή του σημείου εδώ και ο κ. Τσώτσιλλ που χθες έθεσε «ΤΟΝ ΔΑΚΤΥΛΟΝ ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΤΩΝ ΗΛΩΝ» για να υποδείξει ότι του αρέσουν οι ομαλά εκλεγμένες κυβερνήσεις.
Την ημέρα που θα ανακηρύξουν στον κόσμο οι Σύμμαχοι ότι η Ισπανική ρεπουμπλικανική κυβέρνηση είναι η μία και μοναδική κυβέρνηση που αντιπροσωπεύει την Ισπανία, θα έχει θεραπευθεί μια μεγάλη ασθένεια και –κατά το ήμισυθα έχει γίνει πραγματικότητα η απελευθέρωση της γείτονος.
Ωστόσο, χρειαζόμαστε βοήθεια από τους Ισπανούς Ρεπουμπλικανούς.
Αυτό που απαιτείται –και από την πλευρά των θεών, ακόμα είναι να δώσουν υπόσταση σε αυτήν την νόμιμη κυβέρνηση όσο το δυνατόν γρηγορότερο ώστε να την αναγνωρίσει ο κόσμος.
Μπορούν να το καταφέρουν αυτό, καλώντας δίχως καθυστέρηση την σύσκεψη του Cortés και ζητώντας από τους Συμμάχους να σεβαστούν και να τιμήσουν την συνταγματική νομιμότητα.
Η Ισπανική Ρεπούμπλικα δεν είναι ένα έργο σε πρόοδο.
ΥΠΑΡΧΕΙ.
Επιβίωσε της ήττας επειδή είχε την αξιοπρέπεια να μην δεχθεί ποτέ την ήττα.
Τώρα, με τις δικές της προσπάθειες και με την βοήθεια των φίλων της, πρέπει να αξιώσει να της αποδοθεί ο δέων τόπος που της οφείλεται και να δώσει στον Ισπανικό λαό ό,τι ποτέ δεν έπαψε να αξίζει: την ελευθερία και την δικαιοσύνη.


«ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε σύνδεση με το σύνολο των μεταφράσεων Καμύ-Όργουελ με θέμα την Ισπανία, την Δημοκρατία, την Δικαιοσύνη, την Ελευθερία, την Ευτυχία. Ειδικότερα, εντάσσεται στην ενότητα Καμύ για την ερμηνεία των Συνθηκών και τα Συνταγματικά και Νομικά ζητήματα στην Ευρωπαϊκή πολιτική και με το πείραμα Marcel Barbu και Gary Davis στον Ο.Η.Ε.
Ο κόσμος λέει: «Πείτε μας, με λίγες λέξεις, τί είναι αυτό που ζητάτε;».
Αυτό το ερώτημα είναι σωστό διότι είναι ευθύ. Καλεί για μιαν ευθεία απόκριση.
Φυσικά, αυτό δεν μπορεί να γίνει σε 1-2 άρθρα. Καθώς επιστρέφουμε, όμως, από καιρού εις καιρόν στο ερώτημα αυτό, πρέπει να επιχειρούμε να διαφωτίζουμε την σκέψη μας.
Όπως έχουμε επαναλάβει περισσότερες από 1 φορές, ελπίζουμε για μια συμφιλίωση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Προφανώς, αυτή η σκέψη δεν είναι αρκετά ευκρινής.
Επομένως, θα ορίσουμε το «δίκαιο» ως ένα κράτος κοινωνίας όπου στο κάθε άτομο χορηγείται εξ αρχής κάθε ευκαιρία και στο οποίο η πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας δεν υποτάσσεται σε συνθήκες ντροπής μιας προνομιούχου μειοψηφίας.
Καλούμε «ελευθερία» ένα κλίμα πολιτικό στο οποίο υπάρχει σεβασμός προς το ανθρώπινο πρόσωπο ως προς το τι είναι και το τι εκφράζει.
Αυτά είναι τα βασικά.
Η δυσκολία έχει να κάνει με τον ισολογισμό, το ζύγισμα, που πρέπει να γίνει μεταξύ αυτών των 2 ορισμών, όπως αποδεικνύεται από τα ιστορικά πειράματα που έχουν γίνει.
Η Ιστορία μας παρέχει μιαν επιλογή ανάμεσα στον θρίαμβο του δικαίου και στον θρίαμβο της ελευθερίας (ή) στην επιλογή της ελευθερίας.
Μόνον οι Σκανδιναβικές δημοκρατίες έχουν έλθει πλησίον της αναγκαίας συμφιλίωσης των 2. Ωστόσο, το παράδειγμά τους δεν είναι εντελώς πειστικό με βάση τα δεδομένα και τις αναφορές περί της σχετικής τους απομόνωσης αλλά και του περιορισμένου πλαισίου εντός του οποίου λειτουργούν.
Η δική μας ιδέα είναι ότι το βασίλειο του δικαίου πρέπει να εξασφαλιστεί στην οικονομική σφαίρα ενώ η ελευθερία να αποκτά εγγυήσεις στην πολιτική σφαίρα.
Αφού κάνουμε ανακοινώσεις για τα θεμελιώδη, τα fundamentals, θα πούμε ότι αυτό που ζητάμε για την Γαλλία είναι μια οικονομία κοινοκτημοσύνης και μια πολιτική φιλελεύθερη.
Δίχως την οικονομία της κοινοκτημοσύνης που κάνει ανάληψη προνομίων από το χρήμα για να το χαρίσει στην εργασία, η φιλελεύθερη πολιτική είναι μια απάτη.
Όμως, δίχως τις συνταγματικές εγγυήσεις της πολιτικής ελευθερίας, η οικονομία της κοινοκτημοσύνης διακινδυνεύει να απορροφήσει κάθε ατομική πρωτοβουλία και έκφραση.
Μια σταθερά, ένα διαρκές και προσεκτικά εξισορροπημένο ισοζύγιο μεταξύ των 2, αποτελεί μιαν ικανή και αναγκαία συνθήκη (όχι για την ευτυχία της ανθρωπότητας που είναι ένα ζήτημα διαφορετικό αλλά) για να μπορεί το κάθε άτομο να φέρει κατ΄αποκλειστικότητα την ευθύνη για την ευτυχία και το πεπρωμένο του.
Πρόκειται, απλώς, για ένα ζήτημα να μην προσθέτει κανείς μιαν καθαρά ανθρώπινη αδικία στην μύχια δυστυχία της κατάστασής μας.
Με μια λέξη –και ζητούμε συγγνώμη που επαναλαμβάνουμε ό,τι έχουμε πει προηγουμένως θέλουμε να ιδρύσουμε και να στερεώσουμε μιαν πραγματική δημοκρατία του λαού χωρίς καθυστέρηση.
Για την ακρίβεια, πιστεύουμε ότι κάθε πολιτική που αποκόπτεται από την τάξη των εργατών είναι άνευ αξιοσημείωτης σημασίας και ότι η Γαλλία του αύριο θα είναι αυτή της τάξης των εργατών.
Να γιατί ζητούμε την άμεση εκπλήρωση των όρων ενός συντάγματος (στο οποίο θα αποδίδονται στην ελευθερία οι εγγυήσεις του) και μιας οικονομίας (στην οποία θα αποδίδονται στην εργασία τα δικαιώματά της): εγγυήσεις και δικαιώματα είναι οι πρωταρχικοί όροι.
Είναι αδύνατον να μπούμε σε λεπτομέρειες στο σημείο εδώ. Θα το κάνουμε, όποτε καταστεί αναγκαίο. Για όσους ξέρουν πώς να μας διαβάζουν, το έχουμε ήδη κάνει κάπου-κάπου σε συγκεκριμένα σημεία.
Αξίζει, ακόμη, να ειπωθεί μία λέξη περί της μεθόδου.
Πιστεύουμε ότι το δύσκολο ισοζύγιο που ψάχνουμε δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως το αέναον της διανοητικής –πνευματικής και ηθικής– τιμιότητας, του μόνου που μπορεί να προσδώσει στον νου τον αναγκαίον διαφωτισμό.
Δεν πιστεύουμε στον πολιτικό ρεαλισμό.
Τα ψέματα, ακόμα και καλοσχεδιασμένα ή με θετικές προθέσεις, χωρίζουν τους ανθρώπους τον έναν από τον άλλον και τους παραπέμπουν εξόριστους στην πιο ματαιόδοξη μοναχικότητα.
Αντιθέτως, εμείς πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι δεν είναι μόνοι και ότι –όταν βρεθούν αντιμέτωποι κατά πρόσωπο με εχθρικές συνθήκες– η αλληλεγγύη τους είναι ολοκληρωτική. Ότι υπηρετεί αυτήν την αλληλεγγύη και ενισχύει αυτήν την «κοινωνία μέθεξης» –και ό,τι σχετίζεται με την ειλικρίνεια, άρα– ορίζεται ως δίκαιο και ως ελευθερία.
Να γιατί πιστεύουμε ότι η πολιτική επανάσταση δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς ηθική επανάσταση, κάτι που συνδέεται χειροπιαστά μαζί της και εδραιώνει τις πραγματικές της διαστάσεις.
Αυτό, πιθανόν, βοηθά να εξηγήσουμε τον τόνο που επιχειρούμε να δώσουμε σε αυτήν την εφημερίδα. Πρόκειται, κατά ταυτόγχρονο τρόπο, για έναν τόνο αντικειμενικότητας, ελεύθερης κριτικής και ενέργειας.
Εάν απλώς και μόνον οι άνθρωποι έκαναν την προσπάθεια να τον καταλάβουν και να τον δεχθούν, είμαστε αρκετά ηλίθιοι να πιστεύουμε ότι για πολλούς Γάλλους θα άρχιζε μια περίοδος μεγάλης ελπίδας. 


«ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
Το κείμενο αυτό αποτελεί νοηματική ενότητα με τα εξής άρθρα: «Η ΕΠΙΛΟΓΗ», «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ», «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», «ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», «ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ», «Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ», «ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΑΣ», «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «ΧΑΡΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «ΕΘΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «ΚΡΑΤΟΣ, ΕΘΝΟΣ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ». Ως προς το θέμα της αρχής, ξεχωρίζουν οι αναφορές του δημοσιογράφου-συγγραφέα στα άρθρα με τίτλο «Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ» και «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΥΠΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ» και «Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ» σε συνδυασμό με όλα τα άρθρα περί Συνταγματικότητας, Νομιμοποίησης, Δημοκρατίας και Δικαιοσύνης τόσο για την Ευρώπη και για την Ελλάδα (από πλευράς Αντίστασης, Εξέγερσης και Επανάστασης) όσο και για τις υπόλοιπες χώρες που αναλύονται στις μεταφράσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με τίτλο «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟ ΕΤΟΣ 2000», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ» Τα θέματα αυτά περί Δικαίου μπορούν να συνενωθούν συνταγματικά με το περιεχόμενο των άρθρων «Ο ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΟΡΜΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «DE FACTO ΚΑΙ DE JURE ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ», «Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ», «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ», «Η ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», «ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΙΑ». Τα θέματα αρμονίας και δικαιοσύνης αναλύονται και στο σύνολο μετάφρασης του έργου της Σιμόν Βέϊλ όπως «Η ΒΑΡΥΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΗ» και «Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ».


Γίνεται λόγος για την επιβολή της τάξης τώρα, άμεσα.
Αυτό συμβαίνει επειδή η τάξη είναι κάτι καλό και εμείς είμαστε εξ αυτών που πονέσαμε σοβαρά για την απώλειά της.
Γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι της γενιάς μας δεν έχουν ποτέ ως τώρα γνωρίσει αυτήν την συγκεκριμένην τάξη ή ηρεμία και γι’ αυτό η νοσταλγία που αισθάνονται για αυτήν θα μπορούσε να τους ωθήσει να προβούν σε αναίσχυντες πράξεις εάν δεν είχαν την πεποίθηση ότι αυτή η τάξη που θέλουν θα πρέπει να ταυτίζεται με την αλήθεια.
Οπότε, η επιδίωξη αυτή τους κάνει να είναι κάπως υποψιασμένοι και προσεκτικοί όταν πρέπει να γίνει μια επιλογή ανάμεσα σε αυτά τα δείγματα τάξεως που τους έχουν προταθεί.
Διότι, συν τοις άλλοις, η έννοια «τάξη» είναι μεν σύνθετος αλλά είναι και κρυπτική, σκοτεινή. Υπάρχει η μορφή τάξης που εξακολουθεί να καλύπτεται υπό τον τίτλο «Τάξις βασιλεύει στην Βαρσοβία», υπάρχει η μορφή τάξης που υποκρύπτει σύγχυση και χάος και υπάρχει και το είδος τάξης που αγαπούσε ο Γκαίτε και τίθεται πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι στην δικαιοσύνη. Υπάρχει, εξάλλου, και η άνωθεν, υψηλότερη μορφή τάξεως που επικρατεί στις καρδιές και στον νου και παίρνει το όνομα «αγάπη» καθώς και μια αιματοβαμμένη τάξη στην οποίαν ο άνθρωπος φτάνει να αρνείται τον ίδιο του τον εαυτό και είναι μια μορφή αυτή που αντλεί τις δυνάμεις της από το μίσος.
Ελπίζουμε πως θα καταφέρουμε να διακρίνουμε την ορθή τάξη που έχουμε κατά νου.
Είναι φανερόν ότι η τάξη υπό συζήτηση αμέσως τώρα είναι μια τάξη κοινωνική. Σημαίνει, όμως, η έκφραση «τάξη κοινωνική» κάτι περισσότερο από ηρεμία στους δρόμους;
Υπάρχει λόγος να αμφιβάλουμε.

Τις ημέρες του Αυγούστου,
η αλήθεια είναι, νοιώθαμε όλοι μέσα στα καρδιοχτύπια μας ότι οι πρώτες σφαίρες της εξέγερσης σημάδευαν στο κέντρο για να δώσει αυτό την έναρξη για την επιβολή της τάξης.
Όσο κι αν οι επαναστάσεις μπορεί να διακρίνονται για την έλλειψη τάξης, εγκυμονούν έναν κανόνα τάξης.
Η αρχή αυτή μπορεί να επικρατήσει εάν η επανάσταση είναι ολοκληρωτική. Εάν, όμως, αποτύχει η επανάσταση να επέλθει ή σταματήσει στην μέση, τότε ακολουθούν χρόνια καταπίεσης, μονοτονίας και σύγχυσης.
Ε λοιπόν, τότε, «τάξη κοινωνική» σημαίνει «κυβερνητική ενότητα»; Η ενότητα είναι ουσιαστική, σίγουρα. Μα, και το Γερμανικό Ράϊχ κατάφερε να είναι ενωμένο και, όμως, δεν μπορούμε να πούμε και σήμερα ότι έφερε πραγματική τάξη στην Γερμανία.
Θα βοηθούσε, ίσως, εάν απλώς κοιτούσαμε την ατομική συμπεριφορά.
Πότε λέμε ότι ένας άνθρωπος έχει θέσει την ζωή του σε τάξη;
Όταν έχει κάνει μιαν συμφωνία με ό,τι πράττει και η συμπεριφορά του παρουσιάζει συνοχή με ό,τι πιστεύει ως αληθές.
Ο επαναστατημένος που πεθαίνει μέσα στο χάος του πάθους για χάρη μιας ιδέας που έχει αγκαλιάσει και ενστερνιστεί είναι, όντως, ένας άνθρωπος της τάξης επειδή έχει οργανώσει την συμπεριφορά του ολοκληρωτικά γύρω από μιαν αρχή που ο ίδιος θεωρεί ως αυταπόδεικτη.
Κανείς, όμως, δεν μπορεί ποτέ να μας κάνει να θεωρήσουμε σαν άνθρωπο της τάξης το προνομιούχο άτομο που σε όλην την ζωή του τρώει τρία πλήρη γεύματα την ημέρα και είναι ιδιοκτήτης μιας περιουσίας ασφαλισμένης και εγγυημένης από τίτλους blue-chips αλλά κλειδώνει τις πόρτες του όποτε υπάρχει αναταραχή στους δρόμους. Είναι απλώς και μόνον ένας άνθρωπος με φόβο στην καρδιά του και τα χρήματά του στην τράπεζα.
Εάν η έκφραση της «κοινωνικής τάξης» στην Γαλλία σημαίνει λήψη μέτρων πρόνοιας με δειλία στην καρδιά, θα μπαίναμε στον πειρασμό να την θεωρήσουμε ως την χείριστη μορφή χάους, εφόσον η αδιαφορία ανάβει πράσινο φως για αδικίες κάθε είδους.
Εξ ου και οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τάξη δίχως εξισορρόπηση, ισοζύγιο και αρμονία.
Όσον αφορά την κοινωνική τάξη, αυτό σημαίνει εξισορρόπηση κατ’ αποκλειστικότητα μεταξύ της ενωμένης κυβέρνησης και του λαού που εξουσιάζει.
Η αρμονία πρέπει να βασίζεται σε μιαν αρχή άνωθεν.
Για εμάς, αυτή η αρχή είναι η δικαιοσύνη.
Δεν υπάρχει καμιά τάξη άνευ δικαιοσύνης –και η ιδεατή τάξη εντοπίζεται στην ευτυχία του λαού.
Οπότε, δεν μπορεί κανείς να επικαλείται την ανάγκη τάξεως για να επιβάλη τους ευσεβείς του πόθους. Εάν το κάνει, παρακάμπτει το πρόβλημα δια της λανθασμένης οδού.
Δεν πρέπει να εμμένει κανείς στην ύπαρξη τάξης ως συνθήκης για την καλή διακυβέρνηση∙ είναι καλύτερο να κυβερνά κανείς με τον σωστό τρόπο ώστε να επιτευχθεί το μοναδικό εκείνο είδος τάξεως που δίνει νόημα στο χάος. Δεν είναι η τάξη που ενισχύει την δικαιοσύνη αλλά η δικαιοσύνη αυτή που χορηγεί την δωρεά της πιστότητας, τα πιστοποιητικά, στην τάξη.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος από εμάς
υπέρμαχος αυτής της άνωθεν τάξεως που αποτελεί το χαρακτηριστικό ενός έθνους σε ειρήνη με τον εαυτό του και το πεπρωμένο του, ένα έθνος στο οποίο κάθε άτομο μοιράζεται τόσο στην εργασία όσο και στην ψυχαγωγία, στο οποίο οι εργαζόμενοι να μπορούν να κάνουν το επάγγελμά τους δίχως πικρίες ή ζηλοφθονίες, στο οποίο οι καλλιτέχνες να μπορούν να δημιουργούν χωρίς να βασανίζονται από την ανθρώπινη μιζέρια και στο οποίο κάθε πρόσωπο μπορεί επιτέλους να στοχάζεται σιωπηλά για την θέση του.
Δεν έχουμε καμιάν διεστραμμένην συμπάθεια για έναν κόσμο βίας και οχλαγωγίας όπου θα διασπαθιζόταν με σπάταλες και απέλπιδες συγκρούσεις ό,τι το καλύτερο βρίσκεται στην ψυχή μας.
Εφόσον, όμως, ετέθη η πρόκληση και ο αγώνας ξεκίνησε, πιστεύουμε ότι πρέπει να διεξαχθεί ως το τέλος.
Πιστεύουμε, άρα, ότι υπάρχει μια τάξη που δεν επιθυμούμε διότι θα μας ανάγκαζε να παραιτηθούμε και θα σήμαινε το τέλος κάθε ελπίδας για την ανθρωπότητα. Καθώς είμαστε αποφασισμένοι να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί και να στερεωθεί επιτέλους μια δίκαια τάξη.
Είμαστε ως εκ τούτου και εξίσου αποφασισμένοι να απορρίψουμε –μία και καλή– την πασίγνωστη αντίληψη ενός διάσημου ανθρώπου σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει «ουδέν νεώτερον» και να δηλώσουμε ότι προτιμούμε τελικά από την αδικία την αταξία, εσσαεί και αιωνίως. 



«ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ “COMBAT”, 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1944 Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το κείμενο αυτό είναι πρωταρχικό για την διασύνδεση των δημοσιογραφικών γραπτών του συγγραφέα και των κειμένων περί Συνθηκών, Διπλωματίας, Ευρώπης, Ρεπούμπλικας, Συντάγματος και Δημοκρατίας. α) «ΧΑΡΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΥΠΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ», «DE FACTO ΚΑΙ DE JURE ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ», «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ», «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ», «ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ» και β) «Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ», «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ», «Η ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», «ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΙΑ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» (βλ. και τις μεταφράσεις Όργουελ «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ», «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» και «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»), «Η ΕΠΙΛΟΓΗ», «ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ, ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ» και γ) την «ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΟΥ Ο.Η.Ε.», την «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ» και την διπλωματική μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ». Βλ. και τις αναφορές του θέματος της γλώσσας, του Corpus Christi και του Languedoc.
2. Ως προς την Ισπανία, το έργο του συγγραφέα-δημοσιογράφου αναφέρεται στην κινηματογραφική ταινία “Sierra de Teruel” που αναφέρεται στην εμπειρία της Αποκάλυψης και βασίστηκε στο μυθιστόρημα του André Malraux «L’ Espoir»-«Η Ελπίς» που εστιάζει στην μάχη για την κατάληψη του Alcazar στο Τολέδο της Ισπανίας. Το θέμα συνδέεται με τις μεταφράσεις των Καμύ-Όργουελ-Καίσλερ ως προς την ελπίδα των φυλακισμένων της Ισπανίας και των προλετάριων, ως προς τους διωκομένους των στρατοπέδων συγκέντρωσης αλλά και σε ειδική σχέση με την Ελλάδα, την Γερμανία, τον Χίτλερ και τα ψηφιδωτά-πίνακες στις τοιχογραφίες Μποτιτσέλλι στις Κατακόμβες και το πλαίσιο στήριξής τους.
3. Σημειώνεται ότι το αδημοσίευτο άρθρο του συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAT (μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου) είναι το μοναδικό κείμενο του συγγραφέα από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα. Copyright by Albert Camus and Combat. Rights of reproduction reserved for all countries. Η μαρτυρία 500 συγγραφέων, διανοουμένων και δημοσιογράφων του κινήματος COMBAT το 1948 στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. αφορά την λειτουργία του Συμβουλίου Υπουργών του θεσμού που καλείται Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης ή Σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης - “Conseil National de la Résistance” και συνδέεται με το Συμβούλιο Αντίστασης του Ο.Η.Ε. Το κυβερνητικό όργανο –το Υπουργείο Πληροφόρησης (Ministry of Information-M.O.I.) που είναι κοινό σε Όργουελ («1984) και Καμύ (“COMBAT”)– συνδέεται με το Μανιφέστο του Vendotene (1941) των Spinelli-Camus και με το Σχέδιο Συνθήκης Spinelli για το Σύνταγμα της Ε.Ε. είναι το μοναδικό που ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ έχει ήδη ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1984. Βλ. και τα άρθρα περί φωτός επανάστασης των Βρυξελλών, το θέμα του Συμβιβασμού του Λουξεμβούργου στην Ε.Ε. ως προς τον Charles de Gaulle και το κυβερνητικό Δόγμα René Capitant.

Η διακυβέρνηση είναι κάτι καλό,
χρειάζεται όμως –στην πραγματικότητα καλεί για– μέθοδο.
Οι ορθοί κανόνες οδηγούνται μερικές φορές σε συμβιβασμό λόγω του τρόπου με τον οποίον εφαρμόζονται∙ επειδή έχουμε ένα παράδειγμα πρόσφατο, θα ήταν χρήσιμο να το αναδείξουμε∙ για χάρη της ίδιας της κυβέρνησης.
Για να έρθουμε κατευθείαν στο σημείο αυτό που θέλουμε να τονίσουμε: οι λόγοι της κυβέρνησης για την διάλυση των πατριωτικών πολιτοφυλάκών άξιζαν περισσότερη συζήτηση (αν μη τι άλλο) και όντως συζητήθηκαν με ζωντανούς διαξιφισμούς όπου έγινε ορατή η κλαγγή των απόψεων.
Ως εδώ, τίποτα που να μην είναι εν τάξει.
Μπορούσε κανείς να πιστεύει ότι η κυβέρνηση είχε δίκιο ή ότι είχε λάθος (και εκφράσαμε την δική μας οπτική σε αυτές τις σελίδες). Σε κάθε περίπτωση, η διαπραγμάτευση αφορούσε μιαν κυβερνητικήν απόφαση εντός ενός πλαισίου στήριξης που είχε τεθεί με βάση συνθήκες όπου περιέχονταν 2 ή 3 αρχές που άξιζαν προσεκτικής εξέτασης.
Ύστερα από αυτόν τον διάλογο, πάντως, η κυβέρνηση ενέμεινε στην θέση της.
Χάρη στην συμβολική που περιείχε η γεωμετρική αυτή πρόοδος, αυτοί που είχαν ασκήσει κριτική κατά των βημάτων που έκανε το Συμβούλιο Υπουργών, ανέμειναν στον κύριο συλλογισμό τους ο οποίος επικεντρωνόταν στην ύπαρξη μιας Πέμπτης Φάλαγγας και στην ανάγκη για μιαν «αστυνομία του λαού». Και πάλι, οι στάσεις ήταν αποκαλυπτικά φανερές και η θέση της κυβέρνησης –αν και προκλητική αμφισβητήσεων– δεν οδήγησε σίγουρα σε διαπόμπευση.
Τώρα, όμως, έχουν σημειωθεί γεγονότα στο Παρίσι.
Υπήρχαν απειλές και προειδοποιήσεις και μετά ακούστηκε ότι εξερράγησαν ορισμένες ατμομηχανές, λοκομοτίβες γεμάτες πυρομαχικά και προκλήθηκαν θάνατοι και τραυματισμοί. Όλα αυτά προκάλεσαν αίσθηση.
Και αφού τα γεγονότα αυτά κάλλιστα μπορεί να γεννήθηκαν από τα εκδοτικά ζητήματα που διαγωνίστηκαν στον πρόσφατον αυτόν δημόσιο διάλογο, όλοι όσοι ενεπλάκησαν έπρεπε να στοχαστούν τις επιπτώσεις της στάσης τους.
Σύμφωνα με την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι αδύνατον να πει κανείς αν οι εκρήξεις υπήρξαν αποτέλεσμα ατυχήματος ή επίθεσης. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι έγινε επί τόπου επίθεση και άλλοι αναμένουν περαιτέρω πληροφόρηση πριν καταλήξουν στην σκέψη τους.
Ποιά πρέπει να είναι στην περίπτωση αυτή η πολιτική της κυβέρνησης;
Ό,τι κι αν σκεφτούν οι σοφοί και οι σκεπτικοί, η μοναδική και κατ’ αποκλειστικότητα σοφή πολιτική για κάθε κυβέρνηση είναι να λέει πάντα την αλήθεια.
Η κυβέρνηση -υποθέτουμε– ποτέ δεν αρνήθηκε ότι ήταν δυνατό να γίνουν επιθέσεις. Ξέρει καλύτερα από πολλούς άλλους ότι μια μειοψηφία δοσίλογων συνεργατών και πολιτο-φυλάκών/miliciens εξακολουθούν να υπάρχουν στην χώρα αυτή. Αυτό που είναι ακόμα πιο συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν απέκρουσε ποτέ το επιχείρημα που πρόβαλαν οι αντίπαλοί της. Είπε απλώς ότι εάν υπάρχει μια Πέμπτη Φάλαγγα, η κυβέρνηση είναι αυτή που πρέπει να την ξεριζώσει.
Άρα, η κυβέρνηση θα μπορούσε να εκλέξει σήμερα να ενημερώσει το κοινό πλήρως και να απελευθερώσει την μετάδοση όλων των πληροφοριών που έχει υπό την κατοχή της –με εξαίρεση των θεμάτων στρατιωτικής ασφαλείας– και θα μπορούσε να δεχθεί ότι μια επίθεση μπορεί να είναι εξίσου ο λόγος της επίθεσης όσο ένα γεγονός.
Αντιθέτως, εξέλεξε να απελευθερώσει στο φως της δημοσιότητας αντικρουόμενες ανακοινώσεις/communiqués και να λογοκρίνει κάθε ένδειξη ότι είχε προηγηθεί επίθεση.
Για να το θέσουμε με μετριοπάθεια, αυτή δεν είναι λογική μέθοδος διακυβέρνησης.
Δεν θα εμμείνουμε στον κανόνα της αλήθειας και της ειλικρίνειας σύμφωνα με τις οποίες η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι πάντοτε ανοιχτή για όλα όσα ξέρει ούτε στην ανοησία να πιστέψουμε ότι τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τόσο πλησίον στο Παρίσι θα μπορούν για πολύ να καλύπτονται.
Θα θέλαμε, όμως, να τονίσουμε στην κυβέρνηση ποια υπήρξαν τα αποτελέσματα της πολιτικής της.
Ως εκ του αποτελέσματος, η πολιτική της επέτρεψε στον κόσμο να πιστέψει ότι η κυβέρνηση γνώριζε ότι υπήρχε επίθεση, ότι γνώριζε την ισχύ του κυρίου επιχειρήματος του αντιπάλου της και ότι έπνιξε κι απαγόρευσε την έκδοση και δημοσίευση κάθε πληροφορίας που θα στήριζε αυτό το επιχείρημα επειδή ένοιωθε αγωνία για την θέση της την οποία έβλεπε να απειλείται.
Αυτή η πολιτική δεν έχει νόημα.
Δεν ενισχύει την στάση της κυβέρνησης αλλά, στην πραγματικότητα, την αδυνατίζει. Σκιάζει με αμφιβολίες τα κίνητρά της που προηγουμένως δεν υπήρχε λόγος να μην τα θεωρούμε καθαρά. Στο τέλος, υποτιμάει ότι πολλοί ήταν προετοιμασμένοι να δοξάσουν.
Αυτό είναι, από κάθε άποψη, ατυχές.
Αντιθέτως, αυτό που εμείς ζητούμε είναι να υϊοθετήσουν τα υπουργεία και τα γραφεία της κυβέρνησης προς την εσωτερική, κατ’ οίκον πολιτική την στάση αυτή που εγκαινίασε ο Στρατηγός Ντε Γκωλ στην εξωτερική πολιτική: την διπλωματία της αλήθειας.
Η Γαλλία πρέπει να μιλήσει με μια φωνή –και αυτήν, καθαρή.
Χρειάζεται μία κυβέρνηση –αλλά πιστή στην αλήθεια.
Είχε πάθει ασφυγξία από τα ψέματα και γι’ αυτό πρέπει να τις μεταδοθεί η κατ’ εξοχήν πνοή της αλήθειας.
Κάθε στιγμή που δεν της μεταδίδεται αυτός ο αέρας, η ίδια η ζωντάνια του έθνους κινδυνεύει.
Αυτή είναι μια αρχή στην οποία πρέπει να μείνουν πιστά όλα τα κυβερνητικά γραφεία. Όποτε γίνεται φανερό ότι δεν την φυλάττουν, πρέπει να αναγκάζονται να την φυλούν.


«Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΥΠΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το κείμενο αυτό είναι θεμελιακό για την στήριξη όλων των υπολοίπων γραπτών στο σύνολο του έργου του συγγραφέα που εκτυλίσσεται και επικεντρώνεται γύρω από την 19η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ αλλά και σε συμφωνία με τα άρθρα με τίτλο α) «ΧΑΡΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ», «ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΙΑ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και β) «Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου», «Η Δευτέρα Παρουσία και η αντίσταση των εφημερίδων», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Η απάτη και η αρετή στις εκδόσεις», Ραδιόφωνο και Χριστιανική Δημοκρατία». Βλ. τις μεταφράσεις Όργουελ περί Ελευθερίας του Τύπου και Επιστήμης. Για το θέμα του όρκου, το άρθρο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».
2. Σημειώνεται ότι το αδημοσίευτο άρθρο του συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAT (μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου) είναι το μοναδικό κείμενο του συγγραφέα από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα. Copyright by Albert Camus and Combat. Rights of reproduction reserved for all countries.
3. Ως προς την λειτουργία ως κυβερνητικού και εκκλησιαστικού οργάνου του Υπουργείου Πληροφοριών, το αρμόδιο κυβερνητικό όργανο –το Υπουργείο Πληροφόρησης (Ministry of Information-M.O.I.) που είναι κοινό σε Όργουελ («1984) και Καμύ (“COMBAT”)– στηρίζει την όλη φιλοσοφία του οργανισμού με τον τίτλο «ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ Ο.Η.Ε.» και την θέση σε ισχύ του όλου Λειτουργικού Συστήματος με βάση το Κ.Π.Σ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Μανιφέστο του Vendotene (1941) των Spinelli-Camus. Από τα κείμενα Καμύ-Όργουελ-Καίσλερ περί Ισπανίας προκύπτει ότι ολόκληρη η φιλοσοφία και το Σύνταγμα λειτουργίας των μελών του οργανισμού είναι έτοιμα. Το θέμα συνδέεται με τον Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου το 1966 υπό τον Ντε Γκωλ καθώς και με το περιεχόμενο των κειμένων «Η ΓΑΛΛΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ», «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ». Το πιο σημαντικό είναι ότι το Σχέδιο Συνθήκης Spinelli για το Σύνταγμα της Ε.Ε. είναι το μοναδικό που ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ έχει ήδη ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 14/2/1984.
Δεν αποτελεί μυστικό το ότι η Ομοσπονδία του Αντιστασιακού Τύπου (Féderation de la Presse Clandestine) διαμαρτυρήθηκε σε υψηλούς τόνους για τις οδηγίες που εξέδωσε ο Officiel αναφορικά με την κυκλοφορία και λειτουργία εφημερίδων. Η Ομοσπονδία έκανε έκκληση στον Στρατηγό Ντε Γκωλ να εγείρει το ανάστημά του κατά της ίδιας της Κυβέρνησης.
Υπάρχουν λόγοι για την εκδήλωση αυτού του φαινομενικού παραδόξου.
Το κοινό θα μπορούσε να το θεωρήσει ως απάτη.
Το πρόβλημα είναι σαφές, όμως, και αντιδρούμε τόσο θερμά επειδή το πρόβλημα είναι και σοβαρό. Πού εντοπίζεται;
Ο Officiel έχει μόλις πρόσφατα δημοσιεύσει οδηγίες-διατάγματα για την λειτουργία του Τύπου. Αναφορικά με όλα τα ζητήματα αμέσου ενδιαφέροντος για τους δημοσιογράφους της Αντίστασης –διατάζεται η επικείμενη έκδοσις νέων εφημερίδων (άρθρο Ι, παρ. 3), η αδειοδότηση και η παροχή διαπιστευτηρίων ή πιστοποιητικών με έκθεση της αρμόδιας επιτροπής για την εξαίρεση των συνεργατών της Αντίστασης (άρθρο ΙΧ) καθώς και ο ορισμός συχνοτήτων για την τιμή πώλησης, διάθεσης, κυκλοφορίας, μορφοποίησης και κατακύρωσης της ιδιοκτησίας των εφημερίδων (άρθρο ΧΙΙΙ)– με τις διατάξεις των κειμένων αυτών παραχωρείται όλη η εξουσία στα κατάλληλα υπουργεία δίχως να λαμβάνεται καμία απολύτως πρόνοια διαβούλευσης με τις εφημερίδες της Αντίστασης.
Είμαστε αντίθετοι στην λήψη αυτών των μέτρων.
Δεν θέλουμε να ανοίξουμε πόλεμο κατά της Κυβέρνησης.
Ελπίζουμε, πράγματι, ότι η Κυβέρνηση θα αποφύγει πολεμικές αυτού του είδους.
Δεν υπερασπιζόμαστε μια θέση αλλά ένα ήθος.
Εάν οι επίσημοι γραφειοκρατικοί κύκλοι ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν την συλλογιστική μας, δεν θα είχαν καμία δυσκολία να αναγνωρίσουν το ήθος αυτό που τώρα τους κρύβουν τόσοι πολλοί παραγοντίσκοι συμβουλάτορες που παρεμβαίνουν.
Ας θέσουμε μιαν αρχή.
Η Κυβέρνηση την ώραν αυτή πιέζεται από τις συνθήκες να κυβερνά χωρίς Κοινοβούλιο. Όντως, οι μόνοι που δεν βλέπουν ότι πιέζεται είναι οι ξένοι. Υποθέτουμε, άλλωστε, ότι η Κυβέρνηση δεν επιθυμεί να κυβερνά μόνη της. Άρα, κάπου πρέπει να βρει πλαίσιο στήριξης να στηριχτεί.
Θα εμφανιζόταν ότι έχουμε αφέλεια εάν κάναμε την πρόταση να στηριχτεί –επί παντός του επιστητού– σε ειδικούς που μπορούν να φέρουν σε πέρας την συγκεκριμένη τάξη των κειμένων;
Τί εννοούμε «ειδικούς»;
Όχι απλώς και μόνον ανθρώπους που είναι εξοικειωμένοι με τις τεχνικές δυσκολίες ενός λειτουργήματος αλλά και εκείνους τους ανθρώπους που είναι εξοικειωμένοι εξίσου με τις τεχνικές αλλά και τις ηθικές δυσκολίες.
Αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός που ισχύει για τους δημοσιογράφους που αντιπροσωπεύονται στην Ομοσπονδία του Αντιστασιακού Τύπου.
Αυτοί είναι οι δημοσιογράφοι που κατήγγειλαν την προδοσία του Γαλλικού Τύπου και την αναξιοπιστία των εκπροσώπων του. Αυτοί είχαν στα χέρια τους την παραγωγή των εφημερίδων της Αντίστασης.
Σήμερα, η προβολή αντίστασης φαίνεται εύκολη.
Όλοι αντιστάθηκαν, όπως φαίνεται να ξέρουν όλοι.
Αυτήν την στιγμήν, όμως, αξίζει να επαναλάβουμε ότι οι δημοσιογράφοι της Αντίστασης αισθάνονταν μόνοι (αναμφίβολα, δεν είχαν πλήρην ενημέρωση).
Μέσα στην μοναχικότητά τους, σκέφθηκαν τα πράγματα εξ αρχής.
Παρατήρησαν ότι η απαξία και η ατιμία του Γαλλικού Τύπου συνδεόταν τόσο με τα άτομα όσο και με τους θεσμούς.
Τα άλλαξαν τα πράγματα λαμβάνοντας μέτρα που κατέστησαν εφικτή μιαν πραγματικήν επανάσταση στον Τύπο.
Το κοινό δεν είναι ακόμα και σήμερα εντελώς ενήμερο για τις μεταρρυθμίσεις αυτές. Ωστόσο, η δράση της Ομοσπονδίας επέτρεψε στις εφημερίδες μας να εμφανιστούν εν μέσω της εξέγερσης και τους επιτρέπει να ευημερούν σήμερα σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας, δίχως οποιανδήποτε οικονομική ή ηθική δουλεία.
Αυτό είναι ένα συμπέρασμα καλά δεμένο.
Πρέπει, όμως, να στρέψουμε το βλέμμα σε αυτήν την νέαν επανάσταση.
Και την ζητούμε να εκτιμήσει τις συμβουλές μας (όχι για χάρη ενός άνευ σημασίας πρεστίζ αλλά λόγω της σκέψης που κάναμε όταν λειτουργούσαμε με μυστικότητα και λόγω της γνώσης που λάβαμε κατά την νύχτα της αλήθειας) που είμαστε αποφασισμένοι να θέσουμε σε χρήση.
Εάν η Κυβέρνηση δεν στηριχθεί σε αυτό το πλαίσιο διατάξεων για το ζήτημα του Τύπου, δεν θα έχει κανένα πλαίσιο στήριξης ή, ειδάλλως, θα βασίζεται σε ένα λεφούσι άπληστων συμβουλατόρων που ανυπομονούν να εκδώσουν οδηγίες επειδή ήταν από τους πρώτους που αδιαφόρησαν και εξέφρασαν την γνώμη ότι τίποτε ποτέ δεν αλλάζει και, κατόπιν, έμειναν άφωνοι επειδή ανακάλυψαν ότι κάτι είχε αλλάξει εν τω μεταξύ.
Δεν πιστεύουμε ότι η Κυβέρνηση θέλει να στηρίζεται στο κενό ούτε, όμως, θέλουμε να πιστεύουμε ότι προτιμά αυτούς που της εκδίδουν οδηγίες σήμερα και όχι αυτούς που χθες πλήρωσαν για αυτές τις οδηγίες.
Πρέπει, επομένως, να παρακάμψουμε και να υπερβούμε αυτούς τους συμβούλους και να απευθύνουμε έκκληση σε κάποιον που υπήρξε ο πρώτος που πλήρωσε και απέδειξε ότι αυτός, τουλάχιστον, διέθετε αντίληψη για το τι σημαίνει τιμή.
Να γιατί –παρά το φαινομενικά παράδοξο– καλούμε τον Σαρλ Ντε Γκωλ ενάντια στην ίδια την κυβέρνησή του.
Ας αναφέρουμε –ως ενσταντανέ– ότι το κάνουμε δίχως ιδιαίτερη χαρά.
Θα ήταν καλύτερα να μην έπρεπε να στραφούμε εναντίον της. Ενεργούμε, όμως, με αποφασιστικότητα χάρη στον μυστικό όρκο που πήρε ο καθένας μας μέσα στην μοναξιά των ετών της Αντίστασης, έναν όρκο που κανείς μας ποτέ δεν μπορεί να ξεχάσει.



«ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟ ΕΤΟΣ 2000»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό είναι συνδεόμενο με τα άρθρα «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ». «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και, βέβαια, σε σύνδεση με το θεατρικό έργο «ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ». Το ζήτημα της συγγραφικής καινοτομίας (novelty) που επαναλαμβάνεται διαρκώς έχει κοινά σημεία με την θεωρία Capitant περί ανανέωσης (innovation) και αυτές οι δύο ιδέες αμφότερες εμφανίζονται να έχουν κοινά σημεία με τις αναφορές στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» με τον συγγραφικό νεωτερισμό του Χριστού και τις θεωρίες του Πλωτίνου και του Αυγουστίνου. Συγκρίνετε με το περιεχόμενο των άρθρων «ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ», «Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» σε σχέση με τις θυσίες, τον πρέσβη Ormesson, το αλάθητο του Πάπα και σε σχέση με τις αλληλένδετες μεταφράσεις Καμύ-Όργουελ περί Ελευθερίας και Χριστιανισμού και την μετάφραση Βέϊλ «Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ». Εκτός του ότι το θέμα συνδέεται με τις Χριστιανικές σαρκοφάγους στις Κατακόμβες της Ρώμης, στο άρθρο «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΥΠΟ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ» αναφέρεται ότι «η Γαλλία δεν διαθέτει κανέναν ολόκληρο έρεβος τόσο αβυσσαλέο όσο εκείνο κοντά στην Τεργέστη, μέσα στο οποίο θα μπορούσε κανείς να βάλει ολόκληρη και ακέραια την Ρωμαϊκή Καθεδρική Εκκλησία του Αγίου Πέτρου» ενώ ο Πάπας Πίος XII ήταν αυτός που σχεδίασε την είσοδο στο Μουσείο Βατικανού για το 2000.

Όσο περισσότερο σκέπτεται κανείς, τόσο περισσότερο πείθεται ότι ένα ορισμένο είδος σοσιαλιστικού δόγματος αρχίζει να διαμορφώνεται και να εδραιώνεται σε ένα ευρύ κομμάτι της κοινής γνώμης. Θίξαμε εν τάχει το θέμα αυτό χθες.
Το υποκείμενο που τίθεται προς αντίληψιν, ωστόσο, είναι αρκετά σημαντικό για να νομιμοποιούμαστε να το εξερευνήσουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια –διότι, εν τέλει, σε όλην αυτήν την ανάλυση δεν υφίσταται «ουδέν νεώτερον».
Πιθανόν οι αντίπαλοι κριτικοί να εκφράζουν απογοήτευση για το γεγονός ότι οι άνθρωποι της Αντίστασης –και πολλοί άλλοι Γάλλοι μαζί τους– προχώρησαν σε τόσα μήκη για να φτάσουν σε αυτό το σημείο.
Ας μας επιτραπεί, πρωτίστως, να πούμε ότι δεν είναι απολύτως αναγκαίο για τις πολιτικές θεωρίες να είναι νέες.
Η πολιτική τίποτε το κοινό δεν έχει με την ιδιοφυΐα (η δράση είναι κάτι άλλο, διαφορετικό).
Οι ανθρώπινες ασχολίες είναι περίπλοκες στην λεπτομέρειά τους αλλά απλές στην ουσία τους.
Η κοινωνική δικαιοσύνη εύκολα μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μιαν φιλοσοφία εφευρετικότητας και εξυπνάδας. Απαιτεί απλώς και μόνο λίγες κοινότοπες αλήθειες και ορισμένες απλές ιδιότητες όπως η προβλεπτικότητα, η ενέργεια και η έλλειψη εγωϊσμού. Σε αυτά τα ζητήματα, η αναζήτηση της καινοτομίας, της ανανέωσης, του νεωτερισμού (innovate) έναντι κάθε κόστους σημαίνει να εργάζεται κανείς με το βλέμμα προς το έτος 2000 –ενώ εμείς στην Γαλλία χρειαζόμαστε να πλεύσουν οι δουλειές μας στο πέλαγος και να μπουν σε τάξη άμεσα, αύριο εάν είναι δυνατόν.
Κατά δεύτερον λόγο, δεν είναι η καινοτομία που κάνει αποτελεσματικά τα δόγματα ή τις πολιτικές δογματικές θεωρίες αλλά η ενέργεια που ενσαρκώνουν και οι θυσίες που εμπνέουν.
Είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς εάν ο θεωρητικός σοσιαλισμός της Γ’ Δημοκρατίας συγκίνησε βαθύτατα τους οπαδούς της αλλά σήμερα πολλοί ποθούν μιαν σοσιαλιστική πολιτική επειδή προσδίδει στους φλεγόμενους πόθους τους για δικαιοσύνη μιαν συνεκτική μορφή.
Μπορεί, στο τέλος, να μπαίνουν ορισμένοι στον πειρασμό να πιστέψουν ότι ο σοσιαλισμός δεν θα καταφέρει πολλά επειδή η ιδέα τους περί σοσιαλισμού μάλλον είναι περιορισμένη.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη μορφή σοσιαλιστικής θεωρίας που αποστρεφόμαστε ίσως ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι αποστρεφόμαστε την πολιτική τυραννία: πρόκειται για την θεωρία που εφησυχάζεται πάνω στην βάση της αισιοδοξίας και επικαλείται την αγάπη προς την ανθρωπότητα με σκοπό να αυτοεξαιρεθεί από την παροχή υπηρεσιών προς τα άτομα. Χρησιμοποιεί, επίσης, το αναπόφευκτον της προόδου ως επιχείρημα για να αποφύγει να απαντήσει στο πρόβλημα των μισθών προς τους ανθρώπους και εκμεταλλεύεται την διεθνή ειρήνη για να αποφύγει να προχωρήσει σε απαραίτητες θυσίες.
Αυτή η μορφή σοσιαλισμού βασίζεται κυρίως στις θυσίες των άλλων.
Όσοι την κηρύττουν, ποτέ δεν δεσμεύονται.
Με μιαν λέξη, αντιμετωπίζει τα πάντα με δειλία –και ειδικά την επανάσταση.
Την μορφή αυτή την είδαμε προηγουμένως στην ανάλυσή μας και είναι αλήθεια ότι δεν θα είχε μεγάλη αξία αν το μόνο που σήμαινε ο σοσιαλισμός σήμαινε μιαν επιστροφή στην μορφή του σοσιαλισμού ε κ ε ί ν ο υ.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη μορφή σοσιαλισμού, ένας σοσιαλισμός που είναι αποφασισμένος να πληρώσει το αναγκαίο τίμημα.
Είναι ένας σοσιαλισμός που απορρίπτει εξίσου τα λάθη και την αδυναμία. Δεν σπαταλά την πνοή του σε λόγια περί προόδου –αν και έχει την πίστη ότι το πεπρωμένο και η μοίρα βρίσκονται πάντοτε στα χέρια του ανθρώπου– ούτε δέχεται το απόλυτο και το αλάνθαστο των δογματικών θεωριών από την στιγμή που θέτουν τέρμα στην βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης.
Πρεσβεύει ότι η δικαιοσύνη αξίζει κάλλιστα μιαν επανάσταση.
Εάν για την δικαιοσύνη είναι δύσκολη μια επαναστατική πρόοδος επειδή η επανάσταση -σε σύγκριση με ορισμένα άλλα δόγματα– δεν περιφρονεί το ανθρώπινο πρόσωπο, τότε θα καταλήξει να ζητά θυσίες υπό τον μανδύα ότι έχουν χρησιμότητα.
Μπορεί, όμως, πράγματι αυτή η συμπεριφορά του νου και της καρδιάς να μεταφραστεί σε απτή πραγματικότητα;
Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο θα επιστρέψουμε.
Σήμερα θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε ορισμένες αμφιβολίες.
Είναι προφανές ότι ο σοσιαλισμός της Γ’ Δημοκρατίας δεν εκπληροί τα κριτήρια που έχουμε ορίσει άνωθεν.
Σήμερα έχει μιαν ευκαιρία να μεταρρυθμιστεί.
Ελπίζουμε να ασκήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης αυτής της ευκαιρίας.
Ελπίζουμε, ακόμα, ότι οι άνθρωποι της Αντίστασης και όσοι συμφωνούν μαζί τους συνεχίζουν να εμμένουν με πείσμα σε αυτά τα κριτήρια.
Διότι, εάν ο παραδοσιακός σοσιαλισμός επιθυμεί να αναθεωρηθεί και να μεταρρυθμιστεί, μπορεί να τα κάνει μόνο εάν προσεγγίσει τους νέους που αρχίζουν να εκτιμούν την νέα σοσιαλιστική θεωρία.
Απαιτείται να αγκαλιάσουν –και να αγκαλιάσουν με όλη τους την καρδιά– αυτήν την νέα θεωρία.
Ξέρουμε τώρα ότι δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός δίχως μιαν ολοκληρωτική και πιστή δέσμευση ολόκληρης της ύπαρξης ενός ανθρώπου.
Αυτό, όντως, είναι επακριβώς το νέο, το νεώτερον και το καινόν.


«DE FACTO ΚΑΙ DE JURE ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
Το κείμενο αυτό έχει κοινή γραμμή και αποτελεί νοηματική ενότητα με τα άρθρα α) «ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ», «ΔΙΕΘΝΗΣ ΛΕΝΙΝ: ΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΙΑ», «Η ΕΠΙΛΟΓΗ», «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ», «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», «ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», «ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ», «Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ», «ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΑΣ», «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «ΧΑΡΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «ΕΘΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «ΚΡΑΤΟΣ, ΕΘΝΟΣ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ» και τα οποία συνενώνονται με τα άρθρα β) «Η ΣΑΡΚΑ», «ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και γ) «Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ», «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ», «Η ΓΑΛΛΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ». Πρέπει να ειδωθούν υπό την οπτική της αρχής που έχει τεθεί στο περιεχόμενο των άρθρων «Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΥΠΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ» και «Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ» σε συνδυασμό με όλα τα άρθρα περί Συνταγματικότητας, Νομιμοποίησης, Δημοκρατίας και Δικαιοσύνης τόσο για την Ευρώπη και για την Ελλάδα (από πλευράς Αντίστασης, Εξέγερσης και Επανάστασης) όσο και για τις υπόλοιπες χώρες που αναλύονται στις μεταφράσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με τίτλο περί Δικαιοσύνης που μπορούν να συνενωθούν συνταγματικά με το περιεχόμενο των άρθρων «Ο ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΟΡΜΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», «ΤΟ ΞΙΦΟΣ ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΟΥ», «Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ», «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ», «Η ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ». Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 18/6/1940 ο Στρατηγός Ντε Γκωλ έστειλε από το B.BC. το μήνυμα αντίστασης των Ελευθέρων Γάλλων, γεγονός που οδήγησε στην εφαρμογή για πρώτη φορά των νόμων του πολέμου που είχαν κωδικοποιηθεί σε συνδυασμό με την ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού και την ανακήρυξη της Ελβετίας σε ουδέτερη ζώνη. Πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και οι διάσπαρτες αναλύσεις στις μεταφράσεις Καμύ του θέματος του «ρεαλισμού» στην πολιτική και στην Τέχνη, ως προς την οργάνωση με βάση το μοντέλο της Ισπανίας.

Ζητούμε την επιείκεια των αναγνωστών μας που επιστρέφουμε στο ζήτημα της αναγνώρισης προς την κυβέρνηση της Γαλλίας.
Είμαστε όντως υποχρεωμένοι να εξετάσουμε εμείς οι ίδιοι την θέση μας στον κόσμο, εφόσον οι άλλοι παραμένουν για το θέμα αυτό σιωπηλοί. Οπωσδήποτε, προκάλεσε αίσθηση η ανακοίνωση του Προέδρου Ρούζβελτ την Παρασκευή αλλά ο ίδιος απέτυχε να διαλύσει τις ασάφειες.
Έλαβε υπ’ όψιν του, πράγματι, ότι η προσωρινή κυβέρνηση της Γαλλίας ήταν μια «de facto» κυβέρνηση. Με ακριβήν ορολογία, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι αναγνωρισμένη η «de jure» κυβέρνηση της Γαλλίας.
Ο κ. Ρούζβελτ απλώς ομολόγησε ότι η κυβέρνηση του Ντε Γκωλ υπάρχει «στην πραγματικότητα», ότι είναι εκεί, με μιαν λέξη ότι έχει μιαν ιστορική πραγματικότητα αλλά όχι νομική ύπαρξη και ότι –σε έσχατην ανάλυσην– δεν είναι νομιμοποιημένη.
Η κατάσταση, επομένως, είναι αμετάβλητη –και, άρα, πρέπει να επιστρέψουμε στην ψυχρή λογική και στα επιχειρήματα του χθες: εάν πρέπει αποκλειστικώς να στηριχθούμε στον εαυτό μας και όχι στην καλή βούληση των άλλων, θα έπρεπε τουλάχιστον να αποδείξουμε ότι δεν κάναμε τίποτα ώστε να αξίζουμε την απομόνωσή μας– πριν αυτοπαραιτηθούμε σε αυτήν.
Θα ήταν παράνομη η κυβέρνηση του Ντε Γκωλ μόνο εάν υπήρχαν οι συνθήκες της νομιμοποίησης και τις είχε αγνοήσει.
Ασφαλώς, εναπομένει να εγκριθεί από τον λαό. Η ψήφος, ωστόσο, είναι αδύνατη για εκατομμύρια φίλους μας Γάλλους που ακόμα βρίσκονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή φυλακές ονειρευόμενοι την μακρινή πατρίδα τους.
Δεν χρειάζεται να τους περιμένουμε: το δικαίωμά τους να μιλήσουν το παίρνουμε χάρη στον σεβασμό μας προς την καρδιά, κάτι που είναι πιο νόμιμο και από τον ίδιον τον νόμο.
Δεν μπορεί να υπάρξει στους Γαλλικούς θεσμούς καμία απολύτως νομιμοποίηση υπό την έννοια ή σημασία που καταλαβαίνουν την λέξη «νομιμοποίηση» οι καθηγητές.
Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.
Υπάρχει, όμως, μια νομιμοποίηση ψηλότερη από κάθεν άλλη, νομιμοποίηση τιμής και εξέγερσης που επί μία 4ετία σχημάτισε την βάση της νομοθεσίας μας και που πρώτη όρισε η κυβέρνηση Ντε Γκωλ.
Αυτή παραμένει η νομοθεσία μας κι έτσι θα μείνει –ώσπου να επανεγκαθιδρυθεί η κυριαρχία του λαού ως η απόλυτη, η ύστατη πηγή νομιμοποίησης σε αυτήν την χώρα σε συμφωνία με όσα διεκήρυττε διαρκώς η Γαλλική κυβέρνηση.
Αν πει κάποιος ότι δεν έχουμε νομική ύπαρξη, αυτό ισοδυναμεί με το ότι κάνουμε λάθος που είμαστε σε αυτήν την θέση και αυτό ισοδυναμεί με τιμωρία μας με αδιαφορία και απαξία επιπρόσθετες στην δυστυχία μας.
Εάν έτσι είχαν τα πράγματα, όμως, τότε γιατί (έναντι του φαινομενικά νόμιμου επιχειρήματος που εγείρεται τώρα εναντίον μας) να μην προτιμήσουμε την διεξαγωγή ενός καθαρού διαλόγου ανάμεσά μας;
Μας λένε ότι έχουν σημειωθεί συγκρούσεις ανάμεσα στην Γαλλική κυβέρνηση και διάφορες οργανώσεις της Αντίστασης. Μερικοί λένε ότι αυτό δημιουργεί το ρίσκο μιας διπλής πολιτικής εξουσίας και καθεστώς ασάφειας ως προς τον έλεγχο των στρατευμάτων.
Είναι αλήθεια ότι οι συγκρούσεις έχουν σημειωθεί.
Πράγματι, αποτελούν μιαν απόδειξη χειρόγραφο ότι αυτή η χώρα είναι τώρα ελεύθερη και ότι έχει την κυβέρνηση που χρειάζεται.
Αυτές οι συγκρούσεις έχουν αναφερθεί ανοιχτά με ρεπορτάζ στον Τύπο –και έχουν επιλυθεί με ταχύτητα.
Το τεράστιο καθήκον που έχουμε αναλάβει δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σε μια μέρα.
Καλεί ευθέως προς την δύναμη που πηγάζει από την ενότητα και προς την δύναμη που πηγάζει από την άσκηση ελεύθερης κριτικής, δύο χαρακτηριστικά των ισχυρών δημοκρατιών.
Δεν έχουμε ποτέ πιστέψει ότι ο πόλεμος των λέξεων μεταξύ των κ.κ. Ρούζβελτ- Ντιούϊ ήταν σήμα αναρχίας για την Αμερική. Ωστόσο, οι υποψήφιοι εκφράζονται με ορολογία που ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε στον Γαλλικό Τύπο. Αυτοί οι διαξιφισμοί είναι καλοί και υγιείς εφόσον δεν γίνονται ένα αυτόματο αντανακλαστικό. Αυτές οι διενέξεις σε επίπεδο γνώμης είναι ταυτογχρόνως ο σπόρος και ο καρπός της ελευθερίας. Όσοι βεβαιώνουν το αντίθετο, ζητούν από εμάς να καταδικαστούμε από μόνοι μας σε μιαν περίοδο δουλικής, τρεμοσβήζουσας σιωπής ενώ θα είμαστε υποταγμένοι σε έναν ηγέτη ο οποίος –άπαξ εκλεχθείς–
θα λάμβανε την εξουσιοδότηση να θέτει κανόνες ως δικτάτωρ. Σε αυτήν την περίπτωση, υποτίθεται ότι η κυβέρνησή μας δεν θα αναγνωριζόταν εκτός κι αν αποκηρύσσαμε όλες τις ελευθερίες έκφρασης.
Μα τότε, μέσω αυτής της εκπληκτικής λογικής, οι δημοκρατίες των Συμμάχων θα αναγνώριζαν μόνο δικτατορικές κυβερνήσεις!
Τα επεισόδια Φράνκο-Πεταίν μάλλον υποδεικνύουν ότι αυτό ακριβώς θέλουν.
Αρνούμαστε, όμως, να το πιστέψουμε αυτό και προτιμάμε να ρωτήσουμε τους Συμμάχους μας να εξετάσουν την επιχειρηματολογία τους. Στην περίπτωση που δεν θα έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό κανένα από τα επιχειρήματά μας, θα μιλήσουμε όπως μίλησε προς το έθνος ο Στρατηγός Ντε Γκωλ χθες.
Η γλώσσα του ήταν υπέροχη.
Δεν μπορεί κανείς να μας υποψιαστεί ως υπερβολικά επιεικείς εναντίον του και, άλλωστε, έχουμε ήδη δώσει γραπτώς αποδείξεις για την ανεξαρτησία μας.
Πρέπει, όμως, να πούμε με τιμιότητα ότι έχουν παρέλθει χρόνια ολόκληρα από τότε που άκουσε η Γαλλία μιαν γλώσσα τόσο υψηλή και ασυμβίβαστη. Αναγνωρίζουμε σ’ αυτήν μιαν πεισματική λαχτάρα υπέρ της αλήθειας και της τιμής, μιαν περιφρόνηση για κάθε τι τεχνητό και ένα κουράγιο διαυγές. Ας μην αμφιβάλουν οι φίλοι μας: αυτή η φωνή είναι η φωνή της Γαλλίας.
Μόνον αν τους το πούμε αυτό –και συμμετέχουμε ενεργά για να τους το πούμε– θα αποδεχθούμε κατ’ ανάγκην, εάν πρέπει, να απομονωθούμε. Δεν μπορούμε, όμως, από ηθικής όψεως να δεχθούμε διφορούμενα και ασάφειες.
Ας πουν οι άλλοι στην Γαλλία ότι δεν θέλουν να συμμετάσχει στις Διασκέψεις Ειρήνης –κι ας την πουν αυτοί γιατί.
Ό,τι κι αν σκεφτούν τότε οι λαοί άλλων χωρών, εμείς θα αποδείξουμε ότι η Γαλλία είναι τώρα αρκετά ισχυρή να ζήσει –αν μη τι άλλο– χωρίς ψευδαισθήσεις.



«Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 30 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε σχέση με το θεατρικό έργο «ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ» και σε επαφή με το περιβάλλον που δημιουργούν τα άρθρα «Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ», «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ», «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «Ο ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΟΡΜΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», «Η ΦΟΡΜΟΥΛΑ ΠΑΝΑΚΕΙΑΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ» και, ειδικά, αυτό με τον τίτλο «ΤΟ ΞΙΦΟΣ ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΟΥ» σε σύνδεση με όλα τα άρθρα περί Γερμανίας-Ισπανίας ενώ, πέραν από το ξίφος του Μεγ. Αλεξάνδρου και του δημίου του Friburg ως προς τον Χριστό, το θέμα της σύγκρουσης πνεύματος-ξίφους είναι κεντρικό στα «ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΦΙΛΟ ΓΕΡΜΑΝΟ». Το νομικό πλαίσιο δημιουργούν τα άρθρα περί Συντάγματος, Βασιλείας, Χριστιανισμού, Ρεαλισμού και Γερμανίας-Ισπανίας, και ειδικά «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», οι «ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», η «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ» και, επιπλέον, α) η διπλωματική μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» με θέμα τις τοιχογραφίες από τις Χριστιανικές Κατακόμβες, β) το άρθρο «ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ», γ)η κινηματογραφική ταινία “Sierra de Teruel” που αναφέρεται στην εμπειρία της Αποκάλυψης και βασίστηκε στο μυθιστόρημα του André Malraux «L’ Espoir»-«Η Ελπίς» που εστιάζει στην μάχη για την κατάληψη του Alcazar στο Τολέδο της Ισπανίας, δ) τα ψηφιδωτά και οι πίνακες τέχνης της Γερμανίας. Σημειώνεται η αναφορά του συγγραφέα-δημοσιογράφου στα άρθρα «ΤΟ ΞΙΦΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ» και «ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΗΣ, ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ: ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΟΤΙΤΣΕΛΛΙ» -τα οποία μπορούν να συγκριθούν με τις μεταφράσεις Όργουελ «ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ MEIN KAMPF» και «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ».

Vincennes: 34 Γάλλοι βασανισμένοι και δολοφονημένοι.
Δίχως βοήθεια από την φαντασία μας οι λέξεις αυτές δεν λένε τίποτα.
Τί αποκαλύπτει, λοιπόν, η φαντασία;
Δύο άνδρες, πρόσωπο με πρόσωπο, ένας εκ των οποίων ετοιμάζεται να πάρει τα αποτυπώματα του άλλου, ο οποίος τον καρφώνει στα μάτια. Δεν είναι η πρώτη φορά που ήμασταν αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε τις ανυπόφορες αυτές εικόνες.
Το έτος 1933 σημείωσε και έδωσε το έναυσμα μιας εποχής που ο μεγαλύτερος από τους συγχρόνους μας ορθά της έδωσε τον τίτλο «ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗΣ».
Επί 10 χρόνια, όποτε ακούγαμε στις ειδήσεις ότι άνθρωποι με πρόσωπο ακριβώς σαν το δικό μας είχαν με μεθοδικότητα ακρωτηριάσει και βγάλει τα νύχια άοπλων, γυμνών υπάρξεων, τα μυαλά μας στριφογύριζαν ζαλισμένα και αναρωτιόμασταν πώς ήταν δυνατό να γίνονται τέτοια πράγματα.
Ωστόσο, ήταν δυνατά.
Επί 10 χρόνια ήταν δυνατά –και σήμερα, άλλωστε, μαθαίνουμε (λες και μας προειδοποιούν ότι η νίκη στον στίβο της μάχης δεν σημαίνει και ολοκληρωτικόν θρίαμβο) για συντρόφους που οι αντάρτες τους έβγαλαν τα άντερα, τους τεμάχισαν τα μέλη και τους έβγαλαν το πρόσωπο.
Οι άνθρωποι που έκαναν τις πράξεις αυτές ήταν άνθρωποι αρκετά καλλιεργημένοι και ευγενείς ώστε να παραχωρούν την θέση τους προς τους μεγαλύτερους στο μετρό ακριβώς όπως ο Χίμλερ –ο οποίος ανήγε σε επιστήμη ακόμα και την τέχνη των μαρτυρίων– έμπαινε από την πίσω πόρτα, επιστρέφοντας το βράδυ από την δουλειά του, για να μην ξυπνήσει το καναρίνι του.
Ναι, ήταν δυνατά τα πράγματα αυτά, το ξέρουμε καλά.
Τόσο πολλά πράγματα είναι δυνατά, όμως.
Γιατί επιλέχτηκε αυτή η συγκεκριμένη φόρμουλα δράσης σε σχέση με κάποιαν άλλη;
Επειδή το κρίσιμο σημείο ήταν ότι ήθελαν να δολοφονήσουν το ανθρώπινο πνεύμα και να ταπεινώσουν τις ανθρώπινες καρδιές.
Όσοι πιστεύουν στην βία ξέρουν καλά τους εχθρούς τους.
Ξέρουν όπως όταν ένας άνθρωπος πιστεύει στην καρδιά του στο δίκαιο ενός σκοπού, χίλια αυτόματα να σκοπεύουν πάνω του δεν θα του αλλάξουν αυτήν την πίστη.
Κι αν ο άνθρωπος αυτός πεθάνει, άλλοι δίκαιοι θα πουν «όχι» ώσπου να εξουθενωθεί η ισχύς της δύναμης.
Οπότε, δεν αρκεί να σκοτωθεί ο δίκαιος∙ θα πρέπει, επιπλέον, να εκτελεστεί και το πνεύμα του ώστε το παράδειγμα 1 δικαίου που αποκηρύσσει την ανθρώπινην αξιοπρέπεια να αποθαρρύνει όλους τους άλλους δίκαιους και να αποκαρδιώσει και την ίδια την δικαιότητα.
Επί 10 χρόνια, ένα ολόκληρο έθνος αφιερώθηκε στην αποστολή της καταστροφής των ψυχών. Ήταν αρκετά σίγουρο για την δύναμή του ώστε πίστευε ότι η ψυχή ήταν το μοναδικό εμπόδιο που παρέμενε στον δρόμο του και, άρα, έπρεπε να κανονιστεί κι αυτή.
Αυτό ακριβώς προσπάθησαν να κάνουν και –ουαί αυτοίς– μερικές φορές το πέτυχαν.
Ήξεραν ότι υπάρχει πάντοτε κάποια ώρα της ημέρας ή της νύχτας που ακόμα και οι πιο θαρραλέοι άνδρες νοιώθουν όπως οι δειλοί.
Επέδειξαν πάντοτε την εξυπνάδα να περιμένουν να έλθει η ώρα αυτή.
Και όταν έφτασε η ώρα, έπληξαν την ψυχή δια μέσου των σωματικών στιγμάτων, υποτίμησαν το σώμα σε βαθμόν εξάντλησης και μάνητας και, ορισμένες φορές, προδοσίας και πλάνης.
Ποιος, υπό τις συνθήκες αυτές, θα τολμούσε να μιλήσει περί άφεσης αμαρτιών; Από την ώρα που το πνεύμα κατάλαβε τελικά ότι θα μπορούσε να κερδίσει το ξίφος αποκλειστικά και μόνο δια του ξίφους, από την ώρα που πήρε τ’ άρματα και κατόρθωσε την νίκη, ποιός θα του ζητούσε να δώσει άφεση αμαρτιών;
Δεν είναι το μίσος που θα μιλήσει αύριο αλλά η δικαιοσύνη η ίδια, μια δικαιοσύνη βασισμένη στην μνήμη.
Δίκαιο, άρα, είναι να συγχωρεί κανείς –και μάλιστα, δίκαιο της πιο ιερής κι αιώνιας μορφής– εκ μέρους εκείνων που έχασαν την ζωή τους χωρίς να πουν λέξη, με την κατανυκτική και ειρηνική μετουσίωση της καρδιάς τους που ποτέ δεν πρόδωσε.
Έτσι θα δινόταν ένα τρομερό χτύπημα δίκαιας εκδίκησης για όσους από εμάς –αν και ήταν οι πιο γενναίοι– αντιμετωπίστηκαν ως δειλοί, υποβαθμίστηκαν οι ψυχές τους και έχασαν την ζωή τους από την απόγνωση φέροντας για πάντα στην έρημο της καρδιάς τους το μίσος τους για τους άλλους και την περιφρόνηση για τον εαυτό τους.
 

«ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1. Ο Jules Guesde (1845-1922) υπήρξε εξόριστος δημοσιογράφος, ρεπουμπλικανός, υποστηρικτής της Κομμούνας, μέλος του Εργατικού Κόμματος που εξελίχθηκε σε Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας. Έκανε γνωστό τον Μαρξισμό στην Γαλλία και έγραψε κείμενα περί θεμάτων κοινοκτημοσύνης. Θεωρείται αρχηγός του επαναστατικού σοσιαλισμού, ενσάρκωση των σοσιαλιστικών αξιών στην αγνότερη μορφή τους. Βλ. την ομιλία Καμύ «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΞΟΡΙΣΤΟ».
2. Στις 16/11/1944 ο François Mauriac έγραψε στην Le Figaro ένα άρθρο με τίτλο «ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ» όπου εξέφραζε την ελπίδα του να συνενώσουν τα 2 στρατόπεδα τις δυνάμεις τους και οι Χριστιανοί μεν να πάψουν να αντιτίθενται στην κοσμική εκπαίδευση και στην διδασκαλία περί ανεξιθρησκείας ενώ οι Σοσιαλιστές δε να πάψουν να αντιτίθενται στον κλήρο. Κατά τον τρόπο αυτό, όλες οι μεταφράσεις περί Σοσιαλισμού ενώνονται με τις μεταφράσεις περί Χριστιανισμού και με τις μεταφράσεις περί Τύπου και ειδικά: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ», «ΕΘΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», «Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΣ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ», «ΠΕΣΣΙΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑΡΡΟΣ».
3. Ο Jean-Daniel Jurgensen ήταν βασικός αρθρογράφος στην εφημερίδα Défense de la France η οποία ιδρύθηκε επί Κατοχής, στις 14/7/1941, και ονομάστηκε France-Soir στις 8/11/1944.
4. Ως προς το θέμα των 2 στρατοπέδων: η αναφορά πιθανόν συνδέεται με την παρουσία του Πατρός Michel Riquet στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Mauthausen και Dahau ή με τον Πάπα Eugenio Pacelli (Πίο 12ο) ο οποίος θεωρείται ο υπέρμαχος της «Χριστιανικής Ειρήνης» αλλά λόγω της αντίθεσής του στον Μαρξισμό προκάλεσε το σχίσμα του Ψυχρού Πολέμου σε Εκκλησίες Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπη. Το θέμα αναπτύσσεται και στην πολεμική Albert Camus-Gabriel Marcel στο άρθρο «ΓΙΑΤΙ Η ΙΣΠΑΝΙΑ» αλλά συνδέεται και με τις αναφορές στις εικόνες της ειδυλλιακής Γερμανίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που παρέδωσε ηττημένη ο Dönitz στις 9/5/1945, Ημέρα της Ευρώπης, μνήμες που έχει αναθέσει ο συγγραφέας για εικονογράφηση από τον Μποτιτσέλλι εν όψει της Αποκάλυψης. Το ζήτημα των Συνθηκών αφορά τόσο την Συνθήκη της Ρώμης του 1957 όσο και την Ρώμη με τις σαρκοφάγους στο Βατικανό, μουσείου του οποίου την είσοδο σχεδίασε για το 2000 ο Πίος 12ος. Αναφορά στις Χριστιανικές Κατακόμβες γίνεται και στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» αλλά και στον επίλογο του «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ» σε σχέση με τις ληκύθους και τα γεωμετρικά αγγεία του Παρθενώνος, τα αρχαία ερείπια, το «Ancien Regime» και τον αρχαίο Χριστιανισμό καθώς και τους Χριστιανούς του 1ου αιώνος (βλ. «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ») αλλά και τις επαφές της αρχαίας Ελλάδας μέσω του έργου του Edgar Quinet. Βλ. ως προς το θέμα της αναγέννησης τα άρθρα «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ», «Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ» καθώς και την ολοκληρωμένη ενότητα «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» και «ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ».
4. Το κείμενο αυτό βασικά ενώνεται με τις μεταφράσεις Όργουελ με τίτλο «ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» και «ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ» ενώ, για τα θέματα θρησκευτικής εκπαίδευσης, Χριστιανισμού και Σοσιαλισμού, με τα εξής: «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟ ΕΤΟΣ 2000», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ», «ΚΡΑΤΟΣ, ΕΘΝΟΣ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ». Τα θέματα αυτά περί Δικαίου μπορούν να συνενωθούν συνταγματικά με το περιεχόμενο των άρθρων α) «Ο ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΟΡΜΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», «ΧΑΡΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΥΠΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ», «DE FACTO ΚΑΙ DE JURE ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ», «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ», «ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ» και β) «Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ», «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ», «Η ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», «ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΙΑ»

Σύμφωνα με ό,τι διαβάζει κανείς στον Τύπο στο Παρίσι, όλοι στην Γαλλία είναι Σοσιαλιστές –φαινόμενο που έχουμε ήδη σημειώσει. Από την Le Figaro ως την Le Populaire, η οικονομία της κοινοκτημοσύνης (της κομμούνας ή της κολλεκτίβας) έχει κι απολαμβάνει έναν Τύπο πολύ ωραίο.
Ο κ. Mauriac μιλά για «σοσιαλιστική πίστη».
Ο κ. Jurgensen, ο οποίος γράφει για λογαριασμό του Εθνικού Κινήματος της Απελευθέρωσης (Mouvement de Libération nationale), χαρακτηρίζει το κίνημα ως «χειρωνακτικό».
Το ίδιο λεξιλόγιο χρησιμοποιούν και οι Χριστιανοί Δημοκράτες.
Αυτό είναι λιγότερο εκπληκτικό απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
Και –σε αντίθεση με όσα λένε ορισμένοι– δεν συμβαίνει αυτό μόνον επειδή έχει επιταχυνθεί η διολίσθηση της Γαλλίας προς τα αριστερά. Συμβαίνει, υπεράνω όλων, επειδή την 4ετίαν αυτή της αναγκαστικής περισυλλογής οι άνθρωποι της παλαιάς δεξιάς κατέληξαν να αναγνωρίσουν πως το κοινωνικό πρόβλημα ήταν πραγματικό και πως ένα έθνος δεν θα μπορούσε να απολαύσει την νεανική του ρώμη εάν δεν εξασφάλιζε πρώτα την ευημερία των παιδιών του.
Δεν είναι εκπληκτική, άρα, αυτή η εκ του πλησίον ομοφωνία.
Διότι τί είναι –εν τέλει– αυτό που εμποδίζει τόσα στέρεα αλλά υποκειμενικά κομμάτια του κοινού ή του δημοσίου να συνενωθούν ώστε να σχηματίσουν ένα πανίσχυρο κόμμα πλειοψηφίας που να είναι ικανό να εφαρμόσει και να θεσπίσει δια ψηφοφορίας τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται εάν πρόκειται η Γαλλία να αναγεννηθεί;
Δεν πρόκειται, ασφαλώς, για αυτές τις παρωχημένες αντιλογίες ή φιλονικίες που ευκαιριακά έρχονται στην επιφάνεια δια του Τύπου. Είναι ανόητη η ιδέα ότι οι θρησκευτικές διαφορές εμποδίζουν, κατά κάποιον τρόπο, τον σχηματισμό ενός συνασπισμού ανθρώπων καλής βούλησης.
Όταν οι Σοσιαλιστές επιλέγουν κατ’ αποκλειστικότητα να εστιάσουν στην αντίθεση του Βολταίρου προς τον κλήρο εξαιρώντας όλες τις άλλες ιδέες του περί θρησκευτικής εκπαίδευσης, φέρονται απλά ως παιδάκια.
Και όταν τα μαλώνει ο κ. Mωράκ για τον λόγον αυτό, βιάζεται πάρα πολύ. Το πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί είναι τόσο σημαντικό που όλοι μας πρέπει να εγκύψουμε, εργαζόμενοι, πάνω του. Όταν διακυβεύεται το μέλλον τόσο πολλών ανθρώπων, είναι αδιανόητο να βυθιζόμαστε και να καταποντιζόμαστε με διαμάχες για ένα θέμα τόσο οικείο όσο η θρησκεία.
Το πραγματικό εμπόδιο έγκειται αλλού.
Κατ’ αρχάς, υπάρχει πιθανότητα να μην χρησιμοποιούν όλοι την λέξη «σοσιαλισμός» με τον ορθό τρόπο. Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι όλοι έχουν μιαν διαίσθηση –λιγότερο ή περισσότερο, έστω και συγκεχυμένη– για την επείγουσα ανάγκη κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η πρόοδος προς την διεύθυνσην αυτή υπήρξε πάντοτε θετική.
Αυτό, ωστόσο, δεν αρκεί πια.
Χρειάζεται να διευκρινίσουμε την πολιτική κατάσταση η οποία είναι, ταυτογχρόνως, τόσο ανησυχητική και τόσο ενθαρρυντική.
Η άποψή μας είναι πως είναι εφικτό να διακρίνουμε τουλάχιστον 2 μορφές σοσιαλισμού στις πολιτικές φιλοσοφίες που –κατά τον τρέχοντα χρόνο– αναζητούν έκφραση: έναν παραδοσιακό Μαρξιστικό σοσιαλισμό (αντιπροσωπευτικό των γηρασμένων κομμάτων) και έναν φιλελεύθερο σοσιαλισμό, με πνεύμα γενναιοδωρίας που –αν και δεν διατυπώνεται φανερά– αντικαθρεφτίζεται στα κινήματα και στις προσωπικότητες που έχουν γεννηθεί από την Αντίσταση.
Αυτή η τελευταία μορφή του Σοσιαλισμού, στην έκταση κατά την οποία μπορεί κανείς να συντάξει με τεκμήρια το περιεχόμενό του, τείνει κα κάνει επίκληση στην Γαλλική παράδοση περί κοινοκτημοσύνης κολλεκτίβας που επέτρεπε πάντοτε χώρο υπέρ της ατομικής ελευθερίας χωρίς να χρωστά τίποτε στον φιλοσοφικό υλισμό η ματεριαλισμό.
Αυτό είναι που στην πραγματικότητα εμφανίζεται για να εμποδίσει την συγχώνευση με τις παλαιότερες σοσιαλιστικές μορφές κατά τον παρόντα χρόνο.
Γινόμαστε μάρτυρες, επομένως, μιας αντιπαράθεσης 2 σοσιαλισμών –και το πρόβλημα, χρονικά, συνοψίζεται στο να υπολογίσουμε με την φαντασία μας εάν η αντιπαράθεση αυτή θα καταλήξει σε ένα δόγμα κατήχησης υπέρ ενός συμβιβασμού και μιας ευρείας συμμαχίας ή απλώς θα πιέσει τον σοσιαλισμό της Αντίστασης να φωτίσει το πρόγραμμά του και να βρει μιαν καινή (novel) μορφή έκφρασης.
Σύμφωνα με την άποψή μας, η Γαλλία έχει να κερδίσει από την αντιπαράθεσην αυτή.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να κινούνται υπερβολικά γρήγορα στην σημερινήν εποχή.
Αντί να αναζητούν βιαστικά την ενότητα, θα ήταν καλύτερα εάν ο κόσμος και από τα 2 στρατόπεδα επιχειρούσε να ορίσει τι είναι αυτό που θέλει να ενώσει.
Ο σοσιαλισμός δεν είναι μόδα∙ είναι μια δέσμευση. Συνεπώς, είναι ευκταίο να προσπαθήσει ο καθένας μας να κατανοήσει σε τι δεσμεύεται. Δεν μπορεί να είσαι σοσιαλιστής κατ’ αρχήν αλλά συντηρητικός στις οικονομικές παροχές, για παράδειγμα. Ο Σοσιαλισμός είναι μια μόνιμη δέσμευση επί παντός του επιστητού.
Αυτός που ψάχνει ειλικρινά να βρει μιαν φόρμουλα (που να συνοψίζει καλύτερα τις επιδιώξεις του ή της επιδιώξεις της που εμπνέουν) θα πρέπει να ζυγίσει προσεκτικά το κατασκευαστικό υλικό ώστε να προκύψει, επιτέλους, για το καλό της χώρας, ένας Γαλλικός Σοσιαλισμός τροφοδοτούμενος ενεργειακά από την ελευθερία και ασυμβίβαστος σε θέματα δικαίου.
Πρέπει, ωστόσο, να ειπωθεί ότι «ουδέν νεώτερον» δεν θα υπάρξει στον τομέαν αυτόν ανάπτυξης διότι απλώς θα δώσει μιαν ιστορικήν υλοποίηση στις ιδέες που έχει ήδη σκιαγραφήσει και προαναγγείλει ο περίφημος Jules Guesde.




«ΜΗΝ ΚΡΙΝΕΤΕ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
Το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί ως κεντρικό σε σχέση με όλες τις μεταφράσεις περί Απελευθέρωσης και Ελευθερίας και, σε σχέση με την ελευθερία του Τύπου αλλά και σε σχέση με το όλο έργο περί αντίστασης, επανάστασης και εξέγερσης σε Ελλάδα, Γερμανία, Γαλλία και σε ολόκληρη την Ευρώπη υπό το πρίσμα των άρθρων με θέμα τον Χριστιανισμό, την Αποκάλυψη και την Κρίση: ειδικότερα, «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΣ» της 22/9/1944, «ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΔΡΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» της 19/11/1944 ενώ οι αναφορές σε «εκρήξεις» μπορούν να συνδεθούν με το άρθρο «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ» της 8/8/1945 (και σε σχέση την ομιλία «Η ΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ» το 1946 στην Νέα Υόρκη) που συνδέεται με το άρθρο με τίτλο «ΤΟ ΞΙΦΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ» το οποίο αναφέρει ότι «στις 8 Μαΐου 1945, η Γερμανία υπέγραψε την πιο σημαντική συμφωνία παράδοσης όλης της Ιστορίας» που παρέδιδε «το ντοκουμέντο περί παράδοσης» που «τοποθετεί την Γερμανία και τον Γερμανικό λαό στα χέρια των κατακτητών». Στην ίδια γραμμή ανήκουν και «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ», «ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «Η ΥΓΡΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ», «ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» και όλα όσα αναφέρονται στην σύλληψη του κινήματος COMBAT από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Σε δεύτερο πλάνο, η υπόθεση συνδέεται με την σύλληψη του δημοσιογράφου René Leynaud στις 16/5/1944 (καθώς μετέφερε μυστικά ντοκουμέντα) από μέλη της χωροφυλακής του Vichy στην Πλατεία Bellecour στην Λυόν. Εκτελέστηκε στο Villeneuve (Ain) λίγο πριν την Απελευθέρωση, τον Ιούνιο 1944. Η βιβλιοθήκη του επικεντρωνόταν στους ποιητές του 16ου αιώνος και, ειδικά, στην σχολή της Λυόν. Ως προς την Λυόν, επικεφαλής της Γκεστάπο ήταν ο Klaus Barbie ενώ πιθανόν η όλη ιστορία να συνδέεται με την περιοχή Mπαρμπιζόν, τόπο συνάντησης των ιμπρεσσιονιστών ζωγράφων. Αναφορά στον «Οίκο της Λυόν» ως «κύβου» γίνεται και στην μετάφραση Όργουελ του κειμένου «ΟΑΣΕΙΣ ΑΝΑΨΥΧΗΣ» το 1946 και αξίζει να διαβάσει κανείς την όμοια περιγραφή του «κύβου» στην μετάφραση του έργου της Σιμόν Βέϊλ με τίτλο «Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ». Στον σταθμό της Λυόν έγινε και η γνωστή απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου και ο τραυματισμός του στο χέρι μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Ως προς το θέμα του όρκου, στο άρθρο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» αναφέρεται ότι «Οι Έλληνες ιστορικοί μας παραδίδουν ότι όταν οι αριστοκράτες αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους σε ορισμένες ελληνικές πολιτείες, απαιτείτο να πάρουν όρκο ότι θα αμαυρώνουν εσσαεί το όνομα του λαού. Αυτή η αρχή –που βαστά 2000 χρόνια– βασιζόταν σε μεθόδους που περιέγραψε ο Quinet και τις οποίες βλέπουμε σε λειτουργία σήμερα ως μάρτυρες. Εδώ στην Γαλλία, όμως, εδώ και αιώνες, όρκοι που ποτέ δεν δόθηκαν ωστόσο τηρούνται». Ο Edgar Quinet (1803-1875) ήταν ιστορικός, καθηγητής στο Κολλέγιο Γαλλίας που δημοσίευσε ιστορικές Μελέτες για την Επανάσταση και για τις Επαφές της Σύγχρονης Ελλάδος με την Αρχαιότητα (βλ. “L’ Esprit Nouveau”).
Όπου κι αν γυρίζω, η επίθεση κατά της Αντίστασης και των αντιστεκόμενων με πληγώνει: οι αλήτες! Εκμεταλλεύονται την απελευθέρωση για λογαριασμό τους ενώ αυτή επιτεύχθηκε χάριν των Συμμάχων, οχλαγωγούν για να αναλάβουν κυβερνητικές δουλειές και ευημερούν βασισμένοι στο μίσος και στην αδικία.
Αυτά ακούω ενώ βλέπω, ακόμα, ότι έχουν οι Θεοί προασπιστές, ανθρώπους πρόθυμους να δεχθούν ότι κάτι αξίζουν κι αυτοί και ότι υπέφεραν αρκετά.
Αναμενόμενα όλα αυτά.
Καμιά θυσία ποτέ δεν ξέφυγε από το αναπόδραστον: την συκοφαντία και την δυσφήμιση. Η τιμή και η οδύνη με δυσκολία αποτελούν εξαίρετα πιστοποιητικά εισόδου σε έναν κόσμο όπου μερικοί άνθρωποι εξ ανάγκης επέλεξαν και τις δύο αυτές κατηγορίες ώστε να παραμείνουν απλώς άνθρωποι.
Οι αντιστεκόμενοι ακόμα είναι αυτοί που έχουν ένα προστιθέμενο πιστοποιητικό ή διαπιστευτήριο το οποίο δεν έχει τονιστεί επαρκώς σύμφωνα με την δική μου γνώση. Έκαναν την εκλογή τους υπό συνθήκες μοναξιάς.
Για χάρη εκείνων που δεν είναι ενήμεροι για τα άκρα στα οποία θα μπορούσε αυτό να οδηγήσει, θέλω να συζητήσω σήμερα μιαν τρομερή τραγωδία που παραμένει μια πηγή φριχτής στέρησης για καθέναν που έχει ακούσει γι’ αυτήν. Πολλοί άνδρες της Αντίστασης είναι γνώριμοι με τα στοιχεία ενός συντρόφου του οποίου ο αγώνας εναντίον των Γερμανών ξεκίνησε το 1941.
Η πορεία που εξέλεξε ήταν από τις πιο δύσκολες: να οργανώσει σαμποτάζ σε σιδηροδρομικές γραμμές στην βόρειο ζώνη της Γαλλίας.
Όταν οι αρχές εξέδωσαν την εντολή σύλληψής του εν έτει 1942, υποχρεώθηκε να αποδράσει στην νότιο ζώνη.
Αφού συνελήφθη από το καθεστώς Vichy, πέρασε 13 μήνες φυλάκισης και μετά την απελευθέρωσή του ανέλαβε μιαν σημαντική θέση στην Ένωση Κινημάτων της Αντίστασης (Mouvementes unis de la Résistance) όπου εκ νέου ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση πράξεων σαμποτάζ. Στην θέση αυτή δεν ικανοποιούνταν απλώς με το να εκδίδει εντολές∙ συμμετείχε προσωπικώς σε αποστολές και εκτίθετο ο ίδιος σε κάθε κίνδυνο. Αναπόφευκτα συνελήφθη μαζί με ορισμένους πολύ σημαντικούς ηγέτες της Αντίστασης σε μιαν συνάντηση πλησίον της Lyons, η ύπαρξη της οποίας ήταν γνωστή σε πολύ λίγους ανθρώπους.
Λόγω της ταυτότητας όσων συνελήφθησαν στο επεισόδιο εκείνο, η Αντίσταση υπέστη ένα πλήγμα πολύ βίαιο.
2 εβδομάδες αργότερα, όμως, ο σύντροφός μας ήταν πίσω και είπε ότι είχε αποδράσει. Εξαιτίας αυτού, ορισμένοι από τους συνεργάτες μας τον υποπτεύθηκαν ως συνεργάτη της Γκεστάπο αλλά η πλειοψηφία συνέχισε να τον εμπιστεύεται.
Για ποιόν λόγο;
Δύσκολο να το πει κανείς αν και –την εποχήν εκείνη– ήταν εύκολο να το αισθάνεται κανείς: χάρη σε μιαν ορισμένην ιδιότητα της χειραψίας του, των θαρραλέων του πράξεων, της τίμιας ματιάς του.
Όσοι τον εμπιστεύονταν δεν θα είχαν ποτέ αιτία για να το μετανοιώσουν.
Έκτοτε –και ως την απελευθέρωση– αυτός ο άνθρωπος ο οποίος δεν μπορούσε παρά να είναι ενήμερος και να έχει επίγνωση για τις νεφέλες της υποψίας που επικρέμωνταν γύρω του και ο οποίος υπέφερε εξαιτίας τους εσωτερικώς συνέχισε τις προσπάθειές του και υπηρέτησε τον σκοπό της χώρας του αξιοθαύμαστα.
Ύστερα από την απελευθέρωση έγινε αποδέκτης μιας επίσημης θέσης σε ένα υπουργείο μας.
Τίποτε δεν είχε αλλάξει –μόνον ότι οι πλησίον του παρατήρησαν μιαν αυξημένη νευρικότητα και ξαφνικές εκρήξεις κατάθλιψης που τον άφηναν σχεδόν με δάκρυα στα μάτια.
Ένα μήνα πριν, αυτός ο άνθρωπος συνελήφθη από την Στρατιωτικήν Ασφάλεια. Οι σύντροφοί του έμειναν εμβρόντητοι και άφωνοι από το εκκωφαντικό νέο ότι ομολόγησε πως είχε αποκαλύψει την τοποθεσία της μυστικής συνάντησης στην Γκεστάπο.
Πριν καλά-καλά κατακαθήσει η αρχική τους οργή από τον κρότο, έμαθαν επιπλέον ότι ο σύντροφός τους είχε συλληφθεί λίγο πριν από την σύσκεψην αυτή, ότι η γυναίκα του ενδεχομένως ήταν στα χέρια της Γκεστάπο και ότι ο ίδιος είχε εξαναγκαστεί να μιλήσει είτε μέσω βασανιστηρίων είτε μέσω εκβιασμού. Ήταν εύκολο να ανασυνθέσει κανείς την ιστορία από το σημείο εκείνο.
Μετά από χρόνια αμέμπτου θητείας και υπηρεσίας, ένας πολεμιστής είχε προς στιγμήν ενδώσει στον πόνο ή στην αγωνία.
Ανέκτησε τότε την θέση του επί τόπου –και κανείς δεν μπορεί να πει εάν αυτό το έκανε για να βγει από την απόγνωση ή με την ελπίδα να αποκαταστήσει το κακό που είχε κάνει.
Επί μήνες ατέλειωτους ζούσε με αυτά που είχε κάνει και με την σκέψη ότι άλλοι –για αυτήν την μια στιγμή της παράδοσης– είχαν πληρώσει με μακρά οδύνη.
Επί μήνες ατέλειωτους συνέχιζε να κάνει το καθήκον του, αν και δεν αισθανόταν ο ίδιος πλέον ότι το άξιζε.
Τώρα έχει συλληφθεί.
Σύντομα, θα κριθεί.
Λίγα έχω να προσθέσω σε αυτήν την απλήν αφήγηση.
Στην πραγματικότητα, τίποτε –μόνον ένα ερωτηματικό:
Ποιός θα τολμούσε να κρίνει;
Οι άνθρωποι της Αντίστασης πήραν έναν όρκο σιωπής για να τον παρουσιάσουν και να τον αποκαλύψουν σε περίπτωση μαρτυρίου.
Ο όρκος ήταν αναγκαίος.
Εάν δεν εκστομίστηκε ποτέ ανοιχτά, ήταν επειδή όλοι είχαν επίγνωση ότι ο πόνος έχει τα δικά του όρια∙ και πριν υποταγεί στο μαρτύριο, κανείς δεν ξέρει αν θα αποδειχθεί ότι είναι δειλός ή όχι.
Να γιατί τον όρκον αυτόν τον πήρε κάθε αντιστασιακός σε συνθήκες μοναξιάς, μόνος του.
Οι περισσότεροι τον αποκάλυψαν.
Οι βασανιστές ηττήθηκαν. Άλλοι δεν ήταν τόσο δυνατοί.
Θα ήταν εύκολο, φυσικά, να κατηγορηθούν γι’ αυτό.
Εν τούτοις –Θέλω να πω δυνατά και καθαρά ότι κανένας αντιστασιακός δεν θα ήθελε να τους καταδικάσει, διότι αν είχαν κάνει ό,τι έπραξαν τόσοι άλλοι και έμεναν σπίτι, αν δεν είχαν επιλέξει την πιο δύσκολην οδό, θα ήταν σήμερα ζωντανοί και αξιοσέβαστοι. Οπωσδήποτε, οι δύσκολες οδοί θέλουν και ανωτάτους τίτλους πίστης και αφοσίωσης.
Υπάρχουν, ωστόσο, στιγμές –και συνθήκες πόνου– στις οποίες ένας άνθρωπος δεν είναι πια ο εαυτός του, στις οποίες η λογική γίνεται μάνητα και η υπερηφάνεια ικεσία.
Κάθε αντιστασιακός ζούσε με τον φόβο της στιγμής αυτής όχι εξαιτίας της ωδίνης που προοιωνιζόταν αλλά επειδή ο φόβος αυτός υπήρχε για να του φέρει είτε αυτοκατηγορίαν είτε την αήττητην ειρήνη που φέρει η γνώση ότι έμεινε πιστός. Όχι, ο άνθρωπος αυτός δεν ανήκει στην δικαιοδοσία των δικαστηρίων μας.
Μπορεί να είναι δικαστής μόνο του εαυτού του.
Ένα επίσημο δικαστήριο πιθανόν να τον βρει ένοχο σύντομα.
Όμως, στα βάθη της καρδιάς μας ξέρουμε ότι είναι αθώος.
Αν επιστρέψει ποτέ σε μιαν ζωή που δεν θα μπορεί πλέον να χαρεί, θα του δώσουμε την σιωπή μας –και το χέρι μας– όχι μόνο διότι υπέφερε και άντεξε μιαν αφάνταστη δοκιμασία (ενώ ένα σύννεφο άλλοι κοιμούνταν και απολάμβαναν εν μέσω τρομερής αγωνίας) αλλά επειδή όλοι ξέρουμε ότι, στο τέλος, αυτή η άτεγκτος μάχη που ξεκίνησε σε μοναξιά, του επέφερε την πιο φοβερή καταδίκη όλων, μιαν κρίση που κάθε άνθρωπος κάνει μόνος του, σε απόλυτη μοναξιά.



«ΕΘΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 16 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το κείμενο αυτό συνδέεται με την σύγκρουση Albert Camus-Francois Mauriac με επίκεντρο το πρόσωπο του Χριστού και τον Χριστιανισμό . Πρέπει να συνοδευθεί από το σύνολο περί Αντίστασης (ειδικά όσον αφορά την καταφυγή των διωκομένων στον τόπο συνεδρίασης του Εθνικού Συμβουλίου της Αντίστασης), Εξέγερσης και Επανάστασης και ειδικά από τα άρθρα «COMBAT, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ», «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «ΚΡΑΤΟΣ, ΕΘΝΟΣ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», «Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «Η ΣΑΡΚΑ», «ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ». Βλ. και τις αναφορές στην γέννηση του Χριστιανισμού με την Επιστολή Βαρνάβα στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» καθώς και το δοκίμιο «ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΝ: Η ΤΕΧΝΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ» όπως και το σύνολο περί Ισπανίας σε σχέση με την «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» σε αντίθεση με την «ΠΑΝΟΥΚΛΑ».
2. Ο Καρδινάλιος Emmanuel Suhard (1874-1949) υπήρξε Αρχιεπίσκοπος στο Παρίσι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ κατά των διώξεων. Με άρθρο του στην Combat στις 31/10/1944 υποστήριξε ότι ποτέ δεν παρενέβη στην πολιτική.
3. Ο συγγραφέας George Bernanos έγραψε τον Ιανουάριο του 1941 το άρθρο με τίτλο: «Ο κ. Suhard και η Jeanne dArc» όπου αναφέρει: «Η σύγχρονη αντίληψη περί παθητικής υπακοής… πρέπει λογικά να έχει τα πλεονεκτήματά της, εφόσον οι δικτάτορες την κατέστησαν θεμελιώδη κανόνα της ολοκληρωτικής Ηθικής… Η προσωρινή σωτηρία της Γαλλίας κάποιαν σημασία πρέπει να έχει στα μάτια του Παντοκράτορα, εφόσον είχε την ευχαρίστηση να δεχθεί να την επικυρώσει μέσω της παρέμβασης ενός Αγίου… Η προσωρινή ανεξαρτησία της πατρίδας μου αποτελεί, επίσης, την εγγύηση για την πνευματική της ελευθερία». Ίσως οι αναφορές αυτές να συνδέονται με τις αναφορές Καμύ στον Άγιο Αυγουστίνο και σε «κατάθεση», ίσως με τον Γιώργο Σεφέρη αλλά ίσως και με το βιβλίο του συγγραφέα Georges Bernanos “Grands Cimetières sous la lune” το οποίο καταδικάζει την στάση της Εκκλησίας στον Ισπανικόν Εμφύλιο (και σε συνδυασμό με την «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ»). Φυσικά, η Jeanne dArc είναι «ο Ιωάννης της Κιβωτού» της Διαθήκης.


Μια ανακοίνωση που λάβαμε δια μέσου των δικτύων καλωδιωμένων υπηρεσιών και την οποία δημοσιεύσαμε ως ρεπορτάζ στην έκδοσή μας στις 14 Σεπτεμβρίου ανήγγειλε αλλαγές στην Επισκοπή Γαλλίας.
Τα θέματα που ηγέρθησαν από την έκδοση της ανακοίνωσης αυτής είναι αρκετά στρατηγικής υφής, εν γένει, ως προς τον αντίκτυπό τους ώστε να απαιτούν περαιτέρω επεξεργασία.
Εξάλλου, η κατάσταση είναι φανερή: ενώ αρκετοί επίσκοποι, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Saliège της Τουλούζ, τίμησαν την πίστη τους και την χώρα τους, μια μειοψηφία τιτλούχων και ιεραρχών της Εκκλησίας υϊοθέτησαν στάσεις κατά την διάρκεια της Κατοχής που ήταν ασύμβατες με τα συμφέροντα του έθνους.
Στην τελευταία αυτήν ομάδα ανήκε ο Καρδινάλιος Suhard στο Παρίσι.
Πριν το 1940, πολλοί από εμάς που σεβόμασταν τον Χριστιανισμό ως ένα πελώριο πνευματικό φαινόμενο αναρωτιόμασταν, ωστόσο, ποιά τυφλότητα είχε οδηγήσει την Εκκλησία να παραμείνει με πείσμα απόμερα από τα ανατριχιαστικά προβλήματα που είχαν βυθίσει τον αιώνα στην δίνη. Επί χρόνια, πολλοί Ευρωπαίοι περίμεναν ηγετικές πνευματικές φωνές να καταδικάσουν τις πράξεις εκείνες που έπρεπε να κριθούν εγκληματικές –κι όμως, επί χρόνια αυτές οι φωνές παρέμεναν σιωπηλές.
Αυτή η αποφασιστικότητα να απομονωθεί από τα μαρτύρια των εθνών με σκοπό να επιβιώσει δίχως να αναγκαστεί να επιλέξει στρατόπεδο υπήρξε το πιο αλάνθαστο σημάδι για την διείσδυση της παρακμής στην Εκκλησία.
Το 1936 η κρίση εξελίχθηκε σε αρκετά σοβαρή ώστε μια μείζων Καθολική φωνή, του Bernanos, αναγκάστηκε να εκδηλωθεί και να αποκηρύξει τον λήθαργο της Εκκλησίας.
Από το 1940 η ανακοίνωση αυτή είχε μείνει να αναπαύεται –και το λέμε αυτό ακόμη πιο εμφατικά επειδή βρισκόμαστε εκτός θρησκείας.
Οι Χριστιανοί έχουν και πάλι εναγκαλιστεί την ζωή του έθνους αναλαμβάνοντας τους κινδύνους του. Οι κατηχήσεις και τα δόγματα, ακριβώς όπως τα έθνη ή τα άτομα, πεθαίνουν μόνο όταν οι Θεοί τους αρνούνται να δεσμευθούν.
Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι επί μία 4ετία οι Χριστιανοί σύντροφοί μας απέδειξαν ότι η πίστη τους ήταν ζωντανή.
Το γεγονός αυτό δικαιολογεί την αυστηρότητά μας να κρίνουμε εκείνους των οποίων η στάση διακινδύνευε τον χωρισμό Εκκλησίας-Έθνους.
Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν δεν δείχνουμε έλεος απέναντι στην προδοσία πλασμάτων που η δουλειά τους ήταν να συναλλάσσονται με νόμισμα τις ηθικές αξίες υπό την κάλυψη της πολιτικής, ποιάν ανήθικη κατηγόρια θα έπρεπε να απευθύνουμε για να αντισταθμίσουμε εκείνους που η δουλειά τους ήταν να υπερασπίζονται το πνεύμα, να εξευγενίζουν την καρδιά των ανθρώπων και όλοι μαζί να αποκηρύττουμε το κακό;
Απαιτούμε συνέπεια και συνοχή από πολιτικούς που παραδοσιακά δεν την επεδείκνυαν.
Πώς μπορούμε, άραγε, να μένουμε σιωπηλοί για την έλλειψη συνεκτικότητας και αλληλεγγύης ανθρώπων που ενδύονται με ένα από τα αγνότερα μηνύματα που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα;
Πώς μπορούμε να μην τους υπενθυμίζουμε ότι για έναν Χριστιανό ο φόβος αποτελεί προδοσία προς την πίστη του;
Η αιώνια κλίση και η τέχνη αυτών των ανθρώπων υπήρξε στην πραγματικότητα να επικυρώσουν ότι η ισχύς είναι ανώφελη ενάντια στο πνεύμα όταν αυτό αρνείται να την αναγνωρίσει. Ο προορισμός τους ήταν να μην συναινέσουν και να χρονοτριβήσουν, να αρνηθούν και –αν παρίστατο ανάγκη– να πεθάνουν. Ε λοιπόν, αυτό το καθήκον τους το πρόδωσαν.
Ήταν πιο δύσκολο για την Αντίσταση να έχει μάρτυρες σε σχέση με την Εκκλησία.
Πολλοί από τους συντρόφους μας που δεν είναι πια μαζί μας βάδισαν προς τον θάνατο χωρίς ελπίδα ή παρηγόρια. Η γνώμη τους ήταν ότι πέθαιναν, απολύτως, και ότι η θυσία τους θα σήμαινε το τέλος όλων. Ωστόσο, ήταν πρόθυμοι να κάνουν αυτήν την θυσία.
Πώς, τότε, μεις δεν αισθανόμαστε πικρία που κρίνουμε ότι κρύωσαν τα σώματα ανθρώπων για τους οποίους ο θάνατος είναι απλώς και μόνον ένας περιθωριακός σταθμός και το μαρτύριο μια άνωθεν απελευθέρωση;
Για όλους αυτούς τους λόγους, το πρόβλημα αποκτά σοβαρότητα. Πολιτική σοβαρότητα (όπως κανονικά θα έπρεπε να αποδεικνύει το παράδειγμα της Ισπανίας όπου η Εκκλησία αποκόπηκε με την βούλησή της από τον λαό) και ηθική σοβαρότητα (διότι είναι θέμα συνοχής και τιμής, κάτι που συνδέεται με ολόκληρη την στάση ζωής ενός προσώπου).
Ούτε οι φίλοι μας στoν Temps present και οι Témoignages chrétiens ούτε οι Χριστιανοί σύντροφοί μας στην Combat δεν θα αντιδικήσουν μαζί μας όταν δηλώνουμε ότι το πρόβλημα αυτό πρέπει να επιλυθεί, δίχως καθυστέρηση, από τους Καθολικούς.
Είναι στο χέρι του ίδιου του Χριστιανισμού να απορρίψει αδυσώπητα εκείνους που έδειξαν ότι ήταν Χριστιανοί μόνο κατ’ επάγγελμα.




«ΚΡΑΤΟΣ, ΕΘΝΟΣ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 1945
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
  1. Το κείμενο αυτό συνδέεται με τα θέματα κατήχησης της Χριστιανικής διδασκαλίας όπως αναπτύσσονται πλήρως από τον συγγραφέα με εκκίνηση το άρθρο «ΕΘΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ» και ξεδιπλώνονται στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» (ειδικότερα, ως προς το θέμα των χάρτινων πλοίων και της κυβερνητικής, αξίζει να σημειωθούν οι αναφορές στο πλοίο του Χριστιανισμού Πλωτίνου-Πελάγιου, τα άρθρα «ΧΑΡΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ» και «ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ» καθώς και το Δόγμα Capitant, το οποίο είναι όμοιο με την κατασκευή ναών με την μορφή κύβων όπως περιγράφονται από τον Όργουελ και την Βέϊλ). Πρέπει, επίσης, με άξονα την Ισπανία (όπου εντοπίζεται το CORPUS CHRISTI) να μελετηθούν οι μεταφράσεις Καμύ «ΔΟΚΙΜΙΟ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΑΛΟΓΟΝ», «Ο ΑΡΝΗΣΙΘΡΗΣΚΟΣ», «Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ» και «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» σε αντίθεση με την «ΠΑΝΟΥΚΛΑ» και σε σύνδεση με την μετάφραση Όργουελ «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ».
  2. Το θέμα της θρησκευτικής ειρήνης συνδέεται αφενός με τα Σύμβολο της Πίστεως όπως περιέχεται στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» αλλά και με τον Πάπα Eugenio Pacelli (Pius XII) που θεωρείται ως ο υπέρμαχος των συνθηκών της «Χριστιανικής Ειρήνης».
  3. Ο René Marie Alphonse Charles Capitant (1901-1970) υπήρξε κορυφαίος νομικός της Γαλλίας. Καθηγητής Δικαίου, Πολιτικών Επιστημών, Ιστορίας: καθηγητής στο Στρασβούργο το 1930, καθηγητής στο Αλγέρι –την πρωτεύουσα της Ελεύθερης Γαλλίας– το 1941. Ιδρυτικό μέλος του κινήματος COMBAT, φυλακίστηκε λόγω της αντίστασης στο καθεστώς του Vichy, έγινε υπουργός Παιδείας το 1944-45, καθηγητής στο Παρίσι το 1951. Θεωρείται υπέρμαχος της Δημοκρατικής Ένωσης της γαλλικής “Rénovation”. Δημιούργησε το νομικό καθεστώς απόσχισης μιας εδαφικής συλλογικότητας σε ανεξάρτητο κράτος θαλάσσιας επικράτειας μόνο και με βάση το Σύνταγμα του 1958 και, το 1966, το Δόγμα Capitant περί εξειδικευμένης ερμηνείας. Υπουργός Δικαιοσύνης το 1968 στην κυβέρνηση Ντε Γκώλ.

Είναι μάλλον προσβλητικό και, σε ορισμένα σημεία, γελοίο το ότι αναγκάζομαι σήμερα να πάρω θέση επί του θέματος της θρησκευτικής αγωγής του λαού.
Ίσως αυτό να εμφανίζεται, κατά κάποιον τρόπο, λες και προσπαθώ να αναστήσω ένα νεκρό άλογο –και, άλλωστε, απείχα ως τώρα από το να παρέμβω σε αυτήν την πολεμική εφόσον ήλπιζα ότι δεν θα επιβίωνε για πολύ. Αυτό, όμως, φαίνεται πως δεν ισχύει αφού ήδη πρόκειται η ίδια η κυβέρνηση να εγκατασταθεί στην εξουσία και αφού ο κ. Capitant συνέταξε ήδη το προηγούμενο Σάββατο τα πρακτικά της γραμματειακής υποστήριξης, ένα κείμενο που απεσύρθη χθες αφού πρώτα συνάντησε αντιδράσεις.
Ό,τι κι αν γίνει, το θέμα που ετέθη με την έκδοση αυτού του κειμένου δεν μπορεί να αγνοηθεί και πρέπει να διακανονιστεί. Μετανιώνουμε μόνο που ετέθη κατ΄αρχήν.
Οι ακτιβιστές της Καθολικής Εκκλησίας που στερούνται διορατικότητας και σύνεσης έχουν ήδη παραδώσει τα όπλα τους στα χέρια των ίδιων των εχθρών τους. Σίγουροι πως θα είχαν μιαν ευνοϊκήν ακρόαση από ορισμένα διαμερίσματα της κυβέρνησης, λησμόνησαν ότι διακινδύνευαν να προσβάλουν τον μεγάλον αριθμό Γάλλων που βλέπουν την κοσμική εκπαιδευτική διαδικασία ως την καλύτερην εγγύηση της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης. Από την άποψην αυτή, εάν πω ότι αυτή η διαλεκτική συζήτηση είναι άκαιρη ισοδυναμεί με κατάθεση της γνώμης μου για την παρούσα έκδοση.
Η ελευθερία συνείδησης είναι εξαιρετικά πολύτιμη για μας ώστε να επιχειρήσουμε τον διακανονισμό του μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα πάθους.
Είναι απαραίτητο να είμαστε συγκρατημένοι.
Και οι Χριστιανοί αλλά και οι αρνησίθρησκοι θα πρέπει να σημειώσουν και να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι, σε σχέση με την απόκτηση παιδείας, η ελευθερία συνείδησης είναι εξαρτημένη από την ελευθερία επιλογής.
Από την στιγμή που η κατήχηση και η διδασκαλία παρέχεται από το Κράτος, το Κράτος δεν είναι δυνατόν να διδάσκει ή να βοηθά στην διάδοση αληθειών που δεν είναι αναγνωρισμένες και παραδεκτές από όλους.
Άρα, το μόνο που μπορεί να φανταστεί κανείς είναι ότι το Κράτος μπορεί να παραδίδει μαθήματα κυβερνητικής αγωγής του πολίτη και αστικών δικαιωμάτων μόνο στα παιδάκια που κατασκευάζουν χάρτινα καραβάκια. Σ’ αυτό εδώ το σημείο είναι ασυναγώνιστο.
Εξ αντιθέσεως, είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς ότι μπορεί η θρησκεία να διδάξει γραφειοκρατική διοίκηση –διότι ο νόμος της αντιμεταθετικότητας είναι κάτι το αναπόφευκτον.
Ούτε η πίστη ούτε η αγάπη μπορούν να αποτελούν αντικείμενο δογματικής διδασκαλίας.
Όσοι είναι πλέον σίγουροι για την δική τους αλήθεια ώστε να θέλουν να την προπαγανδίσουν προς άλλους, θα πρέπει να το κάνουν με χρήματα από το δικό τους ταμείο.
Λογικά, ισχύει ότι δεν μπορούν να ζητούν από το Κράτος να το κάνει ή να τους βοηθήσει να το κάνουν.
Εδώ και σχεδόν μισόν αιώνα, έχουμε στην Γαλλία γνωρίσει μόνο μιαν μορφήν ειρήνης, την θρησκευτικήν ειρήνη.
Απολαύσαμε την ειρήνη επειδή η θρησκευτική αγωγή βασίστηκε επί των αρχών που εκτέθηκαν άνωθεν.
Γιατί να μεταρρυθμίσουμε τώρα τους θεσμούς ή οργανισμούς στους οποίους αυτή η ειρήνη ενσαρκώθηκε;
Οι θεσμοί ή οργανισμοί αυτοί υπήρξαν θετικοί για όλους επειδή –είμαστε ευτυχείς που το λέμε– κατέστησαν παρελθόν την αντίθεση στην απόκτηση κλήρου και κληροδοτημάτων. Εάν οι λειτουργίες αυτών των θεσμών άνοιγαν ή ήταν ανοιχτές προς υποβολή ερωτημάτων, αυτό θα έπληττε ασφαλώς τα συμφέροντα της θρησκείας περισσότερο παρά θα τα εξυπηρετούσε.
Αντιμετωπίζαμε πάντοτε τα θέματα θρησκείας με τον σεβασμό και την προσοχή που τους αξίζει. Να γιατί αισθανόμαστε δικαιολογημένοι που προειδοποιούμε τους Καθολικούς να μην έχουν υπερβολικά τραβηγμένες πεποιθήσεις.
Κανείς δεν θέλει να δει έναν διάλογο να διεξάγεται μεταξύ Χριστιανών και απίστων περισσότερο από εμάς διότι πιστεύουμε ότι αμφότερες οι πλευρές θα ωφελούνταν. Αυτή η επαφή είναι εφικτή στην πραγματικότητα σε έναν τόπο: στο σχολείο του λαού. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τα ιδιωτικά συμφέροντα, ακόμα και αν υπήρχε όλη η αντικειμενικότητα του κόσμου. Πολλοί από τους καθηγητές των Πανεπιστημίων και των Λυκείων-Γυμνασίων μας είναι Καθολικοί (ή και ιερείς, ακόμα) και αυτό δεν είναι κακό.
Δεν υπάρχει λόγος γιατί να μην δημιουργηθεί και μεταξύ των στοιχειωδών δημοσίων σχολείων μια παρόμοια συνεργασία.
Εξ αντιθέσεως, είναι αδύνατον ή πάντως εξαιρετικά σπάνιο να διδάσκουν σε θρησκευτικές σχολές καθηγητές που δεν πιστεύουν στην θρησκεία.
Σε αυτό το επίπεδο είναι που βλέπουμε πλεονεκτήματα για την ύπαρξη αντικειμενικότητας.
Και από υλιστικής, κοσμικής πλευράς με τον τρόπον αυτόν είναι που ρυθμίζεται το ζήτημα.
Το καθεστώς του Vichy είχε τους δικούς του λόγους που αγνόησε αυτά τα επιχειρήματα και χορήγησε χρηματοδότηση προς τις ιδιωτικές σχολές.
Οι λόγοι αυτοί δεν υφίστανται πλέον σήμερα –και είναι ορθό το Κράτος να διεκδικήσει την ελευθερία του εκ νέου.
Πέρα από το όριο αυτό, έχουμε να πούμε μόνο το εξής:
Αν ήμασταν Καθολικοί και αν –όπως άλλωστε θα ήταν φυσικό– θέλαμε να διαδώσουμε τα πιστεύω μας όσο το δυνατόν ευρύτερα, θα υποστηρίζαμε το κλείσιμο των ιδιωτικών θρησκευτικών σχολών συλλήβδην και θα συμμετείχαμε ευθέως και απευθείας, ως άτομα, στην εκπαίδευση του λαού του έθνους.
Οι νέοι Καθολικοί θα κέρδιζαν, ως εκ τούτου, πολύτιμην εμπειρία από τον λαϊκό πληθυσμό της χώρας αυτής και από μιαν εθνική πραγματικότητα που η «προστατευμένη αγωγή» τους εμποδίζει πολύ συχνά να δουν. Θα εξυπηρετούσε, τότε, αυτό έναν κοινό στόχο που, ομολογουμένως, θα αποκαθιστούσε στην σωστή της θέση την παρωχημένη φιλονικία περί κλήρου και χορηγιών.


«ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 22 ΜΑΡΤΙΟΥ 1947
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή:
1. Το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί μαζί με το σύνολο των θρησκευτικών και πολιτικών περί Τύπου, Αντίστασης και Δικαιοσύνη κειμένων του δημοσιογράφου και συγγραφέα και, ιδίως, αυτού με τίτλο στις 20/9/1944: «Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΧΙΤΛΕΡ». Στις 7/10/1944 δημοσιεύτηκε το άρθρο «COMBAT, Χριστιανισμός και Κομμουνισμός» και την ίδια ημέρα έγινε η πρώτη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου της Αντίστασης για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση Παρισίων από τους Γερμανούς στο Γήπεδο Ποδηλατικών Αγώνων Vélodrôme dHiver/Vél dhive το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινή φυλακή για τους Εβραίους που δίωκε η Γαλλική Αστυνομία τον Ιούλιο του 1942. Στις 9/12/1944 , μετά τα Δεκεμβριανά, ο συγγραφεύς έγραψε το άρθρο : «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ» και στις 16/12/1944 «Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ». Ο Αδόλφος Χίτλερ αυτοκτόνησε στις 30 Απριλίου 1945. Στις 19 Νοεμβρίου του 1946 ο Καμύ συνέγραψε την σειρά δοκιμίων «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ». Στο μοναστήρι των Δομινικανών στο Latour-Maubourg το 1948 ο συγγραφεύς πραγματοποίησε ομιλία με θέμα «Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ». Στις 19 Νοεμβρίου 1948 το κίνημα COMBAT υπό την ηγεσία Καμύ πραγματοποίησε διαμαρτυρία στον Ο.Η.Ε., όπου και έγινε η σύλληψη του Gary Davis ως Πολίτη του Κόσμου. Ο συγγραφεύς Κλάους Μανν αυτοκτόνησε στις 21/5/1949 στις Κάννες της Γαλλίας.
2. Ο Πατήρ Michel Riquet, πάστορας στην Παναγία των Παρισίων ως το 1955, είχε εκτοπιστεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Mauthausen και στο Dahau. Στις 21/3/1947 διαμαρτυρήθηκε στην εφημερίδα COMBAT προς τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Paul Ramadier για τις έρευνες της αστυνομίας σε μονές και μοναστήρια επειδή αυτός είχε αρνηθεί να παρέμβει επειδή «η υπόθεση δεν είχε πολιτικό χαρακτήρα». Οι θρησκευόμενοι κατηγορούνταν για συνωμοσία κατά του Κράτους μέσω της COMBAT.

Η χθεσινή έκδοση αυτής της εφημερίδας περίκλειε ένα εμψυχωτικό γράμμα από τον Πατέρα Riquet, αντιστασιακό εξόριστο, προς τον κ. Ramadier.
Δεν έχω ιδέα τι θα σκεφθούν, ενδεχομένως, οι Χριστιανοί για το γράμμα αυτό αλλά η συνείδησή μου δεν θα μου επιτρέψει να το αφήσω να περάσει άνευ σχολιασμού.
Η αλήθεια είναι πως μου φαίνεται ότι όσοι δεν πιστεύουν θα έπρεπε να αισθάνονται ακόμα περισσότερο υπόχρεοι σε σχέση με άλλους ώστε να εκφράσουν αγανάκτηση για την ανεκδιήγητη στάση που έχει υϊοθετήσει στην υπόθεση αυτή ένα τμήμα του Τύπου.
Δεν έχω καμίαν επιθυμία να δικαιολογήσω τίποτε απολύτως.
Εάν είναι αληθές ότι ορισμένοι πιστοί συνωμότησαν κατά του κράτους, θα έπρεπε πράγματι να υπόκεινται στους νόμους που έχει υϊοθετήσει η χώρα αυτή.
Ως τώρα, πάντως, η Γαλλία δεν έχει ενστερνιστεί –εξ όσων εγώ γνωρίζω– την ιδέα ότι η ευθύνη θα πρέπει να είναι συλλογική.
Πριν προλάβουν τόσο πολλοί δημοσιογράφοι και πάρτυ άνιμωλς να καταγγείλουν τα μοναστήρια ως καταφύγια εγκληματιών ή προδοτών και την Εκκλησία ολόκληρη ως το κέντρο μιας πελώριας και σκοτεινής συνωμοσίας, θα ευχόμουν να είχαν πρώτα μπει στον κόπο να καταφύγουν αυτοί στην μνήμη. Εάν το είχαν κάνει αυτό, θα είχαν πιθανόν ανακαλέσει την εποχή που ορισμένα μοναστήρια κάλυπταν με την σιωπή τους –εν είδει καμουφλάζ– ένα πολύ διαφορετικό είδος συνωμοσίας.
Θα μπορούσαν να είχαν προβάλει ως παράδειγμα προς τους χλιαρούς και αμφιταλαντευόμενους τις πράξεις λίγων ηρωϊκών ψυχών οι οποίες, δίχως μακροσκελείς συζητήσεις, άφησαν πίσω τις ειρηνικές τους κοινότητες για να επισκεφθούν τους μάρτυρες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επειδή ήμασταν από τους πρώτους που αποκηρύξαμε τα λάθη ορισμένων θρησκευτικών ιεραρχών, έχουμε το δικαίωμα να το τονίσουμε αυτό την ίδια ώρα που άλλοι δημοσιογράφοι αμελούν τα καθήκοντα και την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός τους και μεταμορφώνονται σε συκοφάντες ή πολεμοκάπηλους.
Οποιαδήποτε ευθύνη κι αν φέρει μια κυβέρνηση που έχει αποκαλύψει στο φως μόνον ό,τι αυτή επέλεξε (και επέλεξε, μάλιστα, την πιο ευνοϊκή στιγμή για να το κάνει) η ευθύνη των δημοσιογράφων είναι ακόμα μεγαλύτερη διότι απαρνήθηκαν ό,τι γνώριζαν και απέστρεψαν τα μάτια τους από ό,τι αποτελεί την μοναδική μας δικαιολογία: η ωδίνη που υποφέραμε από κοινού επί μία 4ετία. Για εφημερίδες που απήλαυσαν την τιμή να δημοσιεύουν τα άρθρα τους με συνθήκες μυστικότητας και υπογείως, αυτό αποτελεί μιαν ασυγχώρητη αποτυχία, μιαν ύβριν προς τις πιο ευγενείς μνήμες και μια πρόκληση που ρίχνεται ευθέως κατά πρόσωπον της δικαιοσύνης.
Όταν η Franc-Tireur (για να απαντήσει στον Πατέρα Riquet δίχως, όμως, να τυπώσει την επιστολή του) κραυγάζει: «Ποιός είναι ακόμα πιστός στο πνεύμα της Αντίστασης; Αυτοί που προσπαθούν να σώσουν τους δήμιους των εκτοπισμένων ιερέων από την δικαιοσύνη ή αυτοί που θέλουν να τους τιμωρήσουν;» λησμονεί ότι, εάν υπάρχει μια μορφή δικαιοσύνης που πρέπει να εφαρμοστεί στον εχθρό, υπάρχει και μια άλλη μορφή –του πνεύματος άνωθεν– που πρέπει να εφαρμόζεται προς τους σταυραδελφούς.
Για ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια, η δικαιοσύνη θα έπρεπε να είχε κάνει μια προσπάθεια να μην συγκεντρώσει έναν τεράστιο αριθμό αθώων μαζί με μια χούφτα κατηγορουμένων για εγκλήματα ενώ σφύριζε αδιάφορα και αγνοούσε όλα τα θύματα με τον κομμένο λαιμό. Για αυτό δεν υπάρχει, ανυπερθέτως, καμία δικαιολογία.
Αλήθεια, όμως, ποιό είναι το αγαθό που προκύπτει από μια τέτοιαν διαμαρτυρία;
Το πνεύμα του υπολογισμού έχει κλειστά τα αυτιά του∙ κηρύττουμε «ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω».
Ποιος νοιάζεται πια για την Αντίσταση και την τιμή;
Ύστερα από 2 χρόνια εξαθλιωμένων και ναυαγισμένων ελπίδων, με βαρειά καρδιά επαναλαμβάνουμε ό,τι έχουμε πει στο παρελθόν.
Επιβάλλεται να το επαναλάβουμε.
Μιλούμε μόνο για ό,τι ξέρουμε∙ και νοιώθουμε ντροπιασμένοι για αυτούς που αγαπάμε –και μόνο για αυτούς.
Μπορώ ήδη να ακούσω τον εμπαιγμό: «Ε, μαντέψτε! Η Combat βρίσκεται τώρα εντός της Εκκλησίας».
Αυτό, φυσικά, είναι άνευ σημασίας. Αφού δεν πιστεύουμε, το μόνο μίσος που έχουμε είναι το μίσος κατά του μίσους και, όσο υπάρχει ακόμα μια πνοή ελευθερίας στην χώρα αυτή, θα συνεχίσουμε να αρνούμαστε να βρεθούμε μαζί με αυτούς που κραυγάζουν προσβλητικά λόγια και θα βρισκόμαστε στο πλάϊ μόνoν όσων φέρουν την μαρτυρία, όποιοι κι αν είναι.

ALBERT CAMUS


«Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των άρθρων «Η ΓΑΛΛΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ», «ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΑΣ», «ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», «Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ», «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ» και με τα κείμενα περί Γερμανίας.

Σήμερα, 21η Αυγούστου –και καθώς η έκδοση της εφημερίδας αυτής μεταδίδεται παντού πετυχαίνοντας τους στόχους της– η απελευθέρωση της πόλης βρίσκεται στο τελικό στάδιο. Ύστερα από 50 μήνες κατοχής, αγώνων και θυσιών, το Παρίσι ανακαλύπτει εκ νέου το αίσθημα της ελευθερίας παρά το γεγονός ότι οι εκρήξεις των πυρών πλήττουν τις γωνίες και τα τετράγωνα της πόλης.
Θ διακινδυνεύαμε, ωστόσο, να παλινδρομήσουμε στην οφθαλμαπάτη ότι η ελευθερία –η οποία είναι άξια για κάθε άτομο– εκπηγάζει δίχως προσπάθεια ή πόνο που να ανταποκρίνεται στον αγώνα.
Η ελευθερία πρέπει να είναι αντικείμενο οικονομίας αλλά πρέπει να αγωνιστεί κανείς για να την κατακτήσει.
Απαραίτητη συνθήκη της ελευθερίας μας είναι η αποκατάσταση της Δημοκρατίας η οποία συντελείται από την καταπολέμηση του εισβολέα και των προδοτών από τις Γαλλικές Δυνάμεις Εσωτερικών,. Η Δημοκρατία και η Ελευθερία θα θριαμβεύσουν μέσω αγώνα.
Η απελευθέρωση για το Παρίσι βρίσκεται σε ένα μόνο βήμα απόσταση από την απελευθέρωση της Γαλλίας –και, εδώ, η λέξη LIBERATION πρέπει να κατανοηθεί υπό την ευρύτερη δυνατήν ερμηνεία.
Η μάχη κατά της Ναζιστικής Γερμανίας συνεχίζεται. Το στοίχημα της γενιάς αυτής έχει τεθεί εις το διηνεκές αλλά δεν είναι το μοναδικό, ακόμα κι αν η μάχη αυτή είναι η πιο δύσκολη από τις αναμετρήσεις που έκαναν ολόκληρη την Γαλλία να κινητοποιηθεί.
Η εξωτερική εμφάνιση της Ελευθερίας –για χάρη της οποίας η Γαλλία υποχρεώθηκε να κλειστεί στο 1939– δεν αρκεί απλώς να κατακτηθεί.
Θα έχει ικανοποιηθεί μόνον ένα απειροστικό τμήμα της αποστολής μας εάν η Γαλλική Δημοκρατία του αύριο θα επρόκειτο να βρεθεί εκ νέου –όπως η Γ’ Δημοκρατία– υπό τον αυστηρό έλεγχο των αργυρίων.
Φυσικά, ο αγώνας ενάντια στην δύναμη του χρήματος υπήρξε επί μακρό χρόνο ένα από τα αγαπημένα θέματα του Pétain και της ομάδας του.
Τα αργύρια, ωστόσο, ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερο φορτίο για τον λαό μας απ’ ό,τι στην περίοδο που ξεκίνησε τον Ιούλιο 1940, όταν βοήθησαν την προδοσία ώστε να αποκτήσει την εξουσία και να προσδέσει σκοπίμως τα συμφέροντά της με τον Χίτλερ προκειμένου να προστατεύσει και να επεκτείνει τα προνόμιά της.
Δεν είναι τυχαίο που άνδρες όπως οι Laval, Bouthillier, Baudouin, Pucheu και Leroy-Ladurie διαδέχονταν ο ένας τον άλλον στα Συμβούλια Υπουργών του καθεστώτος Vichy.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι αποκαλούμενες «οργανωτικές επιτροπές» διευθύνονταν από επικεφαλής «οργανωτές» των οποίων οι σχέσεις με το προλεταριάτο δεν υπήρξαν ποτέ τίποτε άλλο –στην πλειοψηφία τους– παρά οι σχέσεις των αφεντικών προς τους δούλους.
Χάρη στον αγώνα που έχουμε ξεκινήσει στο πλάϊ των Συμμάχων κατά των στρατών του Χίτλερ, όλη η Γαλλική επικράτεια θα είναι σύντομα ελεύθερη.
Σε εμάς εναπόκειται να εξασφαλίσουμε την ελευθερία μας.
Ο αγώνας συνεχίζεται.

Χ







«ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 26 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή:
  1. Το Χριστουγεννιάτικο κείμενο αυτό αποτελεί τον βασικό άξονα γύρω από τον οποίο εκτυλίσσονται όλα τα γραπτά Καμύ-Όργουελ για θέματα Ισπανίας, προλεταριάτου, θρησκείας, Εκκλησίας, λειτουργίας, κοινωνίας, δημοκρατίας, μέτρου, δημοσιογραφίας και M.O.I. Πρέπει να αναγνωστεί κυρίως σε σχέση με τους διαξιφισμούς Albert Camus-Gabriel Marcel-Francois Mauriac με επίκεντρο τον Χριστιανισμό. Σημαντικό είναι να συνδεθεί με τα άρθρα «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «COMBAT, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ», «ΕΘΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ» και σε επαφή με τις ομιλίες Καμύ «Η σκέψη του μεσημεριού: ραδιοφωνική ομιλία για τον Ρενέ Σαρ με θέμα την Ηλιακή σκέψη των Αρχ. Ελλήνων», «Το μέλλον της τραγωδίας», «Ο άπιστος και οι Χριστιανοί» και τις μετάφρασεις Όργουελ «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ», «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ», «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΩΝΙΑ» Ίσως το κλειδί της λειτουργίας να προσφέρει το άρθρο «ΤΑ ΑΚΡΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ» και «ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ» σε σύνδεση με τον Georges Bernanos και το Corpus Christi υπό την Ιερά Εξέταση (Βλ. το έργο «LEtat de Siege»).
  2. Πρέπει, όμως, πρωτίστως, οι αναφορές στην δικτατορία να συνδεθούν με τα άρθρα περί Ελλάδας: «Η Συνταγματική νομιμότητα της Αντίστασης σε Ελλάδα και Ευρώπη», «Η αναγνώριση της Αντίστασης στην Ελλάδα», «Εξέγερση στην Ελλάδα» και σε σχέση με τα άρθρα Καμύ περί εικονογράφησης της παραδομένης και ηττημένης Γερμανίας του 1945 από τον Μποτιτσέλλι και Όργουελ περί κριτικής στο “Mein Kampf”. Βλ. και τον πίνακα «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΕΝΝΗΣΗ».
Σύγκρινε με την εισαγωγή στις τοιχογραφίες του Καλού Ποιμένα από τις Χριστιανικές Κατακόμβες και τις ληκύθους του Παρθενώνος στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ». Προφανώς, το θέμα συνδέεται με την καταδίωξη των θρησκευομένων που προστάτευσε ο Πατήρ Michel Riquet στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Mauthausen και Dahau.
  1. Ο Πάπας Eugenio Pacelli (Pius XII) 1876-1958 θεωρείται ο υπέρμαχος της «Χριστιανικής Ειρήνης». Εξελέγη τον Μάρτιο 1939. Επικρίθηκε για την σιωπή του στην γενοκτονία των Εβραίων. Σε ραδιοφωνική του ομιλία την 1η Σεπτεμβρίου 1944, δήλωσε: «απαιτείται γιγαντιαία προσπάθεια για να αποκατασταθεί η κοινωνική ζωή και ο ηθικός νόμος». Στο μήνυμά του για τα Χριστούγεννα 1944, όμως, είχε συμπεριλάβει την εξής ανακοίνωση: «Η αληθινή δημοκρατία της μορφής είτε της δημοκρατικής πολιτείας, της ρεπουμπλικανικής, είτε της βασιλευομένης δημοκρατίας εγγυάται την ελευθερία στην οποία προσβλέπουν οι πνευματικές πνοές και επιδιώξεις των λαών σε αντίθεση με τα απολυταρχικά, δικτατορικά κράτη που κυβερνώνται από πολιτικούς άνδρες και όπου κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ζήσει την ιδιωτική, προσωπική του ζωή με τρόπο έντιμο». Ήταν εναντίον του Μαρξισμού. Υπήρξε ο αίτιος του διαχωρισμού Βατικανού-Ανατολικής Ευρώπης. Ίδρυσε το Νέο Μουσείο Βατικανού.


Ο Πάπας μόλις εξέδωσε ένα μήνυμα στο οποίο εκδηλώνει ανοιχτά την στήριξή του υπέρ της δημοκρατίας.
Αυτά είναι καλά νέα.
Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι αυτό το μήνυμα με τις προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις καλεί ευθέως για έναν εξίσου προσεκτικό σχολιασμό.
Δεν είμαστε σίγουροι ότι μιλούμε εξ ονόματος όλων των Χριστιανών συντρόφων στην Combat αλλά θεωρούμε δεδομένο ότι τα αισθήματα ενός σημαντικού αριθμού εξ αυτών αποκρυσταλλώνονται σε ό,τι πρόκειται να πούμε άμεσα.
Θα θέλαμε να εκμεταλλευθούμε την ευκαιρία αυτή για να πούμε πρώτα απ’ όλα ότι η ικανοποίησή μας δεν είναι εντελώς απηλλαγμένη από την μετάνοια.
Έχουμε κλείσει πολλά χρόνια που αναμέναμε την ηγετική πνευματική εξουσία της ημέρας αυτής να καταδικάσει –χωρίς ανεπιβεβαίωτες συνθήκες, όρους ή λέξεις– την δικτατορία.
Επαναλαμβάνω: χωρίς ανεπιβεβαίωτες συνθήκες, όρους ή λέξεις.
Διότι ορισμένες εγκύκλιοι υποβάλλουν, πράγματι, την ιδέα μιας καταδίκης της δικτατορίας αλλά μόνον όταν μεταφραστούν κι ερμηνευθούν κατά τον ενδεδειγμένο, πρέποντα τρόπο.
Είναι μια καταδίκη που διατυπώνεται με βάση την φόρμουλα μιας γλώσσας παράδοσης –κάτι που δεν έχει ποτέ γίνει ξεκάθαρο για την τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων. Αυτή η ίδια πλειοψηφία, όμως, ήταν που ανέμενε όλα αυτά τα χρόνια κάποιον να μιλήσει ανοιχτά και να δώσει καθαρά την ταυτότητα ταυτοποίησης της πηγής του κακού, όπως τώρα έπραξε ο Πάπας.
Η μυστική μας ικεσία ήταν να ειπωθεί αυτό όταν το κακό βασίλευε θριαμβευτικό και οι δυνάμεις του καλού παρέμεναν φιμωμένες. Προφανώς, υπάρχει λόγος που γεμίζουμε αγαλλίαση τώρα που εκστομίστηκαν αυτές οι λέξεις, τώρα που το πνεύμα της δικτατορίας αποβάλλει τον μανδύα στον οποίον επενδυόταν και τυλιγόταν και παραπαίει. Δεν θέλαμε, όμως, απλώς να το εορτάσουμε∙ θέλαμε να πιστέψουμε και να θαυμάσουμε.
Ζητούσαμε από το πνεύμα να αποδείξει αφ’ εαυτού την αξία του πριν προφθάσει με την άφιξή της η ισχύς να το στηρίξει και να το δικαιώσει.
Θα θέλαμε να δούμε τον Πάπα να αποκηρύσσει τον Φράνκο το 1936 ώστε ο Georges Bernanos να μην είχε αναγκαστεί να μιλήσει ανοιχτά και να αναθεματίσει το καθεστώς.
Η φωνή που έχει μόλις υπαγορεύσει προς τον Καθολικό κόσμο ποιο στρατόπεδο θα όφειλε να επιλέξει ήταν η μοναδική φωνή που θα μπορούσε να είχε εκδηλωθεί εν μέσω των βασανισμών και των κραυγών, η μοναδική φωνή που θα μπορούσε ήρεμα και ατρόμητα να είχε καταδικάσει την τυφλή βία των αρματωμένων μεραρχιών. Κάλλιστα μπορούμε να πούμε με ντομπροσύνη αυτό που πιστεύουμε: θα μας άρεσε εάν ο Πάπας είχε πάρει θέση στο αποκορύφωμα εκείνης της περιόδου ντροπής και είχε αποκηρύξει ό,τι έπρεπε να αποκηρυχθεί.
Συνιστά διαστρέβλωση αν νομίζουμε ότι η Εκκλησία είχε αφήσει την υποχρέωση αυτή σε άλλους προκειμένου να καλύψει με σκότος τα άτομα εκείνα που δεν είχε υπό την δικαιοδοσία της εξουσίας χρήσης των πηγών της και ορισμένοι εκ των οποίων στερούνταν της αήττητης ελπίδος με βάση την οποίαν ευημερεί η Εκκλησία.
Διότι η Εκκλησία δεν είχε ανάγκη να ασχολείται με την επιβίωση ή την αυτοπροστασία της.
Ακόμα και σε αλυσίδες αν ήταν δεμένη, δεν θα είχε πάψει να υπάρχει.
Άλλωστε, στις αλυσίδες θα είχε βρει μιαν δύναμη που μπαίνουμε στον πειρασμό, έτσι κι αλλιώς, σήμερα να μην την αναγνωρίζουμε και να μην την αποδεχόμαστε. Τώρα έχουμε λάβει το μήνυμα αυτό, τουλάχιστον.
Οι Καθολικοί, αυτοί που έδωσαν τον καλύτερον εαυτό τους στον κοινόν αγώνα, ξέρουν τώρα ότι είχαν δίκαιο και ότι τον διεξήγαν καλά.
Ο Πάπας έχει αναγνωρίσει τις αρετές της δημοκρατίας.
Στο σημείο αυτό η επιλογή του λεκτικού τύπου είναι, ωστόσο, εκλεπτυσμένη και υποβολιμαία.
Η λέξη «Δημοκρατία» ερμηνεύεται υπό την ευρείαν έννοια.
Μπορεί να ενθυλακώνει ως ένα είδος περιτυλίγματος τόσο τις μοναρχίες όσο και τις δημοκρατικές πολιτείες (ρεπούμπλικες), σύμφωνα με τον Πάπα.
Αυτή η δημοκρατία αντιμετωπίζει με μέτρα προφυλακτικά τις μάζες και την λειτουργία τους καθώς ο Πίος XII τις διακρίνει –με υπόγειον, έντεχνον τρόπο– από τον λαό. Επιπλέον, επιτρέπει την ύπαρξη ανισοτήτων στις κοινωνικές συνθήκες (μολονότι αυτές εξισορροπούνται και γίνονται πιο μετριοπαθείς δια μέσου του πνεύματος της αδελφοσύνης).
Η δημοκρατία –όπως ορίζεται στο κείμενο αυτό– περιέχει έναν «ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό» χρωματικόν ήχο που μας εκπλήσσει αενάως.
Άλλωστε, ο Πάπας δεν κρατά μυστικές καν τις επιθυμίες του αφού κάνει έκκληση υπέρ ενός «μετρίου» καθεστώτος.
Φυσικά κατανοούμε τις επιθυμίες του.
Υπάρχει ένα είδος μετριοπάθειας ή μέτρου στον τομέα της πνευματικής οξυδέρκειας που είναι χρήσιμο όταν πηγάζει από την νόηση των κοινωνικών ζητημάτων και, επίσης, από την προώθηση του σκοπού της ευημερίας όλων.
Ωστόσο, οι λεπτολογίες και οι προφυλάξεις του Πάπα αφήνουν έναν μεγάλο χώρο ερμηνείας ώστε να εισχωρήσει το πλέον απεχθές είδος, αυτό της μετριότητας που φέρει τον τίτλο της δειλίας της ψυχής. Στην πραγματικότητα, είναι αυτή η δειλία που βρίσκει ανεκτή την ανισότητα και υποφερτή την αδικία.
Αυτές οι νομικές οδηγίες ή φόρμουλες είναι που «έκοψαν κι έραψαν» στα μέτρα τους τις 2 οδούς (περί επιβίωσης και θανάτου).
Σήμερα υπάρχει κίνδυνος αυτές οι συνθήκες και οι εγκύκλιοι περί μετριοπάθειας να γίνουν παιχνίδι, άθυρμα, στα χέρια εκείνων που θέλουν να διατηρήσουν τα πάντα όπως είναι, που έχουν αποτύχει να κατανοήσουν ότι ορισμένα πράγματα πρέπει να αλλάξουν.
Ο κόσμος μας δεν χρειάζεται τις χλιαρές ψυχές. Χρειάζεται φλογισμένες καρδιές, ανθρώπους που ξέρουν ποιος είναι ο ορθόδοξος τόπος της έννοιας του μέτρου. Οι Χριστιανοί του 1ου αιώνος δεν ήταν μετριοπαθείς.
Η Εκκλησία οφείλει σήμερα να υπογραμμίσει και να τονίσει ότι δεν πρέπει να συνδέεται με τις δυνάμεις της συντήρησης.
Τα λέμε όλα αυτά επειδή ζητούμε από κάθε πασίγνωστο και αξιοσέβαστο θεσμό ή οργανισμό να υπηρετήσει τον σκοπό της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
Δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι τόσο πολλοί από εμάς σε αυτήν την μάχη.
Αυτός είναι ο μοναδικός λόγος για τις επιφυλάξεις μας.
Ποιοί είμαστε εμείς, στο κάτω-κάτω της γραφής, που θα ασκήσουμε κριτική στην υψηλότερη πνευματική εξουσία και αυθεντία του αιώνος;
Τίποτε άλλο παρά κοινοί αμύντορες του πνεύματος που πιστεύουμε ότι είναι άπειρες οι αξιώσεις και οι απαιτήσεις από εκείνους που η αποστολή τους είναι να αντιπροσωπεύουν αυτό το πνεύμα.
A.C.



«ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1945
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το κείμενο αυτό είναι κεντρικό στην διαμάχη Albert Camus-Francois Mauriac με επίκεντρο τον Χριστιανισμό και την επιβολή της ποινής του θανάτου σε σχέση με την κάθαρση σκανδάλων. Πρέπει να συνοδευθεί από τα άρθρα συνταγματικού περιεχομένου «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟ ΕΤΟΣ 2000», «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ», «Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΣ», «ΠΕΣΣΙΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑΡΡΟΣ», «Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ», «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», «Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν και η ελληνική μετάφραση της Σιμόν Βέϊλ με θέμα «Η ΒΑΡΥΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΙΣ».
2. Ο δημοσιογράφος René Leynaud ήταν βασικό στέλεχος του κινήματος COMBAT μαζί με τον τυπογράφο André Bollier (ψευδώνυμο Vélin). Βλ. το άρθρο «Η ΣΑΡΚΑ» αλλά, κυρίως, τις αναφορές στο μεγαλείο στο άρθρο «ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ».


Ο κ. Mauriac μόλις τώρα δημοσίευσε υπό τον τίτλο «ΑΣΕΒΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΧΑΡΗ» ένα άρθρο το οποίο βρίσκω πως δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε φιλάνθρωπο. Ασχολούμενος με τα ζητήματα που μας χωρίζουν, έχει τώρα για πρώτη φορά υϊοθετήσει έναν τόνο περί του οποίου δεν επιθυμώ να δημιουργήσω θέμα αλλά τον οποίο, εγώ –τουλάχιστον– θα αποφύγω να χρησιμοποιήσω.
Άλλωστε, δεν θα είχαν καν απαντήσει στο άρθρο του εάν δεν είχαν συνωμοτήσει οι συνθήκες που με υποχρεώνουν πια να εγκαταλείψω αυτές τις καθημερινές φιλονικίες κατά την διάρκεια των οποίων εδώ και μήνες αποκτήσαμε δεσμούς μεταξύ μας –ο καλύτερος και ο χειρότερος από εμάς– δίχως να ξεκαθαρίσουμε κανένα από τα ζητήματα που στ’ αλήθεια έχουν για μας σημασία.
Δεν θα είχα απαντήσει εάν δεν αισθανόμουν ότι αυτή η διαπραγμάτευση (στην οποία η ίδια η υφή της ζωής μας τίθεται στο επίκεντρο) κινδύνευε να περιέλθει σε κατάσταση σύγχυσης.
Και, εφόσον μου ασκείται προσωπική επίθεση, θα ήθελα να τελειώσω με τον εξής τρόπο: μιλώντας με βάση το δικό μου όνομα και προσπαθώντας για μια τελευταία φορά να διευκρινίσω όλα όσα προσπαθούσα να εκφράσω.
Όποτε χρησιμοποιούσα την λέξη δικαιοσύνη σε σύνδεση με την κάθαρση, ο κ. Mauriac μιλούσε για την χάρη. Είναι τόσο μοναδική και πολύτιμη η αρετή της χάριτος, εξάλλου, που μιλώντας περί δικαιοσύνης φαινόμουν να κάνω έκκληση υπέρ της βεντέτας. Να ακούω, όμως, τον κ. Mauriac να το υποστηρίζει, ε! τότε φαίνεται πράγματι ότι, για την διευθέτηση αυτών των κοσμικών διαστάσεων θεμάτων, πρέπει να κάνουμε μιαν επιλογή απολυτότητας ανάμεσα στην αγάπη του Χριστού και την εκδίκηση και το μίσος των ανθρώπων. Ε λοιπόν, όχι!
Μερικοί από εμάς απορρίπτουν εξίσου τις κραυγές εχθρότητας που φθάνουν στα αυτιά μας από την μια πλευρά και τις γλυκές παρακλήσεις και ικεσίες που προέρχονται από την άλλην.
Στο ενδιάμεσο των δύο αυτών άκρων, αναζητούμε την ακριβοδίκαια φωνή που θα μας αποδώσει την αλήθεια δίχως αιδώ. Για να γίνει αυτό δεν απαιτείται να είμαστε εντελώς ξεκάθαροι και σαφείς για τα πάντα∙ απαιτείται απλώς και μόνο να επιθυμούμε διακαώς –με πάθος, νοημοσύνη και συναισθηματικότητα καρδιάς– την ευκρίνεια, εφόσον χωρίς τις ιδιότητες αυτές δεν έχουμε πιθανότητες να κάνουμε το καλό ούτε ο κ. Mauriac ούτε εγώ.
Αυτό είναι που μου επιτρέπει να πω ότι η χάρις δεν έχει εδώ καμιά δουλειά.
Έχω, άλλωστε, την εντύπωση ότι ο κ. Mauriac παρερμηνεύει στην δική του ανάγνωση των κειμένων ό,τι θεωρεί ως χρέος του να διαψεύσει.
Είναι φανερό ότι είναι ένας συγγραφέας που εργάζεται μάλλον με βάση το συναίσθημα παρά με βάση τα επιχειρήματα, αν και στα ερωτήματα αυτά θα προτιμούσα να αφήναμε τις ευαισθησίες στην άκρη. Με έχει πλήρως παρερμηνεύσει εάν νομίζει ότι αντιμετωπίζω τον κόσμο που μου δόθηκε χαμογελώντας.
Όταν λέω ότι αποτελεί μιαν μηδαμινή, μίζερη κι ασήμαντη παρηγόρια το είδος χάρης και φιλανθρωπίας που προβλήθηκε και ανυψώθηκε ως παράδειγμα στα μάτια των 20 αυτών εθνών που πεινούν για δικαιοσύνη, παρακαλώ τον άνθρωπο που μου ασκεί κριτική να πιστέψει ότι το κάνω δίχως να χαμογελώ.
Όσο κι αν σέβομαι τον κ. Mauriac για ό,τι συνθέτει την ύπαρξή του, έχω το δικαίωμα να απορρίπτω ό,τι σκέπτεται. Δεν είναι αναγκαίο, για να το κάνω αυτό, να αισθάνομαι ασέβεια για την χάρη που με τόση μεγαλοψυχία μου επιρρίπτει.
Αντιθέτως, οι αντίστοιχες θέσεις μας μου φαίνονται σαφείς. Ο κ. Mauriac δεν θέλει να προσθέτει περισσότερη βεντέτα σ’ αυτήν που ήδη υπάρχει –και σε αυτό το σημείο είμαι αρκετά έτοιμος να τον ακολουθήσω– αλλά εγώ δεν επιθυμώ να προσθέσω κι άλλα ψέματα σε αυτά που ήδη υπάρχουν∙ και εδώ είναι που περιμένω την συμφωνία του.
Δεν πρέπει να το σημειώσω τόσο άκομψα αλλά, επιτρέψτε μου, χωρίς περιστροφές, να πω ότι περιμένω εκ μέρους του να δηλώσει ανοιχτά ότι υπάρχει σήμερα ανάγκη δικαιοσύνης.
Για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω ότι θα το κάνει: είναι μια ευθύνη αυτή, την οποία δεν θα αναλάβει.
Ο κ. Mauriac (ο οποίος έχει γράψει ότι η Δημοκρατία μας θα όφειλε να γνωρίζει πώς να λαμβάνει μέτρα σκληρά) σκέπτεται πάρα πολύ περί της πιθανότητας να γράψει κάτι ενώ δεν έχει ακόμη σκεφθεί να προφέρει μία και μόνο λέξη: συμπονώ.
Θα έλεγα, λοιπόν, σ’ αυτόν πολύ απλά ότι εγώ βλέπω για την χώρα μας 2 οδούς-μεθόδους που οδηγούν στον θάνατο (υπάρχουν, βέβαια, και μέθ-οδοι επιβίωσης που δεν είναι καλύτερες από τον ίδιο τον θάνατο): η οδός της έχθρας και η οδός της συγγνώμης.
Και οι 2 μου μοιάζουν εξίσου καταστρεπτικές.
Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση προς την έχθρα. Ακόμα και η απλή ιδέα να έχω εχθρούς με εκπλήττει διότι το θεωρώ το πιο κουραστικό πράγμα στον κόσμο αλλά και επειδή τόσο εγώ όσο και οι σύντροφοί μου έπρεπε να υποβληθούμε σε εξαιρετικά κοπιώδεις προσπάθειες για να αντιμετωπίσουμε κάποιον ως εχθρό. Ούτε και η συγγνώμη, ωστόσο, μου φαίνεται καλύτερη και, μάλιστα, υπό τις σημερινές συνθήκες θα έμοιαζε ως προσβολή.
Σε κάθε περίπτωση, είμαι πεπεισμένος ότι δεν είναι στο χέρι μας.
Αν, λοιπόν, ισχύει ότι μου προκαλεί τρόμο κάθε πρόταση περί επιβολής της θανατικής ποινής, τότε είναι αλήθεια και ότι αυτό είναι δική μου δουλειά, προσωπική μου υπόθεση.
Για αυτό, θα υποστηρίξω τον κ. Mauriac στο αίτημα περί χορήγησης πλήρους συγχώρεσης όταν μου πουν ότι έχω το δικαίωμα οι γονείς του Vélin και η σύζυγος του Leynaud –όχι, όμως, ποτέ πριν.
Ποτέ πριν! για χάρη της διαχυτικότητας της καρδιάς μου.
Για να μην προδώσω ό,τι πάντοτε αγαπούσα και σεβόμουν στον κόσμον αυτό, την πηγή της ανθρώπινης ευγένειας που είναι η πίστη και η αφοσίωση.
Πιθανόν να είναι κάτι δύσκολο να το ακούει κανείς αυτό. Μπορώ απλώς και μόνο να ελπίζω ότι ο κ. Mauriac έχει επίγνωση ότι είναι εξίσου δύσκολο και να το λέει κανείς.
Έχω δηλώσει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι ο Béraud δεν άξιζε την εσχάτη των ποινών και ομολογώ πως δεν μου μένει πια αρκετή φαντασία για να δεχθώ την άποψη του κ. Mauriac ότι οι ένοχοι για προδοσία πρέπει να φορούν και να σέρνουν σιδερένιες μπάλες στα πόδια τους. Ξόδεψα επί μιαν 4ετία όλην την φαντασία που διέθετα για να μπορέσει το μυαλό μου να συλλάβει την μοίρα των χιλιάδων Γάλλων που, ενώ είχαν την αξιοπρέπεια με το μέρος τους, ωστόσο τους επιφυλάχθηκαν τα χειρότερα μαρτύρια στον κόσμο των δημοσιογράφων που τώρα ορισμένοι θέλουν να μετατρέψουν σε μάρτυρες.
Ως άνθρωπος, μπορεί να θαυμάζω τον κ. Mauriac για την ικανότητά του να αγαπά τους δοσίλογους αλλά ως πολίτης θλίβομαι επειδή αυτού του είδους η αγάπη θα μας μετατρέψει σε ένα έθνος άπιστων, μετρίων ανδρών και σε μιαν κοινωνία με την οποία δεν θα θέλαμε πια να έχουμε καμίαν σχέση.
Στο τέλος-τέλος, ο κ. Mauriac μου ρίχτηκε κατάμουτρα μέσω του Χριστού.
Θα του πω το εξής, με κάθε πρέπουσα βαρύτητα: Νομίζω ότι έχω μιαν ορθή και ακριβήν εικόνα για το μεγαλείο του Χριστιανισμού αλλά ορισμένοι από μας σε αυτόν τον καταδιωγμένον κόσμο έχουμε την αίσθηση ότι αν ο Χριστός πέθανε για μερικούς ανθρώπους, δεν πέθανε για εμάς (ή) ότι αν για μερικούς ο Χριστός πέθανε, για εμάς δεν πέθανε.
Αρνούμαστε, ωστόσο, να παραιτηθούμε της ελπίδος προς τον άνθρωπο.
Μπορεί να μην έχουμε την παράλογη φιλοδοξία να σώσουμε τον άνθρωπο, έχουμε όμως την διορατικότητα να τον υπηρετήσουμε. Μπορούμε να ζήσουμε δίχως Θεό ή ελπίδα, δεν μπορούμε όμως να ζήσουμε και τόσο εύκολα χωρίς τον άνθρωπο. Στο σημείο αυτό μπορώ πράγματι να πω στον κ. Mauriac ότι δεν έχουμε αδύναμη καρδιά και άρα θα αρνηθούμε ως το τέλος μιαν θεϊκήν απονομή χάριτος που θα απογοήτευε το ανθρώπινο γένος από την δικαιοσύνη που του οφείλεται.

ALBERT CAMUS


«ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το κείμενο αυτό πρέπει να ενταχθεί ως πρωταρχικό στα πλαίσια της διαμάχης Albert Camus-Francois Mauriac με επίκεντρο το πρόσωπο του Χριστού, τον Χριστιανισμό και την επιβολή της ποινής του θανάτου. Πρέπει να συνοδευθεί από τα άρθρα περί Ευρώπης και Συντάγματος καθώς με τα άρθρα «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ», «Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΣ», «ΠΕΣΣΙΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑΡΡΟΣ», «Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ», «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», «Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ», «Η ΣΑΡΚΑ», «ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ» και με τα άρθρα περί προσωπίδας και ξίφους. Βλ. και τις μεταφράσεις Καμύ-Όργουελ περί Ελευθερίας.
2. Ο Πάπας Eugenio Pacelli (Pius XII) 1876-1958 θεωρείται ο υπέρμαχος της «Χριστιανικής Ειρήνης». Εξελέγη τον Μάρτιο 1939. Επικρίθηκε για την σιωπή του στην γενοκτονία των Εβραίων. Σε ραδιοφωνική του ομιλία την 1η Σεπτεμβρίου 1944, δήλωσε: «απαιτείται γιγαντιαία προσπάθεια για να αποκατασταθεί η κοινωνική ζωή και ο ηθικός νόμος». Στο μήνυμά του για τα Χριστούγεννα 1944, όμως, συμπεριέλαβε την εξής ανακοίνωση: «Η αληθινή δημοκρατία της μορφής είτε της δημοκρατικής πολιτείας, της ρεπουμπλικανικής, είτε της βασιλευομένης δημοκρατίας εγγυάται την ελευθερία στην οποία προσβλέπουν οι πνευματικές πνοές και επιδιώξεις των λαών σε αντίθεση με τα απολυταρχικά, δικτατορικά κράτη που κυβερνώνται από πολιτικούς άνδρες και όπου κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ζήσει την ιδιωτική, προσωπική του ζωή με τρόπο έντιμο». Ήταν εναντίον του Μαρξισμού. Υπήρξε ο αίτιος του διαχωρισμού Βατικανού-Ανατολικής Ευρώπης. Ίδρυσε το Νέο Μουσείο Βατικανού.
3. Ο Wladimir dOrmesson (1888-1973), συγγραφεύς και δημοσιογράφος για την εφημερίδα Le Figaro ήταν ο πρέσβης της Γαλλίας στο Βατικανό την περίοδο Μαΐου-Οκτωβρίου 1940 και 1948-1956. Σε άρθρο του στις 7/9/1944 με τίτλο «Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ» έγραψε ότι μόνον ο Χριστιανισμός «του οποίου ο πρωταρχικός νόμος… είναι ο νόμος της χάριτος και φιλανθρωπίας» θα μπορούσε να πετύχει στην επανένωση ατομικής ελευθερίας και κοινωνικού οργανισμού.

Στην χθεσινή Figaro ο κ. Όρμησον σχολίασε την ομιλία του Πάπα. Ο λόγος είχε ήδη προκαλέσει αίσθηση αλλά στον κ. Όρμησον αξίζει να απονεμηθεί ο τίτλος της αναγνώρισης διότι εξέφρασε –με πολύ παραστατικούς όρους– το πρόβλημα που τίθεται σήμερα κατά πρόσωπον στην Ευρώπη.
«Το πρόβλημα» είπε «είναι να εναρμονιστεί η ατομική ελευθερία –που είναι πιο επιτακτική και ιερή από ποτέ– με την συλλογική οργάνωση της κοινωνίας που καθίσταται αναπόφευκτη από τις συνθήκες της σύγχρονης ζωής».
Αυτή είναι μια πολύ ορθή τοποθέτηση.
Θα προτείναμε, ωστόσο, στον κ. Όρμησον μιαν ακόμη πιο σύντομη και περιεκτική διατύπωση ή φόρμουλα, λέγοντας ότι για εμάς το πρόβλημα είναι να συμβιβαστεί η δικαιοσύνη με την ελευθερία.
Ο στόχος που πρέπει να επιδιώξουμε είναι να εξασφαλίσουμε ότι η ζωή είναι ελεύθερη για τον καθένα μας και δίκαιη για όλους.
Μεταξύ αυτών των χωρών που –με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας– επιχείρησαν χειροπιαστά να δώσουν είτε στην ελευθερία προτεραιότητα έναντι της δικαιοσύνης είτε προτεραιότητα στην δικαιοσύνη έναντι της ελευθερίας, η Γαλλία είναι αυτή που έχει ρόλο να παίξει με σκοπό την αναζήτηση ενός άνωθεν ισοζυγίου.
Δεν πρέπει να κρύβουμε από τον εαυτό μας το γεγονός ότι η επιτυχία αυτού του συμβιβασμού θα είναι δύσκολη.
Εάν μπορεί να έχει αξιοπιστία ό,τι διαβάζουμε στα βιβλία Ιστορίας, αυτή η μορφή συμφιλίωσης δεν έχει ποτέ ως τώρα επιτευχθεί –κάτι που σημαίνει πως οι 2 ανωτέρω αρχές είναι, κατά κάποιον τρόπο, αντιθετικές και παράδοξες.
Μα, πώς θα μπορούσε να γίνει ειδάλλως;
Ατομική ελευθερία σημαίνει ελευθερία και για τον τραπεζίτη και για τον φιλόδοξον επιχειρηματία –και, άρα, αδικία.
Δικαιοσύνη υπέρ πάντων σημαίνει ότι η προσωπικότητα του ατόμου πρέπει να υποταχθεί στο συλλογικό καλό.
Υπό τις συνθήκες, αυτές, τί σημαίνει αν μιλά κανείς περί απόλυτης ελευθερίας; Ο κ. Όρμησον, ωστόσο, έχει την γνώμη ότι ο Χριστιανισμός προνοεί και παρέχει για μιαν λύση στο πρόβλημα αυτό.
Θα επιτρέψει ίσως σε ένα πρόσωπο –«μορφωμένο» εκτός της θρησκείας αλλά που να σέβεται τα πιστεύω των άλλων– να εκφράσει τις αμφιβολίες του στο σημείο αυτό.
Ο Χριστιανισμός είναι στην ουσία μια κατήχηση υπέρ της έλλειψης δικαιοσύνης (και αυτή είναι, παραδόξως, η πηγή του μεγαλείου της).
Βασίζεται στην θυσία της αθωότητας και στην αποδοχή αυτής της θυσίας.
Εξ αντιθέσεως, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει δίχως εξέγερση, όπως μόλις απέδειξε το Παρίσι με μιαν αλληλουχία από βραδιές που φωταγωγήθηκαν ή διαφωτίστηκαν από τις εκρήξεις και τις φλόγες της εξέγερσης.
Πρέπει, άραγε, ως εκ τούτου, να παραιτηθεί κανείς αυτής της επιχείρησης να κατορθώσει ό,τι θα φαινόταν ως ένας συμβιβασμός απίθανος; Όχι.
Απλώς πρέπει κάποιος να εκτιμήσει τις πελώριες δυσκολίες της ανάληψης του έργου και να το καταστήσει σαφές προς όλους όσους, καλή τη πίστει, θα ήθελαν να τα απλοποιήσουν όλα.
Πράγματι, τίποτε άλλο δεν είναι άξιο για να ζήσει και να αγωνιστεί κανείς στον σημερινό κόσμο.
Στις αποθαρρυντικές συνθήκες της δεδομένης τωρινής εποχής, το δυσχερές και τεράστιο καθήκον που αντιμετωπίζουμε κατά πρόσωπον είναι να στερεώσουμε την δικαιοσύνη εν μέσω του πλέον άδικου κόσμου από όλους καθώς και να διασώσουμε την ελευθερία των προορισμένων εκ των προτέρων ψυχών από την ένταξη σε καθεστώς δουλείας. Αν αποτύχουμε, η ανθρωπότητα θα βυθιστεί και πάλι στο χάος –αλλά θα έχουμε, τουλάχιστον, προσπαθήσει.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο επιχείρημα: η επιχείρηση αυτή καλεί για καθαρή σκέψη και οξυδερκήν επαγύπνηση ώστε να πάρουμε είδηση ότι όποτε συμφωνούμε σε ένα προς έκδοσιν κοινωνικό θέμα, απαιτείται να συλλογιζόμαστε το άτομο και όποτε το άτομο αξιώνει και δικαιούται της προσοχής μας, απαιτείται να θεωρούμε το καλό όλων.
Ο κ. Όρμησον δικαίως σκέφτεται ότι οι Χριστιανοί θα καταφέρουν να εντυπώσουν στο πρόσωπο –λόγω της εντολής «αγάπα τον πλησίον σου»– αυτήν την δυσχέρεια και να επιμείνουν σ’ αυτό. Υπάρχουν κι άλλοι, ακόμα, που δεν μοιράζονται την πίστη τους αλλά μπορούν πάλι κι αυτοί να ελπίζουν ότι θα φτάσουν στον ίδιον σκοπό χάρη σε μιαν απλή συμπάθεια προς την αλήθεια, ένα πνεύμα αλτρουϊσμού και μιαν εκτίμηση προς το μεγαλείο του ανθρώπου.

Χ


4. Σε άρθρο του στην Le Figaro στις 11/9/1944 με τίτλο «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» ο Wladimir dOrmesson έγραψε: «Η εφημερίδα Combat –της οποίας τα κύρια άρθρα παρουσιάζουν ένα τόσο αριστοτεχνικό στυλ και ύφος– αφιέρωσε πρόσφατα την προσοχή της στο άρθρο με το οποίο σχολίασα τον πρόσφατο λόγο του Πάπα. Η εφημερίδα ήγειρε αμφισβητήσεις ως προς το επιχείρημα που ανέπτυσσα εκεί, αμφισβητήσεις συντεταγμένες με τόσο ενδιαφέροντες όρους που σκέφθηκα ότι θα υπήρχε κάποιο αξιοσημείωτο σημείο για την συνέχιση της συζήτησης. Πόσο λυτρωτικό είναι, σε κάθε περίπτωση να μπορεί κανείς από μιαν άνετη θέση να συνεχίσει τα πρακτικά μιας ευγενούς διαπραγμάτευσης! Πόσο θαυμάσιο είναι να γράφει κανείς τι πιστεύει και να εγείρει αδέσμευτη, χωρίς αλυσίδες, κριτική!»




"Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ" - Ομιλία του Αλμπερ Καμύ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Σημείωση: Η ομιλία αυτή πρέπει να αναγνωστεί σε σχέση με την διπλωματική εργασία ''Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός''

Σπαράγματα ομιλίας του Αλμπέρ Καμύ στην Μονή Δομινικανών Latour-Maubourg
1948

Α.
Εφόσον υπήρξατε τόσο ευγενικοί ώστε να προσκαλέσετε έναν άνθρωπο που δεν συμμερίζεται τις πεποιθήσεις σας ώστε να έλθει και να απαντήσει στο πολύ γενικό ερώτημα το οποίο εγείρετε σε αυτές τις συνόδους, θα ήθελα –πριν σας πω τι εγώ νομίζω ότι προσδοκούν από τους Χριστιανούς οι άπιστοι– να αναγνωρίσω πρώτα την πνευματική σας ευγένεια, εκθέτοντας λίγες θέσεις αρχών.
Πρώτον, υπάρχει ένα μοντέλο λαϊκίστικου φαρισαϊσμού στο οποίο θα αγωνιστώ να μην υποκύψω.
Για μένα, υπόδειγμα Φαρισαίου αποτελεί ο άνθρωπος ο οποίος υποκρίνεται πως πιστεύει ότι ο Χριστιανισμός είναι κάτι εύκολο και, άρα, ζητά από τον Χριστιανό περισσότερα από όσα ο ίδιος ζητά για τον εαυτό του, στην βάση μιας εξωτερικής θέασης του Χριστιανισμού.
Πιστεύω ότι πράγματι ο Χριστιανός έχει αρκετές υποχρεώσεις αλλά ότι δεν εναπόκειται στον άνθρωπο που ο ίδιος τις απορρίπτει αυτές να υπενθυμίζει την ύπαρξή τους σε όποιον τις έχει ήδη αποδεχθεί. Αν υπάρχει κανείς ο οποίος μπορεί να απαιτήσει ο,τιδήποτε από τον Χριστιανό, αυτός είναι ο ίδιος ο Χριστιανός.
Το δίδαγμα είναι πως εάν επέτρεπα στον εαυτό μου, στο τέλος αυτής της ομιλίας, να απαιτήσει από εσάς ορισμένα καθήκοντα, αυτά θα μπορούσαν να είναι μονάχα τα καθήκοντα που είναι αναγκαίο να ζητούμε σήμερα από οποιονδήποτε άνθρωπο, είτε είναι Χριστιανός είτε όχι.
Δεύτερον, θα ήθελα να δηλώσω ότι, επειδή δεν συναισθάνομαι πως κατέχω οποιαδήποτε απόλυτην αλήθεια ή οποιοδήποτε μήνυμα, δεν θα εκκινήσω ποτέ από την υπόθεση ότι η Χριστιανική αλήθεια αποτελεί πλάνη αλλά, απλά, από το γεγονός ότι δεν θα μπορούσα να την αποδεχθώ.
Ως απεικόνιση αυτής της θέσεως, είμαι πρόθυμος να εξομολογηθώ το εξής: Πριν τρία χρόνια μια διαμάχη με έκανε να συγκρουστώ με έναν από εσάς –και δεν ήταν ο λιγότερο αξιοσέβαστος. Ο πυρετός αυτών των ετών, η οδυνηρή μνήμη δυο-τριων φίλων που δολοφονήθηκαν, μου είχαν δώσει το κουράγιο να το κάνω. Μπορώ, ωστόσο, να σας διαβεβαιώσω ότι, παρά κάποιες υπερβολικές εκφράσεις εκ μέρους του Francois Mauriac, δεν έχω πάψει να συλλογίζομαι όσα είπε. Στο τέλος αυτού του στοχασμού –και με τον τρόπο αυτό σας δίνω την γνώμη μου ως προς την χρησιμότητα του διαλόγου ανάμεσα στον πιστό και στον άπιστο– κατέληξα να παραδεχθώ έναντι του εαυτού μου, και τώρα να αναγνωρίσω εδώ δημοσίως, ότι στα θεμελιώδη καθώς και στο ακριβές σημείο της διαφωνίας μας, ο Francois Mauriac με νίκησε.
Θα είναι πιο εύκολο για μένα, έχοντας πει αυτό, να θέσω την τρίτη και τελευταία μου αρχή. Είναι απλή και εμφανής. Δεν θα επιχειρήσω να αλλάξω ο,τιδήποτε εξ όσων σκέφτομαι ή ο,τιδήποτε εξ όσων σκέφτεστε εσείς (στην έκταση που μπορώ να το κρίνω) προκειμένου να φθάσω σε μια συμφιλίωση στην οποία όλοι θα συμφωνούσαμε.
Αντιθέτως, αυτό που αισθάνομαι ότι θέλω να σας πω σήμερα είναι ότι ο κόσμος χρειάζεται τον πραγματικό διάλογο, ότι το ψέμα είναι τόσο επακριβώς αντίθετο του διαλόγου όσο και η σιωπή και ότι ο μόνος εφικτός διάλογος είναι αυτό το είδος διαλόγου μεταξύ ανθρώπων που παραμένουν ό,τι είναι ο εαυτός έκαστου και σκέφτονται φωναχτά. Αυτό ισοδυναμεί με το να πω ότι ο κόσμος του σήμερα χρειάζεται Χριστιανούς που παραμένουν Χριστιανοί.
Τις προάλλες στην Σορβόννη, μιλώντας σε έναν Μαρξιστή καθηγητή, ένας Καθολικός ιερέας είπε δημοσίως ότι και ο ίδιος ήταν αντικληρικαλιστής. Ε, λοιπόν, δεν μου αρέσουν ολωσδιόλου περισσότερο οι ιερείς από τους φιλοσόφους που ντρέπονται για την φιλοσοφία τους. Άρα, δεν θα επιχειρήσω –στην έκταση που με αφορά– να προσποιηθώ ενώπιόν σας ότι είμαι Χριστιανός.
Συμμερίζομαι με σας την ίδια αποστροφή για το Κακό.
Δεν συμμερίζομαι, όμως, την ελπίδα σας. Και θα συνεχίσω να αγωνίζομαι ενάντια σε αυτό το σύμπαν στο οποίο υποφέρουν και πεθαίνουν παιδιά
Β.
Και γιατί, άραγε, δεν θα έπρεπε να πω εδώ ό,τι έχω γράψει αλλού;
Επί μακρό χρόνο κατά την διάρκεια αυτών των φριχτών ετών ανέμενα να εκδηλωθεί ανοιχτά και να μιλήσει μια δυνατή φωνή στην Ρώμη. Εγώ, ένας άπιστος;
Ακριβώς.
Διότι γνώριζα ότι το πνεύμα, αντιμέτωπο με την ισχύ, θα χανόταν αν δεν εκστόμιζε μια κραυγή καταδίκης.
Φαίνεται ότι αυτή η φωνή όντως μίλησε.
Σας διαβεβαιώνω, ωστόσο, ότι εκατομμύρια άνθρωποι σαν εμένα δεν την άκουσαν καθώς και ότι, εκείνη την εποχή, πιστοί και άπιστοι μοιράζονταν εξίσου μια μοναξιά που συνέχιζε να εξαπλώνεται όσο πέρναγαν οι μέρες και όσο πολλαπλασιάζονταν οι δήμιοι.
Μου εξηγήθηκε έκτοτε ότι η καταδίκη όντως απηγγέλθη.
Αυτό, όμως, έγινε με το στυλ των εγκυκλίων, κάτι το οποίο δεν ήταν εντελώς ξεκάθαρο. Η καταδίκη απηγγέλθη και δεν έγινε αντιληπτή!
Ποιός θα μπορούσε να κάνει τόσο λάθος ώστε να μην νιώσει που βρίσκεται στην περίπτωση αυτή η πραγματική καταδίκη και να μην δει ότι αυτό το παράδειγμα δίνει από μόνο του ένα τμήμα της απάντησης –ίσως ολόκληρη την απάντηση– που ζητάτε από εμένα.
Αυτό που ζητά ο κόσμος από τους Χριστιανούς είναι να μιλήσουν οι Χριστιανοί δυνατά και καθαρά και να απαγγείλουν την καταγγελία τους με έναν τρόπο τέτοιο ώστε να μην μπορεί ποτέ να εγερθεί στην ψυχή του πιο απλού ανθρώπου μια αμφιβολία, ούτε η πιο μικρή αμφιβολία, ποτέ!
Να απομακρυνθούν από αφηρημένες θέσεις και να αντιπαρατεθούν στο αιμοσταγές πρόσωπο που έχει λάβει σήμερα η ιστορία.
Η σύνθεση που χρειαζόμαστε είναι η κοινότητα των ανθρώπων που είναι αποφασισμένοι να μιλήσουν ξεκάθαρα και να πληρώσουν προσωπικά το τίμημα.
Όταν ένας Ισπανός αρχιεπίσκοπος ευλογεί τις πολιτικές δολοφονίες, παύει να είναι ιερέας ή Χριστιανός ή ακόμη και άνθρωπος• είναι ένας σκύλος, ακριβώς όπως και αυτός ο οποίος δίνει εντολή για την δολοφονία αυτή, καλυπτόμενος πίσω από μιαν ιδεολογία, δίχως να κάνει ο ίδιος την βρώμικη δουλειά.
Ακόμα αναμένουμε –και εγώ αναμένω– για έναν συνασπισμό όλων εκείνων που αρνούνται να είναι σκύλοι και είναι αποφασισμένοι να πληρώσουν το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από έναν σκύλο.
Γ.
Και τώρα, τί μπορούν να κάνουν για εμάς οι Χριστιανοί;
Κατ’ αρχάς, παρατήστε τις κενές λογομαχίες, η πρώτη εκ των οποίων είναι η διαμάχη περί πεσσιμισμού.
Πιστεύω, λόγου χάρη, ότι ο κ. Γκαμπριέλ Μαρσέλ θα έπραττε συνετά εάν άφηνε στην άκρη ορισμένα είδη σκέψεως που τον συναρπάζουν και τον αποπροσανατολίζουν από τον δρόμο του.
Ο κ. Μαρσέλ δεν μπορεί να αυτοαποκαλείται δημοκράτης και, την ίδια στιγμή, να ζητά την απαγόρευση ενός θεατρικού έργου του Σαρτρ.
Αυτή είναι μια θέση που είναι κουραστική για όλους. Αυτό που θέλει ο κ. Μαρσέλ είναι να υπερασπιστεί απόλυτες αξίες όπως η μετριοπάθεια και η θεϊκή αλήθεια του ανθρώπου όταν τα πράγματα που θα έπρεπε να υπερασπιστεί κανείς είναι οι ελάχιστες προσωρινές αξίες που θα επιτρέψουν στον κ. Μαρσέλ να συνεχίσει κάποια μέρα να μάχεται, και άνετα μάλιστα, για αυτές τις απόλυτες αξίες.
Δ.
Με ποιό δικαίωμα, επιπλέον, θα μπορούσε ένας Χριστιανός ή ένας Μαρξιστής να με κατηγορήσει, π.χ., για πεσσιμισμό;
Δεν ήμουν εγώ αυτός που εφηύρε την δυστυχία της ανθρώπινης ύπαρξης ή τα τρομακτικά τελετουργικά της θεϊκής επίκλησης του Κακού.
Δεν ήμουν εγώ αυτός που φώναξε «Nemo bonus-Μηδείς αγαθός» ή απήγγειλε την καταδίκη αβάπτιστων παιδιών.
Δεν ήμουν εγώ αυτός που είπε ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να σωθεί με τα προσωπικά του μέσα και ότι στα βάθη της κατάπτωσής του στην χάρη του Θεού βρίσκεται η μοναδική του ελπίδα.
Ω, ο πασίγνωστος Μαρξιστικός οπτιμισμός!
Κανείς δεν πήγε παραπέρα την έλλειψη εμπιστοσύνης στον άνθρωπο.
Και, σε έσχατη ανάλυση, της μοίρας οι παθογένειες οικονομίας του σύμπαντος αυτού μοιάζουν περισσότερο τρομερές σε σύγκριση με την ενθουσιώδη θεϊκή έμπνευση και αυθόρμητη μεταστροφή του.
Οι Χριστιανοί και οι Κομμουνιστές θα μου πουν ότι ο οπτιμισμός τους βασίζεται σε πιο μεγάλο εύρος, ότι είναι ανώτερος από κάθε τι άλλο και ότι ο Θεός ή η ιστορία, σύμφωνα με το άτομο, αποτελούν το επαρκές παράγωγο προϊόν της διαλεκτικής τους.
Μπορώ να υποκύψω στην ίδια λογική.
Εάν ο Χριστιανισμός είναι απαισιόδοξος ως προς τον άνθρωπο, είναι αισιόδοξος ως προς την ανθρώπινη μοίρα.
Ε λοιπόν, μπορώ να πω ότι, ως απαισιόδοξος προς την ανθρώπινη μοίρα, είμαι αισιόδοξος ως προς τον άνθρωπο.
Και όχι στο όνομα ενός ανθρωπισμού στον οποίο μου φαινόταν πάντοτε ότι είχα έλλειψη αλλά στο όνομα μιας άγνοιας που προσπαθεί τίποτε να μην αρνείται.
Αυτό σημαίνει ότι οι λέξεις «πεσιμισμός» και «οπτιμισμός» πρέπει να οριστούν με σαφήνεια και ότι, μέχρι να μπορέσουμε να το κάνουμε, πρέπει να δώσουμε προσοχή σε ό,τι μας ενώνει μάλλον παρά σε ό,τι μας χωρίζει.
Ε.
Αυτά, πιστεύω, είναι όλα όσα είχα να πω.
Είμαστε αντιμέτωποι με το Κακό.
Και, όσον αφορά εμένα, νιώθω μάλλον όπως ο Αυγουστίνος (πριν γίνει Χριστιανός) όταν είπε: «Προσπάθησα να βρω την πηγή του Κακού και δεν κατέληξα πουθενά».
Είναι, όμως, εξίσου αλήθεια ότι εγώ –και ελάχιστοι άλλοι– γνωρίζουμε τι πρέπει να γίνει… αν όχι για να ελαττώσουμε το Κακό, τουλάχιστον για να μην το επαυξήσουμε.
Ίσως να μην μπορούμε να εμποδίσουμε αυτόν τον κόσμο από το να είναι ένας κόσμος στον οποίο βασανίζονται τα παιδιά και δίνουν την μαρτυρία τους. Μπορούμε, όμως, να ελαττώσουμε τον αριθμό των βασανισμένων παιδιών.
Και, αν δεν μας βοηθήσετε σεις, ποιός άλλος στον κόσμο μπορεί να μας βοηθήσει να το κάνουμε αυτό;
Έχει ξεκινήσει μια μεγάλη, άνιση μάχη ανάμεσα στις δυνάμεις του τρόμου και στις δυνάμεις του διαλόγου.
Δεν έχω παρά δικαιολογημένες αυταπάτες ως προς την έκβαση αυτής της μάχης.
Πιστεύω, όμως, ότι πρέπει να δοθεί και ξέρω ότι ορισμένοι άνθρωποι τουλάχιστον είναι αποφασισμένοι να την διεξάγουν.
Φοβάμαι, μόνο, ότι σε τακτά διαστήματα θα αισθάνονται κάπως μόνοι, ότι είναι στην πραγματικότητα μόνοι και πως –ύστερα από ένα διάλειμμα 2 χιλιάδων ετών– μπορεί να δούμε την θυσία του Σωκράτη να επαναλαμβάνεται αρκετές φορές.
Το πρόγραμμα του μέλλοντος είναι είτε ένας μόνιμος διάλογος είτε η επίσημη και συμβολική θανάτωση οποιωνδήποτε έχουν αποκτήσει εμπειρία διαλόγου.
Εφόσον έχω δώσει την απάντησή μου, η ερώτηση που θέτω στους Χριστιανούς είναι η εξής: «Θα εξακολουθήσει ο Σωκράτης να είναι μόνος του; Και υπάρχει ο,τιδήποτε σε αυτόν και στην διδασκαλία του που σας ωθεί να μας συνδράμετε;»
Είναι πιθανόν, το γνωρίζω καλά, ότι ο Χριστιανισμός θα απαντήσει αρνητικά.
Ω, όχι εξ ονόματός σας και με τη δική σας φωνή, έχω πειστεί γι’ αυτό.
Όμως, μπορεί –και αυτό είναι ακόμη πιο πιθανό– ο Χριστιανισμός να επιμείνει στην συντήρηση ενός συμβιβασμού ή, ειδάλλως, να προσδίδει στις καταγγελίες του την αφηρημένη μορφή μιας εγκυκλίου.
Πιθανότατα, θα επιμείνει να χάσει άπαξ και δια παντός την αρετή της ανάστασης που του ανήκε πριν από καιρό ώστε να εξεγείρεται.
Στην περίπτωση αυτή, οι Χριστιανοί θα ζήσουν και ο Χριστιανισμός θα πεθάνει. Οπότε, άλλοι θα πληρώσουν στην πραγματικότητα για την θυσία..
Όπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, ένα τέτοιο μέλλον δεν ανήκει στα πλαίσια της αρμοδιότητός μου να το αποφασίσω παρά ολόκληρη την ελπίδα και την αγωνία που μου ξυπνά.
Μπορώ να μιλήσω μονάχα για ό,τι οίδα.
Και αυτό που οίδα (και που δημιουργεί μέσα μου μερικές φορές μια βαθειά ευχή) είναι ότι αν οι Χριστιανοί το αποφάσιζαν, εκατομμύρια φωνές –εκατομμύρια, λέω– σε όλον τον κόσμο θα προσμετρώνταν στην έκκληση μιας χούφτας απομονωμένων ατόμων οι οποίοι, δίχως κανένα είδος διασύνδεσης, μεσολαβούν σχεδόν παντού και ακαταπαύστως υπέρ των παιδιών και υπέρ των ανθρώπων.


«Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή:
1. Το κείμενο αυτό συνδέεται με την σύγκρουση Albert Camus-Francois Mauriac με επίκεντρο το πρόσωπο του Χριστού, τον θάνατο και τον Χριστιανισμό ενώ πρέπει να αναγνωστεί πρωτίστως σε συνδυασμό με την «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ». Η επιρροή του, όμως, εξακτινώνεται και στα άρθρα «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «COMBAT, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ», «ΚΡΑΤΟΣ, ΕΘΝΟΣ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ», «ΕΘΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΑΣ», «Η ΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ» κ.τ.λ. περί Κρίσεως και Αποκαλύψεως.
2. Η αφορμή των κειμένων είναι η κάθαρση στην Γαλλία από τους δοσίλογους του Vichy και, πιο συγκεκριμένα, η εκτέλεση του δημοσιογράφου Georges Suarez της εφημερίδας Aujourdhui, ο οποίος κατηγορήθηκε για συνεργασία με Γερμανούς και εκτελέστηκε στις 9/11/1944. Ωστόσο, πρέπει να συνυπολογιστούν και τα άρθρα περί Θεών της Γερμανίας, οι αναφορές του συγγραφέα στο Ξίφος του Δημίου του Friburg και στο Ξίφος του Αλεξάνδρου καθώς και ότι η λέξη «capital» -ανάλογα με τα συμφραζόμενα- σημαίνει πρωτεύουσα, κεφάλι, κεφαλική/θανατική ποινή, οικονομική ποινή/τιμωρία, νομισματική κεφαλή, κεφάλαιο.

Είχαμε ενδοιασμούς πριν ανταποκριθούμε στην πρόσκληση (που είχε με ευγένεια και μιαν προέκταση προς εμάς) εκ μέρους του κ. Mauriac στην Κυριακάτικη Le Figaro. Τα θέματα που ήγειρε μας φάνηκαν λιγότερο επείγοντα σε σύγκριση με άλλα. Ωστόσο, αρκετά γράμματα αναγνωστών μας έχουν πλέον πείσει ότι αυτές οι ασχολίες είναι κοινές σε πολλούς Γάλλους που τις μοιράζονται και, άρα, η συζήτηση θα ωφελείτο από κάποιαν πρόσθετην ευκρίνεια.
Κάλλιστα θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε παραδεχόμενοι ότι το κύριο άρθρο της έκδοσης που προκλήθηκε από την Le Figaro εγράφη υπό το καθεστώς διέγερσης. Οι ισχυρισμοί του François Mauriac κατά του Αντιστασιακού Τύπου μας πλήγωσαν διότι τις θεωρήσαμε βαθύτατα άδικες.
Αυτή είναι η πραγματική διαφωνία.
Και μετανοούμε που ο κ. Mauriac δεν είπε τίποτε ως προς το πρόβλημα αυτό στην απάντησή του. Αυτό, όμως, συνέβη επειδή προτίμησε να πάει απευθείας στο ουσιώδες ζητούμενο το οποίον είναι το θέμα της δικαιοσύνης.
Ας το διαπραγματευθούμε, άρα.
Αυτό που σόκαρε τον κ. Mauriac ήταν η επιβεβαίωση που δώσαμε ότι πρέπει να μάθουμε σήμερα να απαρνούμαστε ένα τμήμα του εαυτού μας. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να λέμε πράγματα που δεν πιστεύουμε.
Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι το πρόβλημα της δικαιοσύνης επί της ουσίας καταλήγει στην αποσιώπηση –όταν μια αλήθεια του δημοσίου χώρου διακυβεύεται– αυτού που ο κ. Mauriac καλεί «έλεος».
Δύσκολο ζήτημα, σίγουρα, αλλά για να πιστεύει κανείς ότι είναι απαραίτητες οι θυσίες για χάρη της δικαιοσύνης δεν πρέπει να είναι Χριστιανός.
Ας μιλήσουμε για μιαν εξειδικευμένην υπόθεση.
Είναι εύκολο να χαθούμε εντός μιας αφηρημένης διαλεκτικής συζήτησης και των λογισμικών ολοκληρωμάτων του θέματος των ευθυνών.
Ορισμένοι ψάχνουν για δικαστικά ζητήματα όπου η κρίση υπήρξε αυθαίρετη ενώ άλλοι αναφέρουν υποθέσεις όπου οι νομικές φόρμες έγιναν αντικείμενο σεβασμού. Αυτό ακριβώς, όμως, είναι που δημιουργεί σύγχυση.
Ας δούμε, άρα, την πραγματικότητα κατά πρόσωπο: η συζήτηση αυτή ξεκίνησε επειδή κάποιος επρόκειτο να χάσει το κεφάλι του.
Την Δευτέρα, η πρώτη ανακοίνωση περί θανατικής ποινής εκδόθηκε με επίσημη πρόταση στο Παρίσι. Είναι με αυτό το τρομερό δεδικασμένο που παραμένει νωπό στον νου μας που πρέπει να λάβουμε μια θέση.
Θα εγκρίνουμε την πρόταση αυτήν ή όχι;
Αυτή είναι η καρδιά του ζητουμένου –και είναι κάτι φοβερά δύσκολο.
Ο κ. Mauriac θα πει ότι είναι Χριστιανός και ότι ο ρόλος του δεν είναι να καταδικάζει.
Εμείς, όμως, ακριβώς επειδή δεν είμαστε Χριστιανοί, αποφασίσαμε –και εδώ του ζητούμε να δώσει στενή προσοχή σε ό,τι λέμε– να δώσουμε πρόσωπο στο πρόβλημα, με τετραγωνική του επίλυση και σε όλες του τις διακλαδώσεις.
Πώς προτείνουμε να γίνει αυτό;
Δεν μας γουστάρει η δολοφονία.
Το ανθρώπινο πρόσωπο ενσαρκώνει όλα όσα σεβόμαστε στον κόσμο.
Η ενστικτώδης μας αντίδραση σε αυτήν την πρόταση θανάτου είναι, επομένως, αηδία.
Θα ήταν εύκολο για μας να πούμε πως η δουλειά μας δεν είναι να καταστρέφουμε ανθρώπους αλλά απλώς να κάνουμε κάτι για το καλό της χώρας.
Στην πραγματικότητα, όμως, έχουμε μάθει από το 1939 ότι, αν δρούσαμε με βάση αυτήν την παρόρμηση, θα προδίδαμε το καλό της χώρας.
Η Γαλλία φέρει μέσα της, σαν ένα σώμα ξένο, μιαν μικρή μειονότητα ανθρώπων που προκάλεσαν τις πρόσφατες ωδίνες της και που συνεχίζουν να αποτελούν το αίτιο του πόνου της κατά τον παρόντα χρόνο. Είναι ένοχοι προδοσίας και αδικίας ενώπιον των Θεών.
Είναι, ως εκ τούτου του γεγονότος, η ίδια τους η ύπαρξη που εγείρει το πρόβλημα της δικαιοσύνης από την στιγμή που σχηματίζουν ένα ζωντανό τμήμα της χώρας αυτής –και το ερώτημα είναι αν πρέπει να τους αφανίσομε.
Ένας Χριστιανός μπορεί να πιστεύει
πως η δικαιοσύνη των ανθρώπων συμπληρώνεται πάντοτε από την δικαιοσύνη των Θεών και άρα η επιείκεια και η άφεση αμαρτιών πρέπει πάντοτε να έχουν δικαιώματα προτίμησης.
Προσκαλούμε, όμως, τον κ. Mauriac να εξετάσει το δίλημμα εκείνων για τους οποίους η θεωρία περί θεϊκής κρίσης, κρίσης των Θεών ή θεοδικίας είναι άγνωστη και ξένη αλλά διατηρούν μιαν αγάπη προς τον άνθρωπο και ελπίζουν στο μεγαλείο του.
Πρέπει, τότε, ή να τηρήσουν την σιωπή τους για πάντα ή να γίνουν προσήλυτοι στην δικαιοσύνη της ανθρωπότητας.
Αυτό δεν μπορεί να λάβει χώρα δίχως κατάθλιψη.
Ύστερα, όμως, από μιαν 4ετία συλλογικής οδύνης και όντας σε εγρήγορση για την αφύπνιση 25 ετών ολόκληρων από την μετριότητα, οι ενδοιασμοί και οι αμφιβολίες δεν μπορεί πλέον να υφίστανται.
Έχουμε τώρα επιλέξει να αγκαλιάσουμε την ανθρώπινη δικαιοσύνη –με όλες τις τρομακτικές της ατέλειες– ενώ ψάχνουμε εναγωνίως να την αποκαταστήσουμε εμμένοντας απεγνωσμένα στην τιμιότητα.
Δεν κάναμε ποτέ έκκληση σε μιαν δικαιοσύνη τυφλή και βιαστική που να καλύπτει με σπουδή όλα τα χάσματα. Αποκρούουμε την αυθαίρετη ετυμηγορία και την εγκληματική ανοησία και θα προτιμούσαμε να κρατήσει η Γαλλία καθαρά τα χέρια της.
Για τον λόγον αυτό, ωστόσο, θέλουμε να είναι η δικαιοσύνη ταχεία, άμεση, και ζητούμε κάθε προσαγωγή για εγκλήματα απιστίας να πάρει τέλος σε μιαν ορισμένην ημερομηνία.
Θέλουμε να τιμωρηθούν άμεσα τα πιο εμφανή εγκλήματα και, κατόπιν, αφού τίποτε δεν μπορεί να έρθει εις πέρας δίχως μετριότητα, ζητούμε να αποθηκευθούν ως παρακαταθήκη στην λήθη –μετά από προσεκτικήν εξέταση– τα σφάλματα που έχουν διαπράξει τόσοι πολλοί Γάλλοι.
Είναι, άραγε, τόσο τρομακτική η γλώσσα αυτή όσο νομίζει ο κ. Mauriac;
Δεν είναι, βέβαια, η γλώσσα που μιλά για χάρη.
Είναι, όμως, η γλώσσα μιας γενιάς που καλλιεργήθηκε και μεγάλωσε ως μάρτυς του θεάματος της αδικίας, απαλλοτριωμένη και αποξενωμένη από Θεό, με αγάπη στον άνθρωπο και αποφασισμένη να υπηρετήσει το ανθρώπινο γένος σε σύγκρουση με το πεπρωμένο των ρητών που τόσο συχνά παρουσιαζόταν ως στερούμενο λογικής.
Είναι η γλώσσα της καρδιάς αυτών που αποφάσισαν να αναλάβουν πλήρως τα καθήκοντά τους, να ζήσουν με την τραγωδία του αιώνα τους και –μέσα σε έναν κόσμο ηλιθιότητας και εγκλήματος– να συνδράμουν το μεγαλείο του ανθρώπου.
Από την άποψη της ψυχής αυτής της χώρας –που κινητοποίησε τις μηχανορραφίες του κ. Mauriac– την ψυχήν αυτή την γνωρίζει: την είδε στα μάτια ορισμένων συντρόφων μας κατά την διάρκεια των θαυματουργών ημερών της εξέγερσης.
Είναι για να κρατήσουμε αυτήν την λαμπρή φλόγα καιόμενη μπροστά στα πρόσωπα των νέων της Γαλλίας που πρέπει να αποκηρύξουμε εκείνο το τμήμα του εαυτού μας που θα στρεφόταν κατά προτίμησιν υπέρ της παρηγόριας που προσφέρει η έλλειψη μνήμης και η μαλθακότητα.
Πριν μία 4ετία αναγκαστήκαμε να γίνουμε σκληροί σε ορισμένο τμήμα του εαυτού μας. Ίσως αυτό να ήταν ατυχές αλλά δεν βλέπουμε γιατί η γλυκάδα δεν μπορεί να είναι αρρενωπότητα και η αποφασιστικότητα να μην συνδυάζεται με αναστολές.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι η μοναδική ευκαιρία που έχουμε αφήσει ανοιχτή ώστε να αποτρέψουμε την Γαλλία και την Ευρώπη από το να καταντήσουν μια έρημος μετρίων και σιωπηλών ανδρών όπου πλέον δεν θα θέλουμε να ζήσουμε.


''Ο ΑΡΝΗΣΙΘΡΗΣΚΟΣ''
ΔΟΚΙΜΙΟ ΤΟΥ ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''Η ΕΞΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ''


WHAT A JUMBLE! What a jumble! I must tidy up my mind. Since they cut
out my tongue, another tongue, it seems, has been constantly wagging
somewhere in my skull, something has been talking, or someone, that
suddenly falls silent and then it all begins again—oh, I hear too many things I
never utter, what a jumble, and if I open my mouth it’s like pebbles rattling
together. Order and method, the tongue says, and then goes on talking of
other matters simultaneously—yes, I always longed for order. At least one
thing is certain, I am waiting for the missionary who is to come and take my
place. Here I am on the trail, an hour away from Taghâsa, hidden in a pile of
rocks, [35] sitting on my old rifle. Day is breaking over the desert, it’s still
very cold, soon it will be too hot, this country drives men mad and I’ve been
here I don’t know how many years. . . . No, just a little longer. The missionary
is to come this morning, or this evening. I’ve heard he’ll come with a guide,
perhaps they’ll have but one camel between them. I’ll wait, I am waiting, it’s
only the cold making me shiver. Just be patient a little longer, lousy slave!
But I have been patient for so long. When I was home on that high plateau
of the Massif Central, my coarse father, my boorish mother, the wine, the
pork soup every day, the wine above all, sour and cold, and the long winter,
the frigid wind, the snowdrifts, the revolting bracken—oh, I wanted to get
away, leave them all at once and begin to live at last, in the sunlight, with
fresh water. I believed the priest, he spoke to me of the seminary, he tutored
me daily, he had plenty of time in that Protestant region, where he used to
hug the walls as he crossed the village. He told me of the future and of the
sun, Catholicism is the sun, he used to say, and he would get me to read, he
beat Latin into my hard head (‘The kid’s bright but he’s pig-headed’), my
head was so hard that, despite all [36] my falls, it has never once bled in my
life: ‘Bullheaded,’ my pig of a father used to say. At the seminary they were
proud as punch, a recruit from the Protestant region was a victory, they
greeted me like the sun at Austerlitz. The sun was pale and feeble, to be
sure, because of the alcohol, they have drunk sour wine and the children’s
teeth are set on edge, gra gra, one really ought to kill one’s father, but after
all there’s no danger that he’ll hurl himself into missionary work since he’s
now long dead, the tart wine eventually cut through his stomach, so there’s
nothing left but to kill the missionary.
I have something to settle with him and with his teachers, with my
teachers who deceived me, with the whole of lousy Europe, everybody deceived
me. Missionary work, that’s all they could say, go out to the savages
and tell them: ‘Here is my Lord, just look at him, he never strikes or kills, he
issues his orders in a low voice, he turns the other cheek, he’s the greatest of
masters, choose him, just see how much better he’s made me, offend me
and you will see.’ Yes, I believed, gra gra, and I felt better, I had put on
weight, I was almost handsome, I wanted to be offended. When we would
walk out in tight black rows, in summer, under Grenoble’s hot sun and would
meet girls in [37] cotton dresses, I didn’t look away, I despised them, I
waited for them to offend me, and sometimes they would laugh. At such
times I would think: ‘Let them strike me and spit in my face,’ but their
laughter, to tell the truth, came to the same thing, bristling with teeth and
quips that tore me to shreds, the offense and the suffering were sweet to
me! My confessor couldn’t understand when I used to heap accusations on
myself: ‘No, no, there’s good in you!’ Good! There was nothing but sour wine
in me, and that was all for the best, how can a man become better if he’s not
bad, I had grasped that in everything they taught me. That’s the only thing I
did grasp, a single idea, and, pig-headed bright boy, I carried it to its logical
conclusion, I went out of my way for punishments, I groused at the normal, in
short I too wanted to be an example in order to be noticed and so that after
noticing me people would give credit to what had made me better, through
me praise my Lord.
Fierce sun! It’s rising, the desert is changing, it has lost its mountaincyclamen
color, O my mountain, and the snow, the soft enveloping snow, no,
it’s a rather grayish yellow, the ugly moment before the great resplendence.
Nothing, still nothing from here to the horizon over yonder where the [38]
plateau disappears in a circle of still soft colors. Behind me, the trail climbs
to the dune hiding Taghâsa, whose iron name has been beating in my head
for so many years. The first to mention it to me was the half-blind old priest
who had retired to our monastery, but why do I say the first, he was the only
one, and it wasn’t the city of salt, the white walls under the blinding sun, that
struck me in his account but the cruelty of the savage inhabitants and the
town closed to all outsiders, only one of those who had tried to get in, one
alone, to his knowledge, had lived to relate what he had seen. They had
whipped him and driven him out into the desert after having put salt on his
wounds and in his mouth, he had met nomads who for once were
compassionate, a stroke of luck, and since then I had been dreaming about
his tale, about the fire of the salt and the sky, about the House of the Fetish
and his slaves, could anything more barbarous, more exciting be imagined,
yes, that was my mission and I had to go and reveal to them my Lord.
They all expatiated on the subject at the seminary to discourage me,
pointing out the necessity of waiting, that it was not missionary country, that
I wasn’t ready yet, I had to prepare myself [39] specially, know who I was,
and even then I had to go through tests, then they would see! But go on
waiting, ah, no!—yes, if they insisted, for the special preparation and the
tryouts because they took place at Algiers and brought me closer, but for all
the rest I shook my pig-head and repeated the same thing, to get among the
most barbarous and live as they did, to show them at home, and even in the
House of the Fetish, through example, that my Lord’s truth would prevail.
They would offend me, of course, but I was not afraid of offenses, they were
essential to the demonstration, and as a result of the way I endured them I’d
get the upper hand of those savages like a strong sun. Strong, yes, that was
the word I constantly had on the tip of my tongue, I dreamed of absolute
power, the kind that makes people kneel down, that forces the adversary to
capitulate, converts him in short, and the blinder, the crueler he is, the more
he’s sure of himself, mired in his own conviction, the more his consent
establishes the royalty of whoever brought about his collapse. Converting
good folk who had strayed somewhat was the shabby ideal of our priests, I
despised them for daring so little when they could do so much, they lacked
faith and I had it, I wanted to be acknowledged by the torturers [40]
themselves, to fling them on their knees and make them say: ‘O Lord, here is
thy victory,’ to rule in short by the sheer force of words over an army of the
wicked. Oh, I was sure of reasoning logically on that subject, never quite sure
of myself otherwise, but once I get an idea I don’t let go of it, that’s my
strong point, yes the strong point of the fellow they all pitied!
The sun has risen higher, my forehead is beginning to burn. Around me the
stones are beginning to crack open with a dull sound, the only cool thing is
the rifle’s barrel, cool as the fields, as the evening rain long ago when the
soup was simmering, they would wait for me, my father and mother who
would occasionally smile at me, perhaps I loved them. But that’s all in the
past, a film of heat is beginning to rise from the trail, come on, missionary,
I’m waiting for you, now I know how to answer the message, my new
masters taught me, and I know they are right, you have to settle accounts
with that question of love. When I fled the seminary in Algiers I had a
different idea of the savages and only one detail of my imaginings was true,
they are cruel. I had robbed the treasurer’s office, cast off my habit, crossed
the Atlas, the upper plateaus and the desert, the bus-driver of the [41] Trans-
Sahara line made fun of me: ‘Don’t go there,’ he too, what had got into them
all, and the gusts of sand for hundreds of wind-blown kilometers, progressing
and backing in the face of the wind, then the mountains again made up of
black peaks and ridges sharp as steel, and after them it took a guide to go
out on the endless sea of brown pebbles, screaming with heat, burning with
the fires of a thousand mirrors, to the spot on the confines of the white
country and the land of the blacks where stands the city of salt. And the
money the guide stole from me, ever naïve I had shown it to him, but he left
me on the trail—just about here, it so happens—after having struck me:
‘Dog, there’s the way, the honor’s all mine, go ahead, go on, they’ll show
you,’ and they did show me, oh yes, they’re like the sun that never stops,
except at night, beating sharply and proudly, that is beating me hard at this
moment, too hard, with a multitude of lances burst from the ground, oh
shelter, yes shelter, under the big rock, before everything gets muddled.
The shade here is good. How can anyone live in the city of salt, in the
hollow of that basin full of dazzling heat? On each of the sharp right-angle
walls cut out with a pickax and coarsely planed, [42] the gashes left by the
pickax bristle with blinding scales, pale scattered sand yellows them
somewhat except when the wind dusts the upright walls and terraces, then
everything shines with dazzling whiteness under a sky likewise dusted even
to its blue rind. I was going blind during those days when the stationary fire
would crackle for hours on the surface of the white terraces that all seemed
to meet as if, in the remote past, they had all together tackled a mountain of
salt, flattened it first, and then had hollowed out streets, the insides of
houses and windows directly in the mass, or as if—yes, this is more like it,
they had cut out their white, burning hell with a powerful jet of boiling water
just to show that they could live where no one ever could, thirty days’ travel
from any living thing, in this hollow in the middle of the desert where the
heat of day prevents any contact among creatures, separates them by a
portcullis of invisible flames and of searing crystals, where without transition
the cold of night congeals them individually in their rock-salt shells, nocturnal
dwellers in a dried-up icefloe, black Eskimos suddenly shivering in their
cubical igloos. Black because they wear long black garments, and the salt
that collects even under their nails, that they continue tasting bitterly [43]
and swallowing during the sleep of those polar nights, the salt they drink in
the water from the only spring in the hollow of a dazzling groove, often spots
their dark garments with something like the trail of snails after a rain.
Rain, O Lord, just one real rain, long and hard, rain from your heaven!
Then at last the hideous city, gradually eaten away, would slowly and irresistibly
cave in and, utterly melted in a slimy torrent, would carry off its
savage inhabitants toward the sands. Just one rain, Lord! But what do I
mean, what Lord, they are the lords and masters! They rule over their sterile
homes, over their black slaves that they work to death in the mines and each
slab of salt that is cut out is worth a man in the region to the south, they
pass by, silent, wearing their mourning veils in the mineral whiteness of the
streets, and at night, when the whole town looks like a milky phantom, they
stoop down and enter the shade of their homes, where the salt walls shine
dimly. They sleep with a weightless sleep and, as soon as they wake, they
give orders, they strike, they say they are a united people, that their god is
the true god, and that one must obey. They are my masters, they are
ignorant of pity and, like masters, they want to be alone, to progress alone,
[44] to rule alone, because they alone had the daring to build in the salt and
the sands a cold torrid city. And I...
What a jumble when the heat rises, I’m sweating, they never do, now the
shade itself is heating up, I feel the sun on the stone above me, it’s striking,
striking like a hammer on all the stones and it’s the music, the vast music of
noon, air and stones vibrating over hundreds of kilometers, gra, I hear the
silence as I did once before. Yes, it was the same silence, years ago, that
greeted me when the guards led me to them, in the sunlight, in the center of
the square, whence the concentric terraces rose gradually toward the lid of
hard blue sky sitting on the edge of the basin. There I was, thrown on my
knees in the hollow of that white shield, my eyes corroded by the swords of
salt and fire issuing from all the walls, pale with fatigue, my ear bleeding
from the blow given by my guide, and they, tall and black, looked at me
without saying a word. The day was at its midcourse. Under the blows of the
iron sun the sky resounded at length, a sheet of white-hot tin, it was the
same silence, and they stared at me, time passed, they kept on staring at
me, and I couldn’t face their stares, I panted more and more violently,
eventually I [45] wept, and suddenly they turned their backs on me in silence
and all together went off in the same direction. On my knees, all I could see,
in the red-and-black sandals, was their feet sparkling with salt as they raised
the long black gowns, the tip rising somewhat, the heel striking the ground
lightly, and when the square was empty I was dragged to the House of the
Fetish.
Squatting, as I am today in the shelter of the rock and the fire above my
head pierces the rock’s thickness, I spent several days within the dark of the
House of the Fetish, somewhat higher than the others, surrounded by a wall
of salt, but without windows, full of a sparkling night. Several days, and I was
given a basin of brackish water and some grain that was thrown before me
the way chickens are fed, I picked it up. By day the door remained closed and
yet the darkness became less oppressive, as if the irresistible sun managed
to flow through the masses of salt. No lamp, but by feeling my way along the
walls I touched garlands of dried palms decorating the walls and, at the end,
a small door, coarsely fitted, of which I could make out the bolt with my
fingertips. Several days, long after—I couldn’t count the days or the hours,
but my handful of grain had been thrown me some ten times [46] and I had
dug out a hole for my excrements that I covered up in vain, the stench of an
animal den hung on anyway—long after, yes, the door opened wide and they
came in.
One of them came toward me where I was squatting in a corner. I felt the
burning salt against my cheek, I smelled the dusty scent of the palms, I
watched him approach. He stopped a yard away from me, he stared at me in
silence, a signal, and I stood up, he stared at me with his metallic eyes that
shone without expression in his brown horse-face, then he raised his hand.
Still impassive, he seized me by the lower lip, which he twisted slowly until
he tore my flesh and, without letting go, made me turn around and back up
to the center of the room, he pulled on my lip to make me fall on my knees
there, mad with pain and my mouth bleeding, then he turned away to join
the others standing against the walls. They watched me moaning in the
unbearable heat of the unbroken daylight that came in the wide-open door,
and in that light suddenly appeared the Sorcerer with his raffia hair, his chest
covered with a breastplate of pearls, his legs bare under a straw skirt,
wearing a mask of reeds and wire with two square openings for the eyes. He
was followed by musicians and [47] women wearing heavy motley gowns
that revealed nothing of their bodies. They danced in front of the door at the
end, but a coarse, scarcely rhythmical dance, they just barely moved, and
finally the Sorcerer opened the little door behind me, the masters did not
stir, they were watching me, I turned around and saw the Fetish, his double
ax-head, his iron nose twisted like a snake.
I was carried before him, to the foot of the pedestal, I was made to drink a
black, bitter, bitter water, and at once my head began to burn, I was
laughing, that’s the offense, I have been offended. They undressed me,
shaved my head and body, washed me in oil, beat my face with cords dipped
in water and salt, and I laughed and turned my head away, but each time
two women would take me by the ears and offer my face to the Sorcerer’s
blows while I could see only his square eyes, I was still laughing, covered
with blood. They stopped, no one spoke but me, the jumble was beginning in
my head, then they lifted me up and forced me to raise my eyes toward the
Fetish, I had ceased laughing. I knew that I was now consecrated to him to
serve him, adore him, no, I was not laughing any more, fear and pain stifled
me. And there, in that white house, between those walls that the [48] sun
was assiduously burning on the outside, my face taut, my memory
exhausted, yes, I tried to pray to the Fetish, he was all there was and even
his horrible face was less horrible than the rest of the world. Then it was that
my ankles were tied with a cord that permitted just one step, they danced
again, but this time in front of the Fetish, the masters went out one by one.
The door once closed behind them, the music again, and the Sorcerer
lighted a bark fire around which he pranced, his long silhouette broke on the
angles of the white walls, fluttered on the flat surfaces, filled the room with
dancing shadows. He traced a rectangle in a corner to which the women
dragged me, I felt their dry and gentle hands, they set before me a bowl of
water and a little pile of grain and pointed to the Fetish, I grasped that I was
to keep my eyes fixed on him. Then the Sorcerer called them one after the
other over to the fire, he beat some of them who moaned and who then went
and prostrated themselves before the Fetish my god, while the Sorcerer kept
on dancing and he made them all leave the room until only one was left,
quite young, squatting near the musicians and not yet beaten. He held her
by a shock of hair which he kept twisting around his wrist, she [49] dropped
backward with eyes popping until she finally fell on her back. Dropping her,
the Sorcerer screamed, the musicians turned to the wall, while behind the
square-eyed mask the scream rose to an impossible pitch, and the woman
rolled on the ground in a sort of fit and, at last on all fours, her head hidden
in her locked arms, she too screamed, but with a hollow, muffled sound, and
in this position, without ceasing to scream and to look at the Fetish, the
Sorcerer took her nimbly and nastily, without the woman’s face being visible,
for it was covered with the heavy folds of her garment. And, wild as a result
of the solitude, I screamed too, yes, howled with fright toward the Fetish until
a kick hurled me against the wall, biting the salt as I am biting this rock
today with my tongueless mouth, while waiting for the man I must kill.
Now the sun has gone a little beyond the middle of the sky. Through the
breaks in the rock I can see the hole it makes in the white-hot metal of the
sky, a mouth voluble as mine, constantly vomiting rivers of flame over the
colorless desert. On the trail in front of me, nothing, no cloud of dust on the
horizon, behind me they must be looking for me, no, not yet, it’s only in the
late afternoon that they opened the door and I could go out a [50] little, after
having spent the day cleaning the House of the Fetish, set out fresh
offerings, and in the evening the ceremony would begin, in which I was
sometimes beaten, at others not, but always I served the Fetish, the Fetish
whose image is engraved in iron in my memory and now in my hope also.
Never had a god so possessed or enslaved me, my whole life day and night
was devoted to him, and pain and the absence of pain, wasn’t that joy, were
due him and even, yes, desire, as a result of being present, almost every
day, at that impersonal and nasty act which I heard without seeing it inasmuch
as I now had to face the wall or else be beaten. But, my face up
against the salt, obsessed by the bestial shadows moving on the wall, I listened
to the long scream, my throat was dry, a burning sexless desire
squeezed my temples and my belly as in a vise. Thus the days followed one
another, I barely distinguished them as if they had liquefied in the torrid heat
and the treacherous reverberation from the walls of salt, time had become
merely a vague lapping of waves in which there would burst out, at regular
intervals, screams of pain or possession, a long ageless day in which the
Fetish ruled as this fierce sun does over my house of rocks, and now, as I did
then, I weep with [51] unhappiness and longing, a wicked hope consumes
me, I want to betray, I lick the barrel of my gun and its soul inside, its soul,
only guns have souls—oh, yes! the day they cut out my tongue, I learned to
adore the immortal soul of hatred!
What a jumble, what a rage, gra gra, drunk with heat and wrath, lying
prostrate on my gun. Who’s panting here? I can’t endure this endless heat,
this waiting, I must kill him. Not a bird, not a blade of grass, stone, an arid
desire, their screams, this tongue within me talking, and, since they
mutilated me, the long, flat, deserted suffering deprived even of the water of
night, the night of which I would dream, when locked in with the god, in my
den of salt. Night alone with its cool stars and dark fountains could save me,
carry me off at last from the wicked gods of mankind, but ever locked up I
could not contemplate it. If the newcomer tarries more, I shall see it at least
rise from the desert and sweep over the sky, a cold golden vine that will
hang from the dark zenith and from which I can drink at length, moisten this
black dried hole that no muscle of live flexible flesh revives now, forget at
last that day when madness took away my tongue.
How hot it was, really hot, the salt was melting [52] or so it seemed to me,
the air was corroding my eyes, and the Sorcerer came in without his mask.
Almost naked under grayish tatters, a new woman followed him and her face,
covered with a tattoo reproducing the mask of the Fetish, expressed only an
idol’s ugly stupor. The only thing alive about her was her thin flat body that
flopped at the foot of the god when the Sorcerer opened the door of the
niche. Then he went out without looking at me, the heat rose, I didn’t stir,
the Fetish looked at me over that motionless body whose muscles stirred
gently and the woman’s idol-face didn’t change when I approached. Only her
eyes enlarged as she stared at me, my feet touched hers, the heat then
began to shriek, and the idol, without a word, still staring at me with her
dilated eyes, gradually slipped onto her back, slowly drew her legs up and
raised them as she gently spread her knees. But, immediately afterward, gra,
the Sorcerer was lying in wait for me, they all entered and tore me from the
woman, beat me dreadfully on the sinful place, what sin, I’m laughing, where
is it and where is virtue, they clapped me against a wall, a hand of steel
gripped my jaws, another opened my mouth, pulled on my tongue until it
bled, was it I screaming with that bestial scream, a cool [53] cutting caress,
yes cool at last, went over my tongue. When I came to, I was alone in the
night, glued to the wall, covered with hardened blood, a gag of strangesmelling
dry grasses filled my mouth, it had stopped bleeding, but it was
vacant and in that absence the only living thing was a tormenting pain. I
wanted to rise, I fell back, happy, desperately happy to die at last, death too
is cool and its shadow hides no god.
I did not die, a new feeling of hatred stood up one day, at the same time I
did, walked toward the door of the niche, opened it, closed it behind me, I
hated my people, the Fetish was there and from the depths of the hole in
which I was I did more than pray to him, I believed in him and denied all I
had believed up to then. Hail! he was strength and power, he could be
destroyed but not converted, he stared over my head with his empty, rusty
eyes. Hail! he was the master, the only lord, whose indisputable attribute
was malice, there are no good masters. For the first time, as a result of
offenses, my whole body crying out a single pain, I surrendered to him and
approved his maleficent order, I adored in him the evil principle of the world.
A prisoner of his kingdom—the sterile city carved out of a mountain of salt,
divorced from [54] nature, deprived of those rare and fleeting flowerings of
the desert, preserved from those strokes of chance or marks of affection
such as an unexpected cloud or a brief violent downpour that are familiar
even to the sun or the sands, the city of order in short, right angles, square
rooms, rigid men—I freely became its tortured, hate-filled citizen, I repudiated
the long history that had been taught me. I had been misled, solely
the reign of malice was devoid of defects, I had been misled, truth is square,
heavy, thick, it does not admit distinctions, good is an idle dream, an
intention constantly postponed and pursued with exhausting effort, a limit
never reached, its reign is impossible. Only evil can reach its limits and reign
absolutely, it must be served to establish its visible kingdom, then we shall
see, but what does ‘then’ mean, only evil is present, down with Europe,
reason, honor, and the cross. Yes, I was to be converted to the religion of my
masters, yes indeed, I was a slave, but if I too become vicious I cease to be a
slave, despite my shackled feet and my mute mouth. Oh, this heat is driving
me crazy, the desert cries out everywhere under the unbearable light, and
he, the Lord of kindness, whose very name revolts me, I disown him, for I
know him now. He dreamed and wanted to lie, his [55] tongue was cut out so
that his word would no longer be able to deceive the world, he was pierced
with nails even in his head, his poor head, like mine now, what a jumble, how
weak I am, and the earth didn’t tremble, I am sure, it was not a righteous
man they had killed, I refuse to believe it, there are no righteous men but
only evil masters who bring about the reign of relentless truth. Yes, the Fetish
alone has power, he is the sole god of this world, hatred is his
commandment, the source of all life, the cool water, cool like mint that chills
the mouth and burns the stomach.
Then it was that I changed, they realized it, I would kiss their hands when I
met them, I was on their side, never wearying of admiring them, I trusted
them, I hoped they would mutilate my people as they had mutilated me. And
when I learned that the missionary was to come, I knew what I was to do.
That day like all the others, the same blinding daylight that had been going
on so long! Late in the afternoon a guard was suddenly seen running along
the edge of the basin, and, a few minutes later, I was dragged to the House
of the Fetish and the door closed. One of them held me on the ground in the
dark, under threat of his cross-shaped sword, and the silence lasted for a
[56] long time until a strange sound filled the ordinarily peaceful town,
voices that it took me some time to recognize because they were speaking
my language, but as soon as they rang out the point of the sword was
lowered toward my eyes, my guard stared at me in silence. Then two voices
came closer and I can still hear them, one asking why that house was
guarded and whether they should break in the door, Lieutenant, the other
said: ‘No’ sharply, then added, after a moment, that an agreement had been
reached, that the town accepted a garrison of twenty men on condition that
they would camp outside the walls and respect the customs. The private
laughed, ‘They’re knuckling under,’ but the officer didn’t know, for the first
time in any case they were willing to receive someone to take care of the
children and that would be the chaplain, later on they would see about the
territory. The other said they would cut off the chaplain’s you know what if
the soldiers were not there. ‘Oh, no!’ the officer answered. ‘In fact, Father
Beffort will come before the garrison; he’ll be here in two days.’ That was all I
heard, motionless, lying under the sword, I was in pain, a wheel of needles
and knives was whirling in me. They were crazy, they were crazy, they were
allowing a hand [57] to be laid on the city, on their invincible power, on the
true god, and the fellow who was to come would not have his tongue cut out,
he would show off his insolent goodness without paying for it, without
enduring any offense. The reign of evil would be postponed, there would be
doubt again, again time would be wasted dreaming of the impossible good,
wearing oneself out in fruitless efforts instead of hastening the realization of
the only possible kingdom and I looked at the sword threatening me, O sole
power to rule over the world! O power, and the city gradually emptied of its
sounds, the door finally opened, I remained alone, burned and bitter, with
the Fetish, and I swore to him to save my new faith, my true masters, my
despotic God, to betray well, whatever it might cost me.
Gra, the heat is abating a little, the stone has ceased to vibrate, I can go
out of my hole, watch the desert gradually take on yellow and ocher tints
that will soon be mauve. Last night I waited until they were asleep, I had
blocked the lock on the door, I went out with the same step as usual, measured
by the cord, I knew the streets, I knew where to get the old rifle, what
gate wasn’t guarded, and I reached here just as the night was beginning to
[58] fade around a handful of stars while the desert was getting a little
darker. And now it seems days and days that I have been crouching in these
rocks. Soon, soon, I hope he comes soon! In a moment they’ll begin to look
for me, they’ll speed over the trails in all directions, they won’t know that I
left for them and to serve them better, my legs are weak, drunk with hunger
and hate. Oh! over there, gra, at the end of the trail, two camels are growing
bigger, ambling along, already multiplied by short shadows, they are running
with that lively and dreamy gait they always have. Here they are, here at
last!
Quick, the rifle, and I load it quickly. O Fetish, my god over yonder, may
your power be preserved, may the offense be multiplied, may hate rule
pitilessly over a world of the damned, may the wicked forever be masters,
may the kingdom come, where in a single city of salt and iron black tyrants
will enslave and possess without pity! And now, gra gra, fire on pity, fire on
impotence and its charity, fire on all that postpones the coming of evil, fire
twice, and there they are toppling over, falling, and the camels flee toward
the horizon, where a geyser of black birds has just risen in the unchanged
sky. I laugh, I laugh, the fellow is [59] writhing in his detested habit, he is
raising his head a little, he sees me—me his all-powerful shackled master,
why does he smile at me, I’ll crush that smile! How pleasant is the sound of a
rifle butt on the face of goodness, today, today at last, all is consummated
and everywhere in the desert, even hours away from here, jackals sniff the
nonexistent wind, then set out in a patient trot toward the feast of carrion
awaiting them. Victory! I raise my arms to a heaven moved to pity, a
lavender shadow is just barely suggested on the opposite side, O nights of
Europe, home, childhood, why must I weep in the moment of triumph?
He stirred, no the sound comes from somewhere else, and from the other
direction here they come rushing like a flight of dark birds, my masters, who
fall upon me, seize me, ah yes! strike, they fear their city sacked and
howling, they fear the avenging soldiers I called forth, and this is only right,
upon the sacred city. Defend yourselves now, strike! strike me first, you
possess the truth! O my masters, they will then conquer the soldiers, they’ll
conquer the word and love, they’ll spread over the deserts, cross the seas,
fill the light of Europe with their black veils—strike the belly, yes, strike the
eyes—sow their salt on the continent, all [60] vegetation, all youth will die
out, and dumb crowds with shackled feet will plod beside me in the worldwide
desert under the cruel sun of the true faith, I’ll not be alone. Ah! the
pain, the pain they cause me, their rage is good and on this cross-shaped
war-saddle where they are now quartering me, pity! I’m laughing, I love the
blow that nails me down crucified.
* * *
How silent the desert is! Already night and I am alone, I’m thirsty. Still
waiting, where is the city, those sounds in the distance, and the soldiers perhaps
the victors, no, it can’t be, even if the soldiers are victorious, they’re
not wicked enough, they won’t be able to rule, they’ll still say one must
become better, and still millions of men between evil and good, torn,
bewildered, O Fetish, why hast thou forsaken me? All is over, I’m thirsty, my
body is burning, a darker night fills my eyes.
This long, this long dream, I’m awaking, no, I’m going to die, dawn is
breaking, the first light, daylight for the living, and for me the inexorable sun,
the flies. Who is speaking, no one, the sky is not opening up, no, no, God
doesn’t speak in the [61] desert, yet whence comes that voice saying: ‘If you
consent to die for hate and power, who will forgive us?’ Is it another tongue
in me or still that other fellow refusing to die, at my feet, and repeating:
‘Courage! courage! courage!’? Ah! supposing I were wrong again! Once
fraternal men, sole recourse, O solitude, forsake me not! Here, here who are
you, torn, with bleeding mouth, is it you, Sorcerer, the soldiers defeated you,
the salt is burning over there, it’s you my beloved master! Cast off that hateridden
face, be good now, we were mistaken, we’ll begin all over again, we’ll
rebuild the city of mercy, I want to go back home. Yes, help me, that’s right,
give me your hand. . . .”
A handful of salt fills the mouth of the garrulous slave.



«COMBAT, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό είναι θεμελιώδες για την γραμμή του κινήματος COMBAT περί αναγέννησης της χώρας και την Ελληνική Γλώσσα και πρέπει να αναγνωστεί σε σχέση με τον επίλογο στα έργα «Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» και «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», να συνδυαστεί με τα άρθρα «ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» και με «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ» και την ενότητα με θέμα «Η προσκόλληση και αφοσίωση των πιστών» στην μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ». Βλ. και το αδημοσίευτο άρθρο του δημοσιογράφου-συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAΤ και είναι το μοναδικό κείμενο από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα –Copyright by Albert Camus and Combat. Rights of reproduction reserved for all countries. Για το θέμα του ρεαλισμού, βλ. τα κείμενα περί Τέχνης και το σύνολο των άρθρων για την Ισπανία, κυρίως την «19η ΙΟΥΛΙΟΥ 1936».
Την 26η Μαρτίου 1944 στο Αλγέρι, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση της εφημερίδας Combat ανακοίνωσε ότι το κίνημα «COMBAT» ενέκρινε την εξής δήλωση: «Αντι-Κομμουνισμός σημαίνει το πρώτο βήμα προς την δικτατορία».
Νομίζουμε ότι αξίζει να το υπενθυμίσουμε αυτό στον λαό και να προσθέσουμε ότι δεν πρέπει σήμερα να αλλάξει ούτε μια λέξη από αυτό το ανακοινωθέν καθώς αναζητούμε και διερευνούμε –μαζί με ορισμένους εκ των Κομμουνιστών συντρόφων μας– ορισμένες παρεξηγήσεις που προσφάτως ηγέρθησαν.
Πράγματι, είμαστε πεπεισμένοι ότι τίποτε καλό δεν μπορεί να γίνει σε συνθήκες μυστικότητας.
Με την εισαγωγή μας αυτή, σήμερα, σε ένα από τα πιο δύσκολα ανοιχτά θέματα επιθυμούμε να δοκιμάσουμε την γλώσσα της λογικής και της ανθρωπιάς.
Η ανωτέρω αρχή δεν υϊοθετήθηκε δίχως στοχασμό.
Αποκρυστάλλωσε την εμπειρία των προηγηθέντων που υπαγόρευσαν αυτήν την κατηγορηματική πρόταση.
Δεν σημαίνει αυτό ότι είμαστε Κομμουνιστές.
Ούτε οι Χριστιανοί είναι Κομμουνιστές, ωστόσο, αν και είναι έτοιμοι να αγκαλιάσουν μιαν ενωμένη δράση με τους Κομμουνιστές.
Η δική μας στάση –όμοια με αυτή των Χριστιανών– ισοδυναμεί με την έκφραση της θέσεως ότι ναι μεν δεν συμφωνούμε με την φιλοσοφία ή την ηθική των πρακτικών του Κομμουνισμού αλλά απορρίπτουμε με ρώμη τον πολιτικό αντικομμουνισμό επειδή ξέρουμε από τι εμπνέεται και ποιοι είναι οι ανομολόγητοι σκοποί του.
Μια τόσο σταθερή στάση δεν θα έπρεπε να αφήνει καθόλου χώρο για ενδεχόμενες παρεξηγήσεις. Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι η υπόθεση δεν εξελίσσεται έτσι. Άρα, μάλλον έχουμε εκφραστεί αδέξια ή, απλώς, ευθέως συγκεκαλυμμένα.
Τώρα καθήκον μας είναι να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τις παρεξηγήσεις αυτές και να τις εξηγήσουμε. Ποτέ δεν μπορεί να υπάρχει αρκετή ειλικρίνεια ή ευκρίνεια στην επίλυση ενός από τα πιο σημαντικά προβλήματα του αιώνος.
Ας ξεκινήσουμε, άρα, δηλώνοντας σαφώς ότι μια πιθανή πηγή της παρεξήγησης είναι μια διαφορά στην μέθοδο.
Οι περισσότερες από τις κολλεκτιβιστικές ιδέες των συντρόφων μας, το κοινωνικό τους πρόγραμμα, το ιδεώδες τους για την δικαιοσύνη καθώς και η απέχθεια για μιαν κοινωνία στην οποία καταλαμβάνουν τις πρώτες γραμμές το χρήμα και τα προνόμια, όλα αυτά τα μοιραζόμαστε εξίσου.
Ελευθέρως αναγνωρίζουν οι σύντροφοί μας ότι η προσκόλλησή τους σε μιαν εξαιρετικά συνεκτική και συνεπή φιλοσοφία της ιστορίας νομιμοποιεί την αποδοχή του πολιτικού ρεαλισμού εκ μέρους τους ως του πρωταρχικού δρόμου προς την εξασφάλιση ενός ιδανικού που πολλοί Γάλλοι ενστερνίζονται.
Επ’ αυτού του θέματος της ύλης, διαφέρουμε καθαρά.
Όπως πολλές φορές έχουμε επαναλάβει, δεν πιστεύουμε στον πολιτικό ρεαλισμό.
Η δική μας μέθοδος είναι διαφορετική.
Οι Κομμουνιστές σύντροφοί μας μπορούν να καταλάβουν ότι ορισμένοι άλλοι άνθρωποι –δίχως να κατέχουν ένα δόγμα τόσο ακλόνητο όπως το δικό τους– είχαν πολύ να σκεφτούν αυτά τα 4 έτη που πέρασαν και με ανοιχτό μυαλό είχαν την ευκαιρία να σκεφτούν εν μέσω χιλιάδων κινδύνων.
Καθώς αρίφνητες ιδέες παρασύρθηκαν και πολυάριθμες παρθένες ψυχές θυσιάστηκαν στα ερείπια, οι άνθρωποι αυτοί αισθάνθηκαν την ανάγκη για μιαν νέαν πίστη και μιαν νέα ζωή.
Για αυτούς, τον Ιούνιο του 1940 πέθανε ένας ολόκληρος κόσμος.
Σήμερα αναζητούν για αυτήν την νέαν αλήθεια με την ίδια καλή βούληση και το ίδιο ανοιχτό πνεύμα. Είναι εύκολο, επιπλέον, να καταλάβουμε ότι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι –αναλογιζόμενοι τις πιο πικρές τους ήττες και έχοντας επίγνωση των προσωπικών τους ελλείψεων– ανακάλυψαν ότι η χώρα τους είχε αμαρτήσει εξαιτίας της όλης σύγχυσης και ότι, προκειμένου να αναδυθεί το μελλοντικό της σχήμα, έπρεπε να αφιερωθεί αξιοσημείωτη προσπάθεια για να επιτευχθεί μια νέα διαύγεια και ένα νέο όραμα.
Αυτή είναι η μέθοδος που επιχειρούμε να εφαρμόσουμε σήμερα.
Ελπίζουμε ότι οι άλλοι θα μας αναγνωρίσουν το δικαίωμα να διεξάγουμε αυτήν την προσπάθεια με καλήν πίστη.
Πρόθεσή μας δεν είναι να επανεφεύρουμε την πολιτική της χώρας από την κορυφή ως τα νύχια αλλά να αναλάβουμε ένα εξαιρετικά περιορισμένο πείραμα: να εισάγουμε την γλώσσα της ηθικής εντός των πολιτικών πρακτικών μέσω της εξάσκησης απλής, αντικειμενικής κριτικής.
Αυτό, εν τέλει, ισοδυναμεί με το να πούμε «ναι» και «όχι» κατά τον ίδιο χρόνο, ταυτογχρόνως –κι αυτό με την ίδια σοβαρότητα και αμεροληψία.
Εάν μας διαβάζετε προσεκτικά και με την άμεση καλή βούληση που θα συμφωνούσατε να συμψηφίσετε προς οποιονδήποτε έδρασε με καλή πίστη, θα δείτε ότι συχνά δίνουμε με το ένα χέρι ό,τι φαίνεται πως παίρνουμε με το άλλο –και, στο μεταξύ, προσθέτουμε.
Εάν επικεντρωθείτε μόνο στα αρνητικά μας, οι παρεξηγήσεις είναι αναπόφευκτες. Εάν, όμως, φέρετε σε ισοζύγιο τα αρνητικά μας σε σχέση με τις χιλιοειπωμένες διακηρύξεις μας περί αλληλεγγύης, θα δείτε καθαρά ότι προσπαθούμε να μην ενδώσουμε στην ματαιότητα των ανθρωπίνων παθών ενώ διαρκώς επιδιώκουμε να αντιμετωπίσουμε ακριβοδίκαια ένα από τα πλέον εντυπωσιακά πολιτικά κινήματα της ιστορίας.
Ανά καιρούς, μπορεί να είναι δύσκολο να δει κανείς ποιο είναι το επακριβές σημείο της μεθόδου μας.
Η δημοσιογραφία δεν είναι γνωστή ως μια σχολή τελειοποίησης.
Μπορεί να χρειαστούν 100 τεύχη μιας εφημερίδας για να αποκαλύψει έστω και μία μόνη ιδέα. Αυτή η ιδέα, όμως –αν είναι καθαρή– μπορεί να βοηθήσει να φωτιστούν και άλλες, δεδομένου ότι η ίδια αντικειμενικότητα που αφιερώθηκε στην μορφοποίησή της αποδίδεται και στην εξέταση των συνεπειών της.
Μπορεί, εξάλλου, να κάνουμε λάθος –η μέθοδός μας να είναι ουτοπική και ανέφικτο να εφαρμοστεί. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι είναι σφάλμα να το αποφασίσουμε αυτό εκ των προτέρων, πριν επιχειρηθεί ό,τι άλλο.
Αυτό που κάνουμε εδώ είναι να διεξάγουμε ένα πείραμα τόσο τίμια όσο το κάνει κάθε άνθρωπος που ενδιαφέρεται μόνο για την τιμιότητα.
Ζητούμε απλώς από τους Κομμουνιστές συντρόφους μας να το σταθμίσουν αυτό όπως κι εμείς σταθμίζουμε τις αντιρρήσεις τους. Σε έσχατη ανάλυση, θα κερδίσουμε αμφότεροι από την αποκάλυψη των στάσεών μας και ιδίως εμείς θα ωφεληθούμε εφόσον μάθουμε περισσότερα για τις εγγενείς δυσχέρειες του προγράμματός μας και για τις πιθανότητες επιτυχίας του.
Να γιατί απευθυνόμαστε στους συντρόφους μας με αυτήν την ορολογία. Υπάρχει, ακόμη, η οξύτατη αίσθησή μας για το τι θα άντεχε να χάσει η Γαλλία εάν επρόκειτο οι αμοιβαίες αμφιβολίες και υποψίες να μας οδηγήσουν σε ένα πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο οι καλύτεροι της Γαλλίας –σε σύγκριση με την πολεμική και την διαφωνία θα αρνούνταν να ζουν επιλέγοντας την μοναχικότητα.

«ΔΙΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 29 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε συνδυασμό με όλα τα άρθρα περί Συντάγματος, Βασιλείας και Χριστιανισμού σε άμεση σχέση και σύνδεση με την ενότητα περί Ρεαλισμού και Ισπανίας. Βλ. και τα κείμενα «Η ΕΠΙΛΟΓΗ», «ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» και «Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΣΗΣ». Πρέπει να ληφθεί υπόψιν και το άρθρο που έχει αφιερωθεί στον δημοσιογράφο René Leynaud με τίτλο «Η ΣΑΡΚΑ», δεδομένου ότι ο Gaston Bergery (1892-1974) υπήρξε ιδρυτής της εφημερίδας «La Flèche», δηλ. «Η Σάρκα»: ήταν δικηγόρος, το 1940 ίδρυσε το Μέτωπο κατά του Φασισμού, υποστήριξε όμως τον Πεταίν και διορίστηκε πρέσβης του καθεστώτος Vichy στην Μόσχα και στην Άγκυρα αλλά αθωώθηκε από κάθε κατηγορία το 1949. Για μιαν ακόμα φορά, το κείμενο πρέπει να ενωθεί με όλες τις ομιλίες του συγγραφέα-δημοσιογράφου και ειδικά σε σχέση με τις αναφορές του στην Ελλάδα και την γλώσσα. Βλ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ», «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» κ.τ.λ. Πλην της σύλληψης του René Leynaud εκείνην την εποχή, το θέμα προφανώς συνδέεται με το κίνημα COMBAT υπό τον Ντε Γκωλ, το Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης ή Σύμβόλο της Εθνικής Αντίστασης (Conseil National de la Résistance), το Σύμβολο (ή) Συμβούλιο της Νίκαιας (ή) Νίκης (325 μ.Χ.) καθώς και με τις αναφορές στο πλοίο του Χριστιανισμού ως προς τον Πλωτίνο και τον Πελάγιο, όπως αναφέρονται στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» και, τέλος, με την παρουσία και σύλληψη 500 μελών του κινήματος COMBAT από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε, στα τέλη του 1948.

Ο κ. Bergery έχει ήδη προσφέρει τις υπηρεσίες του προς τον Στρατηγό Ντε Γκωλ. Δεν ήταν αυτός που απέσυρε την προηγηθείσα προσφορά των υπηρεσιών του στον Pétain, δεδομένου ότι ο Pétain είχε ήδη από μόνος του τεθεί εκτός σκηνικού. Με τον τρόπον αυτόν, ο κ. Bergery αφέθηκε με ένα πλεόνασμα υπηρεσιών που δεν ήταν άμεσα χρήσιμες σε κανέναν, αν και ο ίδιος είχε τις καλύτερες προθέσεις.
Αφού στάθμισε την κατάσταση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν ανήθικο να αφήσε μιαν διάνοια σαν την δική του να πάει χαμένη, οπότε δώρισε τον νου του στον Στρατηγό Ντε Γκωλ.
Διότι ο κ. Bergery είναι ένας άνθρωπος ευφυής.
Πράγματι, αυτός είναι που έγραψε το μοναδικό εμπνευσμένο κι έξυπνο μήνυμα που διάβασε ποτέ ο Pétain στο ραδιόφωνο.
Πριν από τον πόλεμο, αυτός εξέδιδε μιαν από τις ελάχιστες υψηλού επιπέδου εφημερίδες της Γ’ Γαλλικής Δημοκρατίας.
Οι σελίδες της περιείχαν έναν πολύ μεγάλον όγκο λόγων και συζητήσεων περί καθαρότητος, μη διαφθοράς, γνησιότητος, καθάρσεως ή εκκαθαρίσεως και επανάστασης –και για τα σκληρά λόγια που ανταλλάχθηκαν εμφανίστηκαν διάφορες συνενώσεις σε τραστ.
Όλη αυτή η υψηλή σκέψη οδήγησε τον κ. Bergery να εξελιχθεί σε έναν από τους διανοουμένους του καθεστώτος του Vichy.
Τώρα, η χιλιοεπαναλαμβανόμενη διακήρυξή του περί καθαρότητος τον έκανε να παράσχη τις υπηρεσίες του –με ταχύτατη διαδοχή– προς 2 διαφορετικούς κυρίους δίχως να προσέξει τις απώλειες που θα μπορούσε αυτή η χειρονομία του να επιφέρει από την άποψη του τακτικισμού.
Κοντολογίς, ο κ. Bergery ασκεί πρακτικά τον πολιτικό ρεαλισμό.
Αυτό είναι αποκλειστικώς και μόνο μια συνέπεια της μοναδικής του ευφυΐας. Η πνευματική ικανότητα του νου και της νόησης είναι ταχύτατη ως προς την ταυτόχρονη σύλληψη της σχετικότητας όλων των πραγμάτων. Στην εξέταση ενός ιστορικού γεγονότος, ο νους συνηθίζει να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και αυτό «θα περάσει σαν τα άλλα», άρα δεν υπάρχει κανένας λόγος να εκτεθεί κανείς μέσω των πράξεων των χεριών του.
Αφού η μετάβαση από την επανάσταση προς τον Pétain έγινε, γιατί να μην γίνει ένα ακόμα βήμα και να προσφερθεί για εργασία προς τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους που το Vichy ήθελε να ατιμάσει.
Εάν επρόκειτο να αποκαλύψουμε την πλήρη και αγνήν ουσία της σκέψεώς μας, δηλαδή ονομαστικώς ότι ο πολιτικός ρεαλισμός είναι κάτι το ταπεινωτικό, ο κ. Bergery θα εκπλησσόταν διότι η νοημοσύνη αφ’ εαυτής δεν αρκεί για να συλλάβει αυτήν την προφανήν αλήθεια.
Απαιτείται, επιπροσθέτως, και Χαρακτήρας –και ο κ. Bergery ποτέ δεν έδειξε ότι τον διαθέτει.
Από μιαν άποψη, ωστόσο, δεν απατάται.
Το να διαθέτει κάποιος Χαρακτήρα είναι, όντως, σπάνιο στον κόσμο αυτόν και απαιτεί ένα μικρό ποσοστό ευφυΐας να χαράξεις τον προσανατολισμό στην πορεία σου ώστε να την φέρεις σε ισοζύγιο και σε ισορροπία όπως το απαιτούν οι περιστάσεις –διότι ποιός είναι αυτός που διαθέτει τον χαρακτήρα ώστε να υποδείξει με το δάκτυλό του τα λάθη σου;
Ώστε στην πολιτική ο ρεαλισμός είναι πάντοτε ορθός, ακόμη και όταν είναι ηθικώς εσφαλμένος.
Υπάρχουν φορές, ωστόσο, που η ηθική επανέρχεται στην πολιτική επειδή ξαφνικά υπάρχουν άνθρωποι που αρχίζουν να πληρώνουν για την άσκηση της πολιτικής τους με το αίμα τους, ακριβώς όπως μερικοί στην Γαλλία πλήρωσαν μέσω του μαρτυρίου του σώματός τους ενώ ορισμένοι πλήρωσαν με μυστικές θυσίες και τίτλους ευγενείας που δεν είχαν διακηρυχθεί επισήμως,
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο overnight ρεαλισμός εν τω μέσω της νυκτός αποβαίνει εσφαλμένος διότι όταν άνθρωποι με χαρακτήρα βγαίνουν στο πέλαγος για να γράψουν ιστορία, η ιστορία εμμένει στον χαρακτήρα.
Είναι στιγμές που το κάθε τι γίνεται διάφανο, που κάθε πράξη αποτελεί μιαν δέσμευση, όταν κάθε επιλογή έχει την τιμή της, όταν τίποτε πια δεν είναι ουδέτερο.
Είναι η ώρα της ηθικής, δηλαδή μια ώρα που η γλώσσα γίνεται καθαρή, διάφανη και είναι εφικτό να την βγάλουμε κοροϊδευτικά στα μούτρα των ρεαλιστών. Και ιδού τι έχει να πει η γλώσσα της ηθικής: ο κ. Bergery απέτυχε να κατανοήσει ότι μιλώντας εξ ονόματος του Pétain έσμιξε μαζί του στην παραίτησή του και ότι καταθέτοντας ένα πολιτικό μήνυμα προς το Vichy έδωσε ταυτόχρονα το πράσινο φως για την εκτέλεση πατριωτών και εξουσιοδότησε τις πράξεις των δοσίλογων για τις οποίες ευθύνεται το καθεστώς.
Ο κ. Bergery που είχε από μόνος του τεθεί, επί 4 έτη, σε ανυποληψία τώρα από μόνος του επίσης και ατιμάζεται, χάνοντας τους τίτλους του. Και για όσο παραμένουν ανάμεσα στα μέλη της Αντίστασης άνθρωποι με χαρακτήρα, ο ρόλος τους θα είναι να δείχνουν στον κ. Bergery –οποτεδήποτε και οπουδήποτε αυτό είναι δυνατόν– ότι η διάνοιά του δεν ήταν αρκετή ώστε να τον προστατεύσει από την ασυγχώρητη τύφλωση που τον έχει αποκόψει για πάντα από το έθνος. 

 
«Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ»

Αλμπέρ Καμύ


Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos



Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό -συνδεόμενο με όλες τις μεταφράσεις περί Γαλλίας και επανάστασης- πρέπει να αναγνωστεί σε συνάρτηση με τις αναφορές
στο σύμπαν του καλλιτέχνη και χαράκτη Jacques Callot στο κεφάλαιο με τίτλο «ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ»
στο βιβλίο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΧΕΙ ΛΟΓΟΚΡΙΘΕΙ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Penguin- και σε συνάρτηση με τα άρθρα
του Καμύ περί της Επανάστασης στο Παρίσι –ιδίως, του άρθρου με τίτλο «ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»– και περί της εξέγερσης στην Ισπανία καθώς και σε σχέση με την αναφορά του στην Σουηδία σε άστρα και σε «πεμπτουσία».
Επίσης, σε συνδυασμό με την αναφορά του Τζωρτζ Όργουελ περί «δαίμονος» στο δοκίμιο με θέμα «ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ».


Καθώς οι σφαίρες της ελευθερίας ακόμα σφυρίζουν σε όλην την πόλη, τα κανόνια της απελευθέρωσης εισέρχονται στο Παρίσι από τις πύλες της Αψίδας του Θριάμβου εν μέσω ιαχών και ανθών.
Την πιο όμορφη και ζεστή βραδυά του Αυγούστου, πάνω από το Παρίσι τα αιώνια άστρα αναμειγνύονται
με τις ανιχνευτικές, τροχιοδεικτικές βολές, τον καπνό από τις φωτιές και τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα
ενός μαζικού, εορταστικού πανηγυρισμού από τον λαό.
Αυτή η απαράμιλλη νύχτα οριοθετεί το τέλος μιας ιστορίας 4 ετών που γέννησε τέρατα κι εκτρώματα
καθώς και μιας μάχης ανείπωτης, πέρα από κάθε περιγραφή, με την οποία η Γαλλία αντιμετώπισε
την ντροπή, τα επονείδιστα αίσχη και την παραφορά της οργής της.
Αυτοί που ποτέ δεν απελπίστηκαν ή ποτέ δεν έχασαν την πίστη
που είχαν προς την πατρίδα τους, ανταμείβονται κάτω από αυτόν τον ουρανό.
Αυτή η νύχτα αξίζει ίσαμε έναν ολόκληρο κόσμο∙
είναι η νύχτα της αλήθειας.
Είναι μια ένοπλη αλήθεια, αλήθεια μαχόμενη, αλήθεια που επέζησε μέσω της ισχύος
αφού για πολύ καιρό είχε μείνει με άδεια χέρια, όντας απροστάτευτη.
Βρίσκεται παντού αυτή η νύχτα όταν ο λαός και τα κανόνια βομβαρδίζουν ταυτόχρονα.
Αποτελεί την ίδια την φωνή του λαού και των κανονιών∙
ενδύεται την προσωπίδα των εξουθενωμένων εξεγερμένων –και θριαμβεύει,
παρά τις ουλές και τον ιδρώτα τους.
Ναι, είναι πράγματι η νύχτα της αλήθειας, της μόνης αλήθειας που μετρά,
της αλήθειας που είναι πρόθυμη να πολεμήσει και να κατακτήσει.
Πριν 4 χρόνια, οι άνθρωποι εγέρθησαν εν μέσω των ερειπίων και της απελπισίας
και διακήρυξαν με ηρεμία ότι τίποτε δεν ήταν χαμένο.
Δήλωσαν πως είχαμε χρέος να επιμείνουμε και ότι οι δυνάμεις του Καλού
πάντα μπορούν να υπερισχύουν των δυνάμεων του Κακού,
εφόσον είμαστε διατεθειμένοι να αναλαμβάνουμε το κόστος.
Αυτοί το πλήρωσαν το τίμημα.
Και, να ‘στε σίγουροι, ήταν υψηλό∙ περιλάμβανε όλο το βάρος του αίματος
και όλο το τρομακτικό κόστος των φυλακίσεων.
Αρκετοί από τους ανθρώπους αυτούς είναι νεκροί, ενώ, αντιθέτως, άλλοι ζουν για χρόνια
κυκλωμένοι τώρα από τείχη χωρίς παράθυρα.
Αυτό ήταν το τίμημα που άξιζε να καταβληθεί.
Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, ωστόσο, εάν μπορούσαν
δεν θα μας μέμφονταν για αυτήν την τρομακτική και αξιοθαύμαστη ευδαιμονία
που κυλά κάτω από τα πόδια μας σαν παλιρροϊκό κύμα.
Διότι η χαρά που μας κατακλύζει δεν διέρρηξε τους δεσμούς πίστης μαζί τους.
Αντιθέτως, παρέχει μια δικαιολογία για την σκοπιμότητα της θυσίας τους
και διακηρύσσει ότι αυτοί είχαν δίκιο.
Ενωμένοι στα ίδια μαρτύρια επί 4 χρόνια, παραμένουμε και είμαστε ακόμα ενωμένοι στο ίδιο μεθύσι∙
έχουμε κερδίσει την αλληλεγγύη μας.
Και, αίφνης, έκπληκτοι βλέπουμε
–κατά την διάρκεια αυτής της εκτυφλωτικής νύχτας–
ότι επί 4 χρόνια ποτέ δεν μείναμε μόνοι.
Ζήσαμε τα χρόνια της αδελφοσύνης.
Φοβερές μάχες μας περιμένουν ακόμη.
Η ειρήνη, όμως, θα επιστρέψει σ’ αυτήν την διαιρεμένη γη
και σε καρδιές που υποφέρουν από ελπίδες κι αναμνήσεις.
Κανείς δεν μπορεί να ζει πάντα με δολοφονίες και βία.
Θα ‘ρθει κι η ώρα της ευτυχίας και της ολοκλήρωσης της στοργικότητας
–αλλ’ αυτή η ειρήνη δεν θα μας κάνει επιλήσμονες.
Και για μερικούς ανάμεσά μας, τα πρόσωπα των αδελφών μας (παραμορφωμένα από τις σφαίρες)
η μεγαλειώδης, αρρενωπή αδελφότητα των τελευταίων ετών,
ποτέ δεν θα μας εγκαταλείψει.
Μακάρι οι νεκροί σύντροφοί μας να είναι ευτυχείς με την υπόσχεση ειρήνης
που μας έχει δοθεί κατά την διάρκεια αυτής της νύχτας που γοργανασαίνει,
διότι την έχουν ήδη κατακτήσει αυτήν την ειρήνη.
Δικές τους θα είναι οι μάχες μας, σ’ αυτούς θα ανήκουν.
Τίποτε δεν χαρίζεται στους ανθρώπους
–και το λίγο που μπορούν να κατακτήσουν ξεπληρώνεται με άδικους θανάτους.
Το μεγαλείο του ανθρώπου βρίσκεται αλλού:
Βρίσκεται στην απόφασή του να είναι δυνατότερος από την θέση που έχει.
Κι αν βρίσκεται σε μια κατάσταση άδικη, έχει έναν μόνο τρόπο να την υπερβεί
-και ο τόπος αυτός είναι να είναι ο ίδιος δίκαιος.
Η αλήθεια μας γι’ αυτό το βράδυ,
αλήθεια που πλανάται στον αέρα αυτού του Αυγουστιάτικου ουρανού, είναι απλά
ό,τι παρηγορεί τον άνθρωπο.
Και οι ψυχές μας βρίσκονται εν ειρήνη, ακριβώς όπως και οι ψυχές των νεκρών συντρόφων μας.
Βρίσκονται εν ειρήνη, διότι –καθώς η νίκη επέρχεται–
μπορούμε να λέμε δίχως κανένα απολύτως πνεύμα αντεκδίκησης ή μνησικακίας ότι:
«Πράξαμε ό,τι ήταν αναγκαίο».
Χ




«ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»

“COMBAT” 24 Αυγούστου 1944

Αλμπέρ Καμύ

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos



Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε σχέση με τα άρθρα του Καμύ με τίτλο
«Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ», «Η ΓΑΛΛΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ» και σε άμεση σύνδεση με την σειρά δοκιμίων περί Ισπανίας, την σειρά δοκιμίων με τίτλο
«ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» του 1948 και με το θεατρικό έργο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» το οποίο παρουσιάστηκε στο θέατρο Marigny στο Παρίσι το 1948. Το κείμενο αυτό είναι η αρχή ξετυλίγματος στο σύμπαν του δημοσιογράφου-συγγραφέα όλων των ακτινών για την επανάσταση στην Ε.Ε. -Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία κ.τ.λ.


Παρίσι: η πόλη εξαντλεί τα βόλια της πυροβολώντας μέσα στην Αυγουστιάτικη νύχτα
με όλην την δύναμη πυρός που διαθέτει.
Ολόγυρα σ’ αυτό το ποτάμι στο οποίο αντανακλάται τόσο σπουδαία ιστορία,
σ’ αυτό το απέραντο σκηνικό από πέτρες και ύδατα,
υψώθηκαν για μιαν ακόμη φορά τα οδοφράγματα της ελευθερίας.
Η δικαιοσύνη θα πρέπει να εξαγοραστεί και πάλι με το ανθρώπινο αίμα.
Γνωρίζουμε πολύ καλά αυτήν την μάχη,
έχουμε εμπλακεί σ’ αυτήν υπερβολικά, με την σάρκα και τις ψυχές μας,
ώστε να αποδεχθούμε δίχως πίκρα αυτήν την ζοφερή κατάσταση.
Γνωρίζουμε, όμως, αρκετά καλά και τι διακυβεύεται
ώστε να μην μπορούμε να αρνηθούμε την επικίνδυνη μοίρα που πρέπει να υπομείνουμε μόνοι.
Ο χρόνος θα αποτελέσει τον αδιάψευστο μάρτυρα
για το γεγονός ότι οι Γάλλοι δεν επιθυμούσαν να σκοτώσουν
και ότι τα χέρια τους ήταν καθαρά όταν εισήλθαν σε έναν πόλεμο που δεν είχαν επιλέξει.
Θα πρέπει, επομένως, να είχαν συντριπτικούς λόγους για να αδράξουν, αίφνης, τα όπλα
και να πυροβολούν μέσα στο σκοτάδι, δίχως να τρέμουν,
ενάντια σε κείνους τους ίδιους στρατιώτες που νόμιζαν τα προηγούμενα 2 χρόνια
ότι ο πόλεμος είναι μια υπόθεση εύκολη.
Ναι, ήταν συντριπτικοί οι λόγοι τους.
Οι αιτίες που είχαν ήταν τόσο σπουδαίες όσο η ελπίδα
και τόσο βαθειές όσο η εξέγερση.
Είναι οι αιτιολογίες, ακριβώς, του μέλλοντος
για μια χώρα που άλλοι επιχείρησαν για τόσον πολύ καιρό να την περιορίσουν
σε έναν θλιβερό αναμηρυκασμό του παρελθόντος της.
Το Παρίσι αγωνίζεται σήμερα ώστε να μπορεί η Γαλλία να αποκτήσει πιο ισχυρή φωνή αύριο.
Ο κόσμος πήρε τα όπλα απόψε χάρη στην ελπίδα του για δικαιοσύνη αύριο.
Μερικοί βγαίνουν δημοσίως να πουν πως δεν αξίζει τον κόπο
και πως, με λίγη υπομονή, το Παρίσι θα απελευθερωθεί άνευ προσπάθειας.
Μα, αυτό συμβαίνει διότι αισθάνονται ασαφώς ότι αυτή η εξέγερση του λαού
απειλεί πολλά πράγματα που θα παρέμεναν «κακώς κείμενα»,
εάν όλα εξελίσσονταν διαφορετικά.
Πράγματι, πρέπει ολοένα και περισσότερο να καταστεί πασίδηλο το εξής:
κανείς δεν μπορεί να πιστεύει πως μια ελευθερία διχασμένη από παρόμοιες ταραχές
θα έχει την ήπια, εξημερωμένη πλευρά που αρέσει σε κάποιους να φαντάζονται.
Αντίθετα, αυτό το τρομερό έργο θα φέρει στο φως μιαν επανάσταση.
Κανείς δεν μπορεί να ελπίζει ότι άνθρωποι, οι οποίοι πολέμησαν επί 4 χρόνια μέσα στην σιωπή
και τώρα μάχονται όλη την μέρα εν μέσω των εκρήξεων των βομβών και του κροταλίσματος των όπλων,
θα συγκατατεθούν ποτέ για να επιστρέψουν –υπό οποιεσδήποτε συνθήκες–
οι δυνάμεις της παράδοσης, της παραίτησης, της ήττας και της αδικίας.
Κανείς δεν μπορεί να προσδοκά ότι αυτοί οι άνθρωποι –οι καλύτεροι του έθνους–
θα δεχθούν και πάλι να κάνουν ταυτόχρονα ό,τι έκαναν επί 25 χρόνια οι πλέον αγνοί:
δηλαδή, να αγαπούν σιωπηλά την πατρίδα τους
και, την ίδια στιγμή, να μην μιλούν ενώ θεωρούν ανάξιους τους ηγέτες τους.
Το Παρίσι που μάχεται απόψε σκοπεύει να διοικήσει αύριο.
Όχι χάριν της εξουσίας αλλά χάριν της δικαιοσύνης∙
όχι για την πολιτική αλλά για την ηθική∙
όχι με σκοπό την επικυριαρχία της Γαλλίας αλλά με σκοπό την μεγαλοπρέπεια της Γαλλίας.
Η πεποίθησή μας είναι όχι ότι αυτό θα συμβεί στο μέλλον
αλλά ότι αυτό λαμβάνει χώρα σήμερα,
στις ωδίνες και στην λυσσώδη παραφορά της μάχης.
Να, λοιπόν, γιατί –παρά τα δεινά των ανθρώπων, παρά το αίμα και την οργή,
παρά τους νεκρούς που είναι αδύνατον ποτέ να αντικατασταθούν,
τις άδικες πληγές και τις μανιασμένες σφαίρες– πρέπει να εκστομίσουμε όχι λόγια μετάνοιας
αλλά λόγια ελπίδας, της τρομερής εκείνης ελπίδας των ανθρώπων που έχουν μείνει μόνοι με την μοίρα τους.
Το πελώριο Παρίσι, ολοθεοσκότεινο αλλά ένθερμο μέσα στο καλοκαιρινό βράδυ,
με μια θύελλα βομβαρδιστικών να υπερίπτανται της πόλεως
και με έναν καταιγισμό ελευθέρων σκοπευτών σε κάθε οδό,
φαίνεται σε μας πολύ πιο λαμπρά φωτισμένο από την Πόλη του Φωτός
για την οποία μας ζήλευε κάποτε όλος ο κόσμος.
Πυρπολείται από όλες τις προσδοκίες της ελπίδας και των δεινών,
έχει την φλόγα του απλοϊκού θάρρους
και κοχλάζει με όλη την θέρμη της απελευθέρωσης αλλά και της ελευθερίας του αύριο.
Χ




«ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΥ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να στηριχτεί στις μεταφράσεις του συγγραφέα-δημοσιογράφου για τα Συνταγματικά θέματα που προκύπτουν για την Βασιλεία στο μεταίχμιο των αναλύσεων περί Γερμανία-Ισπανίας ως προς το ξίφος του κυβερνήτου με βάση τα άρθρα περί Τύπου και, ειδικότερα: «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΣ», «ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ», «ΚΡΑΤΟΣ, ΕΘΝΟΣ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ» , «ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ». Επιπλέον, πρέπει να συνδεθούν με το πνεύμα των κειμένων «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ», «ΓΙΑΤΙ Η ΙΣΠΑΝΙΑ», «ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΗΣ, ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ: ΜΝΗΜΕΣ ΓΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΟΤΙΤΣΕΛΛΙ» και σε σχέση με το υλικό των άρθρων «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», «ΣΥΝΤΑΓΝΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΗΕ». Οι αναφορές στην μπουρζουαζία πρέπει να κατευθυνθούν στο θέμα της μάχης για την κατάληψη του Alcazar στο Τολέδο της Ισπανίας και του φρουρίου της Canossa στην Τοσκάνη. Γενικώς, συνδέονται με τις παραπομπές του συγγραφέα στον αρχαίο Χριστιανισμό του 1ου αιώνος και στο μεγαλείο του Χριστιανισμού, στο ancien regime και στο nouveau regime και σε σχέση με το “L’ Esprit Nouveau” του Edgar Quinet. Με τα θέματα περί σύνδεσης πνεύματος και εργασίας έχουν κοινή συνισταμένη σημεία του κειμένου με βάση το Σουηδικό μοντέλο στον «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ» και άλλα γραπτά περί εξέγερσης.

Εδώ και ορισμένον καιρό τώρα, η χώρα μας είχε γνωρίσει μόνο 2 πραγματικές βασιλικές αριστοκρατίες: την αριστοκρατία της εργασίας και την αριστοκρατία του πνεύματος.
Τώρα έχουμε έναν νέον ορισμό της λέξεως αριστοκρατία: είναι το τμήμα του έθνους που αρνείται να σκλαβωθεί ή να σκλαβώσει άλλους.
Ωστόσο, η προηγούμενη 4ετία της ήττας αλλά και της Αντίστασης έχει απλώς επιβεβαιώσει ό,τι ήταν ήδη φανερό προπολεμικά από όλους όσους αγαπούσαν την Γαλλία ακόμη κι αν επέκριναν τα ανησυχητικά της λάθη.
Είναι σαφές ότι η κυρίαρχη της χώρας τάξη απλώς είχε παραιτηθεί.
Η Γαλλική αστική τάξη είχε απολαύσει μιαν περίοδο μεγαλείων αλλά είχε επιβιώσει καθ’ υπερβολήν. Δεν μπορούσε πλέον να υψώσει το ανάστημά της στο επίπεδο των καθηκόντων της και ζούσε αποκλειστικά με την μνήμη των δικαιωμάτων της.
Σε επίπεδο πλήρους εκτίμησης του μέτρου της κάθε κοινωνικής τάξης, αυτά τα σημάδια μαρτυρούν παρακμή.
Επιπλέον, η αστική τάξη ήταν δειλή. Εάν η ετυμηγορία εναντίον της έπρεπε να συνοψιστεί σε λίγες λέξεις, θα έλεγε κανείς ότι η μπουρζουαζία δεν αγαπούσε τον λαό και, για τον λόγον αυτό, θα είχε δεχθεί οποιαδήποτε διαπραγμάτευση για να σωθεί η ίδια από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο φόβος είναι που δημιουργεί τους προδότες.
Κατ’ επακόλουθον, πολλοί από όσους πρόδωσαν την χώρα τους το έκαναν αποκλειστικά επειδή δεν τους άρεσε ο κόσμος επειδή πάντοτε αυτός βάδιζε ευθέως μπροστά, με την χαρούμενη ανεμελιά που χαρακτηρίζει όσους ξέρουν ότι έχουν το δίκαιο με το μέρος τους.
Το καθεστώς του Vichy περίμενε να πάρει εκδίκηση από τον λαό για τα γεγονότα του 1936.
Αυτή είναι η αλήθεια (ό,τι λέξεις κι αν έχει βάλει στο στόμα του Pétain ο κ. Bergery). Αυτοί που φάνηκαν πιο βάρβαροι ήταν, στην πραγματικότητα, οι πιο δειλοί.
Μην λαθέψετε στην κρίση: η καταδίκη μας αυτή δεν είναι αφηρημένη κατά κανέναν τρόπο.
Πολλοί αντιπρόσωποι της αστικής τάξης μοιράστηκαν τις οδύνες και τις αγωνίες της Γαλλίας.
Αυτοί ανήκουν στον ίδιο τόπο όπου ανήκουν η τιμή και η πιστότητα.
Το κύριο σημείο, όμως, είναι να δούμε και να καταλάβουμε το γεγονός ότι ο ηγετικός ρόλος της μπουρζουαζίας τελείωσε το 1940 και ότι οι πολιτικοί της αντιπρόσωποι απλώς και μόνο χρειάζεται να ακροαστούν και να δεχθούν την μεγάλη και σπουδαία φωνή που εκπέμπεται σήμερα από έναν λαό που αγωνιά για το μέλλον του.
Θα λέγαμε το ίδιο ακριβώς και πριν την ήττα.
Σήμερα, όμως, μιλάμε με νωπές ακόμα στον νου μας τις μνήμες της ταπείνωσής μας. Οι μνήμες αυτές δεν μας κάνουν να κλίνουμε προς τις πολυτέλειες.
Όταν η Γαλλία γίνει πιο ευτυχισμένη και δυνατή απ’ ό,τι τώρα, μπορεί να έρθει μια εποχή που θα μπορούμε να έχουμε ήρεμη ματιά: τότε η αστική τάξη θα έχει αποδείξει μέσω των πολιτικών της χειρισμών ότι η εμπειρία δεν την δίδαξε τίποτα. Σήμερα, όμως, αυτό είναι σαφές ότι είναι αδύνατο.
Έχουμε πολλά να κάνουμε και πολλά να διορθώσουμε.
Τί άλλο θα μπορούσε, επιπλέον, να τους πει κάποιος που η καρδιά του είναι ακόμα βεβαρυμένη από ντροπή; Μόνο «Φύγετε!».
Ναι, αφήστε τους να φύγουν και αφήστε μας μόνους. Πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Γαλλία δεν τους ανήκει πλέον για να την διευθύνουν.
Εμείς θα αναλάβουμε εκ νέου το καθήκον της εργασίας.
Θα επιχειρήσουμε, με νομιμότητα και τιμιότητα, μέρα-μέρα, να επανακτίσουμε ό,τι κατέστρεψαν, να αποκαταστήσουμε το ασύγκριτο και κρυμμένο πρόσωπο του έθνους που ονειρευτήκαμε αυτά τα 4 προηγούμενα έτη στο σκοτάδι.
Για να κατορθώσουμε, ωστόσο, αυτά που πρέπει, χρειάζεται να είμαστε μόνοι.
Δεν πρέπει να υποχρεωθούμε να καταστρέψουμε πριν αρχίζουμε να κτίζουμε εκ νέου.
Κανείς από εμάς δεν ζητά από την αστική μπουρζουαζία να εξαφανιστεί.
Ξέρουμε τώρα ότι οι ζωές των Γάλλων είναι αναντικατάστατες.
Όμως, η τάξη αυτή πρέπει να κατανοήσει, πρέπει να μας αφήσει –επιτέλους– αφού μας κούρασε για τόσο πολύ χρόνο.
Και επειδή έχει αποδείξει ότι στερείται θάρρους και γενναιοδωρίας, πρέπει να επιδείξει τεκμήρια βασικής νοημοσύνης ώστε να δώσει την μαρτυρία της για το μεγαλείο που η ίδια φάνηκε ανίκανη να παράγει αφ’εαυτής.



«Η ΥΓΡΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ»
Αλμπέρ Καμύ
1947
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Η βροχή στην Νέαν Υόρκη είναι μια βροχή εξορίας. Άφθονη, «σου κολλάει», είναι πυκνή, χύνει τα υγρά της άσκοπα ανάμεσα στα πανύψηλα κυβικά τσιμέντου σε λεωφόρους που βυθίζονται, αίφνης, στο σκοτάδι ενός πηγαδιού: αναζητώντας καταφύγιο σε ένα ταξί που σταματά κάτω από τα κόκκινα φανάρια και εκ νέου ξεκινά μόλις δοθεί το πράσινο φως, νοιώθεις μέσα σε μια και μόνην στιγμή ότι συνελήφθης σε μιαν παγίδα, πίσω από μονότονους, ταχυκίνητους υαλοκαθαριστές που σε καθιστούν απρόσβλητο από τον άνεμο ενώ ταυτόχρονα παραμερίζουν ένα πνεύμα υδάτων που διαρκώς ανανεώνεται. Πείθεσαι, άρα, πως θα μπορούσες να οδηγείς με τον τρόπον αυτό για ώρες δίχως να αποδράσεις απ’ αυτές τις τετραγωνισμένες φυλακές ή από τους λάκκους στους οποίους τσαλαβουτάς δίχως ελπίδα να βρεις ένα φυσικό δένδρο ή μιαν πραγματικήν πηγή.
Οι λευκοί ουρανοξύστες διαγράφονται στην υφή τους ανάμεσα από την γκρίζα ομίχλη λες και είναι γιγαντιαία μνήματα για μια πόλη των νεκρών ενώ μοιάζουν να ταλαντεύονται τρίζοντας ελαφρώς από τις βάσεις τους. Την ώρα αυτή, είναι ερημωμένοι –
Οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι, η οσμή του ατσαλιού και του μπετόν, η τρέλλα των αρχιτεκτόνων και –παρ’ όλ’ αυτά, το κατ’ εξοχήν αποκορύφωμα της μοναξιάς. «Ακόμα κι αν επρόκειτο να πάρω ασφαλιστικά μέτρα ενάντια σε όλους τους ανθρώπους του κόσμου και πάλι σε τίποτε δεν θα με προστάτευε αυτό».
Η αιτία ίσως είναι ότι η Νέα Υόρκη δεν είναι τίποτε δίχως τον ουρανόν της. Γυμνός και τεράστιος, απλωμένος στις τέσσερεις γωνίες του ορίζοντος, προσδίδει στην πόλη τις ένδοξες αυγές της και το μεγαλείο των δειλινών της όποτε το φλογερό ηλιοβασίλεμα σαρώνει κατά μήκος την 8η Λεωφόρο πάνω από τα αβυσσαλέα κι αχανή πλήθη που οδηγούν μπροστά από τα παράθυρα σε «μαγαζιά» των οποίων τα φώτα ανάβουν για τα καλά λίγο πριν πέσει η νύχτα.
Υπάρχει, ορισμένες φορές, ένα λυκόφως στην Παραποτάμια Οδό όταν βλέπεις τα δένδρα της λεωφόρου που οδηγεί στο υψηλότερο σημείο της πόλεως με τον ποταμό Χάτσον πιο κάτω, τα νερά του κατακόκκινα από τον βασιλεύοντα ήλιο∙ κατά διαλείμματα, από την αδιάκοπη ροή των αυτοκινήτων που τρέχουν με χάρη και ηρεμία, από καιρού εις καιρόν ξαφνικά υψώνεται μια ωδή που ανακαλεί τον ήχο των κυμάτων που σπάνε στις όχθες. Καταλήγω να σκέφτομαι εκείνα τα άλλα βράδυα (τόσο ευγενικά κι απαλά που σπάνε στην καρδιά σου) που ρίχνουν μιαν πορφυρή λάμψη στα ατέλειωτα βελούδινα υφάσματα της φύσης του Σέντραλ Παρκ όταν την αντικρύζεις από το Χάαρλεμ. Σμήνη παιδιών των εγχρώμων χτυπούν μπαλάκια με μπαστούνια ξύλινα, φωνάζοντας με χαρά∙ παρομοίως, ηλικιωμένοι Αμερικανοί με καρώ πουκάμισα, ξαπλώνουν στα παγκάκια του πάρκου γλύφοντας παγωτά-πυραύλους ή χωνάκι στικ με ό,τι ενέργεια εμπεριέχεται μέσα τους∙ ενώ «ματάκηδες» σκίουροι ψάχνουν την γη κάτω από τα πόδια τους αναζητώντας τροφή για άγνωστες φήμες. Στα δένδρα του πάρκου, μια μπάντα πουλιών της τζαζζ αναγγέλλει την εμφάνιση και του πρώτου αστέρα πάνω από το Αυτοκρατορικό Κράτος του Εμπάϊαρ Σταίητ Μπίλντιγκ καθώς καλλίπυγες υπάρξεις διασχίζουν τους δρόμους (με φόντο ένα πέπλο υψηλών κτιρίων) και προσφέρουν στον –προς στιγμήν– ευγενήν ουρανό τα θαυμάσια βλέμματα και την γεμάτην ερωτικήν αναισθησία ματιά τους.
Όμως, όταν αυτός ο ουρανός γκριζάρει ή το χάραγμά του εξασθενήσει, να πάλι τότε η Νέα Υόρκη που γίνεται για μιαν φοράν ακόμη η μεγάλη πόλη, φυλακή την ημέρα και βωμός καύσης των νεκρών την νύχτα.
Για την ακρίβεια, πρόκειται τα μεσάνυχτα για τον τελετουργικό βωμό ενός ασώτου αφού τα εκατομμύρια των αναμμένων παραθύρων ανάμεσα στις απέραντες εκτάσεις των τειχών και των μαυροπινάκων μεταφέρουν αυτούς τους αστερισμούς φωτός καταμεσής του ουρανίου στερεώματος σαν να κόχλαζε κάθε βράδυ μια γιγαντιαία πυρκαγιά πάνω από το Μανχάτταν (το νησί με τα 3 ποτάμια) που εκτοξεύει στα ύψη τεράστιους σκελετούς που εξακολουθούν και τώρα να φέρουν τα στίγματα του πυρός.
Έχω τις προσωπικές μου ιδέες για τις υπόλοιπες πόλεις αλλά για την Νέαν Υόρκη μόνον αυτά τα ισχυρά, αστράπτοντα αισθήματα, μιαν νοσταλγία που διαρκώς καθίσταται πιο υγιής και ανυπόμονη –και στιγμές αγωνίας. Ύστερα από τόσους μήνες, τίποτε δεν ξέρω για την Νέα Υόρκη ως και τώρα: εάν κανείς κινείται και ζει ανάμεσα στους τρελλούς εδώ ή ανάμεσα στους πιο λογικούς στον κόσμο∙ εάν η ζωή είναι τόσο «εύκολη» –όπως το ομολογεί όλη η Αμερική– ή αν είναι τόσο κενή εδώ όσο φαίνεται ορισμένες φορές∙ εάν είναι φυσικό να εργάζονται δέκα όταν θα έφτανε ένας και δεν προφθαίνουν να σε εξυπηρετήσουν∙ εάν οι Νεοϋορκέζοι είναι φιλελεύθεροι ή συμβιβασμένοι, «μετρημένες» ή νεκρές ψυχές∙ εάν είναι θαυμαστό αυτό ή δεν σημαίνει τίποτα που οι συλλέκτες σκουπιδιών φορούν χειρουργικά γάντια για να κάνουν την δουλειά τους∙ εάν έχει συγκεκριμένο σκοπό το γεγονός ότι το τσίρκο στον κήπο της Πλατείας Μάδησον ανεβάζει ταυτογχρόνως 10 παραστάσεις σε 4 διαφορετικές σκηνές ρινγκς ώστε να ενδιαφέρεσαι για όλες τους και καμιά να μην μπορείς να παρακολουθήσεις∙ εάν έχει σηματοδότηση το ότι πέρασα μιαν βραδυά με χιλιάδες νέων σε μιαν αίθουσα πατινάζ (ένα είδος παγοδρομίου-μπάνιου γεμισμένο ως επάνω με ερυθρά φώτα) που περιστρέφονταν αιωνίως στα πέδιλά τους εν μέσω μιας κόλασης κρότων από μεταλλικούς τροχούς και εντεινόμενης μουσικής οργάνων και ότι είχαν ένα βλέμμα τόσο βαρυσήμαντο και απορροφημένο, λες και επέλυαν ταυτογχρόνως διαφορικές εξισώσεις.
Θα πρέπει, εν τέλει, να πιστεύουμε εκείνους που λένε ότι είναι εκκεντρικό να θέλει κανείς να είναι μόνος ή να πιστεύουμε στην συμπεριφορά με αφέλεια εκείνων που αισθάνονται έκπληκτοι επειδή κανείς ποτέ δεν σε ρωτά για την ταυτότητά σου.
Εν κατακλείδι, βγαίνω από τα ρούχα μου όταν συλλογίζομαι την Νέαν Υόρκη.
Αγωνίζομαι να βάλω την σφραγίδα μου στους χυμώδεις καρπούς του πρωϊνού ξυπνήματος, το εθνικό ποτό Σκωτς και σόδα και την σχέση του με τα ρομαντικά ειδύλλια, τα κορίτσα στο ταξί και το μυστικό τους –αστραπιαία απαστράπτουσες πράξεις αγάπης– μιαν υπερβολή πολυτέλειας και μια κακογουστιά αντικατοπτρίζεται ακόμα και στο καταληπτικό δέσιμο του κασκώλ τους, ενάντια στον αντισημιτισμό και την αγάπη για όλα τα έμψυχα –αυτός ο τελευταίος ορισμός ισχύει για τους γορίλλες στον Ζωολογικό Κήπο του Μπρονξ και εκτείνεται ως τα πρωτόζωα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας– με τις ομιλίες για το παρθενικό ταξίδι του νεκρού στα πριβέ σαλόνια όπου οι τελετές διεξάγονται με ταχύτητα εκπληκτική («Άντε, πέθανε επιτέλους! Κι άσε τα υπόλοιπα σε μας»), τα κουρεία όπου μπορείς να ξυριστείς στις 3 το πρωΐ, την θερμοκρασία που χορεύει από ζεστή σε κρύα μέσα σε 2 ώρες, το ηλεκτρικό μετρό που σου φέρνει αναμνήσεις της φυλακής Σινγκ-Σινγκ, διαφημίσεις πληρωμένες με αστέρια που χαμογελούν και σου αναγγέλλουν από κάθε πίνακα ανακοινώσεων του κόσμου ότι η ζωή δεν είναι τραγική, τα ανθισμένα κοιμητήρια κάτω από τα έργα που αναδίδουν αναθυμιάσεις φωταερίου, την ομορφιά των κοριτσιών και την αποκρουστικήν εμφάνιση των ηλικιωμένων∙ και με τους 10000 στρατηγούς και ναυάρχους που έχουν πάρει τα γαλόνια παρακολουθώντας τα θέατρα επιχειρήσεων της μουσικής κωμωδίας και σταθμεύουν στις εισόδους των διαμερισμάτων ο καθένας με την δική του ιστορία για να σφυρίζουν όταν βλέπουν να πλησιάζουν πράσινα, κόκκινα και κίτρινα ταξί που λες και μοιάζουν με σκαθάρια για να σου ανοίξουν την πόρτα και (διασχίζοντας όλην την πόλη πάνω-κάτω και σε ασανσέρ που φθάνουν σε ύψος 50 ορόφων) για να σε οδηγήσουν με βάση ένα σύστημα έγχρωμων Καρτεσιανών συντεταγμένων.
Ναι, βγαίνω από τα ρούχα μου.
Μαθαίνω πως υπάρχουν πόλεις (σε κοιτούν όπως οι γυναίκες που σου δίνονται) που σε πειράζουν, σε νικούν με ακαταμάχητον τρόπο και –αποκαλύπτοντας γυμνήν την ψυχή σου– η φλόγα της επαφής μαζί τους, σκανδαλώδης και απολαυστική συνάμα, προσδένεται σε κάθε πόρο του σώματός σου.
Να πως –αυτός ήταν επί μέρες ο σκοπός μου– πέρασα με τα πόδια όλην την Νέαν Υόρκη, τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα απλώς επειδή ο αέρας της πόλεως είναι γεμάτος στάχτες και η μισή ζωή αναλώνεται στο τρίψιμο των οφθαλμών ή στην μετακίνηση των λεπτομερών ψηγμάτων μετάλλου που τους αποτίουν ως ένα χαριτωμένο δώρο χαιρετισμού από τον Χάντσον τα χιλιάδες εργοστάσια του New Jersey. Να πως εισρέει τελικά και με επηρεάζει η Νέα Υόρκη μέσα μου, ως ένα ξένο σώμα στον οφθαλμό, νόστιμη κι αβάσταχτη, να προκαλεί δάκρυα συναισθημάτων και καταναλωτική μανία.
Ίσως αυτό είναι που ο κόσμος καλεί «πάθος». Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι γνωρίζω με τι αντιθετικές εικόνες τρέφεται ο νους από την πηγή αυτή.
Εν τω μέσω της νυχτός –ορισμένες φορές– υπεράνω των ουρανών, πέρα από χιλιάδες τείχη και πανύψηλα κτίρια, η αγρύπνια μου συναντά άμεσα την φωνή ενός ξύλινου πλοίου για να μου θυμίσει ότι αυτή η έρημος σιδήρου και τσιμέντου ήταν επίσης ένα μοναχικό νησί. Θα αναλογιζόμουν την θάλασσα τότε και θα φανταζόμουν τον εαυτό μου στην ακρογυαλιά της χώρας μου –άλλες βραδυές– ατενίζοντας παράλογα την 3η Λεωφόρο Ε1 που καταβροχθίζει αχόρταγα τα μικροσκοπικά κόκκινα και μπλε φώτα και «κόβει» κατά παρελθοντικό χρόνο ως προς το επίπεδο των διαμερισμάτων της Ιστορίας για να της αυτοεπιτραπεί να συγχωνευθεί αργά-αργά από τους ημισκότεινους σταθμούς της, παρακολούθησα τους ουρανοξύστες στην στροφή της κοινής πορείας μας. Εγκαταλείποντας τις αφηρημένες λεωφόρους του κέντρου της πόλεως θα αφηνόμουν να ατενίζω παράλογα τις διαρκώς φτωχότερες γειτονιές με τα ολοένα λιγότερα αυτοκίνητα. Εκείνες τις νύχτες στον αμπελώνα ήξερα τι με περίμενε: Λίγα βήματα μόλις από την περιοχή με τα εξαιρετικά καταστήματα νυφικών (όπου δεν χαμογελούσε ούτε ένα από τα κέρινα μαννεκέν) ΕΚΕΙ ΖΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΙ, όσοι αφέθηκαν να παρασυρθούν σαν έρμαια της φτώχειας σ’ αυτήν την πόλη των τραπεζιτών. Είναι το πιο σκοτεινό τμήμα της πόλης αυτό όπου ποτέ δεν βλέπεις μια γυναίκα, όπου 1 άνδρας για κάθε 3 τα ρίχνει στο ποτό και όπου σε ένα περίεργο μπαρ – κάτι που έχει βγει προφανώς απευθείας από Γουέστερν– παλαιές πληθωρικές ηθοποιοί εξυμνούν τις κατεστραμμένες ζωές και την μητρικήν αγάπη, κινώντας τα πόδια τους σύμφωνα με τον ρυθμό και μετακινώντας σπασμωδικά ανάμεσα στα μουγκρητά από το μπαρ τα πακέτα μιας ασχημάτιστης σάρκας με τα οποία τις έχει καλύψει η ηλικία. Η Ντρήμερ είναι, άλλωστε, κι αυτή μια ηλικιωμένη γυναίκα και κοιτά σαν μια γέρικη κουκουβάγια– μερικά βράδυα νοιώθεις πως θα ΄θελες να κατέχεις την ζωή της– σε μια από αυτές τις σπάνιες στιγμές όπου η γεωγραφία εξαφανίζεται και η μοναξιά καταντά μια ελαφρώς συγκεχυμένη αλήθεια. Άλλες φορές… μα ναι, φυσικά, ερωτεύθηκα τις ανατολές και τις δύσες του Ήλιου στην Νέαν Υόρκη. Αγάπησα την Νέαν Υόρκη, μ’ αυτήν την πανίσχυρη αγάπη που ορισμένες στιγμές σε αφήνει γεμάτον αμφιβολίες και μίσος: μερικές φορές έχει ανάγκη κανείς την εξορία. Τότε είναι που το κατ’ εξοχήν άρωμα της βροχής της Νέας Υόρκης σε επιστρέφει πίσω στην καρδιά των πιο εναρμονικών και οικείων πόλεων για να σου θυμήσει ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας τόπος λύτρωσης και απελευθέρωσης στον κόσμο: εκεί όπου εσύ, μαζί με έναν ολόκληρο λαό και για όσο διάστημα θέλεις, μπορείς να συνενωθείς με το πλήθος εσσαεί.


«ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1945
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε σχέση την εισαγωγή του Αλμπέρ Καμύ στο βιβλίο του Alfred Rosmer «Ο ΛΕΝΙΝ ΣΤΗΝ ΜΟΣΧΑ» με τίτλο «ΔΙΕΘΝΗΣ ΛΕΝΙΝ: ΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ» και τις αναφορές στον Πάπα Eugenio Pacelli (Πίο 12ο) που θεωρείται ο υπέρμαχος της «Χριστιανικής Ειρήνης» στο άρθρο «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ». Συνδέεται, ακόμα, με το περιεχόμενο των άρθρων «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ» και «ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΗΣ, ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ: ΜΝΗΜΕΣ ΓΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΟΤΙΤΣΕΛΛΙ». Ο Franklin Delano Roosevelt (1882-1945) εξελέγη πρώτη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ το 1932 ενώ ο διάδοχός του Χάρρυ Τρούμαν έριξε τις ατομικές βόμβες και δημιούργησε το ΝΑΤΟ.

Το πρόσωπό του υπήρξε το κατ’ εξοχήν πρόσωπο της ευτυχίας.
Για τόσους πολλούς που τον γνώριζαν χωρίς ποτέ να τον έχουν πλησίον τους, το μόνο που παραμένει είναι το χαμόγελο που εμφάνιζε για όλα αυτά τα χρόνια στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, των κινηματογραφικών ταινιών ανάμεσα στις ζητωκραυγές επευφημίας των συμπατριωτών του.
Αυτός είναι ο λόγος, αναμφίβολα, για τα συναισθήματα συγκίνησης που αισθάνθηκε ολόκληρος ο ελεύθερος κόσμος με τα νέα του θανάτου του (αν και δεν ήταν παρά μόνον ένας από τους πολλούς θανάτους που έχει συνεισφέρει η Αμερική για τον κοινό μας σκοπό).
Οι ισχυροί άνδρες της Ιστορίας δεν είναι, εν γένει, άνθρωποι με καλό χιούμορ. Οι σφραγίδες εισόδου στα ανάκτορα της φιλοδοξίας δεν είναι συχνά σημάδια της χαράς.
Ποτέ, όμως, δεν θα είχε έρθει σε κανέναν η ιδέα σύνδεσης της φιλοδοξίας με τον Ρούζβελτ.
Εξέφραζε υπερβολικά την χώρα του για να του είχε περάσει ποτέ η σκέψη να την κυριαρχήσει.
Δεν ήταν τόσο «σπουδαίος άνθρωπος» αλλά σπουδαίος ως άτομο.
Μα τί άλλο είναι στην πραγματικότητα ένα σπουδαίο άτομο αν όχι ένας άνθρωπος που δανείζει το πρόσωπό του –οι λέξεις του και οι πράξεις του– σε έναν σπουδαίο πολιτισμό;
Από την αξιοσέβαστην αυτήν οπτικήν, ο Ρούζβελτ μας έμοιαζε ως το υποδειγματικό πρότυπο Αμερικανού.
Αποτελεί, όμως, το διακριτό και διακριτικό χαρακτηριστικό των ολοκληρωμένων ατόμων να μιλούν για ολόκληρη την κουλτούρα τους ακόμα και όταν εμφανίζονται για να μιλήσουν με τον πιο προσωπικό τόνο.
Σίγουρα, δεν μπορούμε να εγκρίνουμε όλες του τις πολιτικές –μα, ποιανού οι πολιτικές μπορούν πάντοτε να είναι εγκεκριμένες;
Οι δικές του πράξεις, τουλάχιστον, δεν έφεραν ποτέ τα σημάδια της απληστίας ή της έχθρας. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος έφερε να προσθέσει το μεγαλείο και την αξιοσύνη στον ιδεαλισμόν εκείνον στον οποίον ανέκαθεν κατέχει ως τόπο προβολής της η Αμερική.
Ο μεγαλύτερος έπαινος που μπορεί να του αποδοθεί είναι να πει κανείς ότι ήξερε την αξία της ζωής.
Είχε, εξάλλου, το καθήκον να θριαμβεύει πρώτα επί του ιδίου του εαυτού του πριν θριαμβεύσει επί των άλλων.
Το γέλιο του ήταν αξιέπαινο.
Ήταν το γέλιο ενός ανθρώπου που ένοιωθε –κάτι που είχε κερδηθεί με σκληρή προσπάθεια– γαλήνιος, το είδος γέλιου που βρίσκει κανείς αφού πηδήξει μιαν ασθένεια.
Η προφανής του ευτυχία δεν ήταν αυτή που προκύπτει από τις ανέσεις ούτε αυτή ενός νου εξαιρετικά περιορισμένου για να μπορέσει να αντιληφθεί τις αγωνίες της ανθρωπότητας.
Ήξερε ένα πράγμα: ότι δεν υπάρχει πόνος που δεν μπορεί να υπερπηδηθεί με ενεργητική και συνειδησιακή προσπάθεια.
Όταν ξέρουμε αυτό για έναν άνθρωπο, ξέρουμε τι αξίζει –και ξεκινά να μας αρέσει. Είναι νεκρός, ωστόσο.
Μέχρι τώρα ήταν δυνατό να μιλούμε για τα κατορθώματά του αλλά όχι για το πεπρωμένο του.
Σήμερα ξέρουμε αυτό το πεπρωμένο του.
Ήταν ο μεγάλος ηγέτης του ελεύθερου λαού που οδήγησε στα προπύλαια της νίκης.
Καθ’ οδόν προς το ζενίθ του θριάμβου, ξαφνικά άλλαζε πορεία λες και είχε πλαστεί ο ίδιος για να ηγηθεί, παρά το ρίσκο, της ελευθερίας αλλά όχι για να αντέξει και στο σχίσμα που θα προκύψει μετά την νίκη.
Ως εδώ καλά.
Δεν υπάρχει, όμως, ούτε μια ανθρώπινη ύπαρξη που δεν θλίβεται για την απώλειά του και που δεν θα ευχόταν να είχε λίγο περισσότερο συνεχιστεί το πεπρωμένο του.
Η παγκόσμιος ειρήνη –αυτό το άπειρο καλό– έπρεπε να σχεδιάζεται από ανθρώπους με ευτυχισμένα πρόσωπα και όχι από πολιτικούς με θλιμμένο βλέμμα.
Εις μάτην το ιδανικό του αυτό!
Μας λένε ότι η Αμερική βυθίστηκε σε σιωπή με τα νέα.
Δεν είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο κόσμος αισθάνθηκε τόσην αγωνία.
Αν δοθεί ενός λεπτού –όχι σιγής– αλλά σκέψεως, ποιος δεν θα την μοιραζόταν;
Όταν ένας άνθρωπος πετυχαίνει σ’ αυτόν τον βαθμό, όλοι πετυχαίνουν.
Όσο κι αν αποσπαστεί η προσοχή του, ο κόσμος είναι αρκετά συναισθηματικός για να τηρήσει μια ενός λεπτού σιωπή διότι ο άνθρωπος αυτός άφησε αυτόν τον παράλογον κόσμο, του οποίου η μοναδική ελπίδα έγκειται στην ποιότητα των ανθρώπων του λαού του.


«ΔΙΕΘΝΗΣ ΛΕΝΙΝ: ΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ»
Εισαγωγή του Αλμπέρ Καμύ στο βιβλίο του Alfred Rosmer «Ο ΛΕΝΙΝ ΣΤΗΝ ΜΟΣΧΑ» (1953)
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Είμαι εγώ που πρέπει να παρουσιάσω τον Άλφρεντ Ροζμερ ενώ θα ήταν περισσότερο τίμιο ακριβώς το αντίθετο σήμερα επειδή σήμερα αυτό αποτελεί ένα από τα παράδοξα της εποχής μας, μιας εποχής δίχως μνήμη. Από της απόψεως αυτής, θα αρκούσε ίσως να πω ότι ο Ροζμερ –μαζί με λίγους ακόμα που αρνήθηκαν στα 1914 την παλινωδία της Δευτέρας Διεθνούς– είναι από αυτούς τους λίγους ακτιβιστές οι οποίοι κατά την διάρκεια των 40 ετών αγώνα έχουν διατηρήσει τον σεβασμό και την φιλία οποιουδήποτε γνωρίζει πόσο γρήγορα καταρρέουν και οι ισχυρότερες πεποιθήσεις υπό την πίεση των γεγονότων.
Συνδικαλιστής πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξοργισμένος το 1914 από την άρνηση των επικεφαλής των εργατών υποστήριξε από την Δύση την Επανάσταση του ΄17, ακολούθησε η αντίδρασή του στα Σταλινικά λάθη και τώρα βρίσκεται αφιερωμένος στην μακραίωνη και δύσκολη αναγέννηση του Σωματείου ο Ροζμερ ο οποίος –σε μιαν εποχή μαρτυρική– ακολούθησε μιαν τροχιά μέσης οδού που τον φέρνει σε ένα σημείο που απέχει εξίσου τόσο από την απελπισία που θα απαιτούσε αναπόφευκτα την υποδούλωσή του όσο και από την απογοήτευση που συμβιβάζεται με μιαν ανοχή στο σκλάβωμα των άλλων.
Δεν έχει, άρα, απαρνηθεί τίποτε απ’ όσα πάντοτε πίστευε. Αξίζει αυτό να σημειωθεί όταν διαβάσετε το κείμενο ΣΤΗΝ ΜΟΣΧΑ ΜΕ ΧΡΟΝΟ ΛΕΝΙΝ. «Επιτρέψτε μου να πω μόνον: Ήμουν εκεί, αυτός ήταν ο δρόμος».
Να ο τόνος αυτής της μαρτυρίας που μπορεί να απογοητεύσει τους θιασώτες της Ιστορίας.
Πού ήταν ο Ροζμερ; Στην Ρωσσία, κυρίως στην Μόσχα και στο Λένινγκραντ, μετά την επανάσταση του Νοέμβρη –και πριν τον θάνατο του Λένιν.
Χρόνος περίφημος, υπέροχος εκείνος που ο κόσμος φαινόταν να οδηγείται στην συντέλεια, η Ιστορία αρχίζει εκ νέου εν τέλει επί των ερειπίων μιας αυτοκρατορίας! Ακόμα και οι άνθρωποι που, σε μιαν άλλην πλευρά του κόσμου, εξακολουθούσαν να υποφέρουν από την καταπίεση είχαν πίστη, σύμφωνα με μιαν απελευθερωτική και συγκινητικήν έννοια, αυτήν που ο Λίμπνεχτ κάλεσε «πύλες του Παραδείσου».
Ο Ροζμερ είναι αυτός που έδωσε την μαρτυρία του για τον υπολογισμό του χρόνου σύμφωνα με αυτήν την μέθοδό τους, σε μια βάση καθημερινή, χωρίς κανέναν ρομαντισμό ή μυθιστορηματισμό.
Οι επαναστάσεις είναι, εξάλλου, εκκλήσεις για συσκέψεις και συγκεντρώσεις υπό τον άχαρο μόχθο των επιτροπών και των συνόδων.
Ο Ροζμερ παρακολούθησε ορισμένες από αυτές τις συνόδους της Ιστορίας για τις οποίες μιλά εδώ προκειμένου να αντλήσουν από αυτές τις γνώσεις τους με άνεση οι τεχνικοί του επαγγέλματος.
Ένα φυλλάδιο του Λένιν δείχνει και αποκαλύπτει τον πάταγο που προκάλεσε αυτή η ομιλία του –την ώρα που βρίσκεται στην Μόσχα– η οποία συνοψίζεται στην ανακοίνωση ότι πρόκειται απλώς και μόνο για την «ασθένεια παιδικότητας» του Κομμουνισμού. Αυτό το φυλλάδιο του Λένιν περιέχει τα σπέρματα μιας ακόμα ασθένειας, αυτής που –υπό το όνομα της τακτικής της χειραγώγησης (διαθήκη λέγεται ο καρπός της)– προσβάλλει συντρόφους αγωνιστές με λιγότερα όπλα από τον Λένιν.
Παρομοίως, η οργάνωση για την οποία –αυτή του γεγονότος της καθημερινότητας– είναι υπεύθυνος ως γενικός γραμματεύς είναι εκείνη της 3ης Συνόδου της Διεθνούς Λένιν την ώρα που ανακοίνωνε την Νέα Οικονομική Πολιτική (και έλεγε ότι ο κρατικός καπιταλισμός είναι ο προθάλαμος και τα προπύλαια του σοσιαλισμού) και πως η είσοδος σ’ αυτήν είναι ίσως η πορεία της ιστορίας της εξέγερσης –και της δικής μας ιστορίας.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος, ο αγώνας της Επανάστασης του Ρώσσου ενάντια στην προσωπική του μοναξιά, η Κροστάνδη, οι δίκες των επαναστατών-σοσιαλιστών, ο θάνατος του Λένιν, οι κατηγορίες με την μορφή κληροδοτήματος που αφήνει πίσω με μετρημένο πνεύμα, είναι όλα αυτά γεγονότα που «αποδεικνύουν» εδώ τον Ρόζμερ και τον συνδέουν –στον τόνο της γενικότερης εκθέσεως περί ασωτίας– με το ολοκληρωτικό «πιστεύω», την Σταλινικιά δικτατορία.
Δεν θα υπάρξει ούτε μια στιγμή που ο μάρτυς θα υψώσει την φωνή.
Εάν, όμως, το «πιστεύω» του έχει επιβιώσει μετά από τόσο πολλές απογοητεύσεις, τουλάχιστον όμως είχε αυτήν την ήρεμη συνεκτικότητα που δεν έχει ανάγκη κραυγών για να επικυρώσει την ισχύ του.
Ο άνδρας που συμμετείχε ανεπιφύλακτα στην σπουδαία εμπειρία για την οποία μιλά στο βιβλίο του, ξέροντας άλλωστε πώς να αναγνωρίσει την διαστρέβλωση και την διαφθορά της οργάνωσής του, ποτέ δεν δικαιολογήθηκε για την αποτυχία του να καταδικάσει την ίδια την εταιρεία.
Το αποτέλεσμα είναι πως είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τις πλάνες μιας εξέγερσης δίχως, εκ τούτου, να χάσει την πίστη του ως προς την ανάγκη αυτής της εξέγερσης.
Αυτό ακριβώς αποτελεί το δικό μας πρόβλημα, αυτό είναι το σημείο όπου γίνεται αντιληπτή η ρευστότητα της αγοράς του βιβλίου του Ροζμερ.
Βρίσκεται ευθέως σε απόλυτη συμφωνία και απορρέει από ένα ιστορικό φαινόμενο –την γέννηση και τον εκφυλισμό των επαναστάσεων – την εστία της σκέψης μας.
Δεν αποτελούμε κι εμείς, ταυτογχρόνως, τον υϊό μιας επανάστασης, μάρτυρες της εξέγερσης υπό μιαν σκονισμένη και σκιώδη στρατιωτική δικτατορία και αστυνομία;
Ακριβώς, όμως, για να δώσουμε προσεκτική σκέψη στο πρόβλημα αυτό, δεν πρέπει να είμαστε ανάμεσα σε αυτούς που προσβάλλουν την ίδια την επανάσταση κατ’ εξοχήν και είναι αρκετά ευέλικτοι ώστε να βλέπουν άμεσα σε κάθε γέννηση μιαν αποβολή.
Για να αποκτήσουμε πλεονέκτημα έναντι των αναγκαίων μαθημάτων των επαναστάσεων παρακμής (ντεκαντάνς), θα πρέπει να υποφέρουμε με πόνο τις ωδίνες του τοκετού –και όχι να τις καλωσορίσουμε.
Ο Ροζμερ, μιλώντας για την γέννα μιας επανάστασης και της ενεργού αγάπης που μας ζητά εκ του πλησίον να μοιραστούμε –36 έτη μετά το γεγονός– προσφέρει το ακριβές μέτρο του σφετερισμού και της οικειοποίησης που απορρέει από το ξεφύλλισμα των τελευταίων σελίδων του βιβλίου του. Πώς, άραγε, θα μπορούσε να μείνει ικανοποιημένος από αυτήν την αποβολή;
Αυτή η αποκήρυξή του ως άσωτου υϊού αποκτά περισσότερη σημασία χάρη στα μέτρα προφύλαξης που έχει πάρει.
Δεν υπάρχει λόγος να καταλήξουμε σε πρόωρα συμπεράσματα για ό,τι καλείται πομπωδώς «δράμα της ευρωπαϊκής αριστεράς» ώσπου να γίνει ξεκάθαρα αντιληπτό ότι μια συγκεκριμένη τάξη ανθρώπων δεν αντιτάχθηκαν στο καθεστώς των Σταλινικών επειδή κληρονόμησε μιαν επανάσταση όπου η αστική περιουσία έχει καταστραφεί αλλά επειδή ενισχύει, με την καταστροφική της μανία, την αστική μπουρζουαδιστική κοινωνία.
Την ημέρα που η απελευθέρωση του εργαζομένου χειρωνάκτη στο πηδάλιο του πλοίου συνοδευθεί από μιαν όμορφη δίκη κατά την διάρκεια της οποίας η γυναίκα του θα αφήσει, μετά την ανακοίνωση της εσχάτης των ποινών –τα ισόβια– τα παιδιά του να αγκαλιάσουν τον πατέρα τους, αυτήν την ημέρα είναι που θα μπουν στην λήθη ο εγωϊσμός και η δειλία της τάξης των εμπόρων εφόσον η κοινωνία του χρήματος δεν είναι ελλιπής κύρια σε αρετές αλλά είναι απλώς στερημένη από τα αβυσσαλέα, δραματικά χάσματα και εκρήξεις της επαναστατικής κοινωνίας. Ε λοιπόν, παρά το μέγεθος της απογοήτευσης, εδώ ακριβώς εντοπίζεται μια από τις αρχές της αναγεννήσεως.
Κατά την γνώμη μου, η αρχή αυτή που μπορεί να ασκήσει κριτική στην δικτατορία του Στάλιν δεν είναι ούτε ο Kravchenko (ο δέκτης των βραβείων του Σταλινικού καθεστώτος) ούτε οι Γάλλοι υπουργοί (που ευθύνονται για μιαν πολιτική που αιματοκύλισε την Τυνησία) αλλά ο Ροζμερ και μόνον όσοι του μοιάζουν.
Το μοναδικό ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί προς την επανάσταση μόνον η εξέγερση έχει τους τίτλους και τα δικαιώματα να το κάνει διότι η επανάσταση αποκτά νομιμοποίηση μόνον όταν εξετάσει το γεγονός της εξέγερσης. Η μία είναι το μέτρο της άλλης.
Δικαίως ο Λένιν παρέδιδε διαλέξεις μοναχικού ρεαλισμού προς τρομοκράτες. Είναι, ωστόσο, επιβεβλημένο να παρέχεται εις το διηνεκές ζωντανό το παράδειγμα των επαναστατημένων του 1905 από όλους όσους παραμένουν πιστοί στην επανάσταση του 20ου αιώνος και στην κρατική της τρομοκρατία –όχι για να την αρνηθεί κανείς αλλά για να την κάνει εκ νέου (και ενάντια στην ίδια την φύση της) επαναστατική.
Η μεγαλύτερη απογοήτευση, την φορά αυτή, έχει μιαν ευκαιρία να μην είναι στείρα αλλά οι ωδίνες της να αποδώσουν καρπό.
Βλέπουμε, άρα, μέσω του παραδείγματος του Ροζμερ και του βιβλίου του. Άνθρωποι σαν κι αυτόν έχουν καταστεί ικανοί να υπομείνουν την κατάρρευση όλων των ελπίδων τους και να αντισταθούν διπλά: πρώτον, αρνούμενοι να αφεθούν εγκαταλελειμμένοι στον κομφορμισμό της αποκαλούμενης «προσωρινής δουλείας» και, δεύτερον, αρνούμενοι να απογοητευθούν χάρη στην βίαια μανία της εξέγερσης και της απελευθέρωσης που εργάζεται μέσα στον καθένα μας. Κι αν, όμως, υπέκυψαν σε οποιαδήποτε από τις έξεις αυτές, αυτό συνέβη επειδή για όσους έχουν εκπαιδευθεί στην γραμμή του αγώνα υπέρ των προλετάριων και έχει γίνει έξις να βρίσκονται αιωνίως σε επαφή με την δυστυχία του εργαζόμενου, η επανάσταση ποτέ δεν υπήρξε αυτό που είναι για τόσο πολλούς μηδενιστές, δηλ. ένας σκοπός που δικαιολογεί τους πάντες αλλά και τους ίδιους.
Υπήρξε μια οδός, ένα μέσον, και βέβαια αυτή η πορεία δεν θα είναι διπλή –εφόσον κανείς έχει ανάγκη αυτήν την γη για να ζει και να πεθαίνει.
Μόνο αυτοί που βλέπουν –η επανάσταση ως ένας αγνός, καθαρός μύθος, μιαν απόλυτη αντίθεση, μια μεταμόρφωση του πόνου– και καταφέρνουν να υπερβούν τους δισταγμούς τους οδηγούνται σε αποβολή μετά από μιαν αποτυχία, εξαιτίας της απόγνωσης που αφ’ εαυτής κατευθύνει προς κάθε άρνηση και μηδενισμό.
Όσοι αποθαρρύνθηκαν από την Θερμιδώρ χειροκροτούν τον δαφνοστεφανωμένο Βοναπάρτη ή απορρίπτουν τις κατακτήσεις του ’89 και θάβουν διπλά την ελευθερία.
Ωστόσο, εκείνοι που θεωρούν την επανάσταση μόνο ως ένα μέσον δεν αγνοούν αυτό το αγνό και καθαρό καλό που δεν μπορεί να προδοθεί ή να τεθεί υπό κρίσιν. Μπορεί να προδοθεί –και αυτό πρέπει να ειπωθεί, διότι συλλαμβάνει τους άνδρες απ’ ό,τι υψηλότερο αλλά και πιο ταπεινό διαθέτουν. Μπορεί να τεθεί υπό κρίσιν, διότι δεν αποτελεί την ύψιστην αξία –κι αν συμβεί να ταπεινώσει όποιον άνθρωπο έχει αξία μεγαλύτερή του, πρέπει να κρίνεται αναδρομικά και να κρίνεται με βάση την αξία του στον χρόνον εκείνον στον οποίον ταπεινώθηκε.
Αυτή η αξία του αντιτύπου, κατά την γνώμη μου, είναι η διπλή κίνηση που μπορεί να ανιχνευθεί σε αυτό το βιβλίο με το οποίο –παρά την δυστυχία του αιώνος τούτου– πυροδότησε δις ο Ροζμερ την απόφασή του να εξυψώσει ό,τι προφανώς είναι νεκρό και να καταγγείλη ό,τι επιζεί.
Είναι ίσως για τον λόγον αυτό –και θα ολοκληρώσω στο σημείο αυτό– που έχω βεβαρυμένη συνείδηση αυτές τις σπάνιες στιγμές επειδή δεν συμφωνώ με τον Ροζμερ: όταν, π.χ., δικαιολογεί τα πάντα (και την Κροστάνδη) για να ενώσει τις δυνάμεις του με βάση την εποχή στην οποία μιλά.
Η πρώτη μου αντίδραση είναι να εντοπίσω τον χρόνο κατά τον οποίον υποτίμησε την τεράστιαν απήχηση που είχε η Συντακτική Συνέλευση η οποία είχε διαλυθεί από τους Μπολσεβίκους. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι που έλαβε αυτό το μέτρο, αποτελούσε το ορατό σήμα που νομιμοποίησε η επιδιαιτησία επειδή ο Ροζμερ που είχε προηγουμένως ασκήσει κριτική κατά των καταπιεστών θα μπορούσε κάλλιστα να ασκήσει κριτική κατά των επαναστατών.
Η δεύτερη αντίδρασή μου –διαβάζοντας το γραπτό του Ροζμερ όπου δίνει έμφαση στους κινδύνους αυτής της νεανικής επαναστάσεως– είναι διστακτική.
Όταν διαβάζουμε την μαρτυρία αυτή, όταν βλέπουμε με τι αγώνες και θυσίες «πληρώθηκαν» ορισμένες ζωές, καθίσταται αξιοθαύμαστο να εμμένουμε σε αυτό ακριβώς το σημείο εν ονόματί του ενώ άλλοι άνθρωποι δεν είχαν σαν κι εμάς την ευκαιρία και την ατυχία να ζούνε στους καιρούς της ελπίδας. Απομένει μόνο να ακούνε και να καταλαβαίνουνε.
Αυτή η ιστορική εμπειρία που ήταν αποκλειστικά δική μας μπορεί να είναι εξαιρετικά περίεργη και εξειδικευμένη για να διαδοθεί ευρέως. Έχουμε μάθει ότι ο πόλεμος και η αντίσταση δεν είναι τίποτε αφ’ εαυτών, όπως άλλωστε κι εμείς. Βεβαίως, αρκούν για να μας κάνουν να θεωρήσουμε την εξαθλίωση του ολοκληρωτισμού ως το χείριστο κακό και μας καθιστούν αποφασισμένους να δώσουμε την μάχη, άνευ εκπτώσεων, όπου κι αν εντοπίζεται.
Κατά τα λοιπά, βαδίζουμε μέσα στο σκοτάδια. Πρέπει να βαδίζουμε δίχως να θέτουμε σε αμφιβολία τους λόγους που έχουμε για να το κάνουμε και, όταν δεν μπορούμε, να μένουμε με τον εαυτό μας.
Ποιος μπορεί, όμως, να αρνηθεί ότι πρέπει διαρκώς να εκθέτουμε τους λόγους μας αυτούς ενώπιον της εμπειρίας των άλλων και, άρα, ότι ως προς αυτήν την οπτική έχουμε την ανάγκη καθοδηγητών και μαρτύρων που μπορούμε να καλέσουμε;
Από την πλευρά μου –και αυτό είναι το νόημα της εισαγωγής αυτής– ανάμεσα σε τόσους οδηγούς που διατίθενται με γενναιοδωρία, προτιμώ να διαλέγω εκείνους ακριβώς όπως τον Ροζμερ που δεν σκέφτονται να παρέχουν προσωρινά οφέλη τα οποία είναι έρμαιο στην επιτυχία ή στην αποτυχία αλλά αρνούνται ταυτόχρονα την ατιμία και την ερήμωση και διατηρούν επί χρόνια, μέσα στον αγώνα της καθημερινής ζωής, την εύθραυστην ελπίδα μιας αναγέννησης.
Ναι: οι σύντροφοί μας στον αγώνα, οι προγενέστεροί μας, είναι αυτοί που διατηρούν το χαμόγελο ακριβώς επειδή είναι αδύναμοι και, προφανώς, μόνοι.
Δεν είναι, όμως, μόνοι.
Μόνον η δουλεία είναι μόνη, ακόμα και όταν αναγκάζει χιλιάδες στόματα να κλείνουν για να χειροκροτούν τη δύναμη.
Εμείς σήμερα ζούμε με όσα διαφύλαξαν οι πολέμιοί τους. Εάν δεν τα είχαν υπερασπιστεί, τότε θα ζούσαμε χωρίς λόγο, για το τίποτα.




 ''Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ'', ραδιοφωνική ομιλία του Αλμπέρ Καμύ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

 Ραδιοφωνική εκπομπή, 1948

Σημείωση του μεταφραστή Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου: η ομιλία αυτή του Αλμπέρ Καμύ πρέπει να αναγνωστεί σε συνδυασμό με την ενότητα περί «ηλιακής σκέψεως» του Επαναστατημένου Ανθρώπου, με το συμπέρασμα της διπλωματικής του εργασίας «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός» περί πηγών νεότητας και σε σχέση με το άρθρο του με τίτλο «Μνήμες μιας ειδυλλιακής Γερμανίας, υλικό για εικονογράφηση από τον Μποτιτσέλλι»


Το στεγνό, δίχως υγρασία φως δημιουργεί –καθώς ξέρουμε από τον Ηράκλειτο– την πιο συνετή και καλή ψυχή.
Βρισκόμαστε τώρα στην εποχή των υγρών ψυχών.
Η οσμή από το κελάρι που συγκεντρώνεται στις κατεστραμμένες πόλεις απειλεί να μας καλύψει, ερχόμενη σε επαφή ήδη με όλα όσα δημιουργεί η Ευρώπη.
Στην πλειοψηφία των έργων μας το δένδρο έχει εξαφανιστεί, η γυναίκα έχει χάσει τον αυτοσεβασμό της. Όλα τα παράθυρα είναι κλειστά.
Δίχως την εξέγερσή μας, σύντομα θα επικρατήσει η μοναχική νύχτα με τα τυφλωμένα μάτια, αυτή για την οποία μίλησε ο Εμπεδοκλής.
Εδώ, όμως, μιλά η εξέγερσή μας.
Μια μεγάλη φωνή, της οποίας η παντοτινή μοναχικότητα διασώζει την δική μας μοναξιά, πάει να υψωθεί.
Στην στείρα ψυχή της ποίησής μας, ένας ποταμός με μεγάλες καταβολάδες προαναγγέλλει τελικά εποχές γονιμότητας.
Ο René Char μιλά έχοντας πλήρη επίγνωση των γεγονότων: η ποίηση σαπίζει από τα σκουλήκια, από τα έργα αντιγραφής, από τα διατηρημένα υπολείμματα, από τα καμμένα μεταλλεύματα, σχέδια και οραματισμούς που νοθεύονται.
Θα ήταν υγιές να κάψουμε, δίχως καθυστέρηση, αυτούς τους καλλιτέχνες.


Θα ‘λεγε κανείς ότι ο Ρεμπώ υπήρξε ο πρώτος που έριξε φως σε αυτές τις ψηλές, σμιλευμένες και ζωοδότριες φωτιές στην χλόη, φωτιές που ευωδιάζουν τον άνεμο και τροφοδοτούν την χώρα. Είναι νέος αλλά η έξοχη καινοτομία του προέρχεται από το παρελθόν.
Είναι αυτή του ήλιου του μεσημεριού, των τρεχούμενων νερών, του ζευγαριού, του μυστηρίου της φύσης, του άρτου και του οίνου –και της ανεξάντλητης ομορφιάς.
Είναι καινούργια σαν την Ελλάδα, έδαφος αξιόπιστο, όπως αυτοί οι Προσωκρατικοί που επιβεβαιώνουν την τραγική αισιοδοξία.
Μόνη ζωντανή μεταξύ των επιζώντων, αρχίζει εξαρχής, διαρκεί η σπάνια παράδοση της σκέψης του μεσημεριού (pensée du midi).
Ο Σαρ γεννήθηκε σε αυτό το φως από την αλήθεια.
Και είναι βαθύτατα σημαδιακό ότι τα λόγια της αποκατάστασης πηγάζουν από αυτή την υπερήφανη και τρυφερή απαρχή, πένθιμη και σπαραχτική στις βραδιές της, πρόσωπο νεαρό σαν τον κόσμο στις αυγές του και ο οποίος κρατάει –όπως όλες οι χώρες της Μεσογείου– τις πηγές της ζωής όπου η Ευρώπη, εξαντλημένη και ντροπιασμένη, θα επιστρέψει μιαν ημέρα για να βρει στέγη.
Ο ήλιος της ποίησης του Σααρ έχει αποφύγει την στρυφνότητα.
Στις δύο το μεσημέρι, όταν και υπάρχει στην εξοχή η πιο μεγάλη ζέστη, μια μαύρη ανάσα την υπερκαλύπτει αλλά αυτή η ματιά λάμπει από μόνη της και, στο ποίημα, αυτό το μαύρο τοπίο στερεοποιεί γύρω του αχανείς αμμουδιές φωτός όπου τα πρόσωπα ξεγυμνώνονται.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η δυσνόητη ποίηση του Σαρ μοιάζει να είναι μια ορμητική συμπύκνωση της εικόνας, μια πήξη της σάρκας όπου η ισχνή φαντασία μας δεν μπορεί να διαπεράσει ούτε καν με την χρήση της αφαίρεσης.
Το μεσημέρι βρίσκει εδώ την θέση του, ακριβώς στο κέντρο, καθώς και στον χείμαρρο των εγκάρδιων εικόνων που κατακλύζουν την μυστηριώδη καρδιά του.
Το φως της Vaucluse –πατρίδα του Σααρ– αποτελείται, όμως, από υγρασία και αέρα.
Αυτή η χώρα δεν έχει την εξαίσια ακινησία και ξηρασία των εκτάσεων της Αφρικής ή της Ισπανίας.
Ένας επιβλητικός άνεμος διαποτίζει τον ουρανό της, κάνοντας να γεμίσει το Luberond με έναν ήχο νερού φρέσκο και θορυβώδη.
Περίεργος και καθαρός ποταμός ο Sorgue (με πράσινα και κρυστάλλινα νερά), κάνει τα εδάφη εύφορα.
Όλα αναμειγνύονται εδώ με τις δυνάμεις της φύσεως και είναι με την γύμνια αυτής της ξάστερης αντίφασης ως προς το σημείο στήριξης –και δημιουργίας ακόμα– που ο Σαρ βρίσκει την πιο μυστήρια έμπνευσή του, δίνοντας ζωή σε ένα προς ένα αυτά τα ηλιακά πνεύματα που καυτηριάζουν και εξαγνίζουν τα έλκη του κόσμου.
Ήταν, οπωσδήποτε, απαραίτητες αυτές οι πηγές του Sorgue, βαθειές και φρέσκες, για να μιλήσει ο Σαρ για τον έρωτα.
Ο Σαρ, περνώντας από τον σουρρεαλισμό, κράτησε ό,τι το καλύτερο.
Κάποια μέρα στους σουρρεαλιστές θα δοθεί ο ορισμός ότι ήταν οι τελευταίοι συγγραφείς που τόλμησαν να προφέρουν την λέξη «έρωτας» όπως έπρεπε.
Και ο Σαρ, επί μακρό χρόνο, θα αναφέρεται με τον επιφανή τύπο του συντετριμμένου του ποιήματος. Σας αρέσει αυτή η μεταστροφή;
Διότι πρόκειται όντως να μεταστραφεί ο Σαρ –και να προσθέσει, στον έρωτα που διατρέχει το σύνολο του έργου του, έναν τόνο τρυφερότητας επιπρόσθετο στην αρρενωπότητά του.
Αυτό δεν λαμβάνει πλέον χώρα το μεσημέρι, κάθετη ώρα που μας κάνει να σκεπτόμαστε, αλλά το βράδυ σε αυτές τις θερμές νύχτες της Vaucluse όπου ο Γαλαξίας κατέρχεται δύοντας μέχρι τις εστίες φωτός της κοιλάδας που συγχέουν όλα τα πράγματα, τοποθετώντας τα χωριά στον ουρανό και τους αστερισμούς στα βουνά. Κατοικημένες από αυτές τις εστίες φωτός, είναι οι νύχτες του έρωτα.
Η καρδιά μου επίσης είναι μια πηγή που αναβλύζει, όπως ξέρουμε από τον Νίτσε.
Θα μας ξαλάφρωνε, άραγε, αν γιατρεύαμε τα λάθη μας καθισμένοι στο τραπέζι με ψωμί και κρασί να μας συνοδεύουν; Είναι, άλλωστε, τα λόγια του ποιητή.
Ο Σαρ, όμως, μπορεί να θεραπεύσει και να πάρει την θέση του προσφέροντας πνευματική τροφή, πέραν από κάθε δόγμα –και με την απόλαυση της φιλίας του.
Αυτός ο εξεγερμένος ξεφεύγει από το πεπρωμένο τόσων πολλών επαναστατημένων ανθρώπων που κατέληξαν αξιωματικοί της αστυνομίας και, άρα, θα εγείρεται και θα υψώνεται πάντοτε πάνω από εκείνους που αποκαλεί «τα λαγωνικά της γκιλοτίνας».
Δεν επιζητά την τροφή των φυλακών ούτε τα τρομαχτικά κηρύγματα μίσους.
Θα έλεγε κανείς ότι για αυτόν η τροφή είναι η ελευθερία που έχει καλύτερη γεύση, τελικά, για τον άστεγο περιπλανώμενο παρά για τον κατήγορο..
Για τον λόγο αυτό, με τον θαυμασμό με τον οποίο μας λαμπρύνουν μερικοί ανάμεσά μας, αυτές οι αδελφικές, ζεστές καλοκαιρινές ημέρες συνενώνονται εκεί όπου ο άνθρωπος παράγει τους καλύτερους καρπούς του.
Τί άλλο να απαιτήσει κανείς σήμερα από έναν ποιητή;
Στο μέσο των διασκορπισμένων ακροπόλεών μας, εδώ υπάρχει τροφή και η γυναίκα και η ανδρειωμένη η ελευθερία.
Στην έρημο του χρόνου, συλλέγοντας αυτά τα αληθινά πλούτη, η Ομορφιά τελικά υψώνεται υπεράνω αυτών για τα οποία κάποτε είχαμε την δίψα της ελπίδας.
Καθώς αφήνει αυτά τα «Φυλλάδια του Ύπνου-Feuillets d’ Hypnos», ακραία σαν τα όπλα των ανυπάκοων και βρεγμένα στο αίμα των δεσμών του αγώνα, την αναγνωρίζουμε ως αυτήν που είναι: όχι ως την ομορφιά που εξασθενεί από τον ακαδημαϊσμό αλλά ως την ομορφιά όπου μπορούμε οριστικά να ζήσουμε, πορφυρογέννητη, να πηγάζει από ένα αλλόκοτο βάπτισμα, στεφανωμένη από αστραπές.
Μέσα στην μάχη, με τα όπλα ακόμα στο χέρι, ιδού ένας ποιητής που τόλμησε να μας φωνάξει: Μέσα στο σκότος δεν υπάρχει χώρος για την Ομορφιά. Όλος ο τόπος υπάρχει για χάρη της Ομορφιάς.
Και από την στιγμή εκείνη, κάθε ποίημα του Σαρ χάραξε έναν δρόμο ελπίδας, παρόμοιο με εκείνες τις πυρκαϊές που ο ίδιος ανακάλυψε από το αεροπλάνο του, πετώντας στην Αφρική, ότι οι σύντροφοί του στην Αντίσταση/Maquis είχαν ανάψει αλυσιδωτά ως την θάλασσα για να χαιρετήσουν τον αδελφό τους και την νίκη που πλησίαζε, δείχνοντας πάνω από τις κατεχόμενες ακόμα κοιλάδες τον δρόμο που φωτίζει την ελευθερία.
Και η ίδια αυτή μοναχική φωνή συνοδεύει σήμερα την δύσκολη πλεύση μας και μιλά αδιάκοπα για μιαν Ιθάκη όπου θα φθάσουμε, παρά τις επιθέσεις, και όπου θα ξαναβρούμε την απλή χαρά να είμαστε άνθρωποι.
Αφυπνιστής!
Να η λέξη που ταιριάζει στον Σαρ.
Θα αντέξουμε, όπως μας το ζητά. Θα αντέξουμε, εν τέλει, και θα μείνουμε πιστοί.
Αλλά με έργα σαν και αυτό και με ανθρώπους σαν κι αυτόν είναι που θα ζητήσουμε κάποιες φορές να τους αξιοποιήσουμε και να γίνουν ελπιδοφόροι ταγοί, τιμώντας την εποχή μας.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου